Σίγουρα, μπορούμε να καλλιεργήσουμε την επιθυμία ότι ο αναρχισμός είναι προικισμένος με μια εσωτερική συνοχή και να απωθήσουμε το γεγονός πως εμπεριέχει αντιφάσεις, όμως κάτι τέτοιο σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε από αυτό που συνιστά τη μοναδικότητα και τον πλούτο του. Για καλή μας τύχη, ο αναρχισμός είναι αντιφατικός και ατελής, και είναι ακριβώς η γνώση της ατέλειάς του που εξηγεί σε αυτόν την απουσία δογματισμού, την έλλειψη ακαμψίας, το άνοιγμα στην αλλαγή, την ικανότητα αυτοκριτικής και τη σταθερή ικανότητα διόρθωσης των λαθών του. Γιατί δεν είναι η πίστη πως κατέχει την αλήθεια αυτό που του επιτρέπει να ανανεώνεται αμφισβητώντας ότι θεωρείται δεδομένο, αλλά η αβεβαιότητα, η αμφιβολία και η γνώση ότι οι θέσεις μας συνδέονται με την ανθρώπινη ευθραυστότητα.
Μια από τις βασικές αντιφάσεις του αναρχισμού έγκειται
στην προφανή ασυμβατότητα ανάμεσα σε
δύο στοιχεία τα οποία, ωστόσο, είναι ουσιώδη για να οριστεί ως προς τη
μοναδικότητά του, αλλά εξαιτίας της αναγκαίας συνύπαρξής τους, ο ίδιος ο
αναρχισμός σε μια κατάσταση κυριολεκτικά
διλημματική.
Από τη μια πλευρά έχουμε το ηθικό αίτημα να μη γεννιούνται σχέσεις και να μην υπάρχουν φαινόμενα
κυριαρχίας στον αγώνα ενάντια στην ίδια την κυριαρχία, γιατί τότε ο αναρχισμός
θα γίνει το αντίθετο από αυτό που θέλει να είναι. Αυτό το αίτημα γεννιέται από
την αναρχική επιμονή στην αναγκαία αντιστοίχιση μεταξύ του λέγειν και του πράττειν,
μεταξύ των μέσων και των σκοπών, αφού τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να
φτάσουμε στους σκοπούς που επιδιώκουμε δεν μπορούν ποτέ να έρχονται σε αντίθεση
με αυτούς τους σκοπούς. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αγωνιζόμαστε για την
ελευθερία με μέσα που συνιστούν την άρνησή της ή, για να το πούμε με πιο
σύγχρονους όρους, τα μέσα πρέπει πάντοτε να προεικονίζουν
τους σκοπούς που θέλουν να πετύχουν ή, τουλάχιστον να μην αντιφάσκουν με εκείνους.
Για να αποφύγω τις περιφράσεις θα χρησιμοποιήσω έναν
νεολογισμό που μου φαίνεται αρκετά χρήσιμος: ο αναρχισμός πρέπει να είναι ακυριαρχικός , με την έννοια ότι για να
είναι σύμφωνος με τις αξίες του πρέπει να είναι ελεύθερος από φαινόμενα
κυριαρχίας: με άλλα λόγια, ο αναρχισμός
ή είναι ακυριαρχικός ή,
αλλιώς, προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό, γινόμενος πηγή κυριαρχίας.
Από την άλλη πλευρά, ως πολιτικό κίνημα βασισμένο σε ένα
σύνολο αξιών και ιδεών, ο αναρχισμός δεν μπορεί να απαρνηθεί τα συστατικά
χαρακτηριστικά που τον καθιστούν τέτοιο. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να απαρνηθεί
την ουτοπική του διάσταση, το να
ακολουθεί σχέδια χειραφέτησης, το να αναλαμβάνει προεικονιστικές ενέργειες, το να προσανατολίζει τους αγώνες στη βάση
των αξιών και των αρχών του, εν συντομία μια ολόκληρη σειρά στοιχείων που
είναι ομοούσια με αυτόν, αλλά τον εμποδίζουν να είναι ακυριαρχικός γιατί γεννούν φαινόμενα κυριαρχίας.
Το δίλημμα είναι
αδιέξοδο γιατί, λόγω της ίδιας του της σύστασης, ο αναρχισμός πρέπει να είναι ταυτοχρόνως ακυριαρχικός και μη ακυριαρχικός,
ειδάλλως εξευτελίζει για τον ίδιο λόγο πάντοτε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις,
την αναρχική συνθήκη.
Δεν υπάρχει ένα tertium quid και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο αναρχισμός είναι παγιδευμένος σε
ένα είδος συντακτικής απορίας: ή είναι ακυριαρχικός προκειμένου να
είναι αναρχικός, όμως τότε παύει να είναι αναρχικός γιατί είναι υποχρεωμένος να
απαρνηθεί μεγάλο μέρος αυτού που συνιστά τον αναρχισμό: δηλαδή, για να
διατηρήσει την ουσία του αναρχισμού δεν είναι ακυριαρχικός προδίδοντας, έτσι, αυτό που συνιστά μια συνθήκη sine qua non του αναρχισμού. Είναι δύο αντιφατικά αιτήματα, που ορίζουν δύο τρόπους ύπαρξης κυριολεκτικά
ασύμβατους στον ίδιο κόσμο και οι οποίοι μπορούν να υπάρχουν ταυτοχρόνως μόνο
κατά έναν τρόπο αναπόφευκτα αντιφατικό,
σε μια σαφή αμοιβαία αντίθεση.
Ωστόσο, λες και πρόκειται για έναν παράξενο συμβιωτικό ανταγωνισμό μεταξύ αυτού που
βρίσκεται ταυτοχρόνως σε μια έκδηλη αντίθεση
και σε μια στενή συμμαχία, αυτές
οι δύο όψεις θεμελιώνονται σε μια συντεθειμένη ενότητα, η οποία δεν μπορεί παρά
να είναι ταυτοχρόνως ακυριαχική,
στερούμενη, δηλαδή, φαινομένων κυριαρχίας και κυριαρχική, καθώς γεννά τέτοια φαινόμενα. Έγκειται ακριβώς στη
διατήρηση αυτών των δύο όψεων, που βρίσκονται σε μια συνεχή ένταση μεταξύ τους, η μοναδικότητα και ο πλούτος του
αναρχισμού. Αυτή η αντίφαση πάλλει στην καρδιά του αναρχισμού και δεν μπορεί να
εξαλειφθεί χωρίς να ακυρωθεί ο ίδιος ο αναρχισμός, γιατί τότε δεν θα έμενε κάτι
άλλο πέα από τη μόνο μία όψη του, που αν παρθεί ξεχωριστά, καμία τους δεν ανταποκρίνεται στον
αναρχισμό.
Ο Αμεντέο Μπέρτολο έγραψε, ήδη πολύ καιρό πριν, ότι ο αναρχισμός στην καθαρή του κατάσταση θα
ήταν όπως ένα ποτό πολύ αλκοολικό για να αρέσει χωρίς να προκαλεί μια κάποια
δυσανεξία, έτσι ώστε προκειμένου να πίνεται πιο εύκολα, πρέπει να μειωθεί η
δόση του αλκοόλ. Με τον ίδιο τρόπο ο ακυριαρχικός αναρχισμός είναι μια μορφή
πολύ λιτή και πολύ εξασθενημένη για να μπορέσει να αποτελέσει μια ευχάριστη
παρέα, και τότε οφείλουμε να αποδεχτούμε
ότι δεν πρέπει να είναι απολύτως ακυριαρχικός προκειμένου να είναι ευχάριστος,
γοητευτικός , μέχρι και ενθουσιαστικός.
Ο αέρας που πνέει εκεί ψηλά όπου καταφεύγει ο ακυριαρχικός
αναρχισμός είναι χωρίς αμφιβολία πιο καθαρός, στερείται μολυσματικών στοιχείων,
όμως είναι και πολύ φτωχός σε οξυγόνο για να μπορέσει να τον αναπνεύσει κανείς
άνετα, κάτι που μας υποχρεώνει να λογαριαστούμε με την καθαρότητα του
αναρχισμού και να ψάξουμε έναν αναρχισμό με ανθρώπινο
πρόσωπο, για να μην πούμε πολύ
ανθρώπινο.
Χωρίς προς στιγμή να ασχολούμαστε με το εκλεπτυσμένο
ερώτημα αν είναι στ’ αλήθεια δυνατό να είναι πλήρως ακυριαρχικός ο αναρχισμός,
παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι είναι αρκετά εύκολο να εξηγήσουμε και να
καταλάβουμε το νόημα και τους λόγους αυτού του ηθικού αιτήματος.
Αντιθέτως είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ένα
σύνολο συμπεριφορών, τις οποίες ο αναρχισμός δεν μπορεί να απαρνηθεί χωρίς να
αρνηθεί τον ίδιο τον εαυτό του, γεννούν συχνά φαινόμενα κυριαρχίας. Για να
συλλέξουμε όλα αυτά τα φαινόμενα, πρέπει να πάμε λίγο πίσω στην ιστορία και να εξετάσουμε,
έστω και επιφανειακά, την ύπαρξη της αρχής
και τη μη αρχή [ελληνικά στο
πρωτότυπο, σ.τ.μ] στην ελληνική φιλοσοφία. Εννοώντας ως αρχή
την παρουσία και την άσκηση εξουσίας, και ως μη αρχή ή αναρχία [ελληνικά
στο κείμενο, σ.τ.μ.], την απουσία εξουσίας, κάτι που σημαίνει πως ξεχνάμε ότι η
αρχή είναι ένας συνδυασμός εξουσίας
και θεμελιωδών πρώτων αρχών. Αυτές οι αρχές ήταν οι ίδιες γενεσιουργοί
φαινομένων εξουσίας, εφόσον, τιθέμενες από την αρχή, υποτάσσουν όλα όσα έπονται.
Η μη αρχή, η αναρχία, είναι, συνεπώς, η απουσία εξουσίας, σαφώς, αλλά είναι επίσης
απουσία θεμελιωδών αρχών και αυτό
είναι που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη μεταμορφώνει την αναρχία στον χειρότερο
κίνδυνο ο οποίος μπορεί να απειλήσει μια κοινωνία.
Το να λάβουμε υπόψη αυτό το ξεχασμένο συστατικό της
αναρχίας και εμβαθύνοντας στο ζήτημα των
αρχών, είναι κάτι που μας επιτρέπει να ξεδιπλώσουμε μια μορφή αναρχισμού που
φαίνεται πρόσφορο να ορίσω, προς στιγμή, ως «μη θεμελιακό αναρχισμό». Και
σκεφτόμενοι ακριβώς τις πλευρές της κυριαρχίας που εμφανίζονται στον μη θεμελιακό
αναρχισμό, είναι δυνατό να καταλάβουμε γιατί τα πιο κοινά και συχνά πιο
ελκυστικά συστατικά του αναρχισμού αντιφάσκουν με το αίτημα της απουσίας κυριαρχίας.
Ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία βρίσκουμε τις ουτοπίες που τρέφουν τις ελπίδες και τη
φαντασία, τις αρχές που πρέπει να
γίνονται σεβαστές, τις αξίες προς
υπεράσπιση, τους στόχους που πρέπει
να επιδιώκουμε κλπ. Πώς μπορούμε να είμαστε αναρχικοί χωρίς να θεωρούμε δικά
μας όλα αυτά τα στοιχεία, με τις αποχρώσεις που έχουν στους προσφιλείς μας αναρχισμούς; Και, ωστόσο, πώς μπορούμε να
τα υιοθετούμε χωρίς να παραβιάζουμε τον σεβασμό της αυτονομίας που υποστηρίζει ο αναρχισμός;
Ο σεβασμός της αυτονομίας, πράγματι, προϋποθέτει την
άρνηση οποιασδήποτε προσπάθειας εισαγωγής θεωρητικών στοιχείων ξένων στους αγώνες, όπως, για
παράδειγμα, οι καθοδηγητικές αρχές, οι οργανωτικές μορφές ή οι επιδιωκόμενοι
στόχοι. Όλα αυτά πρέπει να γεννιούνται μέσα από τους ίδιους τους αγώνες, χωρίς
τίποτα να τα προσανατολίζει ή να τα διευθύνει από τα έξω, γιατί η αυτονομία δεν
μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω
της ίδιας της άσκησής της και αυτό
στερεί τη νομιμότητα οποιαδήποτε εξωτερικής παρέμβασης στην ίδια την αυτόνομη
διαδικασία, δείχνοντας τον άχρηστο και
ελευθεροκτόνο χαρακτήρα κάθε είδους πρωτοπορίας.
Σαφώς, ο αναρχισμός πάντοτε υποστήριζε ότι η θεωρία –ο τόπος στον οποίο ανήκουν οι αρχές, αυτό να μην το ξεχνάμε– έχει
κάποια νομιμότητα προκειμένου να ανιχνεύσει τις διαδρομές της πράξης και ότι αυτή η τελευταία πρέπει
να υποτάσσεται γλυκά στις υποδείξεις της.
Είναι αλήθεια ότι ενάντια σε αυτές τις απόψεις ο
αναρχισμός αξιολογεί πάντοτε τις πρακτικές βάσει της θεωρίας, παγιώνοντας έναν
αμοιβαίο αιτιακό δεσμό μεταξύ αυτών των δύο οντοτήτων, γνωρίζοντας ότι οι
πρακτικές γεννούν στοιχεία που ενσωματώνονται στη θεωρητική σφαίρα τροποποιώντάς
τη και ότι από εκεί αυτή επιδρά στις πρακτικές τροποποιώντας τις με τη σειρά
τους. Αυτού λεχθέντος, ο μη θεμελιακός αναρχισμός δίνει έναν περαιτέρω γύρο ζωής, ενισχύοντας την
αποφασιστική σημασία των πρακτικών και, με όρους μιας «a priori πράξης», υπογραμμίζει το πρωτείο
που πρέπει ο αναρχισμός να δίνει στην πράξη.
Άπαξ και εκκενωθεί η μη
αρχή από την εξουσία και τις αρχές [principi]που ανήκουν στην αρχή,
η ανθρώπινη πράξη στερείται των
αναγκαίων φώτων της θεωρίας για να
προσανατολιστεί και δεν θεμελιώνεται παρά στον ίδιο τον εαυτό της, χωρίς να
υπάρχει πιθανότητα να ξαναστραφεί σε εξωτερικές αρχές, δηλαδή σε αρχές που δεν
προέρχονται άμεσα από αυτό που οι ίδιες οι πρακτικές δημιουργούν και
αναπτύσσουν σε κάθε κατάσταση και σε κάθε ιδιαίτερο αγώνα.
Αυτό σημαίνει ότι οι αναρχικοί αγώνες ενάντια στην
εξουσία πρέπει να στερούνται αρχών; Όχι, κάθε άλλο, όμως αναγνωρίζονται ως
νόμιμες αρχές μόνο εκείνες που έχουν σφυρηλατηθεί στην καρδιά αυτών των αγώνων,
εκείνες που είναι εγγενείς σε
συγκεκριμένες συνθήκες και δεν προβάλλονται σε ανταγωνιστικές πρακτικές
επιβεβλημένες από τα πάνω από θεωρίες εξωτερικές ως προς αυτές τις συνθήκες. Η
μη υπακοή σε αρχές δεν σημαίνει να στριφογυρίζεις τυφλά στη ζωή αγνοώντας κάθε
αρχή, αλλά μόνο ότι οι υιοθετημένες αξίες δεν είναι υπερβατικές, οικουμενικές,
αμετάβλητες ή απόλυτες, αλλά συγκυριακές
και εγγενείς σε πρακτικές κοινωνικά και ιστορικά τοποθετημένες.
Αυτού λεχθέντος, ο μη θεμελιακός αναρχισμός δεν έχει να
κάνει μόνο με την απουσία καθοδηγητικών
αρχών τοποθετημένων στην υπερκείμενη σφαίρα της θεωρίας, αλλά και με την απουσία μιας προκαθορισμένης τελικότητας,
της οποίας η επίτευξη θα πρέπει να καθοδηγεί τις πρακτικές. Πρέπει, πράγματι,
να προχωρήσουμε χωρίς την αυθεντία των
αρχών, αλλά και με την απουσία ενός
τέλους. Δηλαδή χωρίς να υποτάσσουμε τις πρακτικές στο αίτημα της επίτευξης
στόχων που έχουν καθοριστεί έξω από τις ίδιες τις πρακτικές.
Όταν ο μη θεμελιακός αναρχισμός υποστηρίζει την άποψη ότι
οι πρακτικές δεν πρέπει να καθοδηγούνται από τη βούληση να επιτευχθούν καθορισμένοι στόχοι, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι
πρέπει να είναι προεικονιστικές, αφού
πρόκειται πάντοτε για πράξεις που
εμφορούνται από προθέσεις, κάτι που τις διαχωρίζει από τους απλούς
συμπεριφορικούς αυτοματισμούς. Απλώς περιορίζεται στο να υποστηρίξει ότι η
προσπάθεια επίτευξης ενός προκαθορισμένου
σκοπού δεν πρέπει να είναι το κίνητρο της ανάπτυξης μιας πρακτικής, αλλά
αυτή πρέπει να επεξεργάζεται τον στόχο της στην πορεία της ανάπτυξής της,
λειτουργώντας σε συνθήκες πάντοτε συγκυριακές, έτσι όπως αυτές εμφανίζονται σε
κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, πρέπει να προσπαθούμε να
πραγματοποιήσουμε κάποιους στόχους; Ναι, σαφώς, οι οποίοι, όμως, δεν θα έχουν οριστεί προκαταβολικά, έξω από τις
συγκεκριμένες και ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά και ούτε ξεκινώντας από ένα άλλο
επίπεδο πέρα από αυτό της ίδιας της πρακτικής στην πορεία της ανάπτυξής της.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα του τι σημαίνει απουσία τέλους, μπορούμε να
επικαλεστούμε μια θεώρηση του αναρχισμού ως εργαλείο
για να κάνουμε πράγματα όπως, για παράδειγμα, η αποδόμηση κληρονομημένων
βεβαιοτήτων, η επίθεση σε μηχανισμούς κυριαρχίας, η οικοδόμηση χώρων και
σχέσεων ελεύθερων από ιεραρχικές σχέσεις κ.ο.κ., ένα εργαλείο χρήσιμο, ανάμεσα
στα άλλα και στον βαθμό που είναι δυνατό να αναρχοποιηθεί
ο κόσμος.
Δεν πρέπει ,όμως, να αναρχοποιηθεί ο κόσμος σαν απάντηση
σε ένα σχέδιο, διατυπώνοντάς το σαν ένας στόχος
προς επίτευξη, αλλά ως ένα αποτέλεσμα,
ως μια συνέπεια της ανάπτυξης των αναρχικών πρακτικών που είναι οι ίδιες ένας σκοπός. Αυτές οι πρακτικές δεν αναπτύσσονται με
στόχο να αναρχοποιηθεί ο κόσμος, αλλά τον αναρχοποιούν εκ των πραγμάτων ως αποτέλεσμα της ίδιας τους της ανάπτυξης,
της σύγκρουσής τους με την κυριαρχία. Πρέπει, εν συντομία, να αναρχοποιηθεί ο
κόσμος και όχι να υπάρξει μια εγγύηση για τη νίκη του αναρχισμού, πρέπει να
ενεργοποιηθούν πρακτικές που είναι αναρχοποιητικές
καθαυτές. Για παράδειγμα, ο κόσμος αλλάζει φτιάχνοντας οριζόντια δίκτυα
ελεύθερης συνένωσης, όμως αυτά τα δίκτυα δεν φτιάχνονται για να αλλάξει ο κόσμος, αλλά γιατί περικλείουν τις αξίες ενός νέου
κόσμου, ξένου ως προς την αρχή.
Για να αναρχοποιηθεί ο κόσμος, για να αλλάξει σε μια
αναρχική κατεύθυνση, δεν χρειάζεται να
θέλουμε να τον αλλάξουμε, βάζοντας μια ταμπέλα στην πορεία που θα τον πάει σε
εκείνη την κατεύθυνση, αλλά απλά κάνοντας πράγματα που έχουν ως ένα από τα
αποτελέσματά τους αυτή την αλλαγή και τα οποία, όμως, θα βρεθούν σε αυτά τα ίδια και όχι στον προς
επίτευξη στόχο, στην τελικότητα και την αξία του.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε το δίχως άλλο να επικαλεστούμε
αυτά που έλεγε ο Μαξ Στίρνερ όταν υποστήριζε ότι δεν χρειάζεται να στοχεύουμε στη θέσμιση ενός νέου κόσμου μέσω ενός
σχεδίου και μιας επαναστατικής διαδικασίας, αλλά πρέπει να ξεδιπλώσουμε τη διαρκή εξέγερση ενάντια στον κόσμο όπως
αυτός είναι, αντιστεκόμενοι στην κυριαρχία και αναπτύσσοντας αποσυντακτικές πρακτικές των θεσμών, με
στόχο την αμφισβήτηση της εξουσίας και όχι την αντικατάστασή της με ένα άλλο
μοντέλο, γιατί όποιος την αντικαθιστά θα βρεθεί να είναι ο ίδιος στόχος της
επαναστάσης.
Αντί για μια επανάσταση εμπνευσμένη από τη βούληση ή από
το σχέδιο υλοποίησης ενός κοινωνικού μετασχηματισμού που θα ανατρέψει την
υπάρχουσα πολιτική θέσμιση αντικαθιστώντάς τη με μιαν άλλη, η διαρκής εξέγερση περιορίζεται στο να μην
την αποδέχεται, στο εξεγείρεται απέναντι
στην υπάρχουσα καταπίεση γιατί τη θεωρεί, απλώς, απαράδεκτη. Εκ των πραγμάτων,
η ανάπτυξη πρακτικών αντίστασης σημαίνει ήδη μια αλλαγή στον κόσμο. Η
αντίσταση είναι άμεσα μετασχηματιστική
καθαυτή, χωρίς να χρειάζεται την υποστήριξη ενός σχεδίου μετασχηματισμού.
Σε αυτό το σημείο, έχει φτάσει αναμφίβολα η στιγμή για να
διατυπώσουμε μια από τις πιθανές απαντήσεις σχετικά με το ερώτημα για τον τρόπο
με τον οποίο «θα προχωρήσουμε σε μια αυτοκριτική
του αναρχισμού», αλλά και για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση την οποία
αντιμετωπίζουμε, δηλαδή πώς θα τον βγάλουμε από τη σχετική του στασιμότητα. Από
πλευράς μου, προωθώ την υπόθεση ότι αν ο αναρχισμός δεν έχει εξελιχθεί με έναν
πιο σημαντικό τρόπο αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων λόγων, στο γεγονός ότι καταλαμβάνεται από κάποιου είδους ίλιγγο
μπροστά στον απορητικό του χαρακτήρα.
Εκ των πραγμάτων, θα παραμείνει ακίνητος μέχρις ότου
αποφασίσει να αντιμετωπίσει την πρόκληση που του θέτει αυτή η αντίφαση, μέχρις
ότου δεν αποφασίζει να εγκολπωθεί την απορία
που ο ίδιος αντιπροσωπεύει και να εξερευνήσει με τόλμη το μεταφορικό ισοδύναμο της
κρυμμένης πλευράς του φεγγαριού,
δηλαδή αυτού που έχει μείνει στη σκιά και συνίσταται στο ριζικό αίτημα της ακυριαρχίας. Δεν θα μπορέσει να κάνει βήματα
μπροστά έως ότου δεν αποφασίζει να διασχίσει τον δρόμο της αναγκαίας και
δυνατής ύπαρξης ακυριαρχίας στον αναρχισμό. Το ξεπέρασμα αυτής της απορίας απαιτεί
τη διερεύνηση νέων τρόπων του βλέπειν, του σκέπτεσθαι και του δραν, που θα
τινάξουν στον αέρα τα δεδομένα του αναρχισμού.
Υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος τύπος ολοκληρωτισμού που εγκαθιδρύεται καταναγκαστικά σε
ολόκληρο τον κόσμο δεν θα τον εμποδίσει, είναι δυνατό, θα έλεγα λίαν πιθανό, ότι
σε μια όχι τόσο μακρινή εποχή θα
πάρει μορφή ένα εργαλείο το οποίο θα είναι πραγματικά και πλήρως ακυριαρχικό.
Όμως δεν θα είναι πια ο αναρχισμός, θα είναι κάτι άλλο. Κάτι άλλο το οποίο, όχι σε
αντίθεση με τον αναρχισμό, θα εναντιώνεται σε κάθε μορφή κυριαρχίας,
δημιουργώντας χώρους και σχέσεις ελεύθερες από την κυριαρχία, αλλά έχοντας
ξεπεράσει την εσωτερική αντίφαση του αναρχισμού –τη συντακτική του απορία μεταξύ του αιτήματος της ακυριαρχίας και την αναγκαία άρνησή της– θα είναι
αναγκαστικά κάτι το διαφορετικό.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Τομάς Ιμπάνιεθ στην αναρχική έκθεση στην Μπολώνια τον Σεπτέμβρη του 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου