Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Θεός, άνθρωπος, ζώο - Giorgio Agamben


Όταν ο Νίτσε, σχεδόν 150 χρόνια πριν, έκανε τη διάγνωσή του για τον θάνατο του Θεού, πίστευε ότι αυτό το πρωτόγνωρο συμβάν θα άλλαζε ριζικά την ύπαρξη των ανθρώπων επί γης. «Πού κινούμαστε τώρα;» έγραψε, «δεν είναι η δική μας μια συνεχής πτώση; […] υπάρχει ακόμη ένα πάνω κι ένα κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε, ίσως, μέσα σε ένα ατέλειωτο τίποτα;». Και ο Κιρίλοφ, ο πρωταγωνιστής των Δαιμονισμένων, του οποίου τα λόγια είχε προσεχτικά μελετήσει ο Νίτσε, σκεφτόταν τον θάνατο του Θεού με το ίδιο εγκάρδιο πάθος και είχε εξάγει, ως αναγκαία συνέπεια, μια χειραφέτηση μιας βούλησης χωρίς πλέον όρια και, ταυτοχρόνως, το μη νόημα και την αυτοκτονία: «Αν υπάρχει Θεός, εγώ είμαι ο Θεός… Αν υπάρχει Θεός, όλη η βούληση είναι δική του, κι εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω από τη βούλησή του. Αν δεν υπάρχει Θεός, όλη η βούληση είναι δική μου, κι είμαι υποχρεωμένος να επιβεβαιώσω την ελεύθερη κρίση μου… Είμαι υποχρεωμένος να αυτοπυροβοληθώ, επειδή η πλήρης έκφραση της ελεύθερης κρίσης μου είναι να σκοτώσω τον ίδιο τον εαυτό μου».

Είναι κάτι σε σχέση με το οποίο δεν πρέπει να κουραζόμαστε να σκεφτόμαστε, καθώς ενάμισι αιώνα μετά, αυτό το πάθος μοιάζει σήμερα να έχει εξαφανιστεί εντελώς. Οι άνθρωποι έχουν ήρεμα επιβιώσει του θανάτου του Θεού και συνεχίζουν να ζουν χωρίς να φτιάχνουν, λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Λες και τίποτα –ακριβώς– δεν έχει συμβεί. Ο μηδενισμός, που οι ευρωπαίοι διανοούμενοι είχαν δοξάσει αρχικά τον πιο ανησυχητικό από τους παρευρισκόμενους, έγινε μια καθημερινή συνθήκη ταυτοχρόνως θερμή και αδιάφορη, με την οποία, αντιθέτως με ότι πίστευαν ο Τουργκένιεφ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ, είναι δυνατόν να συνυπάρχουμε ήσυχα, συνεχίζοντας να αναζητούμε χρήμα και εργασία, να παντρευόμαστε και να χωρίζουμε, να ταξιδεύουμε και να πηγαίνουμε διακοπές. Ο άνθρωπος περιπλανιέται σήμερα χωρίς να σκέφτεται πλέον μια γη του κανενός, πέρα όχι μόνο από το θεϊκό και το ανθρώπινο, αλλά και (αναπαυόμενων εν ειρήνη εκείνων που θεωρητικοποιούν κυνικά μια επιστροφή των ανθρώπων στη φύση από την οποία προέρχονται) το ζωικό.

Σίγουρα κάποιος θα πει ότι όλα αυτά δεν έχουν νόημα, ότι χωρίς το θεϊκό δεν ξέρουμε πια πώς να σκεφτούμε το ανθρώπινο και το ζωικό, όμως κάτι τέτοιο σημαίνει απλώς ότι τώρα όλα και τίποτα είναι δυνατά. Το τίποτα: δηλαδή πως το όριο δεν βρίσκεται πια στον κόσμο, αλλά μένει η γλώσσα (αυτό είναι, αν το καλοσκεφτούμε, η μόνη σημασία του όρου «τίποτα» –ότι, δηλαδή, η γλώσσα καταστρέφει, κάτι που συμβαίνει, τον κόσμο, πιστεύοντας ότι μπορεί να επιβιώσει αυτής της καταστροφής). Όλα: ίσως και –κι αυτό είναι για μας το κρίσιμο ζήτημα– η εμφάνιση μιας νέας μορφής –νέας, δηλαδή αρχαϊκής και, ταυτοχρόνως, εγγύτατης, τόσο κοντινής που δεν καταφέρνουμε να τη δούμε. Ποιανού και τι πράγματος; Του θεϊκού, του ανθρώπινου, του ζωικού; Σκεφτόμαστε πάντοτε το έμβιο εντός αυτής της τριάδας, ταυτοχρόνως θαυμαστής και αβέβαιης, βάζοντας πάντοτε τα μεν εναντίον των δε, τα μεν μαζί με τα δε. Μήπως έχει έρθει η στιγμή να θυμηθούμε κατά πόσο το έμβιο δεν είναι ακόμη ούτε θεός, ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, αλλά, απλώς, μια ψυχή, δηλαδή μια ζωή;

 

18 Μάρτη 2024

 

Κείμενο από τη στήλη που διατηρεί ο Ιταλός φιλόσοφος στην ιστοσελίδα των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μνήμη δύο σημαντικών ανθρώπων όχι μόνο στη δική μου ζωή αλλά και σε αυτή πολλών άλλων που τιμούν αυτή την ιδιότητα. Μιλώ για την Τζανιώ Προβελέγγιου, που μου έκανε την τιμή να υλοποιήσει ένα σωρό εξώφυλλα για τις Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα και τον Θοδωρή Κυβελέα, που πάντοτε φρόντιζε την παρουσία των ανωτέρω εκδόσεων στο αγαπημένο βιβλιοπωλείο Πολιτεία. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ, αν οι εκδόσεις αυτές κράτησαν για 36 χρόνια, το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό και σε αυτούς τους δύο ανθρώπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου