Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Μια μιλανέζικη καλοκαιρινή ιστορία - Παναγιώτης Καλαμαράς


Ο Σώτος ένιωσε ότι ξυπνούσε. Καθισμένος σε ένα παγκάκι έξω από την κατάληψη της βία Τράνζιτι στο Μιλάνο, κουρασμένος καθώς ήταν από την πολύωρη συνέλευση, τον είχε πάρει ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Η συζήτηση ήταν έντονη στο μπαρ της κατάληψης, σε δυο μέρες θα πήγαιναν στην Τζένοβα για τη συνάντηση των G8 και εκεί γινόταν μια από τις τελευταίες συνελεύσεις της τάσης autonomia di classe για το τι μέλλει γενέσθαι στις πορείες ενάντια στη summit της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Είχε προηγηθεί μια συνέλευση σε μιαν άλλη ιστορική κατάληψη της πόλης, στην Γκαριμπάλντι, χωμένη μέσα στη γειτονιά της Μπρέρα, που σιγά σιγά έχανε τον χαρακτήρα της, υποκείμενη σε ένα γοργό  και αδυσώπητο geintrification. Καθώς ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει τα μιλανέζικα ιταλικά των ομιλητών, ο Σώτος είχε αρχίζει να τα παίζει, γι’ αυτό βγήκε έξω από το μπαρ και την έπεσε σε ένα παγκάκι που βρισκόταν σε μια μικρή πλατεία ακριβώς απέναντι, ευτυχώς γι’ αυτόν άδεια από τους  vu compra και τους punk a bestia, που η ζέστη και η υγρασία της καλοκαιρινής νύχτας, τους είχε οδηγήσει να αναζητήσουν ένα πιο κατάλληλο κατάλυμα για να την αράξουν, να πιουν τη νιοστή μπύρα και να κάνουν ένα ακόμη «γάρο». Μετατόπισε δύο άδεια αφημένα μπουκάλια μπύρας Μορέττι, king size παρακαλώ, και μια τσαλακωμένη έκδοση του il manifesto, με ένα αφιέρωμα στα επερχόμενα γεγονότα. Ήταν 9 το βράδυ. Σκέφτηκε να πιει καμιά μπύρα, αλλά βαριόταν να πάει και πάλι στο μπαρ της κατάληψης για να πάρει μία, θα έπρεπε να μετακινήσει ένα σωρό κόσμο και, από την άλλη, φοβόταν μήπως χάσει την καβάτζα του. Μια συντρόφισσα που την ήξερε από το Cox 18, η Μάρτα, στάθηκε μπροστά του και του πρότεινε να πιει μαζί της από την μπύρα της. Γιατί όχι, σκέφτηκε ο Σώτος, και ήπιε κάνα δυο γουλιές. Όμως η Μάρτα γούσταρε και τα «γάρα», οπότε άναψε ένα, είπε salute και του το πέρασε μετά από δύο μεγάλες τζούρες. Ο Σώτος σκέφτηκε τη «Μάρτα» του τραγουδιού των  Nomadi, με τα κόκκινα μαλλιά και το χάσιμο στη μητρόπολη. Τα βλέφαρά του βάραιναν, η Μάρτα τον χαιρέτισε και κατευθύνθηκε στη συνέλευση. Δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος, και μάλιστα σε μια άβολη στάση, αλλά η κούρασή του ήταν μεγάλη. Στο όνειρό του είδε τη Λυδία, έναν από τους μεγάλους του έρωτες, που όμως ποτέ δεν είχαν πάει μαζί στο Μιλάνο, να του λέει πιανιστικές ιστορίες ενώ κάθονταν στο στέκι του Πίπο στους Δημόσιους Κήπους της πόλης. Ωραίο όνειρο για έναν έρωτα που χάθηκε έτσι , ξαφνικά, ακριβώς όπως είχε έρθει, πρωτοχρονιά του 1987 στην οδό Πραξιτέλους 1, στο πρώτο του ατελιέ γραφικών τεχνών, που είχε στήσει μαζί με δυο συντρόφια από την πολιτική κολεκτίβα στην οποία συμμετείχε τότε, που επίσης είχε χαθεί απρόσμενα μέσα σε εγωισμούς και μεταεφηβικές αλαζονείες.

 Έπιασε ασυναίσθητα το μούσι του και έσφιξε τον κώτσο με τα μακριά μαλλιά του. Σκέφτηκε ότι είχε να κουρευτεί από το καλοκαίρι του 1991, ακριβώς δέκα χρόνια πριν είχε κόψει τα μαλλιά του λίγο πριν περιπλανηθεί στην Αμοργό και στην Ερεσσό με μερικά από τα συντρόφια της κατάληψης που έμενε τότε. Μαλακία, σκέφτηκε, τα μακριά μαλλιά είναι μάλλον προβληματικά σε μια πορεία που σίγουρα θα γίνουν μπάχαλα, εύκολα σε βουτάνε οι μπάτσοι από αυτά, όμως δεν ήθελε να αποχωριστεί ακόμη την αγαπημένη του χαίτη. Έβαλε ασυναίσθητα το χέρι του στην αριστερή τσέπη του εκδρομικού παντελονιού του και έβγαλε από ένα πακέτο Καρέλια Αγρινίου ένα τσιγάρο. Όταν το άναψε και τράβηξε την πρώτη τζούρα του φάνηκε μπαγιάτικο, περίεργο, δεν έλειπε πολλές μέρες από την Αθήνα, κανονικά θα πρέπει να ήταν ακόμη φρέσκο, όμως, σκέφτηκε, η άτιμη υγρασία του Μιλάνου το είχε καταστρέψει. Δεν πειράζει, θα έπαιρνε έτσι και αλλιώς τα αγαπημένα του τοσκάνο, που πάντοτε κάπνιζε όταν βρισκόταν στην Ιταλία, απλά με το τρέξιμο στο Μιλάνο από συνέλευση σε συνέλευση δεν είχε προλάβει ακόμη να αγοράσει.  Ένιωσε ότι και τα παπούτσια του τον στένευαν λίγο, περίεργο, ήταν από τα πιο άνετα που διέθετε, τα είχε διαλέξει ακριβώς για να είναι κατάλληλα για τον ποδαρόδρομο που σίγουρα τον περίμενε στην Τζένοβα. Έφταιγε και πάλι η υγρασία; Περιέργως ο δρόμος τώρα ήταν ήσυχος, έξω από το μπαρ ελάχιστα άτομα, κοίταξε το ρολόι του, δώρο του πατέρα του που είχε εμμονή με τα ρολόγια, η ώρα ήταν μόνο 10, τι είχε γίνει όλος ο κόσμος;  Ασυναίσθητα κοίταξε την ημερομηνία: 18/7/2025. Γούρλωσε τα μάτια, ξανακοίταξε πιο προσεκτικά, 18/7/2025. Ώπα μάγκα μου, είπε σχεδόν φωναχτά, το «γάρο» της Μάρτα με έστειλε κανονικά, αλλά όχι μόνο εμένα αλλά και το ρολόι! Μπροστά του περνούσε μια κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά, αδύνατη, με ωραία πόδια, η γυμνή μέση της διαγραφόταν, ανάμεσα σε ένα μικρό μπουστάκι και ένα κοντό σορτς. Αστραπιαία τη ρώτησε στα ιταλικά: Τι μέρα είναι σήμερα; Η κοπέλα τον κοίταξε παραξενεμένη, συγγνώμη του είπε στα αγγλικά, δεν μιλάω ιταλικά, δεν είμαι από εδώ. Ο Σώτος τη ρώτησε τότε στα αγγλικά ποια μέρα ήταν, κι αυτή, τώρα πια έκπληκτη του είπε 18 Ιούλη 2025. Ο Σώτος έμεινε ξερός, εκείνη έκανε να φύγει και τότε αυτός της είπε και πάλι στα αγγλικά: Από πού είσαι; Αυτή του απάντησε, μετά από έναν ελαφρύ δισταγμό, από την Ελλάδα, από την Αθήνα. Ο Σώτος έβαλε τα γέλια και της είπε με τη σειρά του, στα ελληνικά πλέον, κι εγώ από εκεί είμαι, από τα Πατήσια συγκεκριμένα και ξέρεις, από τα Πατήσια όχι από την Ελλάδα. Η κοπέλα γέλασε και του είπε πως πρέπει να ήταν πολύ πιωμένος ή μαστουρωμένος για να μην ξέρει τι μέρα ήταν σήμερα, αλλά αυτός ήξερε ότι δεν ήταν ούτε τόσο πιωμένος ούτε τόσο μαστουρωμένος, δυο τζούρες είχε τραβήξει από τον μπάφο της Μάρτα και δυο τρεις γουλιές είχε πιει από την μπύρα της. Πώς σε λένε; τη ρώτησε. Θάλεια του είπε εκείνη, κι αυτός συνέχισε, τι κάνεις στο Μιλάνο και μάλιστα στην οδό Τράνζιτι; Ένα-ένα του είπε αυτή, κατ’ αρχήν εσένα πώς σε λένε και κατά δεύτερον δεν είσαι κάπως μεγάλος για να την αράζεις σε ένα παγκάκι έξω από μια κατάληψη; Ο Σώτος είπε το όνομά του και μετά τη ρώτησε, γιατί λες πως είμαι μεγάλος, είμαι σαράντα χρονών, εντάξει εσύ φαίνεσαι πως είσαι πιτσιρίκα αλλά και εμένα δεν με πήραν δα τα χρόνια! Η επονομαζόμενη Θάλεια, με ένα κάπως απολογητικό ύφος, του είπε, εντάξει, συγγνώμη, απλώς με τόσο άσπρα μαλλιά και μούσια, ε, φαίνεσαι κάπως μεγάλος! Κι εγώ άλλωστε δεν είμαι και τόσο νέα, ας μικροδείχνω, σε λίγο γίνομαι σαράντα.

Ο Σώτος δεν κατάλαβε αυτό που του είπε για τα άσπρα μαλλιά και μούσια, ήταν όλα κατάμαυρα, σίγουρα τα φώτα του δήμου θα έδιναν μια λανθασμένη εικόνα, για να σιγουρευτεί, όμως, σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο παγκάκι. Η κοπέλα είχε δίκιο, όλα ήταν άσπρα! Κοίταξε στα τζάμια και τα ρούχα του, η μπλούζα με μια φωτογραφία από τις συγκρούσεις στην Νάπολη που είχαν συμβεί στις αρχές της χρονιάς ήταν ξεθωριασμένη, το καινούργιο του εκδρομικό παντελόνι είχε χάσει το χρώμα του, τα παπούτσια του είχαν φθαρεί. Μα τι συνέβαινε; Ή, μάλλον, τι του συνέβαινε. Ξαναρώτησε την κοπέλα: έχουμε στ’ αλήθεια 18 Ιούλη 2025; Μα ναι του είπε αυτή χαμογελώντας και πάλι, αν δεν με πιστεύεις κοίτα το ρολόι σου, αλήθεια πού τη βρήκες αυτήν την παλιατζούρα; Ο Σώτος κατάλαβε ότι δεν του έκανε πλάκα, φαινόταν σοβαρή κοπέλα και μάλιστα πατριώτισσα! Για να μην τον πάρει για τρελό τη ρώτησε: Τέλος πάντων, εσύ τι κάνεις στο Μιλάνο; Α είσαι περίεργος, αλλά εντάξει, να σου το πω  κι αυτό, έχω έρθει βόλτα με τον νέο μου φίλο, τρελαμένο με την Ιταλία και ειδικά με το Μιλάνο, είναι αυτό που λέμε κινηματικός, καταλαβαίνεις αν κρίνω από την μπλούζα σου τι εννοώ! Ο Σώτος γέλασε και της είπε, δηλαδή κάνετε κινηματική βόλτα στις καταλήψεις και στα στέκια στο Μιλάνο; Όχι ακριβώς, του είπε η Θάλεια, κάνουμε κι αυτό, αλλά έχουμε πάει και σε κάνα δυο εκθέσεις, αράξαμε και στα όπως το «Τζαμάικα» και το «Ματζέντα», τα ξέρεις; Πώς δεν τα ήξερε ο Σώτος, το πρώτο παλιό αγαπημένο στέκι των «άλλων» καλλιτεχνών και λογοτεχνών  στο Μιλάνο τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα πριν η Μπρέρα γίνει τουριστικό αξιοθέατο, το άλλο στέκι της Εργατικής Αυτονομίας τη δεκαετία του ογδόντα, δεν μπόρεσε να μην πει στην κοπέλα, μορφωμένος ο φίλος σου, δεν υπάρχουν πολλοί σήμερα που θα πάνε σε αυτά να πιουν καφέ και μπύρα με το κορίτσι τους στο Μιλάνο ερχόμενοι από την Αθήνα. Ναι, είπε η Θάλεια, να σου πω είναι κι αυτός λίγο μεγάλος, έχει φάει την Ιταλία και μάλιστα την κινηματική με το κουτάλι, ξέρει πολλά και έχει φάση να σου λέει ιστορίες δικές του και της πόλης, είναι ο καλύτερος guide για τις ιταλικές πόλεις. Πήγαμε μαζί και στη Ρώμη, και εκεί με γύρισε σε κάμποσα κινηματικά μέρη, σε αυτά που τουλάχιστον έχουν απομείνει ακόμη, μάλιστα μεταφράζει και από τα ιταλικά, έχει κάτι μικρές εκδόσεις, κυρίως αναρχικές, έχει βγάλει πολλά για το ιταλικό αναρχικό κίνημα και αυτό της αυτονομίας. Ο Σώτος έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όλα αυτά του θύμιζαν τον εαυτό του, κι αυτός, πέρα από τυπογράφος, ήταν και εκδότης και μάλιστα έβγαζε τέτοιου τύπου βιβλία. Και πού είναι τώρα ο φίλος σου; τη ρώτησε. Να, πριν λίγο μπήκε στο μπαρ της κατάληψης μπας και βρει κανέναν παλιό του σύντροφο, μάλλον θα βρήκε τελικά, γιατί έχει αργήσει λίγο. Και εσύ, συνέχισε την «ανάκριση» ο Σώτος. Εγώ δεν ξέρω ιταλικά και είπα να κάνω μια μικρή βόλτα στη γειτονιά, να δω τι παίζει ένα γύρω.  Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τα λόγια της και ένας τύπος ήρθε και την αγκάλιασε και της είπε «ούτε πέντε λεπτά δεν έκανα και βλέπω την έκανες τη γνωριμία σου!». Η Θάλεια γέλασε και του είπε ο φίλος εδώ μιλάει ελληνικά αφού είναι από την Ελλάδα, συγγνώμη από τα Πατήσια! Ο φίλος της Θάλειας ήταν ένας μετρίου αναστήματος εξηντάρης, φορούσε μια μαύρη μπλούζα με ένα κόκκινο σήμα που στο κέντρο είχε μια σφεντόνα και ένα σφυρί και έγραφε στα αγγλικά Patissia not Greece.  Φορούσε κι αυτός γυαλιά όπως ο Σώτος, ήταν κοντοκουρεμένες, ασπρομάλλη θα τον έλεγες, αλλά κρατιόταν καλά για την ηλικία του και ήταν και ξυρισμένος. Συγγνώμη φίλε του είπε, αλλά πρέπει να προλάβουμε το μετρό, πάμε βόλτα στα Ναβίλι, είναι η δεύτερη μέρα μας στο Μιλάνο και θέλω να της δείξω την πόλη by night, εσύ τι θα κάνεις; Ο Σώτος ένιωσε πως του έκανε μια αδιόρατη πρόσκληση, αλλά ήταν τόσο ταραγμένος που είπε αμήχανα, εγώ θα πάω προς το ξενοδοχείο μου, είναι κοντά, στη βία Λούλι, λίγο πουτανόδρομος, αλλά είναι φτηνό και άλλωστε φεύγω κι εγώ αύριο για Τζένοβα. Για την Τζένοβα; είπε χαμογελώντας ο φίλος της Θάλειας, α, ήμουν κι εγώ στην Τζένοβα στα γεγονότα του 2001, απίστευτες μέρες. Όμως, συγγνώμη, εσύ τι κάνεις εδώ στο Μιλάνο; Ο Σώτος πήγε να πει μα έχω έρθει για τη διαδήλωση ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, είμαι ήδη δυο μέρες εδώ για να δω τι παίζει και μετά βουρ για τη μεγάλη φάση, αλλά σκέφτηκε ότι θα τον έπαιρναν για τρελό, κι έτσι απλά είπε, τίποτα ιδιαίτερο, μια βόλτα επειδή το αγαπάω το Μιλάνο, έρχομαι και παίρνω κάνα βιβλίο, βλέπω παλιές φίλες και φίλους, καμιά έκθεση, τίποτα το συγκεκριμένο. Α έχουμε τα ίδια γούστα είπε ο φίλος της Θάλειας, όμως είμαι πιο τυχερός από εσένα γιατί τώρα έχω αυτήν εδώ που μου έχει πάρει τα μυαλά, αξίζει τον κόπο δεν συμφωνείς; Ο Σώτος κοίταξε τη Θάλεια, τα πρασινογάλαζα μάτια της, το αεράτο στυλάκι της και δεν μπόρεσε να κρατηθεί, έριξε ματιά και στα δάχτυλα των ποδιών της, παλιό του φετίχ, ήταν υπέροχα! Ναι, έχεις δίκιο, καλά να περάσετε στα Ναβίλι.

Το ζευγάρι τον χαιρέτισε και απομακρύνθηκε αγκαλιά. Ο Σώτος έμεινε μόνος του στο παγκάκι και αμέσως θυμήθηκε την ιστορία του Ριπ βαν Ουίνκλ που αποκοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο και όταν ξύπνησε ήταν πια γέρος και όλα είχαν αλλάξει γύρω του. Ένας πάνκης τον πλησίασε του ζήτησε τσιγάρο κι αυτός του, πήγε να βγάλει ένα από το πακέτο του και να του δώσει, όμως είδε ότι το πακέτο είχε εξαφανιστεί, το μόνο που είχε ήταν ένα κομμένο «Ιτάλικο», του είπε πως δεν καπνίζει τσιγάρα, μόνο τοσκάνο και τον κέρασε το τελευταίο του. Εκείνος το πήρε έκπληκτος με τη γαλαντομία του, το περιεργάστηκε και του είπε έχεις άλλο; είναι ακριβό, και ο Σώτος του απάντησε δεν πειράζει, μπορεί να μην είναι το τσιγάρο που θα ήθελες αλλά κάνει δουλειά, άλλωστε εγώ δεν θα κάνω άλλο απόψε, και δίνοντάς του ένα δίευρο του είπε πιες και μια μπύρα για μένα. Ο πάνκης απομακρύνθηκε αθόρυβα έτσι όπως είχε έρθει και ο Σώτος έμεινε και πάλι μόνος του. Τι  του συνέβαινε, τι ήταν αυτό που ζούσε, αχ ρε Μάρτα με τα «γάρα» σου, κοίτα τι με κάνεις και βλέπω, μέχρι και τα Αγρινίου εξαφάνισες σκέφτηκε, όμως ο άγριος θόρυβος από τη σιδεριά που έκλεινε το μπαρ της κατάληψης τον επανέφερε οριστικά στην πραγματικότητα. Τώρα ήταν για τα καλά ξύπνιος και κατάλαβε ότι αυτό που είχε συμβεί ήταν απλώς πως είχε δει στο όνειρό του τον εαυτό του εικοσιτέσσερα χρόνια πριν. Πω, πω, σκέφτηκε, τα παιδιά θα με πήραν για τρελό, ήταν η κούραση που τον είχε αποκοιμίσει στο παγκάκι, δύο μέρες στο Μιλάνο ακατάπαυστης περιπλάνησης, λογικό ήταν να καταρρεύσει κάποια στιγμή. Όμως τι παράξενο, εκείνος ο τύπος του έμοιαζε σε τόσα πολλά, όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και, πώς να πούμε, πολιτισμικά, μόνο που αυτός γυρνοβολούσε στο Μιλάνο με ένα ωραίο κορίτσι, ενώ ο Σώτος ήταν μόνος του, προσπαθώντας να ξεχάσει τον τελευταίο ματαιωμένο του έρωτα. Ωστόσο, είχε φάση, είναι ωραίο να βλέπεις ευτυχισμένους ανθρώπους, σου δίνουν κουράγιο και ελπίδα, δεν μπορεί κάποια στιγμή θα έρθει και η σειρά μου, σκέφτηκε ο Σώτος και κίνησε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του.  Λίγο πριν αποκοιμηθεί σκέφτηκε πόσο τον είχε εντυπωσιάσει όταν ήταν μικρός η ιστορία του Ριπ βαν Ουίνκλ. Και να που την έζησα στο Μιλάνο και μάλιστα σχετικά νηφάλιος! Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος σκέφτηκε τα όμορφα άκρα της Θάλειας και είπε μέσα του, τυχερός ο μάγκας, βόλτα στα Ναβίλι με μισοφέγγαρο, μπυρίτσα, πίτσα στο χέρι, κάνα παγωτάκι, μετά βόλτα στις στήλες του Σαν Λορέντσο και τελικά στο δωμάτιο για αγάπες και φιλάκια! Που να έμεναν άραγε, μήπως στο αγαπημένο του hotel San Guido στην Πόρτα Γκαριμπάλντι;

Ο Σώτος είδε ένα παράξενο όνειρο εκείνο το βράδυ. Καθόταν στο Ανάρες, ένα κινηματικό μπαρ κοντά στη βιάλε Μόντσα και εκεί που έπινε μια τοπική μπύρα, διάβαζε για τον Μπιαντσάρντι και κάπνιζε το τοσκάνο του, κάθισε δίπλα του ο θείος του ο Περικλής και του είπε με το σαρδόνιο χαμόγελό του: Όρεξη να έχεις αγόρι μου και όλα γίνονται!

Υ.Γ. Γράφτηκε απνευστί στις 14/8/2025, διορθώθηκε ελάχιστα ανήμερα το Ferragosto, λίγο πριν την τρίτη ημέρα της Τεμπελιάδας 2025 στο στέκι «Άνω-Κάτω» στα Πατήσια. 

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ; ΟΧΙ - Antonio (Toni) Negri


Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, πρώτα στο Παρίσι και μετά στη Ρώμη, είτε στη φυλακή της Ρεμπίμπια είτε στο σπίτι του στο Τραστέβερε, ο Τόνι Νέγκρι αρθρογραφούσε κάθε μήνα στη βραζιλιάνικη καθημερινή εφημερίδα «Folha de S. Paulo». Καθώς ο Νέγκρι ανέκαθεν υπήρξε παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος, έχει αξία να διαβάσουμε δύο κείμενά του για το αγαπημένο του άθλημα από εκείνη την περίοδο.

 

Το ποδόσφαιρο είναι όμορφο γιατί εξυψώνει την αρμονία

 

Το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο άθλημα στον κόσμο και αυτό γιατί είναι ένα παιχνίδι που έχει να κάνει με τη δεξιοτεχνία. Ο Μακιαβέλι όριζε ως δεξιοτεχνικό εκείνο το παιχνίδι που οι νεαροί ρωμαίοι  έπαιζαν  τις γιορτινές μέρες, υμνώντας τη ζωή και τον πόλεμο, τον έρωτα και τον θάνατο, το θάρρος και τη γενναιοδωρία. Με αυτόν τον ορισμό, ο Μακιαβέλι επέκρινε τη χριστιανική ζωή, όπου η χαρά και το παιχνίδι είχαν εξαλειφθεί και αντικαταστα-θεί από θλιμμένα τελετουργικά. Το ποδόσφαιρο είναι επίσης δεξιοτεχνικό, γιατί είναι ένα παιχνίδι που ενώνει μοναδικότητες οι οποίες συνεργάζονται για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Εξυψώνει τη συνεργασία των ποδιών με το μυαλό. Όσο παράδοξο κι αν μοιάζει, μπορούμε να εφαρμόσουμε στο ποδόσφαιρο τα σχήματα που προέρχονται από την κοι-νωνιολογία της εργασίας. Και η μεταμοντέρνα εργασία, άυλη και εικονική, γεννιέται από τη συνεργασία διανοητικών λειτουργιών (των χεριών και του κεφαλιού), υλοποιείται μέσω μέσων επικοινωνίας και παράγεται μέσω λεπτότατων δεσμών. Το ποδόσφαιρο είναι ένα μεταμοντέρνο παιχνίδι; Όχι, σίγουρα όχι: ο τρόπος παιξίματός του γεννήθηκε σε μια ωραία πλατεία της αναγεννησιακής Φλωρεντίας και κωδικοποιήθηκε στα αγγλικά κολέγια. Είναι, συνεπώς, ένα προϊόν της μοντερνικότητας. Μόνο το ποδόσφαιρο, καλύτερα από κάθε άλλο άθλημα, μπόρεσε να προσαρμοστεί στη νέα εποχή στην οποία εισερχόμαστε, γιατί είναι το άθλημα των πληθών. Των μεγάλων πληθών που δημιουργούν το θέαμα, αλλά κυρίως των μικρών πληθών, εκείνων των μοναδικών συσσωματώσεων που συγκροτούν μια ομάδα. Κα-μιά βδομάδα πριν, παραβρέθηκα σε μια πρόβα του μαέστρου Κλαούντιο Αμπάντο με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου: μια πραγματική προπόνηση μεγάλης ιδιαιτερότητας. Ήταν θαυμάσιο να παρακολουθείς τον σωρό με τις παρτιτούρες και τα όργανα να βγάζουν έναν ήχο πάντοτε τέλειο και διακριτό, τον ήχο αυτού που είναι κάτι κοινό. Κάθε τόσο ο μαέστρος έκανε ένα βήμα πίσω, κατέβαινε από το πάλκο κι άφηνε την ορχήστρα να παίζει μόνη της.

Παρακολουθώντας το ποδόσφαιρο έχω την εντύπωση ότι ακούω ένα μουσικό κομμάτι που παίζει μόνο του. Η σημασία του προπονητή είναι θεμελιώδης, γιατί ενώνει το παιγνιώδες με ένα τελικό έργο τέχνης. Όμως ας επιστρέψουμε στην κοινωνιολογία της εργασίας: και η άυλη εργασία, δηλαδή η διανοητική και πληροφορική, αρθρώνεται μέσω της πολλαπλής διατύπωσης της μοναδικότητας. Και αν η μηχανή οργανώνει την παραγωγή, η γλωσσική συνεργασία συγκροτεί το νόημα. Στον βαθμό στον οποίο ενώνοντας τα φωνήματα διαμορφώνονται οι λέξεις και ενώνοντας τις λέξεις μπορούμε να ουρλιάξουμε «γκολ», όπως οι μεγάλοι στοχαστές της λογικής, οι ποδοσφαιριστές συγκροτούν το νόημα με την ευφυΐα των ποδιών τους, επιτηρούμενοι από τον κοινό εγκέφαλο που τους επιτρέπει να εκτελούν τη σύνθετη ενέργεια. Ο Αμπάντο κατεβαίνει από το πόντιουμ και η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει. Παραγωγή του πλήθους, μεταμοντέρνα παραγωγή, διανοητική πα-ραγωγή. Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε πολύ καιρό πριν, όμως μόνο σήμερα, μπαίνοντας σε αυτή τη νέα εποχή, κατάφερε να δείξει πλήρως τη γοητεία της σημερινής ζωής, μετα-μοντέρνας και άυλης. Κοιτάξτε τα άλλα συλλογικά αθλήματα: το αμερικανικό football ή το ράγκμπι δεν φτιάχτηκαν σαν μια ολότητα, σαν ένα μουσικό χορικό. Είναι, μάλλον, αποσπάσματα των επεισοδίων ενός παιχνιδιού. Αμφότερα συνδυάζουν μια υπερβολή των ατομικών επιδόσεων. Είναι σχιζοφρενικά αθλήματα, τυπικά της μοντέρνας, ταυτόχρονης αλλά πάντοτε ανολοκλήρωτης άρθρωσης της μάζας και των ατόμων. Αντίθετο σε όλα αυτά είναι το ποδόσφαιρο: εδώ δεν υπάρχει ούτε μάζα ούτε απλώς ατομικότητα. Υπάρχει ένα πλήθος που ατενίζει τη μοναδικότητα, υπάρχει ένας πολλαπλός πολλαπλασιασμός μοναδι-κών ενεργειών, υπάρχει μια πολυφωνική χορωδία.

 

Ένα άθλημα ηθικό αλλά και ποιητικό

 

Όταν ένα άθλημα γίνεται ένα τόσο διάχυτο και βαθύ πάθος όπως συμβαίνει με το ποδόσφαιρο, αποκτά ενδιαφέρον για την εξουσία. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες το ήξεραν ήδη, το τσίρκο ήταν το ποδόσφαιρο της εποχής. Όμως το άθλημα δεν είναι απλώς μια στιγμή απελευθέρωσης για τους δυστυχισμένους πολίτες και μια παιγνιώδης αποζημίωση για τα καθημερινά τους βάσανα, με λίγα λόγια ένα κοινωνικό φάρμακο. Το άθλημα μπορεί επίσης να θεωρηθεί και μια θετική πράξη για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Μπορεί, συνεπώς, να μεταμορφωθεί σε ένα εργαλείο οργάνωσης και εκπαίδευσης των μαζών, δηλαδή αυτό που οι υπέρτατοι κυρίαρχοι του 18ου αιώνα αποκαλούσαν «μια ενέργεια της αστυνομίας». Σε μερικές ευρωπαϊκές, αμερικανικές, ασιατικές και αφρικανικές χώρες, είναι γύρω από το ποδόσφαιρο που καταλήγει να αναπτύσσεται ένα μεγάλο μέρος της σκέψης  για τη σχέση μεταξύ αθλητισμού και αστυνομίας. Με ποια έννοια; Το ποδόσφαιρο έχει το πλεονέκτημα να είναι ένα ηθικό άθλημα –δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πώς μπορεί ένας ποδοσφαιριστής να παίρνει ναρκωτικά, κατά βάθος αυτή του η πράξη προσθέτει ελάχιστα στη δυναμική του παιξίματός του (μας το διδάσκει ο Μαραντόνα). Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σκεφτούμε κάτι τέτοιο αναφορικά με τη εσκεμμένα μειωμένη απόδοση, την αλλοίωση των αποτελεσμάτων κλπ. Να λοιπόν ποια είναι τα εποικοδομητικά παραδείγματα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό που ενδιαφέρει τον κυρίαρχο. Η ευκαιρία που του δίνεται είναι να εκληφθεί το ποδόσφαιρο ως παράδειγμα της κοινωνικής τάξης, το παιχνίδι με τα πόδια σαν ο «ιδανικός τύπος» της συγκρότησης (φυσι-κής και ηθικής) μιας χώρας. Θετικά και αρνητικά. Θετικά στον βαθμό στον οποίο μέσω του ποδοσφαίρου μπορούν να υλοποιηθούν οι υποτιθέμενες αρετές ενός έθνους (η βραζιλιά-νικη επινοητικότητα, η ιταλική πονηριά, η γερμανική πειθαρχία, ο σνομπ δυναμισμός των Άγγλων). Αρνητικά καθώς τα παιχνίδια, που μπορεί να γίνουν δεξαμενές λαϊκής βίας, προ-σφέρουν ένα ιδανικό έδαφος για να φανεί πόσο αναγκαία είναι η εξουσία της αστυνομίας. Προσθέτουμε σε αυτές τις κοινότοπες διαπιστώσεις και κάποια άλλη σκέψη. Στην Ιταλία υπήρξε ένας μεγάλος αθλητικογράφος, ο Τζάνι Μπρέρα, που μέσω των ποδοσφαιρικών άρθρων του κατόρθωσε να φτιάξει ένα είδος πανοράματος της μεταπολεμικής ιταλικής ανάπτυξης μέχρι τον θρίαμβο του καπιταλισμού τη δεκαετία του ’60. Επίσης ανίχνευσε (με μια εξαγνιστική μορφή) την επιθυμία των ομάδων που δεν ήταν κοντά στην εξουσία, που πολέμησαν τον καπιταλισμό και, ωστόσο, συνέχισαν να υπάρχουν. Δεν πρέπει, συνεπώς, για τον Μπρέρα, να αναχθούν οι πρωταγωνιστές του ποδοσφαίρου σε μια μονοδιάστατη τάση της κοινότητας, της εθνικής υπερηφάνειας, της σχεδόν ιμπεριαλιστικής  περιπέτειας όταν παίζει η εθνική ομάδα. Πρέπει, πάνω απ’ όλα, να φανεί, στο ποδόσφαιρο, πώς οι καταπιεσμένοι μπορούν να συνειδητοποιηθούν, να χειραφετηθούν και να εξεγερθούν. Με τον Μπρέρα η αθλητικογραφία από μηχανισμός της αστυνομίας γίνεται, ξαφνικά, μια  εκπροσώπηση των υποτελών τάξεων. Σήμερα, αν το ποδόσφαιρο είναι η εικόνα αυτών των τάξεων, πώς μπορεί  το κίνημα του πλήθους να δώσει μια ελπίδα, να κάνει ένα νέο άλμα προς τα μπρος; Δεν θα είμαστε πολύ απαιτητικοί αν ζητήσουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό να παράγει ένα πολιτικό κίνημα φτιαγμένο με την κομψότητα του (δημοκρατικού) παιξίματος του Ρονάλντο ή με το (σοσιαλιστικό) σουτ του Βιέρι. Αυτό που πραγματικά δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τον προσεχή πρωταθλητή κόσμου είναι να υψώσει τις προλε-ταριακές γροθιές όπως έκαναν οι Αφροαμερικανοί στην Ολυμπιάδα του 1968. Όχι, στ’ αλήθεια, δεν θέλουμε τελετές. Εμένα ήδη με κουράζει το να ακούω να μιλούν για εκείνα τα εθνικιστικά χρόνια. Το γεγονός είναι, καθώς έλεγε ο Μπρέρα, ότι αρκούν μεγάλες κινήσεις και ωραία παιχνίδια για να υπάρξει η ελπίδα πως μπορούμε όλες/οι μαζί να αποτελέσουμε ένα και μόνο πλήθος στον κόσμο, αδελφωμένες/οι. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι αυτή η πολιτική ποίηση…

 

Δημοσιεύθηκε στον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Machina, τον Αύγουστο του 2025. Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι της Letizia Battaglia, μια από εκείνες της «κοπέλας με την μπάλα» στη γειτονιά Λα Κάλα του Παλέρμο, 1980. Αφιερωμένο εξαιρετικά στο γιο μου Ερρίκο, που δηλώνει Αεκτζής, κόντρα στον πατέρα του που από μικρός είναι δηλωμένος Παναθηναϊκός (πάλι καλά που δεν έγινε Ολυμπιακός!).