Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Η αυτοκατασκευή ως ελευθεριακή πρακτική


Φράνκο Μπουντσούγκα: Ξεκινάμε με δύο θεμελιώδεις πλευρές: την αυτοκατασκευή και τον αρχιτέκτονα. Η αυτοκατασκευή, εννοούμενη ως αυτοδιευθυνόμενη πρακτική στον τομέα της κατοικίας, ακυρώνει τη φιγούρα και τη λειτουργία του αρχιτέκτονα;

Τζανκάρλο Ντε Κάρλο: Το ζήτημα της αυτοκατασκευής εντάσσεται στα διάφορα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη συμμετοχή. Και με τη συμμετοχή εννοώ την επιστροφή της φωνής και της ενεργητικής παρουσίας των «χρηστών», κυρίως εκείνων που ανήκουν στις λιγότερο εύπορες τάξεις ή στις μειονότητες, παραδοσιακά αποκλεισμένες από τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, η οποία διαδικασία ξεκινά με την αρχική επιλογή κατασκευής ενός κτιρίου και φτάνει, αφού περάσει από πολλές φάσεις, στη δική τους χρήση. Το γεγονός ότι αυτά τα άτομα δεν ασχολούνται πλέον με τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και την οργάνωση των αρχιτεκτονικών συμβάντων, είναι κάτι το πολύ ανησυχητικό. Πρόκειται για μια τεράστια απώλεια, γιατί η αρχιτεκτονική είναι εξ ορισμού ένα σύστημα επικοινωνίας και μάλιστα από τα πιο αποτελεσματικά. Μέσω της αρχιτεκτονικής οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν, να εμφανιστούν σε έναν πολυδιάστατο χώρο, να εκφράσουν τις προσδοκίες, τις συγκρούσεις τους κ.ο.κ. Σήμερα αυτή η επικοινωνία δεν υπάρχει πλέον, η δε γλώσσα έχει καταστραφεί, καθιστώντας σημαντική την επανοικειοποίησή της προκειμένου να υπάρξει μια νέα ισορροπία στην κοινωνία. Όμως ο αποκλεισμός της συμμετοχής στην αρχιτεκτονική διαδικασία κρατάει, τώρα πια, πολύ καιρό. Είναι κάτι που ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, ίσως κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ή στον Διαφωτισμό και δεν μπορούμε να πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να την ανατρέψουμε μέσα σε λίγα χρόνια. Σε σχέση με αυτό το πρόβλημα οι άνθρωποι είναι εξίσου αποξενωμένοι με εμάς τους αρχιτέκτονες και συνεπώς είναι αναγκαίο να περάσουμε μέσα από μια διαδικασία αμοιβαίας επανεκπαίδευσης, η οποία θα μας επιτρέψει να αποκτήσουμε και πάλι τα εργαλεία για μια συμμετοχή στην αρχιτεκτονική.

Επιπλέον, πολύς κόσμος δεν ξέρει πια να κατασκευάζει και το να του ζητήσεις να ξεκινήσει να φτιάξει ένα σπίτι ανήκει στη σφαίρα της ουτοπίας. Γι’ αυτό η συμμετοχή δεν πρέπει να εννοείται ως μια γενική συνταγή επίλυσης κάθε προβλήματος, αλλά ως κάτι που πρέπει να ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο κόσμος θέλει να κατασκευάσει και είναι ικανός να το κάνει, όμως υπάρχουν και άλλες στις οποίες τα άτομα δεν είναι σε θέση να κατασκευάσουν και τότε είναι άχρηστο να παριστάνουν ότι το κάνουν. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δουλέψουμε βάσει ενός σχεδίου, δίνοντάς τους χώρους στους οποίους μπορούν να ξεκινήσουν σταδιακά να αλλάζουν τα κτίρια, προσπαθώντας να παρουσιάσουν, μέσω ελασσόνων τροποποιήσεων, αυτό που θέλουν να κάνουν σε ένα γενικότερο επίπεδο.

Όμως οι χώροι που το σύστημα αφήνει ελεύθερους για την αυτοκατασκευή και στους οποίους είναι δυνατό να αναπτυχθούν σημαντικές κοινωνικές πρακτικές όπως η αλληλοβοήθεια, δεν είναι ίσως τα γκέτο που το σύστημα, είτε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος είτε λόγω στρατηγικών αποφάσεων, παραχωρεί τη διεύθυνσή τους σε περιθωριακούς τομείς;

Τζων Τέρνερ: Η αλληλοβοήθεια μπορεί να αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση φάση για το ξεπέρασμα του χώρου που διευθύνει η εξουσία, με την αυτοκατασκευή να επιτρέπει την επανοικειοποίηση της εμπιστοσύνης στις δικές μας δυνάμεις, πολύ συχνά αφημένες στους τεχνικούς, στους ειδικούς.

Η αυτοκατασκευή που δεν εξαρτάται από την εξουσία είναι σχεδόν μια ανύπαρκτη περίπτωση, όμως στη διάρκεια προγραμμάτων αποφασισμένων από τις «αρχές», είναι δυνατόν να παρεισφρήσουν χώροι αυτονομίας. Πρόκειται για μια περιορισμένη αυτονομία, στο εσωτερικό ενός ιεραρχικού συστήματος, όμως υποστηρίζω ότι αυτός ο τύπος δραστηριότητας είναι, ωστόσο, καλύτερος από το τίποτα και μπορεί να επιτρέψει στους ανθρώπους να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, ακόμη και τις χειρωνακτικές.

Θέλω να πω ότι η δημιουργία εσωτερικών χώρων σε ένα σύστημα δεν πρέπει να υποτιμάται, σίγουρα δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα, όμως μπορεί να αποτελέσει τη βάση επί της οποίας θα δημιουργηθεί ένα διαφορετικό σύστημα. Αν του δοθεί η ευκαιρία, ο κόσμος θα ξαναρχίσει να μαθαίνει, να μαθαίνει το ένα και το άλλο, να ανακαλύπτει και πάλι τις ικανότητές του. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει καθοριστική σημασία, ακόμη κι αν συμβεί σε περιορισμένη κλίμακα και για λίγα άτομα. Αυτό σημαίνει ότι αναζητούμε μια διαφορετική δομή: οφείλουμε να περάσουμε από το υπάρχον πυραμιδοειδές, ετερόνομο σύστημα, σε ένα δίκτυο ίσων που συζητούν μεταξύ τους.

Προφανώς κάτι τέτοιο απαιτεί την εγκαθίδρυση διαφορετικών θεσμών, δηλαδή μια εκ νέου χρήση με σύγχρονη μορφή παλιών θεσμών, για παράδειγμα δομών συνεργατικού τύπου, των οποίων το νόημα έχει διαστρεβλωθεί και αφομοιωθεί από τις εμπορευματικές και κρατικές δομές.

Αυτό, βεβαίως, είναι ένα τεράστιο καθήκον, μια ενασχόληση σε παγκόσμια κλίμακα. Όμως βλέπουμε ότι είναι δυνατή μια δράση σε αυτό το ιδιαίτερο μέτωπο, εκλαμβάνοντας το πρόβλημα του καταλύματος ως ένα από τα μέτωπα του πολέμου –γιατί, πράγματι, για πόλεμο πρόκειται– ενάντια σε διαφορετικά συστήματα και θεσμούς με έναν θετικό τρόπο, προκειμένου να εγκαθιδρυθούν διαφορετικά συστήματα. Και οφείλουμε να αναρωτηθούμε ποια μπορεί να είναι η φύση αυτών των εναλλακτικών συστημάτων, μέχρι σε ποιο βαθμό μπορούν να συνυπάρχουν ή να επεκτείνονται εντός των υπαρκτών δομών. Είμαι αισιόδοξος και πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει εντός μιας υπάρχουσας δομής ένα μεγάλο περιθώριο μιας τέτοιας επέκτασης, ιδιαιτέρως αν η υπάρχουσα δομή είναι απολιθωμένη όπως η ιταλική, ή παρακμιακή όπως η αγγλική. Πιστεύω ότι υπάρχει γόνιμο έδαφος. Πιστεύω ότι σε αυτούς τους τύπους των δομών μπορούν να συμβούν πολλά πράγματα λόγω των ανεπαρκειών και της προβληματικότητας των συστημάτων.

Φ.Μπ.: Συνεπώς, τι μπορούμε να κάνουμε ξεκινώντας από σήμερα;

Τζ.Τ.: Ξεκινώντας από την εμπειρία του Αμερικανού ιδιοκτήτη-αυτοκατασκευαστή (owner-builder) και την επιτυχία που γνώρισε τις δεκαετίες του 1950 και 1960, μπορούμε να σκεφτούμε το κράτος ως εκείνη την οντότητα η οποία οφείλει να μας διαθέτει τη γη. Λέγοντας κάτι τέτοιο θέλω να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη δυνατότητα ύπαρξης μιας κατάστασης στην οποία οι θεσμοί της κοινωνίας εγγυώνται την πρόσβαση στη γη ή σε άλλους βασικούς πόρους, μέσω της ύπαρξης ενός συστήματος νόμων.

Με άλλα λόγια, να δημιουργηθεί ένα κοινοτιστικό εδαφικό σύστημα, έστω και ατελές. Κατά βάθος μιλάω για την προσπάθεια που κατεβλήθη στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης (που φυσικά ακυρώθηκε από τη σημερινή), δηλαδή για τη θέσπιση μιας νομοθεσίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στον έλεγχο του εδάφους σε τοπική κλίμακα. Αυτή είναι μια κίνηση στην ορθή κατεύθυνση και υπάρχουν κάποιοι που κινητοποιούνται με αυτή την έννοια.

Φ.Μπ.: Με αυτή την έννοια, όμως, μπορεί να κινηθούμε και προς μια πλήρη αστεακοποίηση του εδάφους. Όπου με αστεακοποίηση πρέπει να εννοούμε την αδυναμία εξεύρεσης εδαφών έξω από το σχέδιο. Γιατί αποκέντρωση μπορεί επίσης να σημαίνει να γίνει πιο τριχοειδής ο έλεγχος του εδάφους, αν δεν υπάρχει μια πραγματική δυνατότητα αυτονομίας, γεννημένη από τη βάση.

Τζ.Τ.: Η γη δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν εμπόρευμα ούτε από την αγορά ούτε, με διαφορετική έννοια, από το κράτος. Αυτή η εδαφική κοινότητα θα πρέπει να έχει την ευθύνη του ελέγχου της χρήσης της γης εντός ενός καθορισμένου εδάφους, αλλά χωρίς να υπάρχει δυνατότητα κερδοσκοπίας αφού δεν θα είναι ιδιόκτητη.

Η κοινότητα, στο παραδοσιακό σύστημα, το παλιό σύστημα διαχείρισης του εδάφους, εμφανίζεται ως η διαχειρίστρια η οποία έχει την ευθύνη της χρήσης και της συντήρησής του για τις μελλοντικές γενεές. Όμως δεν μπορεί να ιδιωτικοποιήσει τη χρήση. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι βρισκόμαστε να έχουμε ένα κοινοτιστικό σύστημα διαχείρισης της γης.

Όμως το πρόβλημα της διεύθυνσης του εδάφους δεν μπορεί να λυθεί μονάχα σε κοινοτιστικό επίπεδο, γιατί σε μια σύνθετη κοινωνία οι αποφάσεις γενικού χαρακτήρα δεν μπορούν να είναι απλώς το άθροισμα όλων των τοπικών αποφάσεων. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ, όμως υποστηρίζω ότι στην πράξη, κυρίως στο άμεσο μέλλον, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε σε μια θεσμική μορφή γενικού χαρακτήρα, που θα εγγυάται τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων. Μπορεί να πρόκειται για έναν ομοσπονδιακό μηχανισμό, όμως πρέπει να έχει έναν επαρκή βαθμό εξουσιοδότησης.

Φ.Μπ.: Συνεπώς το κύριο πρόβλημα της διεύθυνσης του εδάφους έχει να κάνει με τις διαστάσεις;

Τζ.Τ.: Σαφώς, γιατί ένα σύνολο κοινοτήτων ενταγμένο σε ένα δικτυακό σύστημα πρέπει να συμπληρώνεται από ένα άλλο σύστημα σε μεγαλύτερη κλίμακα, που θα επιτρέπει την απόκτηση εκείνων των αναγκαίων για την κοινότητα αγαθών τα οποία δεν παράγει η ίδια.

Φ.ΜΠ.: Ποια οργανωτική μορφή πρέπει να έχει η κοινότητα;

Τζ.Τ.: Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η άμεση δημοκρατία είναι εφικτή μόνο σε μικρές διαστάσεις. Το όριο της μπορεί να εντοπιστεί στη δυνατότητα/ικανότητα λήψης των αποφάσεων από όλα τα μέλη από κοινού: στην πράξη σε μια μεγάλη αίθουσα. Αυτό πιστεύω ότι είναι το όριο της άμεσης δημοκρατίας, όμως είναι ακριβώς σε αυτό το επίπεδο που οφείλουμε να παραπέμπουμε τον μεγαλύτερο αριθμό των αποφάσεων. Όσον αφορά αποφάσεις που θα πρέπει να παρθούν σε επίπεδα στα οποία δεν είναι δυνατή η άμεση παρέμβαση όλων, χρειάζεται να υπάρχει ένα σύστημα εκπροσώπων επιλεγμένων και ελεγχόμενων.

Τζ.Ντ.Κ.: Είναι φυσιολογικό, σίγουρα,  για λόγους αρχής και ίσως από πρακτική άποψη. Σαφώς, δεν μπορεί να υφίσταται άμεση δημοκρατία σε σχέση με προβλήματα μεγάλης κλίμακας όπως αυτά που περιέγραψες, όμως ξέρουμε επίσης ότι υπάρχει μια έντονη τάση να δικαιολογείται κάθε απόφαση βάσει του γεγονότος ότι πρόκειται για μια παρέμβαση σε βάθος χρόνου και σε μεγάλη κλίμακα, ενώ, στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος αυτών των προβλημάτων δεν είναι καθόλου μακροπρόθεσμα και μεγάλης κλίμακας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι σημαντικό να εξετάζουμε πολύ προσεκτικά αυτές τις αποφάσεις, για να δούμε σε ποια κλίμακα ανήκουν πραγματικά. Μέσω αυτής της εξέτασης ανακαλύπτουμε ότι πολλά προβλήματα που θεωρούνται μακροπρόθεσμα ή μεγάλης κλίμακας, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου τέτοια. Μπορούν να υποδιαιρεθούν.

Τζ.Τ.: Όπως το πρόβλημα της κατοικίας, για παράδειγμα…

Τζ.Ντ.Κ.: Σαφώς, όπως το πρόβλημα της κατοικίας. Γι’ αυτό είμαι πολύ αντίθετος στην ιδέα να εγκαταλείψουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα μεγάλης κλίμακας. Θέλω πρώτα να επαληθεύσω ότι πράγματι είναι μεγάλης κλίμακας και πηγαίνουν σε βάθος χρόνου.

Τζ.Τ.: Όμως την πιο ενδιαφέρουσα στιγμή τη βιώνουμε όταν πρέπει να δράσουμε σε σχέση με κάτι συγκεκριμένο, όταν πρέπει να λειτουργήσουμε άμεσα. Λοιπόν, σε εκείνες τις περιπτώσεις που έχουν να κάνουν, άμεσα και έμμεσα, με το κράτος και την αγορά, μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρους που θα υπάρχει ευελιξία και είναι ακριβώς από αυτούς τους χώρους που μπορούμε να κινηθούμε για μια αλλαγή του συστήματος: οικοδομώντας ενώ καταστρέφουμε. Δεν προτίθεμαι να διατυπώσω γενικές στρατηγικές, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ένας πρακτικός δρόμος εδώ και τώρα.

Φ.Μπ.: Ντε Κάρλο, υποστηρίζεις ότι είναι πιο εύκολη η αποκέντρωση μιας εκλεπτυσμένης αλλά ελαφράς τεχνολογίας, σε σχέση με μια απλή αλλά βαριά. Έχω κάποιες αμφιβολίες, γιατί η εκλεπτυσμένη τεχνολογία εμπεριέχει ένα know-how δύσκολα κοινωνικοποιήσιμο.

Τζ.Ντ.Κ.: Κατ’ αρχήν θα ήθελα να πω ότι ανησυχώ πολύ όταν η συζήτηση παίρνει τη μορφή μια δυϊστικής θέσης και προκειμένου να αντιμετωπίσουμε κάποια προβλήματα προερχόμενα από την τεχνολογία, φτάνουμε να χαρακτηρίζουμε, πολύ επιφανειακά, την τεχνολογία σαν τον διάβολο, όλα είναι μαύρα και όλα πρέπει να αντιπαλευτούν κατά τρόπο γενικό αλλά και παράλογο από πολιτική, ιστορική και κοινωνική άποψη. Θέλω να πω ότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των μονοπωλιακών δυνάμεων, αλλά και της ανθρώπινης εργασίας όλων εκείνων που συνέβαλαν το να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Η τεχνολογία καθαυτή δεν είναι ο διάβολος, αλλά μπορεί να γίνει μέσα από μια κακή χρήση. Σαφώς, αν εξετάσουμε με προσοχή τη χρήση που έχουμε κάνει της τεχνολογίας… Ας δούμε, για παράδειγμα, την Αλγερία, χώρα αναπτυγμένη αλλά όχι και πολύ, έχει φτιάξει μεγάλο μέρος των κτιρίων με μια τεχνολογία πολύ χαζή, χρησιμοποιώντας, δηλαδή, το τσιμέντο… Χαζή γιατί είναι πολύ εύκολο να χτίσεις κάτι με το τσιμέντο. Θέλω επίσης να πω ότι, άλλωστε, δεν είναι και τόσο εκλεπτυσμένη, αφού καθώς βασίζεται στην προκατασκευή, απαιτεί μεγάλες εγκαταστάσεις για την παραγωγή των βασικών συστατικών, κι έτσι αυτά τα συστατικά εισάγονται από άλλες χώρες. Όταν μετά άρχισε να φτιάχνει σπίτια, μεγάλα συγκροτήματα σπιτιών βασισμένα στην επαναλαμβανόμενη χρήση των ίδιων συστατικών, έφτασε σε ένα σημείο όπου δεν μπορούσε πια να σταματήσει και ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει να ζητά από τις λεγόμενες «αναπτυγμένες» χώρες να της προμηθεύει τα απαραίτητα υλικά, συνεπώς υποχρεώθηκε να τα εισάγει. Για μένα, αυτή είναι μια πολύ χαζή τεχνολογία, με τρομερά αρνητικές συνέπειες. Δημιουργεί μια νέα αποικιοκρατία, σε κάποιες περιπτώσεις χειρότερη από την προηγούμενη. Ας πάρουμε τη Ρωσία, όπου στήθηκαν, άπαξ δια παντός, μεγάλες βιομηχανίες για την παρασκευή τσιμέντου, κάτι που δεν μπορεί πλέον να σταματήσει. Έτσι, όλες οι νέες γειτονιές, για παράδειγμα, πρέπει να έχουν εννιαόροφα σπίτια, γιατί αυτή είναι η καλύτερη χρήση των συστατικών, ενώ η οργάνωση του εσωτερικού χώρου πρέπει να είναι ίδια σε όλες τις πόλεις, από το Κίεβο στο Νοβοσιμπίρσκ, αφού αυτή είναι η επιταγή της παραγωγής των συστατικών. Κι αυτό οδηγεί σε μια τρομερή εσωτερική αποικιοκρατία.

Φ.Μπ.: Συνέβη το ίδιο με την Αλγερία.

Τζ.Ντ.Κ.: Σωστά, όμως μου φαίνεται ότι υπάρχει επίσης μια μεγάλη αντίφαση στη σύγχρονη κοινωνία. Για να μπορέσεις να πουλήσεις καλά τα αντικείμενα υψηλής τεχνολογίας χρειάζεται αφενός να τα μικραίνεις ολοένα και περισσότερο, και, αφετέρου, να τα παράγεις με ολοένα και μικρότερο κόστος, κι είναι σε αυτό το σημείο που αναδεικνύονται οι αντιφάσεις. Αυτά τα αντικείμενα γίνονται εύκολα διαθέσιμα, ευκολόχρηστα και κοστίζουν λίγο. Έτσι, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων και των διαδηλώσεων στην Ουάσινγκτον, στο Σικάγο ή στη Νέα Υόρκη, τα παιδιά ήταν σε θέση με τις μικρές τους κάμερες να μεταδίδουν σε ολόκληρη την Αμερική αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Και χρησιμοποιούσαν μια τεχνολογία απλούστατη, όπως αυτή της βιντεοκάμερας. Σαφώς, αυτό ισχύει για την Αμερική και όχι για την Αλγερία ή την Ουγκάντα, όμως στην περίπτωση της Αμερικής αυτά τα τεχνολογικά εργαλεία μπόρεσαν να συμβάλουν απίστευτα στην επέκταση της γνώσης και της κριτικής στο σύστημα. Όμως σκέφτομαι και κάποιες άλλες συσκευές, πολύ μικρές, όπως οι ρυθμιστές των μύλων, που είναι πολύ απλοί, με την έννοια ότι οι πάντες μπορούν να καταλάβουν τη λειτουργία τους και να τους χρησιμοποιήσουν. Σαφώς, το σύστημα δεν σου δίνει την ευκαιρία να μάθεις αυτή την τεχνολογία, όμως υπάρχουν τεχνικοί και διανοούμενοι που μπορούν πολύ εύκολα να αναλάβουν το καθήκον να τη διδάξουν στα άτομα που το επιθυμούν, αποκαλύπτοντας στους μικρούς μαθητές χαζά μυστικά, που τους επιτρέπουν να φτιάχνεις κάποια πράγματα μόνοι τους. Κι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο να γίνει ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος, για παράδειγμα σε σχέση με τη δυνατότητα χρήσης των φυσικών πόρων, αντί εκείνης που επιβάλουν οι μεγάλες βιομηχανίες.

Φ.Μπ.: Αρκούν, συνεπώς, κάποιες μικρές γνώσεις για να ξεκινήσεις…

Τζ.Ντ.Κ.: Μικρές γνώσεις, σαφώς. Γι’ αυτό ανησυχώ όταν κάποιος παίρνει θέση ενάντια στην τεχνολογία καθαυτή, όταν λέει ότι η τεχνολογία είναι δαιμονική. Δεν είναι αλήθεια: το πρόβλημα είναι το πώς θα οικειοποιηθείς την τεχνολογία, πώς θα κάνεις τις κατάλληλες επιλογές εντός του πλαισίου της. Όμως αν ξεκινήσεις να κάνεις επιλογές, να επιλέγεις ανάμεσα στους διάφορους τύπους τεχνολογίας, καταλαβαίνεις ότι όσο περισσότερο είναι μια τεχνολογία χαζή, τόσο περισσότερο είναι δύσκολο να την οικειοποιηθείς, ενώ όταν είναι έξυπνη, είναι εύκολο να την οικειοποιηθείς. Και με αυτή την έννοια είμαι αισιόδοξος όπως είσαι εσύ, Τζων, γιατί πιστεύω ότι αυτή η αντίφαση μπορεί να μας πάει πολύ μπροστά και μπορεί να προμηθεύσει έναν χώρο απίστευτο σε όποιον θέλει να αλλάξει, σε όποιον θέλει να ασκήσει σαφώς έναν έλεγχο στη γνώση, στην ενέργεια και σε όλα τα υπόλοιπα.

Φ.Μπ.: Μια τελευταία ερώτηση στον Τέρνερ. Λες ότι προτιμάς τους απαγορευτικούς από τους επιτακτικούς νόμους. Προτιμάς κανόνες που απαγορεύουν από εκείνους που επιβάλουν συμπεριφορές.                                                                                                                

Τζ.Τ.: Σαφώς, γιατί οι απαγορευτικοί νόμοι προσφέρουν εξ ορισμού χώρους ελευθερίας, εντός των οποίων μπορείς να κινηθείς. Οι επιτακτικοί νόμοι, αντιθέτως, εισάγουν την εξουσία στην ίδια τη συμπεριφορά σου.

Είναι προτιμότερη μια εξουσία που σου δίνει κάποια περιθώρια, από μιαν άλλη που κωδικοποιεί τη συμπεριφορά σου.

Στο υπό συζήτηση θέμα, αν η εξουσία βάλει κάποιες απαγορεύσεις στο χτίσιμο, είτε στο επίπεδο της τεχνικής είτε στο επίπεδο της πολεοδομίας, έχεις την ελευθερία να σχεδιάσεις και να κατασκευάσεις σύμφωνα με μια πολύ πιο ευρεία γκάμα δυνατοτήτων.

Μπορώ να σας δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: για να χτίσουμε έχουμε τους απαγορευτικούς νόμους, με τη μορφή των performance standards, όσον αφορά την κατασκευή των κτιρίων. Πριν τους νέους by-laws (τοπικούς νόμους), αν ήθελες να χτίσεις ένα σπίτι στη Μεγάλη Βρετανία, έπρεπε αναγκαστικά να το κάνεις βάζοντας τοίχους με τούβλα δύο δαχτύλων και δεν υπήρχαν εναλλακτικές. Είχε οριστεί σαφώς το πάχος! Με τα performance standards είναι δυνατόν, στη θεωρία, να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε κατασκευαστική τεχνική εφόσον είσαι σε θέση να αποδείξεις ότι λειτουργεί, ότι μπορεί να αντέξει το αναγκαίο φορτίο, ότι το χτίσμα θα είναι σταθερό, θα κρατήσει, ότι θα έχει τις αναγκαίες τεχνικές και ακουστικές ιδιότητες.

Σαφώς αυτά είναι περιορισμοί, αλλά στο πλαίσιο τους μπορείς να δράσεις όπως θέλεις, αρκεί το πράγμα να λειτουργεί. Με τα φυσικά υλικά μας επιτρέπεται να κάνουμε κάτι τέτοιο, γιατί έχουμε τις αναγκαίες γνώσεις, ξέρουμε πώς συμπεριφέρονται.

Αυτό που δεν ξέρουμε επαρκώς, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, είναι οι περιοχές στις οποίες μπορούμε να εφαρμόσουμε τους ίδιους μηχανισμούς που έχουν να κάνουν με την οργάνωση του χώρου.

Για παράδειγμα, η θέση μιας σειράς μεγάλων κτιριακών μπλοκ, όπως και οι διαστάσεις τους, σε αναγκάζει στην εφαρμογή μιας σειράς πολύ αυστηρών standards.

Και στην πραγματικότητα δεν έχουν δοκιμαστεί, αναλυθεί, επαρκώς και μόνο τώρα μπορούμε να πούμε, αφού έχει υπάρξει μια επαρκής περίοδος εμπειρίας, ότι μεγάλο μέρος αυτών των επινοημένων κανόνων δεν γεννήθηκαν από πρότερες κοινές ρίζες, αλλά επεβλήθησαν από ευφυείς αρχιτέκτονες και πολεοδόμους, πως αυτοί οι κανόνες δεν προέκυψαν από την εμπειρία και, ωστόσο, αντιγράφονται ευρέως, προκαλώντας καταστροφές.

Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, είναι εύκολη η κριτική και είναι αυτό που κάνουμε εμείς εδώ. Όμως δεν πιστεύω ότι μπορούμε να φτάσουμε στην αναγκαία γνώση για να παράγουμε ένα ισοδύναμο των performance standards σε ότι αφορά τον σχεδιασμό.

Πιστεύω ότι προς το παρόν οφείλουμε να επαναφέρουμε, να ξαναχρησιμοποιήσουμε την αρχή της διαφοράς ενός απαγορευτικού από έναν επιτακτικό νόμο, κάτι που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να κατανοηθεί σωστά, αφού υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι ένας απαγορευτικός νόμος είναι χειρότερος καθώς απαγορεύει κάτι, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια, γιατί σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι και απελευθερωτικός.

 

Η παραπάνω συζήτηση μεταξύ των τριών αρχιτεκτόνων δημοσιεύθηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση Volontà, νο 2, 1986. 

Υ.γ. 1 (του μεταφραστή): Ο  John Francis Charlewood Turner (9 Ιούλη 1927-3 Σεπτέμβρη 2023) ήταν Βρετανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός, γνωστός για τη συμβολή του στην αυτοδιευθυνόμενη και από τα κάτω οικοδόμηση κατοικιών και γειτονιών σε χώρες της Νότιας Αμερικής (ιδιαιτέρως στο Περού), στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία. Γεννημένος στο Κένσινγκτον του Λονδίνου, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας βρήκε τυχαία ένα αντίτυπο της αναρχικής εφημερίδας «Freedom» και από τότε άρχισε να μελετά συστηματικά το έργο αναρχικών όπως ο Πιότρ Κροπότκιν και ο Herbert Read, επηρεαζόμενος και από τις ιδέες των Patrick Geddes και Lewis Mamford. Συνεργάστηκε επανειλημμένως με τη «Freedom», όντας φίλος με τον εκδότη της Colin Ward, αυτοπροσδιοριζόμενος ως μετριοπαθής αναρχικός. Στη μνήμη του αφιερώνεται η παραπάνω συνέντευξη-συζήτηση με έναν άλλο διαπρεπή αναρχικό αρχιτέκτονα, τον Giancarlo De Carlo, με συντονιστή τον σύντροφο και φίλο, επίσης Ιταλό αρχιτέκτονα, Franco Bunčunga.

Υ.γ. 2 (του μεταφραστή): Την Παρασκευή 1/12/2023 η ιστορική κατάληψη του Ηρακλείου «Ευαγγελισμός» πέρασε και πάλι στα χέρια του ανταγωνιστικού κινήματος. Ως ένα λαμπρό παράδειγμα αποκατάστασης και αυτοκατασκευής ενός ιστορικού κτιρίου της κρητικής πόλης, που για χρόνια παρέμενε εγκαταλειμμένο από τις «ευαίσθητες» πανεπιστημιακές, αρχές, καλό θα ήταν, κάποια στιγμή, οι ευαίσθητοι αρχιτέκτονες-σες να ρίξουν μια πιο επισταμένη ματιά σε τέτοια εγχειρήματα, που δεν είναι μόνο πολιτικά αλλά, πρωτίστως, κοινωνικά, με την έννοια πως δείχνουν στους από κάτω πώς μπορούν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, χωρίς να περιμένουν τίποτα από τα αφεντικά και τα τσιράκια τους.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου