Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Ο ταύρος της Πασιφάης και η τεχνική - Giorgio Agamben



Στον μύθο της Πασιφάης, της γυναίκας που διέταξε τον Δαίδαλο να φτιάξει μια τεχνητή αγελάδα έτσι ώστε να μπορέσει να ζευγαρώσει με έναν ταύρο, είναι εύκολο να δούμε ένα παράδειγμα της τεχνολογίας. Η τεχνική εμφανίζεται, υπό αυτή την προοπτική, ως ένας μηχανισμός μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσπαθεί να προσεγγίσει –ή να επαναπροσεγγίσει– τη ζωικότητα. Όμως αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που διατρέχει σήμερα η ανθρωπότητα μέσω της τεχνολογικής υπερτροφίας. Η τεχνητή νοημοσύνη, στην οποία η τεχνική μοιάζει να θέλει να εμπιστευτεί την έσχατη κατάληξη της, προσπαθεί να παράγει μια ευφυΐα η οποία, όπως το ζωικό ένστικτο, θα λειτουργεί, θα μπορούσαμε να πούμε, από μόνη της, χωρίς την παρέμβαση ενός σκεπτόμενου υποκειμένου. Αυτή είναι η δαιδάλεια αγελάδα μέσω της οποίας η ανθρώπινη νοημοσύνη πιστεύει ότι μπορεί, χαρωπά, να ζευγαρώσει με το ένστικτο του ταύρου, γινόμενη ή ξαναγινόμενη ζωική. Και δεν μας ξαφνιάζει που από αυτή την ένωση γεννιέται ένα τερατώδες ον, το οποίο εγκλείεται σε έναν λαβύρινθο και τρέφεται με ανθρώπινο κρέας.

Στην τεχνική –αυτή είναι η θέση που προτιθέμεθα να υποστηρίξουμε–  αυτό που στην πραγματικότητα τίθεται υπό διερώτηση, είναι η σχέση μεταξύ ανθρώπινου και ζωικού. Η ανθρωπογένεση, το γίγνεσθαι ανθρώπινο του πρωτανθρώπου δεν είναι, πράγματι, ένα γεγονός ολοκληρωμένο άπαξ δια παντός σε μια συγκεκριμένη χρονολογική στιγμή: είναι μια διαδικασία που είναι μέχρι σε εξέλιξη, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν σταματά να γίνεται ανθρώπινος και, ταυτοχρόνως, να παραμένει ζωικός. Και αν είναι τόσο δύσκολο να οριστεί η ανθρώπινη φύση, αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτή έχει τη μορφή της άρθρωσης δύο ετερογενών και, ωστόσο, στενά συνδεδεμένων στοιχείων. Η διαρκής τους σχέση είναι αυτό που αποκαλούμε ιστορία, στην οποία εμπλέκονται ήδη από τις απαρχές τους όλες οι γνώσεις της Δύσης, από τη φιλοσοφία μέχρι τη γραμματική, από τη λογική μέχρι την επιστήμη και, σήμερα, από την κυβερνητική μέχρι την πληροφορική.

Η ανθρώπινη φύση –και αυτό είναι καλό να μην το ξεχνάμε– δεν είναι ένα δεδομένο που μπορεί να γίνει αντιληπτό ή να σταθεροποιηθεί κανονιστικά κατά την κρίση μας: αυτή υπάρχει, μάλλον, μέσω μιας ιστορικής πράξης η οποία –εφόσον οφείλει να διακρίνει και να συναρθρώνει, μέσα και έξω από τον άνθρωπο, το έμβιο με το ομιλούν, το ανθρώπινο με το ζωικό– δεν μπορεί παρά να πραγματώνεται ασταμάτητα ενεργοποιείται αδιάκοπα και κάθε φορά να ανακαλείται και να εκσυγχρονίζεται. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υπάρχει σε αυτή ένα πρόβλημα ουσιαστικά πολιτικό, το οποίο έχει να κάνει με την απόφαση ποιο είναι το ανθρώπινο και ποιο δεν είναι. Ο τόπος του ανθρώπου βρίσκεται σε αυτό το ξεσκαρτάρισμα και σε αυτή την ένταση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το ζωικό, τη γλώσσα και τη ζωή, τη φύση και την ιστορία. Και αν, όπως η Πασιφάη, αυτός ξεχάσει τη ζωτική του κατοικία και προσπαθήσει να εξαλείψει τα άκρα ανάμεσα στα οποία πρέπει να παραμείνει ταλαντευόμενος, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τέρατα και με αυτά, να φυλακιστεί σε έναν λαβύρινθο χωρίς οδό διαφυγής.

 

8 Ιούλη 2024 

 

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά, 24/8/2024) Καθώς κι αυτό το καλοκαίρι τελειώνει και έρχεται το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας (αν μπορούμε πλέον να μιλάμε για διακριτές εποχές με την παλιά τους έννοια), δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε τις φίλες και τους φίλους που χάσαμε τους τελευταίους μήνες, οι οποίες/οι στην πλειοψηφία τους ήταν τέκνα της ύστερης φάσης της αναλογικής εποχής, πράγμα που σημαίνει ότι σκέφτηκαν, ονειρεύτηκαν και έζησαν σύμφωνα με τα προτάγματα της τελευταίας. Καθώς πλέον έχουμε περάσει ανεπίστρεπτα στην ψηφιακή εποχή, μας μπαίνει το ερώτημα αν θα αποτελέσουμε τους τελευταίους Μοϊκανούς μιας ζωής που πνέει οριστικά τα λοίσθια ή αν θα προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα, ασκώντας πάντοτε την κριτική μας. Δύσκολη η απάντηση και ακόμη δυσκολότερη η εφαρμογή της. Οψόμεθα εις Φιλίππους. Η μετάφραση αφιερώνεται στη Ρένα και στις διερωτήσεις της, που συζητήσαμε κάμποσο αυτό το καλοκαίρι.


Γειά σου Εμίλιο, αγαπημένο μου ανίψι - Rosella Simone



Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς γίναμε συγγενείς, ήταν κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και ανάμεσα στην προσπάθεια να ξεκαθαρίσουμε το γεγονός ότι οι δεσμοί, αυτοί που μετράνε, είναι εκείνοι τους οποίους έχουμε επιλέξει εμείς, που δεν έχουν κάνουν ούτε με τη στενοκεφαλιά όποιου πιστεύει στην κληρονομικότητα, ούτε με εκείνο το διφορούμενο πράγμα που είναι η συγγένεια εξ αίματος.. Αυτό το οποίο μας ενώνει είναι η πορεία που θελήσαμε να ακολουθήσουμε, όντας συνταξιδιώτες σε μια μακρά περιπέτεια που κρατάει ολόκληρη τη ζωή μας, προσπαθώντας να αλλάξουμε, από τα κάτω, την πορεία της ιστορίας και να δούμε, επιτέλους, να νικάει ο Σπάρτακος αντί οι αετοί της Ρώμης, με τους θριάμβους και τις σφαγές της.

Στα είκοσι σου πήγες στην Τζένοβα τολμηρός και ψύχραιμος, με μαύρες μπούκλες και μια φάτσα αλαζονική για να την καψουρεύεσαι, στενό τζην, άσπρο, ξεκούμπωτο  πουκάμισο, κι ένα γαλάζιο φουλάρι δεμένο στον λαιμό, πρακτικά ένα όπλο μαζικής γοητείας. Γνωριστήκαμε, αλλά «συγγενείς» γίναμε στη Μαράσι το 1976, πριν την πλημμύρα. Εγώ ήμουν στο ίδιο κελί με τη συγκατηγορούμενή σου Έντσα Σικάρντι, εσύ στο μεταγωγών και ο Τζουλιάνο Ναρία, τότε σύντροφος μου, στην απομόνωση. Τον κρατούσαν για τρεις μήνες και εσύ, με κάμποσα «καλόπαιδα», προσπαθήσατε να τον απελευθερώσετε. Τότε ήταν που πρέπει να γίναμε συγγενείς. Και τέτοιοι μείναμε, για πάντα.

Έπειτα ήρθε η δεκαετία του ογδόντα. Μια καταστροφή για εκείνους που είχαν ονειρευτεί μαζί, δεν ξέρω αν επρόκειτο για την επανάσταση ή για κάτι ακόμη πιο ριζικό, όπως η άρνηση κάθε είδους κομφορμισμού, της παραίτησης, της ταπείνωσης που συνιστά η εθελοδουλία· για εκείνους που είχαν το κουράγιο να πειραματιστούν με μια ιδέα της ελευθερίας, να πιστέψουν σε μια ηθική των σχέσεων και να παλέψουν για τα οράματά τους.

Η δεκαετία του εβδομήντα πέρασε αφήνοντας πίσω της προδοσίες και ηρωίνη. Δεν υπήρξε ποτέ  κάποιος που παραιτήθηκε και έκανες το ίδιο στο το σώμα «το σπίτι και την πανοπλία σου». Το μπόντι μπίλντινγκ ήταν μια σαφής επιλογή αλλά και ένας άλλος τόπος για μη συμβατικές συναντήσεις, απροσδόκητους χώρους αντίστασης.

Εκείνη την εποχή καβαλούσες μια Γιαμάχα XT, κουβαλώντας στην πλάτη έναν σάκο γυμναστικής. Κάθε τόσο περνούσες από την Γκαρλέντα, έχοντας στη σέλα σου μια ωραία κοπέλα, έναν φίλο και μετά την έκανες, αφήνοντας πίσω σου αποτυπώματα χαράς.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, έγινες ένας εκλεπτυσμένος διανοούμενος και πολύ λενινιστής. Κάπως δύσκολο για μένα που σε αγαπούσα πιο ανάλαφρο. Μου εξήγησες ή τουλάχιστον αυτό είναι που μπόρεσα να καταλάβω, ότι, στα βιβλία σου (κι έγραψες πολλά), έθετες, σε όποιον αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ένα ριζικό ερώτημα: μπορείς να τα καταφέρεις μόνο αν έχεις ένα σχέδιο, μια ηθική και πολύ σαφήνεια. Ήταν, εν κατακλείδι, μια πρόκληση και ένα παράθυρο στο μέλλον. Πέρασες, εν συντομία, σε αυτούς που θα έρχονταν «μετά», εκείνα που για σένα ήταν τα «θεμελιώδη».

Το «Πάω τα ρέστα μου» είναι το βιβλίο σου που προτιμώ περισσότερο, αφηγείται τα χρόνια του εβδομήντα όπως ποτέ κανείς δεν στάθηκε ικανός να το κάνει με αυτόν τον τρόπο και αφορά μια γεωγραφία που δεν υπάρχει πια. Μιλάει για την Τζένοβα και τις γειτονιές της, τα ανήσυχα παιδιά μιας εγγυημένης εργατικής τάξης που είχε το δελτίο μέλους του ΙΚΚ στην κωλότσεπη. Παιδιά που είχαν την τρέλα να κοιτάνε πέρα από τον ορίζοντα, που ήθελαν ψωμί, επιδόρπιο και τριαντάφυλλα, πολλά τριαντάφυλλα, πάντοτε φρέσκα. Μια γενιά που «είχε διαβατήριο για την περιπέτεια».

Πιο νέοι από τη γενιά που καταλάμβανε τα πανεπιστήμια το ’68, εκείνη του Τζανφράνκο Φαΐνα, της Κλάρα, της Έντσα, του Τζουλιάνο ή εκείνη του Ντανιέλε Τζοφ και του Πάολο Μπρότζι (ο Εμίλιο γούσταρε τη Lotta continua), αλλά ίδιοι όσον αφορά την άρνηση του αυταρχισμού, εκ φύσεως αντιφασίστες, με τη θέληση για μια νέα γνώση, ανανεωμένη, οραματική, χωρίς οπορτουνιστικές σχέσεις, θεμελιωμένες στην εμπιστοσύνη και τη φιλία.

Βοηθώντας τον Εμίλιο –έναν Εμίλιο χλωμό, πρησμένο, που προσπαθούσε να πιστέψει ότι ήταν δυνατή μια θεραπεία, να υποφέρει χωρίς ούτε έναν θρήνο, κάνοντας αστεία λιγάκι με την πολιτική, λιγάκι με την Σαμπντόρια, λιγάκι με τα βιβλία του που θα έβγαιναν μετά τον θάνατό του–, κοιμώμενοι μαζί του, ετοιμάζοντάς του το φαγητό γιατί η γυναίκα του, η Εουτζένια, έπρεπε να έχει μια μέρα ανάπαυσης, δύο μυθικές φιγούρες της φυλακής. Ο Κλαούντιο και ο Μπρούνο, σκληροί με τους κακούς, τρυφεροί και πάντοτε παρόντες όπως οι μαμάδες. Με μια σεβαστική και ταπεινή οικειότητα για το σώμα που υποφέρει, κάτι που μου προκαλούσε έκπληξη και ταραχή. Και ήταν παρούσα και η Μπέτα, ικανή να τον κάνει να γελάει ακόμη και τις πιο ευαίσθητες στιγμές, εκείνες που το άρρωστο σώμα είναι υποχρεωμένο να εμφανίζει την αδυναμία του, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Ο Εμίλιο ήταν εκστασιασμένος, μου έστειλε φωτογραφίες του με τον Μπρούνο, που τον είχε επισκεφτεί μετά από ακριβώς πενήντα χρόνια φυλακής και παρανομίας, γράφοντάς μου: «Γειά σου θείτσα, οι φωτογραφίες που σου στέλνω δείχνουν πόσο απροσδόκητη είναι η ζωή, αλλά και πως υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας στα πράγματα, πάντοτε ανοξείδωτος. Πενήντα χρόνια είναι κάτι παραπάνω από μια ζωή, κι όμως ξαναβρεθήκαμε λες και ήταν χθες, με έναν τρόπο απολύτως φυσιολογικό, λες και αντί να είμαστε στο σπίτι μου, ήμασταν στο μεταγωγών στη Μαράσι»

Τα χρόνια του εβδομήντα έφτιαξαν επίσης αυτή την «μετωπική γενιά». Το να έχεις ζήσει εκείνη την εποχή είναι ένα προνόμιο, κάτι που η αηδία για το παρόν δεν μπορεί να μας αφαιρέσει. Ίσως να ήμασταν παραπλανημένοι, όμως άθλιοι δεν θα υπάρξουμε ποτέ.

 Υ.γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Ο Εμίλιο Κουαντρέλι πέθανε στις 13 Αυγούστου 2024. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να ειδωθούμε στην αγαπημένη του Μασσαλία, καθώς το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει με την Ντ. για τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς δεν έγινε ποτέ και αυτός είχε πλέον αρρωστήσει βαριά, κι έτσι δεν είδαμε όλοι μαζί ένα από τα ωραία δειλινά αυτής της μοναδικής μεσογειακής πόλης. Μια ακόμη απώλεια αυτού του «παράξενου» καλοκαιριού, μια ακόμη απώλεια ενός ανεπανάληπτου ανθρώπου. Που όμως η θύμησή του θα μας συντροφεύει για πάντα, απαραίτητο εφόδιο στη δική μας περιπέτεια, την οποία θα συνεχίσουμε να την αναζητούμε αδιάκοπα, μέχρι να φτάσει και το δικό μας τέλος…

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

DEEP TO THE DEEP ή βαθιά στο Βαθύ, ένα καλοκαιρινό διήγημα


Ο Ερωτόκριτος Καλογερίδης ήξερε καλά πως αυτό το καλοκαίρι θα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στη ζωή του, αφού για πρώτη φορά θα το περνούσε μόνος του με τον γιό του τον Αίαντα. Καλοκαίρια μόνος του είχε περάσει κάμποσα ο Ερωτόκριτος, στα εξήντα του και με δεδομένο ότι είχε αρχίσει να ταξιδεύει από τα 18 του, μπορούσε να μετρήσει τουλάχιστον έξη τέτοια, σίγουρα μια όχι και τόσο απογοητευτική επίδοση. Βέβαια, όταν έλεγε μόνος του εννοούσε χωρίς ερωμένη, αφού πάντοτε στις διακοπές είχε φίλους γύρω του και μάλιστα πιστούς και άκρως ενδιαφέροντες. Ότι αυτό το καλοκαίρι θα ζούσε κάτι πρωτόγνωρο είχε την έννοια πως όχι μόνο δεν είχε μαζί του ερωμένη, αλλά δεν είχε ούτε και σύζυγο, όμως είχε έναν γιό που είχε ακριβώς αποκτήσει με την τέως σύζυγό του (και παρότι το παιδί ήταν τώρα πια δέκα χρονών, υπήρχαν στιγμές που ακόμη δεν πίστευε ότι είχε γίνει πατέρας). Αν και για πολύ κόσμο αυτό είναι πλέον κάτι το συνηθισμένο, για τον Ερωτόκριτο ήταν εντελώς περίεργο και του προκαλούσε, ήδη από το ξεκίνημα του ταξιδιού, μια κάποια αμηχανία. Ένα ταξίδι που όμως, τουλάχιστον τυπικά, κι αυτό δεν το έκανε μόνος του, καθώς πέρα από τον Αίαντα, θα ταξίδευε στο Βαθύ Γυθείου μαζί με τον κολλητό φίλο του Αίαντα, τον Άρη και τη μητέρα του Φωτεινή, που ήταν παντρεμένη τον Αριστοτέλη και τα περνούσε μια χαρά, απλώς αυτός ήταν υποχρεωμένος να δουλέψει για τη λεγόμενη «σεζόν», οπότε για να μη χάσει τα μπάνια το παιδί τους, αποφάσισαν να πάνε με αυτή τη σύνθεση στο συγκεκριμένο μέρος, καθώς γνωρίζονταν από χρόνια και είχαν περάσει πολλά μαζί.

Όταν ο Ερωτόκριτος έφτασε στο νοικιαζόμενο δωμάτιο που είχε κλείσει τηλεφωνικώς, χωρίς δηλαδή να ακολουθήσει τη γνωστή μέθοδο του booking, αμέσως ένιωσε ότι αυτή του η επιλογή τον γύριζε πολλά χρόνια πίσω, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν πρωτοέκανε μόνος του, δηλαδή χωρίς τους γονείς του, διακοπές στην Κεφαλονιά, μένοντας στην πανσιόν «Δελφίνι». Το κτιριακό συγκρότημα που βρισκόταν το δωμάτιο του ήταν φτιαγμένο σίγουρα εκείνη την εποχή και το πέρασμα του χρόνου δεν το είχε αγγίξει, προφανώς οι ιδιοκτήτες του είχαν αρκεστεί στην αρχική ιδέα και κατασκευή και όλα τα επόμενα χρόνια δεν είχαν προχωρήσει σε κάποιου είδους ανακαίνιση. Το μόνο καινούργιο που υπήρχε μέσα ήταν η τηλεόραση, ενώ ακόμη και το ψυγείο ήταν ίδιο με εκείνο της ΙΖΟΛΑ που είχε στο πατρικό του. «Ωραία ξεκινάμε», σκέφτηκε ο Ερωτόκριτος, πάλι από την αρχή, σε έναν χώρο που του θύμιζε έντονα εκείνο το άλλο ξεκίνημά του, το πέρασμα στη δεκαετία των είκοσι, σίγουρα την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της ζωής του κάθε ανθρώπου. Όταν μάλιστα άνοιξε και την ξύλινη μπαλκονόπορτα και είδε μπροστά του έναν ωραίο κήπο και λίγο παρακάτω τη θάλασσα, η ανάμνηση εκείνου του δωματίου στην Κεφαλονιά έγινε ακόμη εντονότερη.

Όμως ο Ερωτόκριτος δεν ήταν και στην καλύτερη ψυχική διάθεση αυτή την εποχή. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχε χωρίσει από την κατά τον νόμο σύζυγό του, ακόμη λιγότερος είχε περάσει από έναν μετασυζυγικό τρελό αλλά τελειωμένο έρωτα, αμέσως μόλις βγήκε στο μπαλκόνι τις σκέφτηκε αμφότερες, τι ωραία θα ήταν να περνούσε μαζί τους και μάλιστα σε ένα τέτοιο δωμάτιο μια βδομάδα διακοπών, δηλαδή τι ωραία θα ήταν αν βρισκόταν εκεί με την πρώην σύζυγό του όταν τα είχαν πρωτοφτιάξει και τι ωραία θα ήταν αν βρισκόταν με την προσφάτως χαμένη ερωμένη του, που πραγματικά τον είχε βγάλει από τη συζυγική ρουτίνα. «Τι να κάνουμε», σκέφτηκε, «κοινοτοπία, αλλά η ζωή, ενίοτε, δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε».  Στο δωμάτιο θα έμενε μόνος του, αφού η Φωτεινή με τα παιδιά θα έμενε στο παραδίπλα κάμπινγκ, που προσφερόταν πολύ για διακοπές κοντά στη φύση, καθώς πέρα από τη θάλασσα υπήρχε κι ένα παρακείμενο ποτάμι, στο οποίο τα πιτσιρίκια θα έπαιζαν ασύστολα. Ο Ερωτόκριτος δεν τα πολυγούσταρε τα κάμπινγκ, τα έβλεπε μόνο ως λύση έκτακτης ανάγκης, αυτού του άρεσαν οι άνετες διακοπές, δωμάτιο, μπάνιο, διάβασμα, σεξ, ξενύχτι, επιστροφή, ξεκούραση. Είχε φάει πολλά λεφτά για την ικανοποίηση αυτής του της επιθυμίας, αλλά δεν το είχε μετανιώσει ποτέ. Για εκείνον αυτές ήταν οι τέλειες διακοπές.

Αλλά το δωμάτιο του είχε κάνει εντύπωση και για έναν άλλο λόγο. Ο Ερωτόκριτος ήταν πιστός θαυμαστής του Γιάννη Μαρή, κι αυτό το δωμάτιο ήταν λες και ήταν βγαλμένο από τα μυθιστορήματα του αγαπημένου του συγγραφέα. Μια καμπάνα σε λουτρόπολη, με περίεργους γείτονες και παράξενες ιστορίες. Βέβαια οι πρώτοι γείτονες που είδε και καλημέρισε ο Ερωτόκριτος δεν ήταν και τόσο περίεργοι, μια Ουκρανή σαρανταπεντάρα και άκρως καλοστεκούμενη, κι ένας Έλληνας εργολάβος πολυκατοικιών, λαϊκός και συμπαθέστατος τύπος. Αμέσως ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε δύο πράγματα: Πώς θα ήταν αν η Ουκρανή είχε και μια φίλη που θα ήθελε να σκοτώσει τη μοναξιά της με έναν συμπαθητικό Έλληνα κύριο και, δεύτερον, πως δεν θα ήταν παράξενο αν σε έναν τέτοιο σκηνικό δεν συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό αλά Γιάννη Μαρή, όπως ένας απροσδόκητος φόνος!

Από τις σκέψεις του τον έβγαλε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η Φωτεινή είχε φτάσει στο κάμπινγκ με τα παιδιά και έστηνε τη σκηνή. Του έδωσε ραντεβού σε μισή ώρα σε μια παρακείμενη ταβέρνα για φαγητό, καθώς είχε αρχίσει να βραδιάζει και τα παιδιά, όπως κι αυτή, πεινούσαν. Ο Ερωτόκριτος συμφώνησε, αν και τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά την ερωτική του απογοήτευση, μάλλον είχε κόψει το φαγητό. Πάντοτε το πάθαινε αυτό και του έβγαινε σε καλό, καθώς είχε πάντοτε τα παραπανίσια κιλάκια του, οπότε μια δίαιτα τον προετοίμαζε και σωματικά για την επόμενη ερωτική περιπέτεια. Από την άλλη ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνει μια πρώτη ανίχνευση του μέρους, για το οποίο είχε ακούσει πολλά καλά λόγια από την πρώην γυναίκα του, αλλά ήθελε να έχει και τη δική του γνώμη. Οπότε θα πήγαινε παραλιακά μέχρι το κάμπινγκ, θα έπαιρνε τους άλλους και όλοι μαζί θα πήγαιναν φαγητό στη μοναδική ταβέρνα του μέρους. Ήταν μια καλή ευκαιρία, δηλαδή, να κάνει μια πρώτη ανίχνευση του μέρους, τόσο ως προς τη χωροταξία και τους δημόσιους χώρους του όσο και ως προς τη σύνθεση του κόσμου.

Πέρα λοιπόν από το κάμπινγκ και το απαραίτητο μπαρ του, υπήρχε ένα άλλο μπαρ, πιο mainstream θα έλεγε κάποιος, που είχε τοποθετήσει και μια τεράστια τηλεόραση για τη θέαση των Ολυμπιακών Αγώνων από τους ενδιαφερόμενους θαμώνες, όπως και η κλασική ταβέρνα που βρίσκει κανείς σε τέτοια μέρη. Η πρώτη εντύπωση από τη σύντομη περιήγησή του ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή που είχε σχηματίσει ο Ερωτόκριτος όταν πρωτοαντίκρυσε το δωμάτιο του. Το μέρος ήταν σαν να είχε μείνει κολλημένο στη δεκαετία του ’80, ήταν λες και ο χρόνος δεν είχε περάσει από πάνω του και μάλιστα αυτό ίσχυε και για τις πρώτες φάτσες που συνάντησε. Ήταν κυρίως μεγάλοι άνθρωποι, όχι απαραίτητα στην ηλικία του Ερωτόκριτου, που φαινόταν ότι ερχόντουσαν σε αυτό το μέρος για χρόνια. Νεαρόκοσμος υπήρχε, αλλά όχι πολύς. Για έναν περίεργο λόγο το μέρος του θύμιζε την Αιγιάλη της δεκαετίας του ’80, μόνο που τα τότε «φρικιά», όπως και ο ίδιος άλλωστε, είχαν πλέον μεγαλώσει. Είχε το ενδιαφέρον του, αλλά του Ερωτόκριτου του έφερε και μια κάποια μελαγχολία, από την οποία τον έβγαλαν αμέσως τα γέλια των παιδιών, που είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν και να περνάνε καλά.

Κάθισαν και μέχρι να έρθει το φαγητό τα παιδιά απομακρύνθηκαν για να παίξουν στην παραλία. Η Φωτεινή ήξερες μέσες άκρες τα τελευταία τεκταινόμενα στη ζωή του Ερωτόκριτου, όμως δεν ήταν αδιάκριτη και περίμενε εκείνον να ξεκινήσει την κουβέντα, ο οποίος, βέβαια, δεν άργησε να πάρει μπρος, καθώς ένιωθε ακόμη έντονη την ανάγκη να εξιστορεί τις περιπέτειες του, ήταν ένας είδος λύτρωσης γι’ αυτόν. Έτσι της μίλησε για το τέλος της συζυγικής του σχέσης, της είπε για τον τρελό αλλά σύντομο έρωτα με μια κοπέλα που είχε γνωριστεί τυχαία, της ανέφερε το άγχος και την περιέργεια που είχε για την καινούργια του ζωή από τον Σεπτέμβρη και μετά, και άλλα πολλά. Η Φωτεινή τον άκουγε με προσοχή και όποτε τον διέκοπτε το έκανε με μαεστρία, οδηγώντας τον σε περαιτέρω εξομολογήσεις, που έκαναν τον Ερωτόκριτο να αισθάνεται διαρκώς και καλύτερα. Το φαγητό ήρθε, ήρθαν και τα παιδιά, και άρχισαν όλοι, πλην του Ερωτόκριτου να τρώνε με όρεξη. Κάτι τσίμπαγε κι αυτός, αλλά το μυαλό του ήταν μακριά, είχε κολλήσει σε εκείνο το πολύ μακρινό πλέον καλοκαίρι του 1980, στην Κεφαλονιά, στην πανσιόν «Δελφίνι». Αλλά και στον Γιάννη Μαρή.

Ο Ερωτόκριτος είχε από την πλευρά του πατέρα του έναν θείο που ήταν μπάτσος. Περίεργος μπάτσος θα έλεγε κανείς, αφού το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν η τήρηση της τάξεως. Μπον βιβέρ για την εποχή του, τού άρεσαν τα αυτοκίνητα, οι γυναίκες, τα ταξίδια, δεν είχε παιδιά και αυτό τον διευκόλυνε να επιδίδεται με υπερβολή στα άλλα. Τα τελευταία χρόνια της «καριέρας» του στην αστυνομία, που συνέπεσαν με τα τέλη της δεκαετίας του ’70, για να συμπληρώνει τον μισθό του, δούλευε security στην «Απογευματινή», στα γραφεία της στην οδό Φειδίου. Οπότε ερχόταν στο πατρικό του Ερωτόκριτου για να δει τον πατέρα και αδελφό του, αλλά και τα ανίψια του, πάντοτε κουβαλούσε μαζί του βιβλία που τα έδινε στον Ερωτόκριτο, αφού ήξερε το πάθος του για το διάβασμα. Βιβλία που τα έδινε ο Γιάννης Μαρής, στον οποίο τα έδιναν οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής για βιβλιοκριτική και βιβλιοπαρουσίαση ακριβώς στην «Απογευματινή». Το ωραίο στην ιστορία ήταν και άρεσε συχνά στον Ερωτόκριτο να το λέει, πως δεν ήταν οι γονείς του που τον μύησαν στην κριτική σκέψη και πράξη, αλλά ο θείος του ο μπάτσος!, αφού μπορεί να φανταστεί κανείς τι βιβλία έστελναν στον Γιάννη Μαρή εκείνη την εποχή της μεταπολίτευσης. Μαζί με αυτά ο Ερωτόκριτος διάβασε και πάρα πολλά του ίδιου του Μαρή, με τα ταξιδιωτικο-αστυνομικά να τον συναρπάζουν λίαν ιδιαιτέρως. Από τότε έβαζε τον εαυτό του στη θέση του ήρωα και σκεφτόταν πως θα ήταν αν συνέβαινε και σε εκείνον κάτι ανάλογο. Κάτι που, βεβαίως, δεν περίμενε ότι θα του συμβεί τώρα στα εξήντα του και με τη ζωή του αναστατωμένη μεν προς το παρόν, αλλά όχι και τόσο ανήσυχη όπως ας πούμε στα είκοσί του.

Τέλειωσαν το φαγητό τους και η Φωτεινή με τα παιδιά κίνησαν για τη σκηνή, καθώς ήταν πολύ κουρασμένοι. Εκείνος επέστρεψε στο δωμάτιο να περάσει την πρώτη του νύχτα, μόλις άνοιξε την πόρτα ένιωσε πως είχε υπερένταση και για να του περάσει αποφάσισε να πιει μια τελευταία μπύρα, να καπνίσει ένα τοσκάνο και, επιτέλους, να διαβάσει. Επιτέλους, γιατί τον τελευταίο καιρό, με την ένταση που τον διαπερνούσε, είχε κόψει, ποιος αυτός;, το διάβασμα, δεν μπορούσε με τίποτα να συγκεντρωθεί στις τυπωμένες σελίδες, το μυαλό του έτρεχε συνεχώς αλλού και κυρίως στην Αντωνία, τη σύντομη αλλά τόσο όμορφη ερωτική του περιπέτεια. Βγήκε στο μπαλκόνι και πριν προλάβει να ανοίξει το φως, τον καλησπέρισε από δίπλα του η όμορφη Ουκρανή με τα σπαστά της ελληνικά. Ο Ερωτόκριτος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, είπε μέσα του «τυχερός ο εργολάβος» και ξεκίνησε να καπνίζει, να πίνει μπύρα και να διαβάζει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που είχε αγοράσει στο πρόσφατο ταξίδι φυγής στο Μιλάνο, «Η κρίση της αφήγησης» λεγόταν, του Γερμανο-κορεάτη φιλόσοφου Μπιουνγκ Τσιουλ Χαν. «Σκέψου να αρχίσουν το σεξ» είπε μέσα του, αλλά από το διπλανό δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα, απόλυτη ησυχία. Όταν τέλειωσε πούρο, μπύρα και τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, τα μάτια του έκλειναν. Η πρώτη του μέρα στο Βαθύ είχε τελειώσει, κουρασμένος καθώς ήταν, κοιμήθηκε βαθιά.

Τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα συνέβαιναν τη δεύτερη μέρα. Η μέρα ξεκίνησε τυπικά, υποτυπώδες πρωινό, πορτοκαλάδα, καφές, η απαραίτητη γυμναστική με τα λάστιχα, άραγμα στο μπαλκόνι και συνέχιση της ανάγνωσης. Ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε ότι αφού είχε αρχίσει και πάλι να διαβάζει, τα πράγματα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε έναν καλό δρόμο. «Άμα πετύχω και καμιά ωραία κυρία, μοναχική ψυχή όπως εγώ, μπορεί και να πάνε πρίμα». Είδε την Ουκρανή και τον εργολάβο να κατεβαίνουν στη θάλασσα και καλημερίστηκαν ευγενικά. Ο Ερωτόκριτος, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, είχε σκεφτεί ότι το δωμάτιο και το όλο σκηνικό προσφερόταν για ένα έγκλημα αλά Μαρή και το ζεύγος του φάνηκε το πλέον κατάλληλο για μια τέτοια ιστορία, αλλά αμέσως έδιωξε αυτές του τις σκέψεις, «μην γκαντεμιάσω τους ανθρώπους, μια χαρά φαίνονται να περνάνε». Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν η Φωτεινή που έπαιρνε πρωινό με τα παιδιά στο μπαρ του κάμπινγκ. Ο Ερωτόκριτος της είπε ότι σε λίγα λεπτά θα ήταν εκεί. Έβαλε το μαγιό του μπας και έκανε κάνα μπάνιο, πήρε τα απαραίτητα συμπράγκαλα, πετσέτα, βιβλίο, γυαλιά ηλίου, καπέλο, πορτοφόλι, έριξε μια τελευταία ματιά στα μηνύματα ελπίζοντας πως θα του είχε στείλει κάποιο μήνυμα η Αντωνία, αλλά που τέτοια τύχη, κλείδωσε και έφυγε.

Το μπαρ του κάμπινγκ είχε κάμποσο καιρό, στο παρακείμενο ποτάμι έπαιζαν ένα σωρό παιδιά, ανάμεσά τους ο Αίαντας και ο Άρης. Ο Ερωτόκριτος χαιρέτισε από μακριά τον Αίαντα, που του έριξε ένα γλυκό χαμόγελο και συνέχισε να παίζει με τον φίλο του. «Σε λίγο ούτε που θα μου μιλάει ο μάγκας», σκέφτηκε, αλλά δεν τον πείραζε κάτι τέτοιο, τα παιδιά θέλουν παιδιά, όσο πιο γρήγορα απογαλακτιστούν τόσο το καλύτερο για όλους, αν και είχε μια πολύ καλή σχέση με τον Αίαντα, πάντα πίστευε και υποστήριζε πως τα παιδιά δεν πρέπει να έχουν φίλους τους γονείς τους, πρέπει να κάνουν φίλους, αυτό είναι το ωραίο, απολαυστικό και ελπιδοφόρο στη ζωή. Κάθισε με τη Φωτεινή για να πιει έναν δεύτερο καφέ και τότε την είδε. Η κοπέλα στο μπαρ ήταν ίδια η Αντωνία, η ίδια κατατομή προσώπου, τα χρώματα, η σωματοδομή, το γενικότερο στυλ. «Πάει, βλέπω φαντάσματα», σκέφτηκε, έστρεψε αλλού το βλέμμα του αλλά ξαναγύρισε στην κοπέλα, η Φωτεινή κατάλαβε την αναστάτωσή του και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Της είπε την αλήθεια και μάλιστα της τόνισε ότι αν ήθελε να πάρει μια ιδέα για τη γυναίκα που του είχε πάρει τα μυαλά, μπορούσε να την έχει από εκείνη που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά τους.

Επειδή κατάλαβε ότι η κοπέλα κάποια στιγμή τον κοίταξε απορημένη, πιθανότατα διερωτώμενη γιατί αυτός ο τύπος την κοιτούσε τόσο έντονα, όταν πήγε να πάρει τον καφέ του της ζήτησε συγγνώμη αν την είχε ενοχλήσει, «μου θυμίζεις έντονα ένα αγαπημένο μου πρόσωπο» της είπε, της ζήτησε και πάλι συγγνώμη, και ξαναγύρισε στο τραπέζι του. «Κουφά πράγματα», σκέφτηκε από μέσα και ξεκίνησε μια κοινότοπη κουβέντα για το μέρος, το κάμπινγκ, τα παιδιά κλπ. Ώσπου, σε κάποια στιγμή, ένιωσε τα αγαπημένα του μαύρα γυαλιά Σέρτζο Τακίνι να χαλαρώνουν από τη μια πλευρά, είχε λασκάρει μια βίδα και έπρεπε να τη σφίξει για να μη διαλυθούν. Γνωστό το πρόβλημα, γνωστή και η λύση, έπρεπε να βρει ένα αιχμηρό όργανο, ένα κατσαβίδι για να σφίξει τη βίδα, και αφού κατσαβίδι δεν είχε, έπρεπε να πάρει ένα μαχαίρι με αιχμηρή μύτη για να κάνει τη δουλειά. «Καλή ευκαιρία για να ξαναμιλήσω στην τύπισσα», σκέφτηκε και όντως πήγε και της ζήτησε ένα αιχμηρό μαχαίρι. Εκείνη τον κοίταξε περίεργα και τον ρώτησε τι το θέλει. Ο Ερωτόκριτος έκανε συχνά αστεία, οπότε της είπε ότι το ήθελε για να σκοτώσει τη γυναίκα που καθόταν μαζί του, εκείνη τον κοίταξε απορημένη, του είπε ότι μαχαίρι δεν του δίνει, με τις γυναικοκτονίες που συνέβαιναν τελευταία σίγουρα θα της πέρασε από το μυαλό ότι ο τύπος είναι τρελός μπορεί και να το εννοεί, ο Ερωτόκριτος κατάλαβε ότι το αστείο δεν ήταν πετυχημένο, της εξήγησε αμέσως τι ήθελε το μαχαίρι και εκείνη, γελώντας πια και αυτή με τη σειρά της, πήγε και του το έφερε. Ο Ερωτόκριτος έσφιξε τη βίδα και επέστρεψε στο τραπέζι του.

Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ωραία, μπάνιο στη θάλασσα, το ποτάμι που να το πλησιάσει, ήταν παγωμένο, συζήτηση με κάποιους άλλους φίλους από τα παλιά που παραθέριζαν και εκείνοι εκεί, κουβεντούλα με τη Φωτεινή, παιχνίδι με τον Αίαντα για να μην ξεχνάει και τις πατρικές του υποχρεώσεις, επιστροφή στο δωμάτιο όλοι μαζί για να κάνουν το απαραίτητο μπάνιο, φαγητό στην ταβέρνα και μια τελευταία μπύρα και πάλι στο μπαρ του κάμπινγκ. Η ώρα είχε περάσει, καληνύχτισε τη Φωτεινή, τα παιδιά και κάποιους από τους φίλους που κι αυτοί ετοιμάζονταν για τη νυχτερινή κατάκλιση και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς μόλις είχε τελειώσει η πανσέληνος, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, τα λίγα φώτα του διευκόλυναν την επιστροφή. Άρχισε να ανεβαίνει τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στο δωμάτιο του και τότε είδε πως η πόρτα του διπλανού δωματίου ήταν ανοιχτή, όμως από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα, δεν φαινόταν να υπάρχει κανείς.

«Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα» λένε οι Αγγλοσάξωνες και ο Ερωτόκριτος αγνοώντας τη σοφή ρήση, κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Και έμεινε ξερός. Πάνω στο κρεβάτι, ξαπλωμένη ανάσκελα, η Ουκρανή ήταν γεμάτη στα αίματα, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στήθος. Ο Ερωτόκριτος δεν μπορούσε να το πιστέψει, ανοιγόκλεισε τα μάτια λες και ήθελε να ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο, όμως το θέαμα δεν άλλαξε, η Ουκρανή μισόγυμνη, μέσα στα αίματα και με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στήθος. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να πάει μέσα να δει τι έχει συμβεί και αυτό έκανε, άνοιξε την πόρτα και πήγε προς το κρεβάτι. Η Ουκρανή ήταν νεκρή, το κατάλαβε αμέσως, ασυναίσθητα άγγιξε το μαχαίρι, τραβήχτηκε απότομα και ξαναβγήκε έξω. Τι να κάνει; Το αυτονόητο. Πήρε αμέσως τηλέφωνο την οικοδέσποινα και όταν ξαφνιασμένη εκείνη τον ρώτησε τι συμβαίνει, εκείνος, μπερδεύοντας τα λόγια του της είπε τι είχε συμβεί. Καθώς μιλούσε δυνατά, ξύπνησε ένα ζευγάρι που έμενε στο παραδίπλα δωμάτιο και όλοι μαζί περίμεναν την οικοδέσποινα που δεν άργησε να φτάσει. Βεβαίως, μετά από κάμποση ώρα έφτασαν και οι μπάτσοι.

Ο Ερωτόκριτος κάθισε στο πίσω μπαλκόνι του δωματίου του, αμήχανος και έκπληκτος. «Ρε συ», σκέφτηκε, «το είπα και έγινε, ο Γιάννης Μαρής στο Βαθύ Γυθείου». Σε λίγο έφτασε και ένα νοσοκομειακό, πήραν το πτώμα και στο δωμάτιο έμεινε ένας μπάτσος να το φιλάει μέχρι να έρθει συνεργείο σήμανσης από τη Σπάρτη. Στο μεταξύ όλοι οι ένοικοι είχαν βγει από τα δωμάτια τους, είχε πια ξημερώσει όταν επήλθε μια κάποια ησυχία. Ο Ερωτόκριτος είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα του και τον ξύπνησε η φασαρία από τον ερχομό της σήμανσης, παντού μπάτσοι, κι ένας εισαγγελέας, που καθώς ήταν ο Ερωτόκριτος ήταν ο πρώτος που είχε βρει το πτώμα, έπρεπε να τον ακολουθήσει στο Γύθειο για να δώσει κατάθεση. Ο Ερωτόκριτος πήρε τη Φωτεινή να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, εκείνη έμεινε άλαλη, στην αρχή νόμιζε ότι της έκανε πλάκα, αλλά μετά κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Του είπε να μην ανησυχεί, θα έμενε με τα παιδιά στα οποία, βεβαίως, δεν θα έλεγε τίποτα και θα τον περίμενε να επιστρέψει. Ο Ερωτόκριτος μπήκε στο περιπολικό μαζί με τον εισαγγελέα και σε λίγο βρέθηκε στο τμήμα του Γυθείου.

Έδωσε μια τυπική ανάκριση, και ο ίδιος προσπαθούσε να καταλάβει πού ήταν η αλήθεια και πού το ψέμα, όμως το γεγονός παρέμενε: είχε βρει ένα πτώμα στο διπλανό του δωμάτιο. Ένας μπάτσος τον έβαλε να υπογράψει την κατάθεσή του και μετά, με ένα μπατσικό με συμβατικές πινακίδες επέστρεψε στο Βαθύ. Πήγε κατευθείαν στο μπαρ του κάμπινγκ όπου τον περίμεναν η Φωτεινή και κάμποσος κόσμος, ξαφνικά ο Ερωτόκριτος είχε γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Παρατήρησε ότι η κοπέλα στο μπαρ τον κοιτούσε κάπως παράξενα όταν της ζήτησε έναν καφέ, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, το θεώρησε φυσιολογικό, δεν συναντάς εύκολα έναν αυτόπτη μάρτυρα ενός εγκλήματος σε ένα ήσυχο τουριστικό θέρετρο. Οι φίλοι του τού έκαναν και τη σχετική πλάκα, μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ερωτόκριτος είχε βρεθεί σε αστυνομικό τμήμα λόγω της ένταξής του στον αναρχικό «χώρο», κάτι πολύ διαφορετικό από το είναι μάρτυρας σε έναν φόνο. Ο Ερωτόκριτος από τη μια ήταν συγκλονισμένος με ότι είχε συμβεί, από την άλλη σκεφτόταν ότι το παράξενο καλοκαίρι που ζούσε έπαιρνε και μιαν άλλη τροπή, αντί για γνωριμία με μια ωραία κυρία που θα του έφτιαχνε τη διάθεση, είχε γνωρίσει τον θάνατο. Η μέρα κύλησε χωρίς άλλα απρόοπτα, οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες, όταν επέστρεψε στο δωμάτιο το βράδυ, ένας βλοσυρός βλαχόμπατσος τον καλησπέρισε ψυχρά, ήταν σκοπιά έξω από το διπλανό δωμάτιο που ήταν αναστατωμένο από τη δουλειά της σήμανσης, παντού η γνωστή άσπρη σκόνη για τα αποτυπώματα. Έπεσε ξερός για ύπνο, ουσιαστικά δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, καλά καλά δεν πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του και να πλύνει τα δόντια του.

Τον ξύπνησε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι. Άνοιξε και είδε μπροστά του δύο κλασικές μπατσόφατσες, ο ένας φορούσε στολή, ο άλλος με πολιτικά. Τον ρώτησαν πώς λέγεται και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο Γύθειο. Ρώτησε γιατί και εκείνοι του απάντησαν ότι έπρεπε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση. Ζήτησε χρόνο να ετοιμαστεί, έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Φωτεινή για να την ενημερώσει ότι θα έλειπε για λίγο. Του έκανε εντύπωση ότι οι μπάτσοι δεν τον άφησαν να ντυθεί και να τηλεφωνήσει μόνος του, ενώ από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα είδε να στέκεται κι ένας ακόμη μπάτσος με στολή κάτω από το μπαλκόνι του. Του Ερωτόκριτου δεν του άρεσε το σκηνικό, έμπειρος από ιστορίες με μπάτσους, αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όπως του είχε διδάξει ο έτερος αδελφός του πατέρα του, παλιός ελασίτης με μεγάλες περιπέτειες στη διάρκεια του εμφυλίου, δεν είπε τίποτα, όσα λιγότερα λες με τους μπάτσους τόσο καλύτερα, τους ακολούθησε ήσυχα στο περιπολικό. Σε λίγη ώρα έφταναν και πάλι στο τμήμα του Γυθείου, όπου τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο και τον άφησαν για λίγη ώρα μόνο του.

Πρώτος μπήκε ο μπάτσος με τη στολή. «Γιατί ρε μαλάκα τη σκότωσες την κοπέλα, δεν σου κάθισε να τη γαμήσεις κι εσύ τη σκότωσες;». Ο Ερωτόκριτος έμεινε άναυδος, όμως κράτησε την ψυχραιμία του, μέτρησε από μέσα του μέχρι το δέκα και είπε: «Δεν καταλαβαίνω τι λες», αμέσως στον ενικό για να του δείξει ότι δεν τον φοβάται, επίσης παλιό κόλπο του θείου του, «την κοπέλα τη βρήκα νεκρή, σας το είπα, ούτε καν τη γνώριζα, απλώς είχαμε ανταλλάξει μια καλημέρα και μια καλησπέρα». Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του και μπήκε ο άλλος μπάτσος με τα πολιτικά. «Κύριε Καλογερίδη», του είπε, «θέλετε καφέ, τσιγάρο, να τα πούμε λιγάκι με την ησυχία μας». Ο Ερωτόκριτος ακολούθησε την τρίτη συμβουλή του θείου του, «ποτέ μην πίνεις καφέ και μην καπνίζεις σε μια ανάκριση, είναι κλασικό κόλπο των μπάτσων, ο καφές και ο καπνός διευκολύνουν τη συζήτηση, άσε που αν σου έρθει κατούρημα οι μπάτσοι δεν σε αφήνουν να πας στην τουαλέτα, σου σπάνε τα νεύρα κι έτσι γίνεσαι ευάλωτος στις ορέξεις τους». Είπε ήρεμα ότι δεν καταλαβαίνει γιατί τον κατηγορούν και ο «ευγενικός» μπάτσος του το ξεφούρνισε: «Θα κατηγορηθείτε για φόνο κύριε Καλογρίδη, τα αποτυπώματά σας βρέθηκαν τόσο στο δωμάτιο όσο, κυρίως, στο μαχαίρι του φόνου. Εξάλλου υπάρχει μαρτυρία ότι ζητήσατε μαχαίρι στο μπαρ και είπατε ότι το θέλατε για να σκοτώσετε κάποιαν». Ο Ερωτόκριτος πάλι τα έχασε, αλλά και πάλι δεν άφησε να φανεί. Σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά το αστείο του μπορεί να αποδεικνυόταν τραγικό, απ’ ότι φαινόταν τον περίμενε μεγάλη ταλαιπωρία. Ζήτησε να επικοινωνήσει με Φωτεινή, καθώς στο μέρος δεν ήταν μόνος του, συνόδευε το παιδί του και ο ένστολος μπάτσος του απάντησε επιθετικά «αυτό μαλάκα να το σκεφτόσουν πριν φας την τύπισσα», όμως αμέσως ο άλλος επενέβη και του είπε «κάντε το κύριε Καλογερίδη, όπως καταλαβαίνετε θα μείνετε σήμερα εδώ». Αμέσως τον ρώτησε αν θέλει να επικοινωνήσει και με έναν δικηγόρο, όμως ο Ερωτόκριτος δεν τσίμπησε, δεν ήθελε να δείξει ότι φοβάται, ζήτησε απλώς να μιλήσει με τη Φωτεινή και να της εξηγήσει το πρόβλημα, είπε «πως δεν ένιωθε προς το παρόν την ανάγκη να επικοινωνήσει με δικηγόρο, το ζήτημα θα λυθεί ταχέως, πρόκειται για παρεξήγηση».

Τον άφησαν και πάλι μόνο του και τότε ο Ερωτόκριτος μπόρεσε να βάλει σε κάποια τάξη τις σκέψεις του. Είχε κάνει ένα αστείο και τώρα βρισκόταν αντιμέτωπος με την κατηγορία του φόνου. Από την άλλη η Ουκρανή δεν ήταν μόνη της, υπήρχε και ο εργολάβος που είχε εξαφανιστεί, ή, τουλάχιστον, αυτός δεν τον είχε δει πουθενά. Γιατί οι υποψίες να βάραιναν αυτόν και όχι εκείνον; Αμέσως το μυαλό του πήγε στο γεγονός ότι όντας σεσημασμένος αναρχικός, άλλο που δεν ήθελαν οι μπάτσοι να τον βάλουν σε περιπέτειες. «Τα καθίκια», σκέφτηκε, «αφού δεν μπορούσαν τόσα χρόνια να με δέσουν με πολιτικές κατηγορίες, να τώρα που πάνε να με τυλίξουν με έναν φόνο». Εκείνη τη στιγμή η πόρτα ξανάνοιξε και ο μπάτσος με τα πολιτικά μπήκε μέσα. «Διάβασα τον φάκελο σας κύριε Καλογερίδη, είστε ενδιαφέρουσα περίπτωση. Από μικρός στους αναρχικούς, καταλήψεις, φασαρίες, βιβλία, ομιλίες, ενδιαφέρουσα περίπτωση, έχω δουλέψει στην αντιτρομοκρατική για χρόνια, ξέρω για σας, ειλικρινά το μόνο που δεν περίμενα από έναν τύπο όπως εσείς να σκοτώνατε για την καύλα σας». Ο Ερωτόκριτος τον κοίταξε στα μάτια, μολονότι ο μπάτσος φορούσε μαύρα γυαλιά μπορούσε να διακρίνει το βλέμμα του, κατάλαβε ότι δεν ήταν τόσο σίγουρος για την κατηγορία που του απέδιδε. «Κύριε αστυνόμε», του είπε, «φασίστα ή μπάτσο μπορεί να σκότωνα και δεν θα είχα τύψεις συνειδήσεως γι’ αυτό, θα πλήρωνα το τίμημα της επιλογής μου, αλλά να σκοτώσω μια γυναίκα, άγνωστη, που μάλιστα είναι και με τον εραστή της είναι τελείως εκτός της πραγματικότητάς μου, το καταλαβαίνετε κι εσείς. Παρεμπιπτόντως, πού είναι ο εραστής, Τον πιάσατε ή όχι ακόμη;». Ο μπάτσος γέλασε και έβγαλε τα γυαλιά του. «Από την Αθήνα μου είπαν ότι είστε ένας πολύ ευφυής άνθρωπος και το διαπίστωσα κι εγώ. Είστε ελεύθερος κύριες Καλογερίδη, αν και πολύ θα ήθελα να σας κρατούσα και να σας χαλούσα τις διακοπές. Πολλά μας έχετε κάνει εσείς και το σινάφι σας, μια κάποια ταλαιπωρία μπορεί και να σας έβαζε μυαλό. Ο εραστής είναι ο δολοφόνος, συνελήφθη περιπλανώμενος στον αυτοκινητόδρομο Βαθύ-Γύθειο, ομολόγησε ότι την σκότωσε με ένα μαχαίρι που είχε πάρει από το μπαρ του κάμπινγκ, επειδή τη ζήλευε και πίστευε ότι τα είχε φτιάξει με τον συνεταίρο του. Κοινότυπη περίπτωση, αλλά κι εσείς να κόψετε τα πολλά αστεία γιατί μπορεί να σας βγουν κάποτε ξινά».

Ο Ερωτόκριτος σηκώθηκε να φύγει και ζήτησε να τον πάνε πίσω με ένα περιπολικό. Ο μπάτσος γέλασε και πάλι και του είπε «κύριε Καλογερίδη, έχετε επανειλημμένως φωνάξει το γνωστό σύνθημα που όλους σας ενώνει και ζητάτε εξυπηρέτηση από την αστυνομία, υπάρχουν και ταξί στο Γύθειο». Ο Ερωτόκριτος δεν είπε τίποτα, ούτε καν χαιρέτισε, βγήκε στην αποβάθρα και κάθισε για λίγο να ρεμβάζει τη θάλασσα. Πήρε τη Φωτεινή και της είπε ότι όλα είχαν τελειώσει, όλα καλά, θα επέστρεφε σε λίγο, επρόκειτο για μια μεγάλη παρεξήγηση. Πήγε σε ένα παρακείμενο μπαρ, παρήγγειλε καφέ και άναψε ένα τοσκάνο, που ευτυχώς είχε μαζί του. Αμέσως σκέφτηκε την Αντωνία. Ούτε την πρώην γυναίκα του, ούτε τον Αίαντα, ούτε τον Γιάννη Μαρή. Αν δεν είχε γνωρίσει την Αντωνία, δεν θα εντυπωσιαζόταν από τη γυναίκα στο μπαρ, δεν θα έψαχνε τρόπο να της πιάσει κουβέντα πέρα από τις συνηθισμένες ατάκες, δεν, δεν, δεν… Τον πλησίασε ένας μαύρος που πουλούσε διάφορα μπιχλιμπίδια, αποφάσισε να πάρει έναν φακό γιατί δεν είχε μαζί του κάποιον. «Με αυτόν θα ρίξω φως στο επόμενο μυστήριο που θα μου συμβεί στο Βαθύ, δεν μπορεί, κάτι άλλο θα γίνει». Όμως, τίποτα άλλο δεν συνέβη τελικά. Οι μέρες πέρασαν, συνηθισμένες διακοπές ενός χωρισμένου πατέρα με τον γιό και τις φίλες/του, κάποιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις, βόλτες στο διπλανό κάμπινγκ και φαγητό σε ένα ωραίο χωριό της περιοχής, μπάνιο, μοναχικό ποτάκι στο μπαρ, τέλειωσε και το βιβλίο του, κλασικά πράγματα. Πριν φύγει ζήτησε από την κοπέλα στο μπαρ τη διεύθυνσή της για να της στείλει το επόμενο βιβλίο του που θα έβγαινε στον Σεπτέμβρη και καθώς σε αυτό περιεχόταν η ιστορία του με την Αντωνία, της είπε πως διαβάζοντάς το θα καταλάβαινε καλύτερα πως είχαν ξεκινήσει όλα αυτά. Η κοπέλα δέχθηκε αμήχανη, ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε πως θα είπε μέσα της «ένας ακόμη τρελός χωρισμένος στο κάμπινγκ», όμως από την άλλη μπορεί και να είπε «ρε ιστορίες που έχουν οι άνθρωποι και πού μπορεί να τους οδηγήσουν».

Στον δρόμο της επιστροφής, όταν σταμάτησαν για καφέ και τα παιδιά είχαν πάει να παίξουν κάπως μακριά η Φωτεινή του είπε: «Πρέπει να την αγάπησες πολύ την Αντωνία». Και ο Ερωτόκριτος της απάντησε: «Πιο πολύ αγάπησα την περιπέτεια και μάλιστα την αστυνομική. Ίσως γι’ αυτό να έγινα αναρχικός. Αφού τους μπάτσους τους μίσησα από μικρός και η κλασική παραβατικότητα δεν με ενέπνεε, τι μου έμενε να γίνω εκτός από αναρχικός; Βέβαια το να κατηγορηθώ για γυναικοκτόνος είναι μεγάλη ξεφτίλα, αλλά αφού η ιστορία αυτή τελείωσε ανέξοδα, το μόνο που μένει είναι να τη γράψω, μπας και αισθανθώ κι εγώ για λίγο Γιάννης Μαρής». Η Φωτεινή χαμογέλασε, σκέφτηκε πόσο ρομαντικός ήταν κατά βάθος ο φίλος της και απάντησε στο τηλέφωνο στη μαμά του Αίαντα που τη ρωτούσε σε πόση ώρα θα έφταναν στην Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε ότι η πρώην γυναίκα του δεν είχε πάρει εκείνον στον τηλέφωνο να τον ρωτήσει σχετικά, κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει, τον περίμενε ένας μοναχικός Σεπτέμβρης, τουλάχιστον από ερωτική παρέα, αφού από τις άλλες είχε μπόλικη, έσβησε στο τασάκι το τοσκάνο του, άλλαξε γυαλιά επειδή είχε αρχίσει να βραδιάζει και ασυναίσθητα ήλεγξε τις βίδες τους. Όλες στη θέση τους. «Πάμε για άλλα» είπε και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο αγκαλιάζοντας τον Αίαντα που είχε τρέξει χαρούμενα προς το μέρος του.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς

13/8/2024, στο γραφείο της Πανεπιστημίου 64

 

Υ.γ. Αφιερωμένο στη μνήμη του Χ.Π.. Σοφία, αναρχικού ποιητή και ζωγράφου, μια ακόμη απώλεια σε αυτό το ζοφερό καλοκαίρι, η κλάση μας όλο και αραιώνει. Ο Μπάμπης ήταν πιστός επισκέπτης στο βιβλιοπωλείο της Ερεσσού, εξερευνούσε προσεκτικά τις νέες εκδόσεις και πάντοτε έφευγε με κάποιο βιβλίο ή έντυπο. Συνέχισα να τον βλέπω σποραδικά, κυρίως τον συναντούσα στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο της Θεμιστοκλέους, έδρα των εκδόσεων Κουκίδα, όπου είχε εκδώσει κάμποσα πονήματά του, αλλά και σε διάφορες διαδηλώσεις. Ο Μπάμπης εκτός από ποιητής, ήταν και καλός ζωγράφος, όπως και ένας ευφυής αναρχικός, που διέθετε την απαραίτητη κριτική ματιά, οδηγό πάντοτε για σοβαρές συζητήσεις. Φαινόταν μοναχικός, αλλά ήταν επικοινωνιακός και ευγενικός, όπως πολλές και πολλοί από τη γενιά μας. Η φιγούρα του, η περσόνα του, θα μας λείψει.        


Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

ΠΕΡΙ ΑΠΩΛΕΙΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Στις 22 και 23 Ιούλη τρέχοντος έτους, έχασα (χάσαμε) δύο από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου, προστιθέμενες/οι σε μια άλλη σειρά τέτοιων που με (μας) αποχαιρέτισαν τα τελευταία χρόνια και ιδίως αυτή τη χρονιά του 2024. Τη στιγμή που γράφω αυτά, στις 27 Ιούλη, στον αγαπημένο μου Αγρίλη έχοντας απέναντί μου την ομορφιά της ζωής με το όνομα Ερρίκος, σκέφτομαι ότι έχω κουραστεί να γράφω νεκρολογίες προς ανάρτηση σε αυτό το blog. Όμως είναι ο ύστατος και πλέον ανακουφιστικός τρόπος να λες αντίο σε εκείνες και σε εκείνους που κυριολεκτικά σε συντρόφεψαν σε αυτή την περιπέτεια που λέγεται ζωή, σε αυτό το παραμύθι, που αν και για την καθεμιά και τον καθένα είναι διαφορετικό, έχει πάντοτε το ίδιο τέλος, έναν θάνατο, μια μάζωξη φίλων και μια καταγραφή αναμνήσεων, άλλοτε γενικότερων και άλλοτε πιο προσωπικών. Κάμποσες μέρες πριν, συνάντησα τυχαία στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Πατησίων (που ουδέποτε στη ζωή μου θα αποκαλέσω Ελευθερίου Βενιζέλου και 28ης Οκτωβρίου) τις αδελφές Τζούδα, την Έφη και τη Νίκη. Τα είπαμε για λίγοι, τους εκμυστηρεύθηκα «στο πόδι», που λέμε, τη θλίψη μου από μια πρόσφατη συναισθηματική μου αναστάτωση, όπως πάντοτε αυτές μου ευχήθηκαν καλή τύχη, με την υπενθύμιση ότι όλα περνάνε, εμάς ποτέ δεν θα μας πάρει τίποτα οριστικά από κάτω. Και να που τώρα θα πρέπει εγώ να τους δώσω κουράγιο για την απώλεια ενός ανθρώπου, του Γιώργου Σιούνα, με τον οποίο έκαναν πολλά και δημιουργικά πράγματα, να τους δώσω θάρρος, όπως σε μένα και σε πολλές άλλες και άλλους, για μια απώλεια που είναι διαφορετική από όλες τις άλλες, καθότι οριστική και αμετάκλητη, για τον θάνατο δηλαδή ενός συνοδοιπόρου σε εγχειρήματα που σημάδεψαν τη γενιά και την εποχή μας. Την ίδια περίοδο συναντιόμουν ανελλιπώς με τον συμμαθητή, φίλο, σύντροφο και εν κατακλείδι κατ’ επιλογήν αδελφό Χρήστο Βούλη, ο οποίος επίσης με τη μεγάλη του καρδιά και απέραντη κατανόηση, μου συμπαραστάθηκε σε αυτή τη μεγάλη θλίψη που προκαλεί η απώλεια ενός προσώπου που πολύ αγάπησα, εδώ, ευτυχώς, πρόκειται για μια απώλεια «απλώς» συναισθηματικού τύπου. Ποιος θα περίμενε, ότι από τις 22 Ιούλη και μετά, θα έπρεπε να του συμπαρασταθώ εγώ για μια δική του (μας) απώλεια, αυτή της αγαπημένης του (μας) Ανθής Κακογιαννάκη, συνιδρύτριας και ακάματης συνοδοιπόρου στην περιπέτεια που έφερε τον διακριτό τίτλο «Στο νησί της αλφαβήτου», αλλά και στην περιπέτεια της ελευθεριακής εκπαίδευσης εν Ελλάδι εν γένει, όπως και σε αυτή που είναι η ίδια η ζωή του Χρήστου.

Μου είναι δύσκολο να περιγράψω με λίγα λόγια την Ανθή και τον Γιώργο. Δύο ανθρώπους, που από το δικό τους μετερίζι τόσο η μία όσο και ο άλλος, συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε η ζωή, η δική μου αλλά και τόσων πολλών άλλων, να έχει ενδιαφέρον, γνώση, απόλαυση, προσδοκία, ελπίδα. Την Ανθή τη γνώρισα μέσω του Χρήστου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο εκδοτικό και πολιτικό εγχείρημα «Η Αρένα και οι μονομάχοι της», η σχέση μαζί της συνεχίστηκε μέσα από την έκδοση του περιοδικού «Στο νησί της αλφαβήτου» και διατηρήθηκε ακέραια και ζωντανή μέχρι σήμερα, με εμβληματικές τις συναντήσεις στο σπίτι του Χρήστου την ημέρα των εκλογών. Μια ρουτίνα, αυτή η τελευταία, που ανανέωνε την πίστη μας ότι παρά τα χαστούκια της ετερόνομης κοινωνία στην οποία ζούμε, εμείς συνεχίζουμε να είμαστε αδιόρθωτα αντίπαλοί της, προσδοκώντας πάντοτε ότι, αφού τελικά έχουμε αποδεδειγμένα δίκιο, άσχετα αν η υποταγμένη πλειοψηφία περί άλλων τυρβάζει, κάποια στιγμή, δεν μπορεί, τα όνειρα και οι πρακτικές μας θα βρουν τη δικαίωση που τους αξίζουν (και για την Ανθή τέτοια δικαίωση ήταν, π.χ., το Μικρό Δέντρο στη Θεσσαλονίκη). Τον Γιώργο τον γνώρισα πάνω-κάτω την ίδια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, καθώς η κοινή μας αγάπη για τα ανταγωνιστικά κινήματα της δεύτερης πατρίδας μας, της Ιταλίας, μας έκανε αδελφοποιτούς με την υπογραφή του αίματος που συνιστούσαν, κυρίως, οι κινηματικές εκδόσεις γύρω από τον θαυμαστό κόσμο της εργατικής αυτονομίας. Ο Γιώργος ήταν ένας από τους πρώτους που μοιραζόμουν τις σκέψεις για τα βιβλία που έβγαιναν στη γείτονα χώρα σχετικά με τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, αλλά και την ευρύτερη κριτική σκέψη και πρακτική γύρω από τον λεγόμενο χώρο της μετα-αυτονομίας, ήταν πάντοτε, μετά από ένα ταξίδι μου εκεί, ένας από τους πρώτους που θα συζητούσα για τα βιβλία που είχα φέρει, χωρίς να παραλείπουμε να συζητάμε για τα βιβλία που είχε ανακαλύψει εκείνος. Και αυτό τόσο στα γραφεία της «Βαβέλ» στη Γενναδίου όσο και στα άλλα της Ζωοδόχου Πηγής και Σόλωνος. Αν και είχαμε χαθεί τα τελευταία κάμποσα χρόνια, πάντοτε σκεφτόμουν ότι κάποια καινούργια έκδοση που ανακάλυπτα θα ενδιέφερε σίγουρα τον Γιώργο και πάντοτε ήλπιζα ότι κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα συζητούσαμε γι’ αυτή. Τώρα πια ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, όπως ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα συζητήσω με την Ανθή για τη μιζέρια των εκπαιδευτικών κύκλων και τους τρόπους να βγούμε από αυτή, καθώς πλέον έχω και προσωπικό ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης στη ζωή μου του Ερρίκου.

Περί απώλειας ο λόγος λοιπόν. Αυτής της καταληκτικής, ανεπίστρεπτης, τελεσίδικης απώλειας που είναι ο θάνατος. Πάντοτε σκεφτόμουν ότι η απώλεια, λόγω χωρισμού, ενός έρωτα, μιας φιλίας, μιας καλής επαγγελματικής σχέσης έχει παρόλα αυτά κάτι το ελπιδοφόρο. Με την έννοια ότι η άλλη, ο άλλος, συνεχίζει να υπάρχει, να κινείται, να πορεύεται και ίσως, κάποια στιγμή, είτε θα τον δεις κάπου μακριά και θα του κάνεις ένα κρυφό νεύμα, είτε θα τον συναντήσεις και θα ανταλλάξετε έστω και κοινοτοπίες. Θα πληγωθείς, θα στενοχωρηθείς που πια δεν ήσασταν όπως κάποτε, αλλά τουλάχιστον υπάρχει, μπορεί πια να είσαστε πολύ μακριά, αλλά και μόνο η φευγαλέα παρουσία του σου θυμίζει ότι κάποτε κάνατε μαζί κάποια θαυμαστά πράγματα. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση του θανάτου; Εδώ δεν υπάρχει χώρος ούτε για έναν υπαινιγμό σε εκείνο το παρελθόν, ούτε για μια συγγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ, ούτε για μια ανασκευή κάποιων πραγμάτων που δεν έγιναν όπως θα θέλαμε, ούτε για την υπενθύμιση στιγμών που σημάδεψαν τη ζωή μας έστω και αν δεν είχαν την κατάληξη που σίγουρα προσδοκούσαμε. Ο θάνατος είναι αυτό που κουβαλούμε σταθερά από μικρές και μικροί, είμαστε τα μοναδικά έμβια όντα που ξέρουμε όπως ότι κι αν γίνει, ότι κι αν κάνουμε, στο τέλος μας περιμένει για να μας τυλίξει το ξύλινο παλτό όπως μου είπε κι ένα μεσημέρι αυτού του ίδιου Ιούλη η φίλτατη Θέκλα Τσελεπή, πάλι κατά τη διάρκεια δικών μου σκέψεων περί της θλίψη του έρωτα. Αυτό είναι που δεν μπορούμε να αντέξουμε οι άνθρωποι, αυτό είναι που μας κάνει είτε δημιουργικούς, αγαπητικούς και μαχητικούς για μιαν άλλη προσωπική και κοινωνική ζωή, είτε μνησίκακους, ωμούς και απεχθείς. Εμείς, η μικρή μας άθραυστη φυλή που έλεγε και ο Τζούλιαν Μπεκ, είμαστε πάντοτε με τους πρώτους, αυτή είναι δική μας απάντηση στο ατέρμονο σισύφειο μαρτύριο της ύπαρξης. Με σταθερές αξίες την ισοελευθερία, την αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη, προσπαθούμε να ξορκίσουμε το άχθος του θανάτου με την ομορφιά του έρωτα, της αμφισβήτησης, της κριτικής σκέψης και πράξης, ενίοτε χάνουμε τον δρόμο, αλλά ο μπούσουλας της ελευθερίας πάντοτε μας δείχνει τον δρόμο για το βορειοδυτικό πέρασμα. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο θάνατος που τόσο απωθήσαμε, έρχεται να μας υπενθυμίσει τη «ματαιότητα» της ύπαρξής μας. Όμως, μια ζωή όπως αυτή της Ανθής και του Γιώργου, δεν άξιζε πράγματι τον κόπο; Σαφώς και τον άξιζε, άλλωστε τέτοιοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν αλλιώς, κι αν είναι κάτι που σε όλη αυτή την ιστορία θα πρέπει να μας μείνει είναι ότι σημασία δεν έχει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά ότι έζησαν τη ζωή του με έναν τρόπο που τους έκανε πολύτιμους και αξέχαστους. Όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για λόγους ουσίας. Εγώ, και τόσες άλλοι και άλλες αυτές τις στιγμές, δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς την ύπαρξη ανθρώπων όπως η Ανθή και ο Γιώργος. Και αυτό, σαφώς, τους κάνει αξέχαστους και πολύτιμους ακόμη και τώρα που η απώλειά τους είναι οριστική και αμετάκλητη. Λυπάμαι πολύ που λόγοι «ανωτέρας βίας» δεν μου επέτρεψαν να παραβρεθώ στο τελευταίο αντίο. Αλλά ίσως είναι προτιμότερο να τους θυμάμαι, και θα τους θυμάμαι, μακριά από εκείνο το σάβανο και εκείνες τις λέξεις, το χώμα, τα λουλούδια που συνοδεύουν τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Αρνούμαι να τους αποχαιρετίσω, ξέρω ότι δεν υπάρχει στο «επανιδείν, όμως εγώ, ο πεισματικά υλιστής, τους λέω απλώς γειά, ξέρω ότι δεν θα τους ξανασυναντήσω, αλλά το γεγονός ότι τους συνάντησα, ότι συναντηθήκαμε, είναι για μένα μια τεράστια ανακούφιση, έκαναν τη ζωή μου πιο όμορφη και γι’ αυτό όσο ζω θα τους ευγνωμονώ.

Παναγιώτης Καλαμαράς

 

Υ.γ. Θεώρησα πως μια φωτογραφία από το αντιφασιστικό Παρίσι είναι το καλύτερο κατευόδιο στα φιλαράκια μου (μας).