Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΝΤΕΛΕ ΚΑΛΝΤΑΪΕ 28: Ο Γκυ Ντεμπόρ και ο μύθος της απέλασης από την Ιταλία - Afshin Kaveh

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΝΤΕΛΕ ΚΑΛΝΤΑΪΕ 28
Ο Γκυ Ντεμπόρ και ο μύθος της απέλασης από την Ιταλία 


Όμως αυτός ο αχάριστος, κακοήθης λαός 
Που προέρχεται από το παλιό Φιέζολε 
Και κρατάει ακόμη από το βουνό και τα λατομεία 
Θα σε κάνει, γι’ αυτό που κάνεις, εχθρό του 

Ντάντε Αλγκιέρι

 

Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τη χώρα, των νησιών συμπεριλαμβανομένων. Είναι το φάντασμα του ιστορικού ψεύδους για την απέλαση του Γκυ Ντεμπόρ από το ιταλικό έδαφος το 1977. Αν και είναι αναμφισβήτητη η ριζοσπαστικότητα της προσωπικότητας, καμία εξουσία εκείνης της εποχής δεν συνεργάστηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών ενάντια σε αυτόν τον επαναστάτη. 

Η πρώτη φορά που συναντάμε αυτή την πληροφορία είναι στην πρώτη έκδοση που αφιέρωσε ο Άνσελμ Γιάπε στον Γκυ Ντεμπόρ [1], η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι ακόμη και σήμερα η πλέον ακριβής, συνεπής και ολοκληρωμένη διανοητική μονογραφία αναφορικά με την κριτική και θεωρητική σκέψη του παριζιάνου συμμορίτη. Έργο που διάβασε και εκτίμησε ακόμη και ο ίδιος ο Ντεμπόρ, φτάνοντας να γράψει σε μια επιστολή στον ίδιο τον Γιάπε στις 14 Μάρτη 1994 στο Μοργκάν Σπορτς, «επιπλέον μου δίνετε την εντύπωση ότι είστε ο παρατηρητής που μέχρι τώρα με έχει κατανοήσει καλύτερα», έτσι όπως με τον ίδιο τρόπο, σε μια επιστολή της 5ης Απρίλη της ίδιας χρονιάς στον Μακότο Κονοσίτα έγραψε «είναι πιθανώς ο πλέον πληροφορημένο βιβλίο που έχει υπάρξει μέχρι τώρα για μένα». Το βιβλίο του Γιάπε είναι ένα ουσιώδες πέρασμα για οποιονδήποτε θέλει να συναντήσει τη σκέψη του Γκυ Ντεμπόρ, στην πραγματικότητα προκειμένου να αναμετρηθεί μαζί του, δεν μπορεί να μην αναμετρηθεί, με τη σειρά του, με το έργο που του έχει αφιερώσει ο Γιάπε. Η ευθύνη για τη διάδοση της ψευδούς είδησης δεν πρέπει ωστόσο να πέσει στον γερμανό φιλόσοφο, κι αυτό δεν το λέω μόνο για λόγους φιλίας. Όπως πράγματι μου έχει εκμυστηρευθεί ο Γιάπε, λαμβάνοντας υπόψη το λάθος, αναθεώρησε και παρέλειψε την πληροφορία ήδη στη δεύτερη έκδοση του έργου του το 1995.[2] 

Με την ιταλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος, εκδόσεις Baldini & Castoldi το 1997, το 2001, το 2013 και για μια ακόμη φορά το 2017, στη σύντομη Βιβλιογραφική Σημείωση με την υπογραφή του Πίνο Κορίας αναφερόταν, και συνεχίζει να αναφέρεται μέχρι σήμερα, «η διαρκή αγάπη του Ντεμπόρ για την Ιταλία, την οποία συχνά επισκεπτόταν, ιδιαιτέρως τα θερμά χρόνια της τρομοκρατίας», μια αναφορά συνεπώς στην παραμονή του στη Φλωρεντία και, αυτό, «μέχρι την απέλασή του το 1977 (κυβέρνηση Αντρεότι, υπουργός Εσωτερικών Κοσίγκα), κατηγορούμενος για υποδαύλιση του εξεγερτικού κλίματος στη χώρα».[3] Μολονότι επρόκειτο για το πλέον σοβαρό λάθος, δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε για τα άλλα τόσα ψεύδη που υπάρχουν στο ίδιο κείμενο [4], με τα οποία όμως δεν θα ασχοληθούμε εδώ όπως, για τους ίδιους λόγους, δεν θα εξετάσουμε ούτε την απλουστευτική και συζητήσιμη εισαγωγή του Κάρλο Φρετσέρο και της Ντανιέλα Στρουμία, ένα κείμενο τόσο επιφανειακό όσο και αντιπροσωπευτικό του πόσο λίγο στα σοβαρά πάρθηκε ο Ντεμπόρ στην ιταλική συζήτηση, αποστειρώνοντάς τον από το ανατρεπτικό του φορτίο. Είναι ακριβώς λόγω της διάδοσης αυτής της έκδοσης και του κειμένου του Κορίας που το εκτόπλασμα της απέλασης μορφοποιήθηκε, παγιώθηκε, μόλυνε τον τόπο, σέρνοντας πίσω του τις αλυσίδες του με τον στριγκό θόρυβο. Ο ίδιος εκκωφαντικός θόρυβος που ακούμε μέχρι και σήμερα. Μεταφερόμενος στόμα με στόμα, περνώντας από βιβλίο σε βιβλίο, από άρθρο σε άρθρο, προτεινόμενος στις έρευνες αδαών σπουδαστών, από διατριβή σε διατριβή. Έτσι, στην ιταλική έκδοση του Πανηγυρικού, της αυτοβιογραφίας του Ντεμπόρ, στο αυτί του εξωφύλλου όπου παρουσιάζεται ο συγγραφέας, το φάντασμα της απέλασης επανέρχεται, επαναλαμβάνοντας σχεδόν κατά γράμμα τον καλό μας Κορίας. Ο φωτογράφος Πίνο Μπερτέλι σε μια ξεχωριστή έκδοση για την καταστασιακή θεωρία και τον Γκυ Ντεμπόρ (δηλώνοντας πάντως ότι τον γνώρισε προσωπικά την περίοδο που αυτός διέμενε στην Ιταλία), δεν κάνει κάτι άλλο από το να παραθέτει το διάταγμα μέσω του οποίου ο συμμορίτης μας απελάθηκε από το ιταλικό έδαφος ως «ανεπιθύμητος».[5] Ο Τζόρτζο Αμίκο –προσεκτικός και ακριβής μελετητής του εργατικού κινήματος, που στις μελέτες του περιλαμβάνονται τα άψογα κείμενα για τον Καρλ Κορς [6] και για τους Σενίγκα και Τσερβέτο [7]– σε αυτό που είναι το πρώτο μονογραφικό έργο για τον Ντεμπόρ στην Ιταλία, γράφει: «Καθώς τον υποψιάζονταν για επαφές με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και συνεπώς τον θεωρούσαν απειλή για την ασφάλεια του κράτους, το 1977 ο Γκυ Ντεμπόρ απελάθηκε από την Ιταλία, στην οποία μπόρεσε να επανέλθει μόνο πολλά χρόνια αργότερα».[8] Όπως ακριβώς το βιβλίο Γκυ Ντεμπόρ του Γιάπε, ούτε το κείμενο του Αμίκο αποφεύγει την παγίδα, όμως ούτε σε αυτή την περίπτωση δεν αρνούμαι την εκτίμηση που τρέφω για αμφότερα τα βιβλία: το δικό είναι η πλέον πλούσια βιογραφία για τη ζωή του παριζιάνου συμμορίτη που έχει κυκλοφορήσει ποτέ στην Ιταλία και είναι ένα από εκείνα τα βιβλία στα οποία επιστρέφω πάντοτε με χαρά κάθε φορά που ανακαλώ ή ασχολούμαι με κάποια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του Ντεμπόρ. Στην επιμέλεια της έκδοσης της Κοινωνίας του Θεάματος από τις εκδόσεις Massari, ο Πασκουάλε Σταντσιάλε δεν παρασύρεται από το φάντασμα της απέλασης· βγάζουμε τον καπέλο μας στους Μασάρι και Σταντσιάλε.[9]. 

Στην επιστολή της 10ης Δεκέμβρη του 2012 που Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι έστειλε στον Μουσταφά Καγιάτι –σε σχέση με την οποία ακόμη με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έχει μεταφραστεί και διαδοθεί στα ιταλικά– μπορούμε να διαβάσουμε πόσο, κατά τη γνώμη του, ήταν πραγματικά «κωμικό» που απατηθήκαμε, ομοφώνως, «από την ιδέα ότι η αναχώρηση του Γκυ από την Ιταλία (ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα) οφειλόταν στη σκοτεινή καταδίωξη ή απέλαση την οποία υπέστη», θεωρούμενος «ως θύμα των συνθηκών του 1977». Ο Σανγκουϊνέτι, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι οι λόγοι της αναχώρησης πρέπει να αναζητηθούν σε «κοινότοπα οικονομικά προβλήματα», στην πραγματικά «δυσάρεστη θέση» που βρέθηκε στη Φλωρεντία όντας χωρίς «θέρμανση και γκάζι, εν μέσω χειμώνα», αλλά και «στην απογοήτευσή του από τα φλωρεντινά κορίτσια».[11] Αυτά τα τελευταία δύο σημεία είναι ακριβώς εκείνα που ερευνώνται και αναδεικνύονται στις γραμμές που ακολουθούν. Προς υπεράσπιση αυτής της ομοφωνίας στην οποία αναφέρεται ο Σανγκουϊνέτι (στην οποία, χωρίς περισσή ντροπή και για μια συγκεκριμένη περίοδο συμμετείχα κι εγώ), μπορούμε να μνημονεύσουμε εδώ ένα απόσπασμα από την αντι-ταινία In girum imus nocte et consumimur igni στην οποία ο Ντεμπόρ έλεγε τα εξής: «Κι εγώ, μετά από τόσους άλλους, κυνηγήθηκα από τη Φλωρεντία» [12]. Ωστόσο αυτή η πρόζα ήταν απλώς μια αλληγορία την οποία ο παριζιάνος συμμορίτης χρησιμοποίησε για να θεωρηθεί ρητορικά κληρονόμος μιας σειράς μορφών που αγαπούσε πολύ, όπως ο Δάντης, ο Γκουϊτσαρντίνι και ο Μακιαβέλι. 

Με τη βοήθεια της πολύτομης αλληλογραφίας του Ντεμπόρ [13], είναι δυνατό να δούμε τις έντονες φλωρεντινές περιπέτειες, όπου εμφανίζονται τα πάντα εκτός από το ανακριτικό δαχτυλάκι του σενιόρ Κοσίγκα να του δείχνει την πόρτα της εξόδου, κουνώντας φαντασμαγορικά το χαρτί απέλασης. Συνεπώς καμία απέλαση δεν μνημονεύεται, ακριβώς γιατί δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια. Όσον αφορά τις σύντομες επισκέψεις του Γκυ Ντεμπόρ στον φίλο του και καταστασιακό Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι στην πόλη της Φλωρεντίας, αυτές παρουσιάζονται ξεκινώντας συνήθως από το 1971 [14], με την πρώτη ακριβή πληροφορία για την πρόθεση μετακόμισης του παριζιάνου στην τοσκανική πρωτεύουσα, κάτι που εννοείται σαφώς πιο μετά, σε μια επιστολή προς μια Μίμα Φ., μια φλωρεντινή κοπέλα που είχε ακριβώς γνωρίσει σε εκείνα τα πρώτα ταξίδια. Πράγματι, στις 9 Δεκέμβρη του 1972 και αφού την είχε προσκαλέσει στη Γαλλία, της έγραψε «αν έρθεις τώρα στο Παρίσι, θα μπορούσα να σου ζητήσω να ψάξεις ένα διαμέρισμα στη Φλωρεντία για την 1η Φεβρουαρίου» και μην έχοντας κάποιο νέο «από τον Τζανφράνκο για καμιά εβδομάδα», συμπέραινε ότι, «για πολλούς λόγους, θα προτιμούσα να ήσουν εσύ που θα ασχολιόσουν με αυτό το ζήτημα». Με τον νέο χρόνο, στις 22 Γενάρη του 1973, έγραψε στον Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι ότι σκεφτόταν «να πάει στη Φλωρεντία τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου», επισημαίνοντας, πάντως, ότι θα του επιβεβαίωνε με ακρίβεια και εν ευθέτω χρόνω «την ημερομηνία μέσω τηλεγραφήματος». Στις 2 Φεβρουαρίου έστειλε από τη Φλωρεντία μια κάρτα στον Άσγκερν Γιορν, την οποία συνέθεσε και συνυπέγραψε με την Αλίς Μπέκερ-Χο, τη δεύτερη γυναίκα του μετά το πρόσφατο διαζύγιο του με τη Μισέλ Μπερνστάιν. Οι δυο τους βρίσκονταν επισήμως στην Όμορφη Χώρα και έγραψαν στον φίλο τους για να του ευχηθούν ενώ «βλέπουμε να κυλάει ο Άρνος, γρήγορη ανάρρωση, αφού ο ίδιος, τον προηγούμενο μήνα, τους είχε γνωστοποιήσει ότι ανάρρωνε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών στο Άαρχους: «Ελπίζουμε ότι θα μάθουμε σύντομα πως ανάρρωσες».

Από τότε όλες οι επιστολές τόσο του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου όσο και του Απριλίου ήταν, συνήθως, χρονολογημένες αλλά και έχοντας στην προμετωπίδα την πόλη στην οποία ζούσαν πλέον: «Φλωρεντία». Ο Γκυ Ντεμπόρ μνημονεύει, ωστόσο, για πρώτη φορά τη διεύθυνση της οδού ντέλε Καλντάϊε νο 28 (όπου ζούσαν) σε μια επιστολή του σε μια κάποια Έρα Ο., λεγόμενη και Κόνυ, με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1977. Τις πρώτες ημέρες του Μαΐου ο Ντεμπόρ επέστρεψε στο Παρίσι για να ξεκινήσει τα τραβήγματα και το μοντάζ της κινηματογραφικής μεταφοράς της Κοινωνίας του Θεάματος, σε παραγωγή του Ζεράρ Λεμποβισί, το συμβόλαιο της οποίας είχε ήδη συμφωνηθεί και υπογραφεί από τις 2 Ιανουαρίου 1973, όταν ο Ντεμπόρ έμενε ακόμη στον αριθμό 108 της οδού Σαιν Μαρτέν στο Παρίσι.[15] 

Σε μια επιστολή της 13ης Μαΐου του 1973 έγραψε στον Σανγκουϊνέτι ότι είχε λάβει μαζί δύο επιστολές, αυτές της 7ης και 9ης Μαΐου και, ακόμη πιο πριν, τις φωτογραφίες της οδού ντέλε Καλντάϊε. Τις πρώτες ημέρες του επόμενου μήνα, για την ακρίβεια στις 9 Ιουνίου, ξανάστειλε στη Μίμα Φ. μια επιστολή, στην οποία μπορούμε να διαβάσουμε πως «βρήκα πανέμορφο τον χειμώνα αλλά και την άνοιξη αυτής της χρονιάς στη Φλωρεντία», όμως γραμμένη βιαστικά και σταλμένη από το Παρίσι του, της έλεγε ότι «προς το παρόν θα μείνω εδώ μέχρι να τελειώσω τις εργασίες της ταινίας μου και θα επιστρέψω μόνο το φθινόπωρο στην οδό ντέλε Καλντάϊε», επισημαίνοντας επίσης ότι το διαμέρισμα «αρχίζει να είναι αρκούντως επιπλωμένο». Στις 11 Ιουλίου έγραψε στον Σανγκουϊνέτι ότι «η ταινία πάει πολύ καλά», γνωστοποιώντας του επίσης ότι πλέον ο προγραμματισμός των περιόδων ανάπαυσής του αφορούσε πολύ σύντομες στιγμές, «ποτέ πάνω από μια εβδομάδα» το πολύ και ότι συνεπώς «δεν αξίζει τον κόπο να έρθω στη Φλωρεντία για τόσες λίγες ημέρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού». Χαιρετούσε συνεπώς τον φίλο του μεταφέροντας την κάθοδό του στη χερσόνησο για το φθινόπωρο, καθώς πίστευε ότι η ταινία του θα ολοκληρωνόταν εκείνη την περίοδο. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, σε μια επιστολή στον συνήθη Σανγκουϊνέτι, έγραψε: «Δεν βλέπω την ώρα να βρεθώ στη Φλωρεντία». Επιπλέον, υποθέτοντας ότι το τέλος των εργασιών του μοντάζ της ταινίας θα συνέβαινε περίπου στην καρδιά του φθινοπώρου, ολοκλήρωνε την επιστολή με την ελπίδα «θα φτάσω προς τα τέλη του Οκτωβρίου», όμως ακριβώς στις 4 Οκτωβρίου τον ενημέρωσε ότι θα έφτανε στη Φλωρεντία προς τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου. 

Σε αυτό το σημείο η ιστορία προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αντίστοιχα με αυτά της καλύτερης κωμωδίας αλά ιταλικά. Στις 9 Νοέμβρη του 1973 ζήτησε από τον Σανγκουϊνέτι αν μπορεί να ειδοποιήσει «την κυρία Φιάσκι», ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην οδό ντέλε Καλντάϊε 28, και μάλιστα «σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να της ζητήσει να πάει στο σπίτι αυτός που ασχολείται με τη συντήρηση της θέρμανσης με το γκάζι, κανονίζοντας το ραντεβού «για τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου –αν είναι δυνατόν το μεσημέρι ή αργά το πρωί», πληροφορώντας επίσης τον Σανγκουϊνέτι να περιμένει την άφιξή του στην τοσκανική πόλη για το τέλος της προηγούμενης εβδομάδας από εκείνη την ημερομηνία. Πέρασαν μερικές ημέρες και στις 15 Νοεμβρίου ο Ντεμπόρ ξαναστέλνει στον Σανγκουϊνέτι μια επιστολή στην οποία μνημονεύει εκ νέου το ζήτημα της θέρμανσης, για να του υπενθυμίσει το αίτημά του προς την ιδιοκτήτρια. Στις 11 Δεκεμβρίου, τώρα πια στη Φλωρεντία από τις αρχές του μήνα, έγραψε στον Σανγκουϊνέτι ότι «μετά από δώδεκα ημέρες» δεν είχε ακόμη θέρμανση στο σπίτι και ότι «αυτή η κατάσταση γίνεται άβολη και –κάτι πιο σοβαρό– ενοχλητική». Αποφάσισε, συνεπώς, να καλέσει οπωσδήποτε τον φίλο του ώστε να του δείξει ποια είναι η κατάσταση και να του την καταστήσει γνωστή πριν «το πρόβλημα αποδειχτεί άλυτο». Στις 28 Δεκεμβρίου, σε μια επιστολή στον Έλβιο Μπαρντούτσι, έναν φλωρεντινό καλλιτέχνη, ο Ντεμπόρ, αναφερόμενος και στην Αλίς, του γράφει ότι «ήμασταν υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε στο Παρίσι ξαφνικά και χωρίς να σε χαιρετήσουμε: συγχώρα μας!», όμως δικαιολογήθηκε μιλώντας για «froid de canard» –αντίστοιχο με το δικό μας «ψοφόκρυο»– στο σπίτι της οδού ντέλε Καλντάϊε λόγω της μη λειτουργίας της θέρμανσης και, αφού τόσο αυτός όσο και η Αλίς αρρώστησαν, αποφάσισαν τελικά να επιστρέψουν στο Παρίσι, όπου τουλάχιστον μπορούσαν να υπολογίσουν σε μια θέρμανση που λειτουργούσε, αυτή τη φορά στον αριθμό 239 της οδού Σαιν Μαρτέν (αφού άφησαν το σπίτι στον προαναφερθέντα αριθμό 180). «Δεν γνωρίζω ακόμα πότε θα μπορέσουμε να πάμε και πάλι στη Φλωρεντία, ελπίζω σύντομα». Στην επιστολή, ο Ντεμπόρ έγραψε στον φίλο του ότι ο συντηρητής εμφανίστηκε αμέσως αφότου εκείνος και η Αλίς είχαν πλέον φύγει, υπογραμμίζοντας την ενόχλησή του για μια κατάσταση στα όρια του γκροτέσκο και του τραγικο-κωμικού. Από εδώ και πέρα ακολούθησαν τα συνεχή ταξίδια μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας, μέχρι μια επιστολή της 29ης Αυγούστου 1978 στον τέως καταστασιακό Πάολο Σαλβαντόρι, όπου διαβάζουμε αναφορές του Ντεμπόρ σε μια προηγούμενη επιστολή του, με ημερομηνία την 3η Ιουλίου, στην οποία παραπονιόταν για την έλλειψη απάντησης, και που ο παριζιάνος είχε στείλει ακριβώς στην οδό ντέλε Καλντάϊε. Διακοπτόμενης της σύμβασης με την ιδιοκτήτρια του ακινήτου, ήταν πράγματι ο ίδιος ο Σαλβαντόρι που μετακόμισε στο διαμέρισμα, αντικαθιστώντας έτσι τον Ντεμπόρ. 

Στη σύνταξη με τη μορφή πρόζας της αυτοβιογραφίας του, σε εκείνο το ιντριγκαδόρικο και προκλητικό έργο του που είναι ο Πανηγυρικός, στον πρώτο τόμο του ο Ντεμπόρ έγραψε «ότι είχα την τύχη να γνωρίσω τις θρασείς φλωρεντινές γυναίκες [16], την εποχή που ζούσα στη Φλωρεντία, στη γειτονιά του Ολτράρνο» [17]. Η αναφορά του έχει να κάνει με τη Μίμα Φ.[18], που έχουμε ήδη συναντήσει, αλλά και μια άλλη νεαρή κοπέλα, εκείνη την εποχή δεκάξι χρονών, που θα ερευνήσουμε αμέσως τώρα. Το όνομα της ήταν Τσελέστε. Αναφερόμενη σε αυτήν, ο Ντεμπόρ έγραψε ότι «ήταν εκείνη η μικρή φλωρεντινή, που ήταν τόσο χαριτωμένη. Το βράδυ, διέσχιζε τον ποταμό για να έρθει στο Σαν Φρεντιάνο. Την ερωτεύτηκα εντελώς απρόσμενα, ίσως λόγω του ωραίου, πικρού της χαμόγελου» και, ολοκληρώνοντας την αφήγηση του, «της το είπα: Μη μένεις σιωπηλή, γιατί είμαι ξένος και οδοιπόρος. Δώσε μου λίγη χαρά πριν φύγω και δεν σε βλέπω πλέον[19]». Το όνομα της Τσελέστε εμφανίζεται για πρώτη φορά στην έντονη αλληλογραφία του παριζιάνου –ενίοτε, όπως θα δούμε, αντικαθίσταται από το ψευδώνυμο Νάντια–, σε μια επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 1971 στον Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι. Όμως είναι λίγο μετά από έναν μήνα, για την ακρίβεια στις 28 Οκτωβρίου, που τη συναντάμε σε μια επιστολή του Ντεμπόρ γραμμένη στα ιταλικά και σταλμένη ακριβώς στην ίδια την Τσελέστε: «Αγαπητή Τσελέστε, για να σου γράψω τουλάχιστον μια φράση που θα είναι στα πραγματικά τοσκανικά, θα έλεγα: όταν στη Φλωρεντία δεν είχε πάει ακόμη ο Σαρδανάπαλος για να δείξει αυτό που μπορεί να κάμει, η πόλη δεν ήταν τόσο όμορφη όπως αυτή που βλέπουμε μαζί σου». Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν, στις 2 Μαρτίου 1972, ο Ντεμπόρ έγραψε στον Σανγκουϊνέτι ότι «είχε μελαγχολήσει πολύ από τις τελευταίες περιπέτειες της Νάντιας». 

Η νεαρή φλωρεντινή είχε πράγματι πάρει το μονοπάτι της τοξικοεξάρτησης την οποία, στην επιστολή του, ο Ντεμπόρ δεν αναφέρεται ποτέ εκτός απ’ όταν γράφει κρυπτογραφικά ότι «με το σύνδρομο του Τρόκι, όλα είναι πολύ πιο δύσκολα», κάνοντας αναφορά στον παλιό του φίλο Αλεξάντερ Τρόκι, έναν πρώην λετριστή αρχικά και πρώην καταστασιακό στη συνέχεια, που από τα παρισινά του χρόνια ήταν πασίγνωστη η εξάρτησή του από την ηρωίνη. Στην ίδια επιστολή ο Ντεμπόρ έγραφε ότι «η περίπτωση είναι πολύπλοκη, ενοχλητική, θλιβερή». Μετά από λίγο παραπάνω από έναν μήνα, μπορούμε να διαβάσουμε σε μιαν άλλη επιστολή στον Σανγκουϊνέτι ότι «το τέλος της Τσελέστε είναι πολύ θλιβερό, συνεπώς δεν θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτήν». Η νεαρή κοπέλα, αναφέρεται ενίοτε και πάλι, όμως το σημείο καμπής σηματοδοτείται από μια επιστολή της 6ης Αυγούστου 1974, γραμμένη είτε από τον Ντεμπόρ είτε από την Αλίς, με αποδέκτρια την ίδια την Τσελέστε: «Εδώ και δύο χρόνια προσπαθούμε να σε δούμε κάθε φορά που βρισκόμαστε στη Φλωρεντία, όμως δεν μπορέσαμε ποτέ να σε συναντήσουμε σε αυτό το σκοτεινό δάσος». Στη συνέχεια της επιστολής της γνωστοποιούν ότι «θα ήμασταν ευτυχείς αν θα μπορούσες να έρθεις στη Γαλλία», «τώρα μένουμε σε ένα σπίτι αρκούντως απομονωμένο στα βουνά της Ωβέρνης», αυτό που αργότερα, από το 1979 μέχρι την αυτοκτονία του το 1994, θα ήταν η σταθερή του κατοικία του Γκυ Ντεμπόρ και της Αλίς. Αμφότεροι τελείωναν την επιστολή στην Τσελέστε πληροφορώντάς την ότι «θα είμαστε στη Φλωρεντία (αρ. 28 στην οδό ντέλε Καλντάϊε, πρώτος όροφος) τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου», του 1974, «και μέχρι τον Ιανουάριο», του 1975. Λίγες ημέρες μετά την ανανέωση της επαφής, στις 10 Αυγούστου 1974, ο Ντεμπόρ έγραψε στον Σανγκουϊνέτι για να τον πληροφορήσει ότι «η Τσελέστε μου έγραψε και μετά μου τηλεφώνησε». Μετά την απάντηση της φλωρεντινής κοπέλας, που σίγουρα τον πληροφορούσε ότι συναντούσε ένα άτομο, ο Ντεμπόρ απάντησε στις 20 Αυγούστου ότι «είμαστε ικανοποιημένοι που τώρα έχεις έναν υπέροχο άνδρα στη ζωή σου και θα τον δούμε με χαρά όταν θα είμαστε στη Φλωρεντία», επισημαίνοντας ότι «εδώ υπάρχει ένας άλλος άνδρας που σε αγαπάει. Και μια γυναίκα!», αναφερόμενος στον ίδιο και την Αλίς. 

Μια γνωριμία τόσο αιχμηρή δεν μπορούσε παρά να είχε ως κατάληξη ένα τέλος που πήρε τη μορφή κατρακύλας. Πολλά χρόνια μετά, σε μια επιστολή της 22ας Απριλίου του 1981 στον Πάολο Σαλβαντόρι και στη συντρόφισσα του Ζενεβιέβ, ο Ντεμπόρ αφηγούνταν ότι είχε τελικά συναντήσει την Τσελέστε: «Είναι ακόμη εκπληκτική, αλλά σε τι κατάσταση!». Η κοπέλα, πράγματι, είχε συνεχίσει να είναι τοξικομανής και ο Ντεμπόρ την περιέγραψε ως «πραγματικά στα πρόθυρα του θανάτου». Προτίθετο συνεπώς να τη βοηθήσει και γι’ αυτό «θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν», αν και αυτή «θέλει (και την ίδια στιγμή δεν θέλει) να σωθεί». Ο Ντεμπόρ, όπως αφηγείται σε μια επιστολή της 3ης Μαΐου στον Σαλβαντόρι, της πρότεινε μια κλινική απεξάρτησης στο Παρίσι, την οποία του είχε συστήσει ο Λεμποβισί ή, εναλλακτικά, να την εμπιστευτεί σε έναν αγαπημένο του φίλο στην ύπαιθρο της Γερμανίας, όπου θα την είχε «υπό την επίβλεψή του». Η Τσελέστε επέλεξε τη δεύτερη λύση, όμως, από τότε μέχρι το τέλος του μηνός, σε μια επιστολή της 24ης Μαΐου στην Αντόνια Λόπες-Πίντορ [20], μπορούμε να διαβάσουμε ότι «η μικρή εξαρτημένη επέστρεψε στη χώρα της για να ξαναξεκινήσει από την αρχή. Ήταν λίαν αναμενόμενο». Στην ίδια επιστολή ο Ντεμπόρ γράφει και τα εξής: «Είχε υπαινιχθεί ότι θα είχε σωθεί αν την είχαν αγαπήσει αρκούντως. Προπάντων εγώ βρήκα μια ελπίδα αυτού του είδους πολύ μάταιη όταν μιλάμε για ναρκωτικά», όμως «κανείς δεν φαινόταν να διερωτάται γιατί μόνο εγώ θα έπρεπε να την αγαπώ;». 

Στο ήδη αναφερθέν In girum, η φωνή του Ντεμπόρ απαγγέλλει: «Έμεινα λοιπόν, αυτά τα χρόνια, σε μια χώρα όπου ήμουν ελάχιστα γνωστός. Ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου σε μια από τις πιο όμορφες πόλεις που υπήρξαν ποτέ, τα άτομα και η χρήση που κάναμε του χρόνου, όλα αυτά μαζί συνέθεταν ένα σύνολο που έμοιαζε πολύ με τις πιο ευχάριστες αταξίες της νεότητάς μου»[21]. Το ψυχρό ύφος του παριζιάνου συμμορίτη, από αυτά τα λόγια και μετά, συνοδεύεται στην αντι-ταινία από παλιές απεικονίσεις της Φλωρεντίας, από αεροφωτογραφίες της τοσκανικής πόλης, του Άρνου, από φωτογραφίες της Τσελέστε μαζί με την Αλίς, κι έπειτα της Τσελέστε γυμνής. «Δίνω σημασία μονάχα σε αυτό που με γοήτευσε σε αυτή τη χώρα και το οποίο δεν θα μπορούσα να βρω πουθενά αλλού» και, τελικά, αναφερόμενος στη Μίμα, «αναπολώ εκείνη που ήταν εκεί σαν ξένη στην ίδια της την πόλη» [22]. 

Το υπαινικτικό ύφος του Ντεμπόρ συνίσταται στην εκφορά, κατόπιν, της φράσης «αναπολώ τις όχθες του Άρνου γεμάτες αποχαιρετισμούς» [23], μέσα από την παρουσίαση της ροής του νερού που κυλάει στο κανάλι μέχρι να εκβάλλει σε μια είτε γαλήνια είτε κυματώδη θάλασσα, αλλά τουλάχιστον ανοιχτή. Ένας αποχαιρετισμός που δεν τον επέβαλε κάποιος πέρα από μια σειρά περιστάσεων, άλλοτε λυπηρών, άλλοτε αναπόφευκτων και που τελικά οδήγησαν τον Γκυ Ντεμπόρ, με την αυθόρμητη βούλησή του, να εγκαταλείψει τη Φλωρεντία και την Ιταλία. Όποιος επιμένει στα περί απέλασης, αγνοεί επίσης ότι τον Μάρτιο του 1993 ο Ντεμπόρ και η Αλίς έκαναν ένα ταξίδι στη Βενετία με την οποία, μετά από τόσα χρόνια, ενθουσιάστηκαν, σε τέτοιο βαθμό ώστε ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1994, να νοικιάσουν ένα σπίτι στην πόλη, στη Ρίβα ντέι Σκιαβόνι. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, στο Σαμπότ, ο Ντεμπόρ οργάνωσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του μέχρι την αυτοκτονία του στις 30 Νοεμβρίου 1994. Οι στάχτες του θα σκορπίζονταν, από την Αλίς και τον αδελφό της Εζέν Μπέκερ, κατευθείαν στο Σκουάρ ντι Βερτ-Γκαλάν, στα νερά του Σηκουάνα, η άριστη σύνθεση μιας εποχής. Συμπερασματικά, όπως συνήθως λέγεται, η ζωή του Ντεμπόρ ήταν τόσο τέλεια εναρμονισμένη με την ύπαρξή του ως «ο πιο ακραίος στοχαστής του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα», όπως δικαίως τον χαρακτήρισε ο Μάριο Περνιόλα, ώστε να μην έχει ανάγκη αυτά τα ψευδή ιστορικά στοιχεία για να του δώσουν ένα επιπλέον παράσημο, ούτε κι αν ο ίδιος αναγνώριζε ότι «για μένα δεν θα υπάρξει ούτε οπισθοχώρηση ούτε συμφιλίωση. Η σύνεση δεν θα έρθει ποτέ» [24]. Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μην είμαστε εμείς οι τεχνίτες αυτής της αναχώρησης χωρίς επιστροφή. 

Σημειώσεις 

[1] A. Jappe, Debord, εκδόσεις Tracce, 1993, σ.165 
[2] Ακριβώς εκείνη τη χρονιά τυπώθηκε στη Γαλλία, με τον τίτλο Guy Debord από τον εκδοτικό οίκο Via Valeriano, και με τον ίδιο τίτλο θα κυκλοφορήσει σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Manifestolibri το 1999, για να επανεκδοθεί το 2013. 
[3] P. Corrias, «Βιογραφικό σημείωμα», στο G. Debord, La societa dello spettacolo, Baldini & Castoldi, 2014, σ.250. 
[4] Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε εδώ και το απόσπασμα όπου ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι μνημονεύεται ανάμεσα στους παρόντες στο Κόζιο ντ’Αρόσα τον Ιούλιο του 1957, στη συνάντηση που έδωσε ζωή στην Καταστασιακή Διεθνή. Είμαστε μπροστά σε ένα enfant prodige. Εκείνη την εποχή ο Σανγκουϊνέτι ήταν μόνο 9 χρονών. Εν συντομία, δεν παρίστατο! Στην πραγματικότητα γνώρισε τον Ντεμπόρ μόνο το 1969. 
[5] P, Bertelli, Dell’utopia situazionista. Elogio della ribellione, Massari Editore, σ.43. 
[6] G. Amico, Il rinnegato Korsch. Storia di un eresia comunista, Colibri, 2004. 
[7] G Amico, Azione Counista. Da Seniga a Cervetto (1954-1966), Massari Editore, 2020. 
[8] G. Amico, Guy Debord e la societa spettacolare di massa, Massari Editore, 2017, σ.272. 
[9] Υπάρχει μια ομάδα που κινείται γύρω από τον Ρομπέρτο Μασσάρι –μια φιγούρα πανέμορφη, στον οποίο αναγνωρίζει κανείς μια μακρά, ευρεία και ζηλευτή διανοητική δραστηριότητα– στην οποία εντάσσονται και ο Σταντσιάλε με τον Αμίκο, από την οποία, το 2014, διοργανώθηκε μια σειρά ζωντανών συναντήσεων, στις οποίες συζητήθηκαν και έγινε προσπάθεια να αναζωογονηθούν οι καταστασιακές θεωρήσεις, που συνοδεύτηκαν αργότερα από τη δημοσίευση των εισηγήσεων και των προτάσεων που γεννήθηκαν σε εκείνα τα μη-συνέδρια, τα οποία ονομάστηκαν Σημείο της Κατάστασης. [10] Μπορείτε να το κατεβάσετε από τον αγγλικό ιστότοπο notbored. 
[11] Στη σύντομη μονογραφία μου Le ceneri di Guy Debord (Catartica Edizioni, 2020), μην αποφεύγοντας ούτε εγώ τις κωλοτούμπες, παραδέχομαι ότι σε ένα μέρος της πρώτης έκδοσης υπέπεσα σε δύο διαφορετικά λάθη στη σημείωση 11: σε κάποιες αναφορές η επιστολή του Ντεμπόρ στον Σαλβαντόρι έχει ημερομηνία 10 Δεκέμβρη 1978 (στην πραγματικότητα ήταν 12 Νοεμβρίου 1978) ενώ, σε άλλες αναφορές, εκείνη του Σανγκουϊνέτι στον Καγιάτι (παρουσιαζόμενη στο παρών άρθρο) αναφέρει ως ημερομηνία την 12η Δεκεμβρίου 2012 (στην πραγματικότητα ήταν, για την ακρίβεια, η 10η Δεκεμβρίου 2012). Καθώς οι αναφορές ξεπερνούν τις 200, αυτά και καμιά δεκαριά άλλα λάθη διαφορετικής φύσης, αναθεωρήθηκαν και διορθώθηκαν. 
[12] G. Debord, «In girum imus nocte et consumimur igni», στο Opere cinematografiche, Bompiani, 2004, σ.190. 
[13] Γι’ αυτό κάνω πάντοτε αναφορά στους οκτώ βαρείς τόμους της αλληλογραφίας του, δημοσιευμένους από τον Fayàrd ανάμεσα στο 1999 και το 2010, που ακόμη δεν έχουν μεταφραστεί ή εκδοθεί σε άλλες γλώσσες. Συνεπώς κάθε αναφερόμενη μετάφραση (συμπεριλαμβανομένων των ολισθημάτων) είναι πάντοτε δική μου. 
[14] Η πρώτη επιστολή στην οποία γίνεται αντιληπτό ότι ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι είχε γνωστοποιήσει στον Ντεμπόρ για την επικείμενη μετακόμισή του από τη Λομβαρδία στην Τοσκάνη έχει ημερομηνία 30 Ιουλίου 1971. Θα μετακόμιζε, πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα στη Φλωρεντία και στην οδό Κόστα ντέι Μανιόλι αρι. 30, διεύθυνση που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μια επιστολή της 8ης Ιανουαρίου 1972 του Γκυ Ντεμπόρ στον Ζουβνάλ Κιγιέ. 
[15] G. Debord, «Contratti», Opere cinematografiche, οπ.π., σ.251. 
[16] Φράση που ο Ντεμπόρ λέει στα ιταλικά και είναι στην πραγματικότητα αναφορά στο μεγάλο έργο του Δάντη: D. Alighieri, La Divina Comedia, Purgatorio, Canto XXIII, Newton Compton, 1993, σ.57. [17] G. Debord, Panegirico, Tomo Primo e Tomo Secondo, Castelvecchi, 2013, σ.40 [ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα σε μετάφραση της Μαρλέν Λογοθέτη]. 
[18] Σε μια επιστολή σε αυτή με αποστολέα τον Ντεμπόρ της 7ης Νοεμβρίου 1972, μπορούμε να διαβάσουμε: «Όμως θα μπορούσα να σε περιμένω στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία ή στον κήπο των Πιέβε όταν θα έρθω εκεί, ή ακόμη στην κόρσο Ιτάλια, εφόσον δεν καταφέρω να σε βρω». 
[19] G. Debord, Panegirico, οπ.π., σ.40-41. 
[20] Νεαρή Ισπανίδα που ο Ντεμπόρ γνώρισε κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην ισπανική χερσόνησο τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 και για την μιλάει στην αυτοβιογραφία του, αφιερώνοντάς της τα εξής λόγια: «Έκανα τις τρέλες που μου αναλογούσαν στην Ισπανία και ίσως τη μεγαλύτερη. Όμως ήταν σε μιαν άλλη χώρα που εμφανίστηκε εκείνη η απαράμιλλη πριγκίπισσα, με την άγρια ομορφιά της και τη φωνή της. Mira como vengo yo, έλεγε πολύ χαρακτηριστικά το τραγούδι που τραγουδούσε. Εκείνη την ημέρα δεν ακούσαμε κάτι άλλο. Αγάπησα για πολύ καιρό αυτή την Ανδαλουσιανή. Για πόσο καιρό; Για έναν καιρό ανάλογο με τη δική μας ζωή, σκληρή, μάταιη και μηδαμινή, που λέει και ο Πασκάλ», όπ.π., σ.41. 
[21] . Debord, In girum imus nocte et consumimur igni, στο Opere cinematografiche, όπ.π., σ.190. 
[22] Οπ.π., σ.191. 
[23] Όπ.π. 
[24] Όπ.π., σ.197. 

Αλιευθέν από τον ιταλικό ιστότοπο OperaViva magazine, 10 Φλεβάρη 2021

       


1 σχόλιο:

  1. (μια αναμενόμενη απάντηση για την οδό Ντέλε Καλντάιε 28): η απομυθοποίηση και η απομάγευση.

    Ο Χάρι Λάιμ έχει ήδη αποδομήσει την κοινωνική ειρήνη μιλώντας για τα ελβετικά ρολόγια με τον κούκο. Στις Ευμενίδες η ηρωική μορφή ενός μητροκτόνου απαλλάσσεται λόγω ισοψηφίας, στην πρώτη ουδετεροποιημένη απονομή δικαιοσύνης. Από την άλλη ο Οιδίποδας τυφλώνεται μπροστά στην τραγική απομυθοποίηση του ρόλου του. Πατροκτόνος, εραστής της μητρός του και αθώος μπροστά στην άνωθεν κατασκευή. Ο Φρόυντ μάταια αναζητούσε μια μυθική διάσταση του Λόγου μέσα στην ανθρώπινη δράση. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, όταν ό,τι ήταν απόλυτο καθίσταται ιστορικό [Guy Debord, Η κοινωνία του θεάματος, μτφρ. Σύλβια, Διεθνής Βιβλιοθήκη Αθήνα 2000, σ. 55], τότε ο μύθος ξεπέφτει στην ειδησεογραφία.

    Υπήρξε λοιπόν εκείνος που υπήρξε ο ένας από τους δύο, ο Καβαλκάντι (ο άλλος ήταν ο Νικολό), που έζησε ανάμεσα στις πιο ανήθικες γυναίκες της Φλωρεντίας, τους πιο σκληρούς πότες και στις πιο κακόφημες γειτονιές. Αυτός μαζί με τον άλλον θεωρούνταν οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι στην Ιταλία [Guy Debord, Correspondance, τ. 5, Ιανουάριος 1973 - Δεκέμβριος 1978, Librairie Arthème Fayard, 2005, γράμμα στον Τζιανφράνκο Σανγκουινέτι, 21 Απριλίου 1978, σ. 455-459]. Εκείνον τον καιρό η Ιταλία για άλλη μια φορά βρισκόταν σε κρίση. Και εκείνος χρειαζόταν απαραιτήτως να μείνει έξω από τις φυλακές της: εκεί που τότε κατέληγαν όσοι εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν τις ηδονές της Φλωρεντίας ["Panégyrique 1" στο Guy Debord, Oeuvres, Quarto Gallimard, 2006, σ. 1674]. Βέβαια η κατηγορίες για τον μύθο του ήρωα έχουν ξαναδιατυπωθεί. Τον παρομοίασαν με την Αγκάθα Κρίστι της Ηθικής, που όμως δεν είναι και τόσο τίμιος, αφού δεν λύνει το μυστήριο. Δεν μας πληροφόρησε ποτέ ποιοι ήταν οι δέκα μικροί Νέγροι του σιδηροδρομικού σταθμού της Μπολόνια. Εκείνος όμως θα αντιτείνει πως δεν γράφει αστυνομικές ιστορίες. Δεν είναι αριστερός δημοσιογράφος. Δεν αποκηρύσσει κανέναν και τίποτα [Guy Debord, "Cette mauvaise réputation...", Gallimard, 1993, σ. 117].

    Ίσως να πρέπει η αντίθεση ανάμεσα στον μύθο και την αλληγορία να διατυπωθεί με περισσότερη σαφήνεια. Εξάλλου και κάποιος άλλος, εξίσσου περιπλανώμενος και ερεβώδης, δοκίμασε μέσω της αλληγορίας να μην πέσει στην άβυσσο του μύθου που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή [Walter Benjamin, Gesammelte Schriften, τ. V, Suhrkamp, Φραγκφούρτη, 1982, σ. 344]. Η απομυθοποίηση έχει να προσφέρει το σβήσιμο μιας φαντασμαγορίας. Η απομάγευση μπορεί μονάχα να δέσει σφιχτά τα μάτια με διανοητικές αλυσίδες.

    Eκείνον τον καιρό η ζωή έμοιαζε με ένα τηγάνι γεμάτο καυτό λάδι. Και ένα μισό ποτήρι νερό, αν έπεφτε μέσα, θα έκανε καλά τη δουλειά του.

    Α.Ζ. (21.02.2021)

    ΑπάντησηΔιαγραφή