Ο Σώτος ένιωσε ότι ξυπνούσε. Καθισμένος σε ένα παγκάκι έξω από την κατάληψη της βία Τράνζιτι στο Μιλάνο, κουρασμένος καθώς ήταν από την πολύωρη συνέλευση, τον είχε πάρει ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Η συζήτηση ήταν έντονη στο μπαρ της κατάληψης, σε δυο μέρες θα πήγαιναν στην Τζένοβα για τη συνάντηση των G8 και εκεί γινόταν μια από τις τελευταίες συνελεύσεις της τάσης autonomia di classe για το τι μέλλει γενέσθαι στις πορείες ενάντια στη summit της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Είχε προηγηθεί μια συνέλευση σε μιαν άλλη ιστορική κατάληψη της πόλης, στην Γκαριμπάλντι, χωμένη μέσα στη γειτονιά της Μπρέρα, που σιγά σιγά έχανε τον χαρακτήρα της, υποκείμενη σε ένα γοργό και αδυσώπητο geintrification. Καθώς ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει τα μιλανέζικα ιταλικά των ομιλητών, ο Σώτος είχε αρχίζει να τα παίζει, γι’ αυτό βγήκε έξω από το μπαρ και την έπεσε σε ένα παγκάκι που βρισκόταν σε μια μικρή πλατεία ακριβώς απέναντι, ευτυχώς γι’ αυτόν άδεια από τους vu compra και τους punk a bestia, που η ζέστη και η υγρασία της καλοκαιρινής νύχτας, τους είχε οδηγήσει να αναζητήσουν ένα πιο κατάλληλο κατάλυμα για να την αράξουν, να πιουν τη νιοστή μπύρα και να κάνουν ένα ακόμη «γάρο». Μετατόπισε δύο άδεια αφημένα μπουκάλια μπύρας Μορέττι, king size παρακαλώ, και μια τσαλακωμένη έκδοση του il manifesto, με ένα αφιέρωμα στα επερχόμενα γεγονότα. Ήταν 9 το βράδυ. Σκέφτηκε να πιει καμιά μπύρα, αλλά βαριόταν να πάει και πάλι στο μπαρ της κατάληψης για να πάρει μία, θα έπρεπε να μετακινήσει ένα σωρό κόσμο και, από την άλλη, φοβόταν μήπως χάσει την καβάτζα του. Μια συντρόφισσα που την ήξερε από το Cox 18, η Μάρτα, στάθηκε μπροστά του και του πρότεινε να πιει μαζί της από την μπύρα της. Γιατί όχι, σκέφτηκε ο Σώτος, και ήπιε κάνα δυο γουλιές. Όμως η Μάρτα γούσταρε και τα «γάρα», οπότε άναψε ένα, είπε salute και του το πέρασε μετά από δύο μεγάλες τζούρες. Ο Σώτος σκέφτηκε τη «Μάρτα» του τραγουδιού των Nomadi, με τα κόκκινα μαλλιά και το χάσιμο στη μητρόπολη. Τα βλέφαρά του βάραιναν, η Μάρτα τον χαιρέτισε και κατευθύνθηκε στη συνέλευση. Δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος, και μάλιστα σε μια άβολη στάση, αλλά η κούρασή του ήταν μεγάλη. Στο όνειρό του είδε τη Λυδία, έναν από τους μεγάλους του έρωτες, που όμως ποτέ δεν είχαν πάει μαζί στο Μιλάνο, να του λέει πιανιστικές ιστορίες ενώ κάθονταν στο στέκι του Πίπο στους Δημόσιους Κήπους της πόλης. Ωραίο όνειρο για έναν έρωτα που χάθηκε έτσι , ξαφνικά, ακριβώς όπως είχε έρθει, πρωτοχρονιά του 1987 στην οδό Πραξιτέλους 1, στο πρώτο του ατελιέ γραφικών τεχνών, που είχε στήσει μαζί με δυο συντρόφια από την πολιτική κολεκτίβα στην οποία συμμετείχε τότε, που επίσης είχε χαθεί απρόσμενα μέσα σε εγωισμούς και μεταεφηβικές αλαζονείες.
Έπιασε ασυναίσθητα το μούσι του και έσφιξε τον κώτσο με τα μακριά μαλλιά του. Σκέφτηκε ότι είχε να κουρευτεί από το καλοκαίρι του 1991, ακριβώς δέκα χρόνια πριν είχε κόψει τα μαλλιά του λίγο πριν περιπλανηθεί στην Αμοργό και στην Ερεσσό με μερικά από τα συντρόφια της κατάληψης που έμενε τότε. Μαλακία, σκέφτηκε, τα μακριά μαλλιά είναι μάλλον προβληματικά σε μια πορεία που σίγουρα θα γίνουν μπάχαλα, εύκολα σε βουτάνε οι μπάτσοι από αυτά, όμως δεν ήθελε να αποχωριστεί ακόμη την αγαπημένη του χαίτη. Έβαλε ασυναίσθητα το χέρι του στην αριστερή τσέπη του εκδρομικού παντελονιού του και έβγαλε από ένα πακέτο Καρέλια Αγρινίου ένα τσιγάρο. Όταν το άναψε και τράβηξε την πρώτη τζούρα του φάνηκε μπαγιάτικο, περίεργο, δεν έλειπε πολλές μέρες από την Αθήνα, κανονικά θα πρέπει να ήταν ακόμη φρέσκο, όμως, σκέφτηκε, η άτιμη υγρασία του Μιλάνου το είχε καταστρέψει. Δεν πειράζει, θα έπαιρνε έτσι και αλλιώς τα αγαπημένα του τοσκάνο, που πάντοτε κάπνιζε όταν βρισκόταν στην Ιταλία, απλά με το τρέξιμο στο Μιλάνο από συνέλευση σε συνέλευση δεν είχε προλάβει ακόμη να αγοράσει. Ένιωσε ότι και τα παπούτσια του τον στένευαν λίγο, περίεργο, ήταν από τα πιο άνετα που διέθετε, τα είχε διαλέξει ακριβώς για να είναι κατάλληλα για τον ποδαρόδρομο που σίγουρα τον περίμενε στην Τζένοβα. Έφταιγε και πάλι η υγρασία; Περιέργως ο δρόμος τώρα ήταν ήσυχος, έξω από το μπαρ ελάχιστα άτομα, κοίταξε το ρολόι του, δώρο του πατέρα του που είχε εμμονή με τα ρολόγια, η ώρα ήταν μόνο 10, τι είχε γίνει όλος ο κόσμος; Ασυναίσθητα κοίταξε την ημερομηνία: 18/7/2025. Γούρλωσε τα μάτια, ξανακοίταξε πιο προσεκτικά, 18/7/2025. Ώπα μάγκα μου, είπε σχεδόν φωναχτά, το «γάρο» της Μάρτα με έστειλε κανονικά, αλλά όχι μόνο εμένα αλλά και το ρολόι! Μπροστά του περνούσε μια κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά, αδύνατη, με ωραία πόδια, η γυμνή μέση της διαγραφόταν, ανάμεσα σε ένα μικρό μπουστάκι και ένα κοντό σορτς. Αστραπιαία τη ρώτησε στα ιταλικά: Τι μέρα είναι σήμερα; Η κοπέλα τον κοίταξε παραξενεμένη, συγγνώμη του είπε στα αγγλικά, δεν μιλάω ιταλικά, δεν είμαι από εδώ. Ο Σώτος τη ρώτησε τότε στα αγγλικά ποια μέρα ήταν, κι αυτή, τώρα πια έκπληκτη του είπε 18 Ιούλη 2025. Ο Σώτος έμεινε ξερός, εκείνη έκανε να φύγει και τότε αυτός της είπε και πάλι στα αγγλικά: Από πού είσαι; Αυτή του απάντησε, μετά από έναν ελαφρύ δισταγμό, από την Ελλάδα, από την Αθήνα. Ο Σώτος έβαλε τα γέλια και της είπε με τη σειρά του, στα ελληνικά πλέον, κι εγώ από εκεί είμαι, από τα Πατήσια συγκεκριμένα και ξέρεις, από τα Πατήσια όχι από την Ελλάδα. Η κοπέλα γέλασε και του είπε πως πρέπει να ήταν πολύ πιωμένος ή μαστουρωμένος για να μην ξέρει τι μέρα ήταν σήμερα, αλλά αυτός ήξερε ότι δεν ήταν ούτε τόσο πιωμένος ούτε τόσο μαστουρωμένος, δυο τζούρες είχε τραβήξει από τον μπάφο της Μάρτα και δυο τρεις γουλιές είχε πιει από την μπύρα της. Πώς σε λένε; τη ρώτησε. Θάλεια του είπε εκείνη, κι αυτός συνέχισε, τι κάνεις στο Μιλάνο και μάλιστα στην οδό Τράνζιτι; Ένα-ένα του είπε αυτή, κατ’ αρχήν εσένα πώς σε λένε και κατά δεύτερον δεν είσαι κάπως μεγάλος για να την αράζεις σε ένα παγκάκι έξω από μια κατάληψη; Ο Σώτος είπε το όνομά του και μετά τη ρώτησε, γιατί λες πως είμαι μεγάλος, είμαι σαράντα χρονών, εντάξει εσύ φαίνεσαι πως είσαι πιτσιρίκα αλλά και εμένα δεν με πήραν δα τα χρόνια! Η επονομαζόμενη Θάλεια, με ένα κάπως απολογητικό ύφος, του είπε, εντάξει, συγγνώμη, απλώς με τόσο άσπρα μαλλιά και μούσια, ε, φαίνεσαι κάπως μεγάλος! Κι εγώ άλλωστε δεν είμαι και τόσο νέα, ας μικροδείχνω, σε λίγο γίνομαι σαράντα.
Ο Σώτος δεν κατάλαβε αυτό που του είπε για τα άσπρα μαλλιά και μούσια, ήταν όλα κατάμαυρα, σίγουρα τα φώτα του δήμου θα έδιναν μια λανθασμένη εικόνα, για να σιγουρευτεί, όμως, σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο παγκάκι. Η κοπέλα είχε δίκιο, όλα ήταν άσπρα! Κοίταξε στα τζάμια και τα ρούχα του, η μπλούζα με μια φωτογραφία από τις συγκρούσεις στην Νάπολη που είχαν συμβεί στις αρχές της χρονιάς ήταν ξεθωριασμένη, το καινούργιο του εκδρομικό παντελόνι είχε χάσει το χρώμα του, τα παπούτσια του είχαν φθαρεί. Μα τι συνέβαινε; Ή, μάλλον, τι του συνέβαινε. Ξαναρώτησε την κοπέλα: έχουμε στ’ αλήθεια 18 Ιούλη 2025; Μα ναι του είπε αυτή χαμογελώντας και πάλι, αν δεν με πιστεύεις κοίτα το ρολόι σου, αλήθεια πού τη βρήκες αυτήν την παλιατζούρα; Ο Σώτος κατάλαβε ότι δεν του έκανε πλάκα, φαινόταν σοβαρή κοπέλα και μάλιστα πατριώτισσα! Για να μην τον πάρει για τρελό τη ρώτησε: Τέλος πάντων, εσύ τι κάνεις στο Μιλάνο; Α είσαι περίεργος, αλλά εντάξει, να σου το πω κι αυτό, έχω έρθει βόλτα με τον νέο μου φίλο, τρελαμένο με την Ιταλία και ειδικά με το Μιλάνο, είναι αυτό που λέμε κινηματικός, καταλαβαίνεις αν κρίνω από την μπλούζα σου τι εννοώ! Ο Σώτος γέλασε και της είπε, δηλαδή κάνετε κινηματική βόλτα στις καταλήψεις και στα στέκια στο Μιλάνο; Όχι ακριβώς, του είπε η Θάλεια, κάνουμε κι αυτό, αλλά έχουμε πάει και σε κάνα δυο εκθέσεις, αράξαμε και στα όπως το «Τζαμάικα» και το «Ματζέντα», τα ξέρεις; Πώς δεν τα ήξερε ο Σώτος, το πρώτο παλιό αγαπημένο στέκι των «άλλων» καλλιτεχνών και λογοτεχνών στο Μιλάνο τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα πριν η Μπρέρα γίνει τουριστικό αξιοθέατο, το άλλο στέκι της Εργατικής Αυτονομίας τη δεκαετία του ογδόντα, δεν μπόρεσε να μην πει στην κοπέλα, μορφωμένος ο φίλος σου, δεν υπάρχουν πολλοί σήμερα που θα πάνε σε αυτά να πιουν καφέ και μπύρα με το κορίτσι τους στο Μιλάνο ερχόμενοι από την Αθήνα. Ναι, είπε η Θάλεια, να σου πω είναι κι αυτός λίγο μεγάλος, έχει φάει την Ιταλία και μάλιστα την κινηματική με το κουτάλι, ξέρει πολλά και έχει φάση να σου λέει ιστορίες δικές του και της πόλης, είναι ο καλύτερος guide για τις ιταλικές πόλεις. Πήγαμε μαζί και στη Ρώμη, και εκεί με γύρισε σε κάμποσα κινηματικά μέρη, σε αυτά που τουλάχιστον έχουν απομείνει ακόμη, μάλιστα μεταφράζει και από τα ιταλικά, έχει κάτι μικρές εκδόσεις, κυρίως αναρχικές, έχει βγάλει πολλά για το ιταλικό αναρχικό κίνημα και αυτό της αυτονομίας. Ο Σώτος έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όλα αυτά του θύμιζαν τον εαυτό του, κι αυτός, πέρα από τυπογράφος, ήταν και εκδότης και μάλιστα έβγαζε τέτοιου τύπου βιβλία. Και πού είναι τώρα ο φίλος σου; τη ρώτησε. Να, πριν λίγο μπήκε στο μπαρ της κατάληψης μπας και βρει κανέναν παλιό του σύντροφο, μάλλον θα βρήκε τελικά, γιατί έχει αργήσει λίγο. Και εσύ, συνέχισε την «ανάκριση» ο Σώτος. Εγώ δεν ξέρω ιταλικά και είπα να κάνω μια μικρή βόλτα στη γειτονιά, να δω τι παίζει ένα γύρω. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τα λόγια της και ένας τύπος ήρθε και την αγκάλιασε και της είπε «ούτε πέντε λεπτά δεν έκανα και βλέπω την έκανες τη γνωριμία σου!». Η Θάλεια γέλασε και του είπε ο φίλος εδώ μιλάει ελληνικά αφού είναι από την Ελλάδα, συγγνώμη από τα Πατήσια! Ο φίλος της Θάλειας ήταν ένας μετρίου αναστήματος εξηντάρης, φορούσε μια μαύρη μπλούζα με ένα κόκκινο σήμα που στο κέντρο είχε μια σφεντόνα και ένα σφυρί και έγραφε στα αγγλικά Patissia not Greece. Φορούσε κι αυτός γυαλιά όπως ο Σώτος, ήταν κοντοκουρεμένες, ασπρομάλλη θα τον έλεγες, αλλά κρατιόταν καλά για την ηλικία του και ήταν και ξυρισμένος. Συγγνώμη φίλε του είπε, αλλά πρέπει να προλάβουμε το μετρό, πάμε βόλτα στα Ναβίλι, είναι η δεύτερη μέρα μας στο Μιλάνο και θέλω να της δείξω την πόλη by night, εσύ τι θα κάνεις; Ο Σώτος ένιωσε πως του έκανε μια αδιόρατη πρόσκληση, αλλά ήταν τόσο ταραγμένος που είπε αμήχανα, εγώ θα πάω προς το ξενοδοχείο μου, είναι κοντά, στη βία Λούλι, λίγο πουτανόδρομος, αλλά είναι φτηνό και άλλωστε φεύγω κι εγώ αύριο για Τζένοβα. Για την Τζένοβα; είπε χαμογελώντας ο φίλος της Θάλειας, α, ήμουν κι εγώ στην Τζένοβα στα γεγονότα του 2001, απίστευτες μέρες. Όμως, συγγνώμη, εσύ τι κάνεις εδώ στο Μιλάνο; Ο Σώτος πήγε να πει μα έχω έρθει για τη διαδήλωση ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, είμαι ήδη δυο μέρες εδώ για να δω τι παίζει και μετά βουρ για τη μεγάλη φάση, αλλά σκέφτηκε ότι θα τον έπαιρναν για τρελό, κι έτσι απλά είπε, τίποτα ιδιαίτερο, μια βόλτα επειδή το αγαπάω το Μιλάνο, έρχομαι και παίρνω κάνα βιβλίο, βλέπω παλιές φίλες και φίλους, καμιά έκθεση, τίποτα το συγκεκριμένο. Α έχουμε τα ίδια γούστα είπε ο φίλος της Θάλειας, όμως είμαι πιο τυχερός από εσένα γιατί τώρα έχω αυτήν εδώ που μου έχει πάρει τα μυαλά, αξίζει τον κόπο δεν συμφωνείς; Ο Σώτος κοίταξε τη Θάλεια, τα πρασινογάλαζα μάτια της, το αεράτο στυλάκι της και δεν μπόρεσε να κρατηθεί, έριξε ματιά και στα δάχτυλα των ποδιών της, παλιό του φετίχ, ήταν υπέροχα! Ναι, έχεις δίκιο, καλά να περάσετε στα Ναβίλι.
Το ζευγάρι τον χαιρέτισε και απομακρύνθηκε αγκαλιά. Ο Σώτος έμεινε μόνος του στο παγκάκι και αμέσως θυμήθηκε την ιστορία του Ριπ βαν Ουίνκλ που αποκοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο και όταν ξύπνησε ήταν πια γέρος και όλα είχαν αλλάξει γύρω του. Ένας πάνκης τον πλησίασε του ζήτησε τσιγάρο κι αυτός του, πήγε να βγάλει ένα από το πακέτο του και να του δώσει, όμως είδε ότι το πακέτο είχε εξαφανιστεί, το μόνο που είχε ήταν ένα κομμένο «Ιτάλικο», του είπε πως δεν καπνίζει τσιγάρα, μόνο τοσκάνο και τον κέρασε το τελευταίο του. Εκείνος το πήρε έκπληκτος με τη γαλαντομία του, το περιεργάστηκε και του είπε έχεις άλλο; είναι ακριβό, και ο Σώτος του απάντησε δεν πειράζει, μπορεί να μην είναι το τσιγάρο που θα ήθελες αλλά κάνει δουλειά, άλλωστε εγώ δεν θα κάνω άλλο απόψε, και δίνοντάς του ένα δίευρο του είπε πιες και μια μπύρα για μένα. Ο πάνκης απομακρύνθηκε αθόρυβα έτσι όπως είχε έρθει και ο Σώτος έμεινε και πάλι μόνος του. Τι του συνέβαινε, τι ήταν αυτό που ζούσε, αχ ρε Μάρτα με τα «γάρα» σου, κοίτα τι με κάνεις και βλέπω, μέχρι και τα Αγρινίου εξαφάνισες σκέφτηκε, όμως ο άγριος θόρυβος από τη σιδεριά που έκλεινε το μπαρ της κατάληψης τον επανέφερε οριστικά στην πραγματικότητα. Τώρα ήταν για τα καλά ξύπνιος και κατάλαβε ότι αυτό που είχε συμβεί ήταν απλώς πως είχε δει στο όνειρό του τον εαυτό του εικοσιτέσσερα χρόνια πριν. Πω, πω, σκέφτηκε, τα παιδιά θα με πήραν για τρελό, ήταν η κούραση που τον είχε αποκοιμίσει στο παγκάκι, δύο μέρες στο Μιλάνο ακατάπαυστης περιπλάνησης, λογικό ήταν να καταρρεύσει κάποια στιγμή. Όμως τι παράξενο, εκείνος ο τύπος του έμοιαζε σε τόσα πολλά, όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και, πώς να πούμε, πολιτισμικά, μόνο που αυτός γυρνοβολούσε στο Μιλάνο με ένα ωραίο κορίτσι, ενώ ο Σώτος ήταν μόνος του, προσπαθώντας να ξεχάσει τον τελευταίο ματαιωμένο του έρωτα. Ωστόσο, είχε φάση, είναι ωραίο να βλέπεις ευτυχισμένους ανθρώπους, σου δίνουν κουράγιο και ελπίδα, δεν μπορεί κάποια στιγμή θα έρθει και η σειρά μου, σκέφτηκε ο Σώτος και κίνησε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του. Λίγο πριν αποκοιμηθεί σκέφτηκε πόσο τον είχε εντυπωσιάσει όταν ήταν μικρός η ιστορία του Ριπ βαν Ουίνκλ. Και να που την έζησα στο Μιλάνο και μάλιστα σχετικά νηφάλιος! Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος σκέφτηκε τα όμορφα άκρα της Θάλειας και είπε μέσα του, τυχερός ο μάγκας, βόλτα στα Ναβίλι με μισοφέγγαρο, μπυρίτσα, πίτσα στο χέρι, κάνα παγωτάκι, μετά βόλτα στις στήλες του Σαν Λορέντσο και τελικά στο δωμάτιο για αγάπες και φιλάκια! Που να έμεναν άραγε, μήπως στο αγαπημένο του hotel San Guido στην Πόρτα Γκαριμπάλντι;
Ο Σώτος είδε ένα παράξενο όνειρο εκείνο το βράδυ. Καθόταν στο Ανάρες, ένα κινηματικό μπαρ κοντά στη βιάλε Μόντσα και εκεί που έπινε μια τοπική μπύρα, διάβαζε για τον Μπιαντσάρντι και κάπνιζε το τοσκάνο του, κάθισε δίπλα του ο θείος του ο Περικλής και του είπε με το σαρδόνιο χαμόγελό του: Όρεξη να έχεις αγόρι μου και όλα γίνονται!
Υ.Γ. Γράφτηκε απνευστί στις 14/8/2025, διορθώθηκε ελάχιστα ανήμερα το Ferragosto, λίγο πριν την τρίτη ημέρα της Τεμπελιάδας 2025 στο στέκι «Άνω-Κάτω» στα Πατήσια.