Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΤΕΓΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ-ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.


Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθείς σε λίγες γραμμές σε μια ιστορία που κοντεύει τώρα πια να κλείσει 25 χρόνια (αν σκεφτούμε ότι η πρώτη κατάληψη στέγης-στέκι έγινε το 1981 στην Αθήνα, στην οδό Βαλτετσίου στα Εξάρχεια και καταλήψεις συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα, Βίλλα Αμαλίας Αχαρνών και Χέυδεν, Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, Στέκι Άνω Κάτω Πατησίων, Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Περιστερίου, κολεκτίβα “Λίλη”, Λέσχη Κατασκόπων στη Φερρών και Φυλής) και η οποία εν πολλοίς παραμένει άγνωστη ακόμη και σε αρκετούς από τους οποίους θα λέγαμε ότι έχουν «έννομο συμφέρον» να τη γνωρίζουν (και δεν εννοούμε βεβαίως αστυνομία και ιδιοκτήτες). Η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει αρκετές πλευρές και σε σημαντικό βαθμό και τους ίδιους τους φορείς αυτών των εγχειρημάτων, που βάσει μιας ιδιόμορφης εκδοχής του «εδώ και τώρα», φαίνεται να αποκλείουν την ιστορική διάσταση της προσπάθειάς τους, θεωρώντας ίσως ότι η καταγραφή και η αποτίμηση συνιστούν στοιχεία ενηλικίωσης ενός κινήματος που αρνείται επίμονα να μεγαλώσει και συνεχώς θέλει να εμφανίζεται (και να είναι) νέο, δυναμικό, ακμαίο. Η ενηλικίωση παρόλα αυτά συμβαίνει, γι’ αυτό η γενεαλογία γίνεται απαραίτητη συνθήκη για περαιτέρω επεξεργασία και διερώτηση, ανίχνευση στόχων και προοπτικών, αλλά αυτά δεν αφορούν τον «πρόχειρο οδηγό» , έτσι σταματώ εδώ. Πάντως απ’ αυτή τη «νεανικότητα» θα ήθελα να ξεκινήσω, γιατί ακριβώς αυτή συμβαδίζει και με την καινοτομία ενός εγχειρήματος , που μέχρι τότε (δηλαδή το 1981) δεν το είχαμε ξαναδεί στην Ελλάδα. Η αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) ενταγμένη πλήρως σε μια λογική «λεγκαλισμού» μετά την ήττα του εμφυλίου, δεν διανοήθηκε ποτέ να περάσει σε «παράνομες» πρακτικές αγώνα που αφορούν ζητήματα της καθημερινής ζωής (στη συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με τη στέγαση, που στην Αθήνα μετεμφυλιακά το πρόβλημα ήταν ιδιαιτέρως οξυμένο και ουσιαστικά λύθηκε μέσα από τον «θεσμό» της αντιπαροχής) και έπρεπε να έρθει μια νέα αντίληψη της πολιτικής που την υπερέβαινε από τα αριστερά της (και σχηματικά θα την ονομάσουμε αναρχική-αυτόνομη) για να μπουν τέτοια ζητήματα στην ημερησία διάταξη. Αυτή η αντίληψη που έλκει την καταγωγή της από τον Μάη του ’68 και συνδέεται άμεσα με τα κινήματα της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, πρωτοεμφανίζεται κεντρικά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 και κάνει την πλέον δυναμική της παρουσία στις καταλήψεις των πανεπιστημίων με αφορμή τον ν.815 στα τέλη του 1979. Μιλάμε για τους περίφημους «αναρχοαυτόνομους», οι οποίοι υφίστανται συντριπτική ήττα στο Πολυτεχνείο του 1980, όταν η «ουρά των 10000 προβοκατόρων» αδυνατεί να απαντήσει ουσιαστικά στις δολοφονίες της αστυνομίας και στην καταστολή του ΚΚΕ. Ένα τμήμα αυτού του χώρου σκέφτεται (περισσότερο συναισθάνεται παρά σκέφτεται με την έννοια ενός συγκεκριμένου υπολογισμού) πως πέρα από τη σύγκρουση στο δρόμο τη δεδομένη στιγμή, υπάρχουν και οι υπόλοιπες στιγμές της καθημερινότητας μέσα στον ιστό της μητρόπολης, που δεν μπορούμε να τις περνάμε στην αδράνεια κι έτσι αποφασίζει να περάσει το κατώφλι και να προχωρήσει στο δικό της «Σέργουντ», στα Εξάρχεια, στο στήσιμο ενός πολιτικο-πολιτιστικού οχυρού: η κατάληψη της οδού Βαλτετσίου δεν θα κρατήσει πολύ, θα κατασταλεί σκληρά από την αστυνομία, αλλά θα αποτελέσει παρακαταθήκη για το μέλλον. Αφού κάναμε το πρώτο βήμα, μπορούμε κάτι ανάλογο και στο μέλλον, γιατί όχι. Βέβαια το επόμενο εγχείρημα θα αργήσει μερικά χρόνια (πρόκειται για το κτίριο της Χ. Τρικούπη το 1985), όμως σημασία έχει ότι η λογική της αυτοδιεύθυνσης της καθημερινότητας έχει περάσει στην ημερησία διάταξη αυτού του κοινωνικο-πολιτικού χώρου, δεν αποτελεί πλέον απλό σύνθημα, γίνεται και πράξη. Άλλωστε, μπορεί με μια έννοια να προβληθεί και στην υπόλοιπη κοινωνία: πάρτε τη ζωή σας στα χέρια σας, ξεκινώντας από την κάλυψη μιας από τις βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου: το σπίτι. Το διάστημα 1984-1989 είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον χώρο της αντιεξουσίας: στο Κάραβελ τον Δεκέμβρη του 1984, σημαντικός αριθμός των διαδηλωτών του αναρχικού μπλοκ συγκρούεται σώμα με σώμα με την αστυνομία, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο ρεβάνς για το ’80. Ολόκληρο το 1985 συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά, με αποκορύφωμα την κατάληψη του Χημείου την Άνοιξη και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη με τη δολοφονία Καλτεζά. Έχει διαμορφωθεί μια σκληροτράχηλη, σχιζο-μητροπολιτική προλεταριακή γενιά, που διεκδικεί την παρουσία της στο κέντρο της αναδυόμενης μητρόπολης μ’ έναν «άγριο» συγκρουσιακό τρόπο: ο βασικός της άξονας είναι η αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή που είχε ξεκινήσει με την «επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια, αλλά ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας νεολαίας (κάποιοι θα την ονομάσουν «άγρια») που δεν ενσωματώνεται στον σοσιαλδημοκρατικό χυλό, ο οποίος έχει αρχίσει να επιβάλλεται ποικιλοτρόπως. Έχει τη σημασία του το ότι αυτή η νεολαία ανεμίζει τη σημαία με το άλφα σε κύκλο και αναζητεί τις ιδεολογικές της αναφορές της τόσο στην κλασική θεωρία του αναρχισμού (σε μικρότερο βαθμό) όσο και στα πιο σύγχρονα ρεύματα που γεννήθηκαν μετά το 1968 (κυρίως την ιταλική εκδοχή της Αυτονομίας, αυτή της Γερμανίας, αλλά και το γαλλικό ρεύμα του σιτουασιονισμού) , όπως έχει τη σημασία του και το πολιτιστικό υπόβαθρο (κυρίως το μουσικό, με το πανκ και το χαρντκορ), αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ο ουσιαστικά καινοτόμος χαρακτήρας για την Ελλάδα αυτών των υποκειμενικοποιήσεων: η δεξιά τις κατατάσσει στην κλασσική «αλητεία» και ζητά την άμεση καταστολή τους προς υπεράσπιση της περιουσίας των νοικοκυραίων, η αριστερά τις εντάσσει χωρίς μεγάλο δισταγμό στους «προβοκάτορες», ενώ το ΠΑΣΟΚ κινείται ανάμεσα στην καταστολή και την ενσωμάτωση (που το καλοκαίρι του 1985 δείχνει τα όρια της στη συναυλία του υφυπουργείου Νέας Γενιάς στο Παναθηναϊκό στάδιο, όταν ξεσπούν συγκρούσεις με με τα ΜΑΤ, που σπεύδουν ασθμαίνοντα να επιβάλλουν την τάξη). Η μαζικότητα αυτού του ρεύματος δεν είναι μεγάλη, όμως ο δυναμικός χαρακτήρας του και κυρίως η επιμονή του να δρα στο κέντρο της μητρόπολης (χωρίς πάντως ποτέ να διαβεί τα όρια και να εισβάλλει στο μπουρζουάδικο Κολωνάκι) το καθιστά σημαντικό παράγοντα εξελίξεων, ενώ η ουσιαστική εξαφάνιση της άκρας αριστεράς το αναδεικνύει και στον πιο ουσιαστικό εκφραστή του ανταγωνιστικού ριζοσπαστισμού πέρα της παραδοσιακής αριστεράς. Η καταστολή που θα επακολουθήσει απέναντι στον αναρχικό χώρο (κυρίως μετά τα γεγονότα των διαμαρτυριών για το Τσέρνομπιλ και αυτά της Καλογρέζας με τη δολοφονία από τους αστυνομικούς του Μ. Πρέκα), αλλά και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, θα στρέψει ένα τμήμα του μάγματος στην ανάγκη ριζώματος στο χώρο κι έτσι την περίοδο 1988-1991 θα έχουμε ένα μικρό καταληψιακό κύμα: Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη (από ένα σημείο και μετά πιο κοντά στον εξεγερσιακό αναρχισμό), Κεραμεικού και Μυλλέρου (ίσως η πιο «αυτόνομη»), Βίλλα Αμαλίας (κλασσική «αναρχοπάνκ»), Φυλής και Φερρών (που θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει όλες τις τάσεις), Ακομινάτου («διάδοχο» σχήμα της Χ. Τρικούπη, που καταστέλλεται βίαια και επανειλημμένα). Στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου για τρεις βδομάδες τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1990 με αφορμή την αθώωση του μπάτσου Μελίστα, δολοφόνου του Καλτεζά, τα μέλη των καταλήψεων (αλλά κυρίως το πνεύμα τους, που δεν θεωρεί πλέον τη σύγκρουση περίπου αυτοσκοπό) θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τα επόμενα χρόνια οι καταλήψεις θα αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ρευμάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού (θα έχουμε και την κατάληψη στο παλιό σχολείο της οδού Αλκαμένους που παρά τις φιλόδοξες προθέσεις δεν θα κρατήσει πολύ) και η ταυτόχρονη εισβολή της αστυνομίας παραμονές του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1994 με τη μορφή των προληπτικών συλλήψεων, θα τις ξαναφέρει στην επικαιρότητα. Το τελευταίο κύμα καταλήψεων θα περιλαμβάνει το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων, το πολύ ενδιαφέρον πείραμα της «κολλεκτίβας Λίλη» επίσης στα Πατήσια (με την αναζήτηση στην πράξη της λύσης στο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και την ανακατάληψη της Φυλής και Φερρών στην οποία στεγάζεται πλέον η βιβλιοθήκη της «Λέσχης Κατασκόπων».

Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία την ιστορία των κινηματικών καταλήψεων στέγης-στεκιών την τελευταία εικοσιπενταετία στην Αθήνα. Θα επιχειρήσουμε τώρα να κάνουμε λιγάκι «θεωρία», με την έννοια να δούμε κάπως πιο αναλυτικά κάποια στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε περισσότερο το φαινόμενο. Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι απ’ αυτή την ιστορία αυτό είναι σίγουρα η πρόταση μιας άλλης άποψης για την καθημερινή ζωή στη μητρόπολη και η απόδειξη πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει και στην πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά υπάρχουν άδεια σπίτια και επείγουσες στεγαστικές ανάγκες. Μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν (και κυρίως θέλουν) να ζήσουν μαζί, καταλαμβάνουν ένα άδειο σπίτι και ξεκινούν την περιπέτειά τους. Από την άλλη, υπάρχει ανάγκη σε κάποια πολιτικά υποκείμενα να βρουν χώρους για να στεγάσουν τις δραστηριότητές τους, που καθώς δεν εντάσσονται στα παραδοσιακά πρότυπα της αριστεράς (τα ίδια τα υποκείμενα, αλλά και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους), οφείλουν να βρουν άλλους τρόπους για να το πετύχουν σε μια πιο μόνιμη βάση: οφείλουν δηλαδή να βρουν τα δικά τους «Φορτ Ναβάχο» στην «έρημο» μιας Αθήνας που γίνεται ολοένα και πιο αφιλόξενη για τέτοιου είδους καταστάσεις, μέσα από την εντεινόμενη καταστολή, επιτήρηση και γιαποποίηση. Η λύση είναι λοιπόν και εδώ η κατάληψη, κατά προτίμηση κοντά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αφού όπως είπαμε, αυτά τα υποκείμενα το κέντρο της πόλης θεωρούν τον προνομιακό τόπο της δράσης τους, εκεί αισθάνονται σαν το «ψάρι στο νερό», εκεί είναι σε τελική ανάλυση που θέλουν να γίνονται ορατά, αφού ένα από τα βασικά προβλήματά τους στην κοινωνία του θεάματος που έχουν αρχίσει να βιώνουν, είναι ότι καθιστά «αόρατο» (ή οικειοποιείται κάνοντάς το μόδα) οτιδήποτε εμφανίζει την τάση να το αμφισβητεί ριζικά. Έτσι εξηγείται και το ότι αν και φτιάχτηκαν όλα αυτά τα χρόνια πολλά στέκια σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (τις περισσότερες φορές σε νοικιασμένους χώρους) , ουσιαστικά το βλέμμα ήταν πάντοτε στραμμένο στο κέντρο, εκεί φαινόταν να παίζεται το παιχνίδι. Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με ποιο ρόλο έπαιξαν στον αστεακό ιστό της περιοχής τους, αλλά και της μητρόπολης γενικότερα, αφού από το ξεκίνημά τους ποτέ δεν διεκδίκησαν το ρόλο της «νησίδας ελευθερίας», αποκρούοντας τη λογική της γκετοποίησης (έναν κίνδυνο που τον έβλεπαν και στο δικό τους εγχείρημα, αλλά και τον γνώριζαν από τις ανάλογες εμπειρίες του εξωτερικού). Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη: μικρό. Παρά τις προσπάθειές τους η «γειτονιά» δεν έδειξε ποτέ και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε μια Αθήνα που μικροαστικοποιούνταν με ταχύτατους ρυθμούς, το καλύτερο που περίμενε τους καταληψίες ήταν η παθητική ανοχή. Απέτυχαν επίσης κάποιες απόπειρες σύνδεσης και με τη νέα μητροπολιτική φιγούρα, τους μετανάστες (τουλάχιστον μέχρις στιγμής), αφού είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις ουσιαστικά με ανθρώπους που έχουν τεράστια προβλήματα επιβίωσης και αναζητούν λύσεις που θα τους εντάξουν στον κοινωνικό ιστό και όχι σ’ έναν διπλό «ιλεγκαλισμό»: του ανά πάσα στιγμή παράνομου μετανάστη, αλλά και του πολιτικού αμφισβητία έξω από τα καθιερωμένα (που και αυτό δύσκολα το καταλαβαίνουν τις περισσότερες φορές, αφού προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον). Ένα τρίτο στοιχείο είναι η αποτελεσματικότητα της πολιτικο-πολιτιστικής απεύθυνσης. Κατά πόσο δηλαδή πέτυχαν να είναι η εναλλακτική λύση στα προβλήματα της στέγασης και κατά πόσο πέτυχαν να «επικοινωνήσουν» τη δική τους πολιτικο-πολιτιστική πρόταση. Ως προς το πρώτο, μπορούμε να πούμε ότι οι διάφορες « άτυπες» καταλήψεις στέγης που υπάρχουν στην Αθήνα, άντλησαν την ιδέα από το κίνημα? Δεν το ξέρουμε. Ίσως ναι κάποιες φορές, τις περισσότερες όμως μάλλον όχι. Προτίμησαν να παραμείνουν κρυφές, χωρίς να εντάσσονται σε κάποιας μορφής κίνημα, αφού υπάρχει πάντοτε ο φόβος της άμεσης ποινικοποίησης και καταστολής όταν ενώνεις τις δυνάμεις σου και διεκδικείς πιο επιθετικά τα δικαιώματά σου. Γενικά πρέπει να πούμε ότι κίνημα καταλήψεων στέγης-στεκιών στην Ελλάδα (με την έννοια που το γνωρίσαμε στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ολλανδία) δεν υπήρξε. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό που διαφεύγουν τους σκοπούς αυτού του σύντομου σημειώματος. Πάντως μια γενική παρατήρηση είναι ότι στην Ελλάδα η αντίληψη ότι προσπαθώ μόνος μου (δηλαδή μια κοινωνική ομάδα ή ένα υποσύνολο) να λύσω τα προβλήματά μου δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Επικρατεί η τάση ν’ ανάγονται τα πάντα στην παρεμβατική ικανότητα του κράτους, ή μιας αντίστοιχης «πατρικής» φιγούρας στο επίπεδο της αντιπροσώπευσης, δηλαδή ενός κόμματος, που ενίοτε μετατρέπεται και σε κράτος-κόμμα. Η περίφημη «κοινωνία των πολιτών» εκδηλώνεται σχεδόν πάντα με την αντιδραστική μορφή της, π.χ. «αγανακτισμένοι» κάτοικοι που καταλαμβάνουν ένα δημόσιο κτίριο για να μη γίνει σταθμός του ΟΚΑΝΑ. Τώρα ως προς το δεύτερο, είναι γεγονός ότι μέσα από τέτοιους τόπους έχει γίνει η καλύτερη και αποτελεσματικότερη «αντιπληροφόρηση» αυτού του κινήματος. Γι’ αυτό και τα στέκια (κατειλημμένα ή όχι) συνεχίζουν να υπάρχουν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, στον Βόλο, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, κλπ. Χώροι συνεύρεσης των «ανησυχούντων» πνευμάτων, παρά τα προβλήματά τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην οριζόντια δικτύωση του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Γι’ αυτό, παρά τη σκληρή καταστολή που έχουν υποστεί κατά καιρούς, συνεχίζουν να αποτελούν σταθερή επιλογή και έναν από τους κυριότερους τρόπους ριζώματος αυτού του ρεύματος. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η σημαντικότατη συμβολή τους στο επίπεδο της άρθρωσης ενός άλλου τύπου μητροπολιτικής κουλτούρας, με σαφώς αντιεμπορευματική στάση: εμβληματική ως προς αυτό είναι η Βίλλα Αμαλίας, η πιο ζωντανή σκηνή του χάρντκορ και του πανκ στην Ελλάδα (αλλά και με σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις, συζητήσεις κλπ). Υπάρχει, τέλος, κι ένα άλλο σημαντικό σημείο, που έχει να κάνει με το πώς οι καταληψίες διαμόρφωσαν τα κτίρια που κατέλαβαν, ποιοι είναι οι λόγοι που πιθανώς κατέλαβαν αυτά και όχι κάποια άλλα, ποια είναι η αισθητική τους πρόταση μέσα στην γκρίζα ομοιομορφία του μπετόν και της αντιπαροχής (αλλά και της «ιλουστρασιόν» εκδοχής της αναπαλαίωσης των νεοκλασικών κτιρίων των πόλεων), πράγματα όμως που πρέπει ίσως να τα συζητήσουν οι πιο «ειδικοί» (κρατώντας και τις απαραίτητες αποστάσεις) και που ο υπογράφων (όντας κι αυτός καταληψίας για κάποια από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του) μόνο ενστικτωδώς μπορεί να ανιχνεύσει και πάντως όχι στο συγκεκριμένο σημείωμα. Στο μόνο που θα ήθελα να αναφερθώ κλείνοντας, είναι η μελαγχολία που πάντοτε με πιάνει όταν τύχει να περάσω από την παλιά κατάληψη Κεραμεικού και Μυλλέρου και κοιτάξω το κενό παράθυρο του ανατολικομεσημβρινού δωματίου του δευτέρου ορόφου, που για δυο χρόνια φιλοξενούσε τις σκέψεις και τα όνειρα για μια κοινή και δημιουργική ζωή με συντρόφους και συντρόφισσες, πέρα και πάνω από τις συμβάσεις, τα άγχη και τη δυσανεξία στη μητρόπολη του νότου Αθήνα.
Παναγιώτης Καλαμαράς

Υ.Γ. Το ανωτέρω κείμενο αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση του υπογράφοντος στα πλαίσια ημερίδας για την παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στην 9η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία (τέλη Γενάρη 2005 στο μουσείο Μπενάκη). Από τότε συνέβησαν πολλά, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά του 2008, που έδωσαν μια νέα διάσταση στο υπό συζήτηση θέμα. Υποσχόμαστε να επανέλθουμε στο μέλλον.

1 σχόλιο:

  1. γνωριζει κανεις αν υποστηριζεται το κοινοβιο απο καποια καταληψη η αν υπαρχει η διαδικασια οργανωσης του?

    ΑπάντησηΔιαγραφή