Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Γειά σου Εμίλιο, αγαπημένο μου ανίψι - Rosella Simone



Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς γίναμε συγγενείς, ήταν κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και ανάμεσα στην προσπάθεια να ξεκαθαρίσουμε το γεγονός ότι οι δεσμοί, αυτοί που μετράνε, είναι εκείνοι τους οποίους έχουμε επιλέξει εμείς, που δεν έχουν κάνουν ούτε με τη στενοκεφαλιά όποιου πιστεύει στην κληρονομικότητα, ούτε με εκείνο το διφορούμενο πράγμα που είναι η συγγένεια εξ αίματος.. Αυτό το οποίο μας ενώνει είναι η πορεία που θελήσαμε να ακολουθήσουμε, όντας συνταξιδιώτες σε μια μακρά περιπέτεια που κρατάει ολόκληρη τη ζωή μας, προσπαθώντας να αλλάξουμε, από τα κάτω, την πορεία της ιστορίας και να δούμε, επιτέλους, να νικάει ο Σπάρτακος αντί οι αετοί της Ρώμης, με τους θριάμβους και τις σφαγές της.

Στα είκοσι σου πήγες στην Τζένοβα τολμηρός και ψύχραιμος, με μαύρες μπούκλες και μια φάτσα αλαζονική για να την καψουρεύεσαι, στενό τζην, άσπρο, ξεκούμπωτο  πουκάμισο, κι ένα γαλάζιο φουλάρι δεμένο στον λαιμό, πρακτικά ένα όπλο μαζικής γοητείας. Γνωριστήκαμε, αλλά «συγγενείς» γίναμε στη Μαράσι το 1976, πριν την πλημμύρα. Εγώ ήμουν στο ίδιο κελί με τη συγκατηγορούμενή σου Έντσα Σικάρντι, εσύ στο μεταγωγών και ο Τζουλιάνο Ναρία, τότε σύντροφος μου, στην απομόνωση. Τον κρατούσαν για τρεις μήνες και εσύ, με κάμποσα «καλόπαιδα», προσπαθήσατε να τον απελευθερώσετε. Τότε ήταν που πρέπει να γίναμε συγγενείς. Και τέτοιοι μείναμε, για πάντα.

Έπειτα ήρθε η δεκαετία του ογδόντα. Μια καταστροφή για εκείνους που είχαν ονειρευτεί μαζί, δεν ξέρω αν επρόκειτο για την επανάσταση ή για κάτι ακόμη πιο ριζικό, όπως η άρνηση κάθε είδους κομφορμισμού, της παραίτησης, της ταπείνωσης που συνιστά η εθελοδουλία· για εκείνους που είχαν το κουράγιο να πειραματιστούν με μια ιδέα της ελευθερίας, να πιστέψουν σε μια ηθική των σχέσεων και να παλέψουν για τα οράματά τους.

Η δεκαετία του εβδομήντα πέρασε αφήνοντας πίσω της προδοσίες και ηρωίνη. Δεν υπήρξε ποτέ  κάποιος που παραιτήθηκε και έκανες το ίδιο στο το σώμα «το σπίτι και την πανοπλία σου». Το μπόντι μπίλντινγκ ήταν μια σαφής επιλογή αλλά και ένας άλλος τόπος για μη συμβατικές συναντήσεις, απροσδόκητους χώρους αντίστασης.

Εκείνη την εποχή καβαλούσες μια Γιαμάχα XT, κουβαλώντας στην πλάτη έναν σάκο γυμναστικής. Κάθε τόσο περνούσες από την Γκαρλέντα, έχοντας στη σέλα σου μια ωραία κοπέλα, έναν φίλο και μετά την έκανες, αφήνοντας πίσω σου αποτυπώματα χαράς.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, έγινες ένας εκλεπτυσμένος διανοούμενος και πολύ λενινιστής. Κάπως δύσκολο για μένα που σε αγαπούσα πιο ανάλαφρο. Μου εξήγησες ή τουλάχιστον αυτό είναι που μπόρεσα να καταλάβω, ότι, στα βιβλία σου (κι έγραψες πολλά), έθετες, σε όποιον αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ένα ριζικό ερώτημα: μπορείς να τα καταφέρεις μόνο αν έχεις ένα σχέδιο, μια ηθική και πολύ σαφήνεια. Ήταν, εν κατακλείδι, μια πρόκληση και ένα παράθυρο στο μέλλον. Πέρασες, εν συντομία, σε αυτούς που θα έρχονταν «μετά», εκείνα που για σένα ήταν τα «θεμελιώδη».

Το «Πάω τα ρέστα μου» είναι το βιβλίο σου που προτιμώ περισσότερο, αφηγείται τα χρόνια του εβδομήντα όπως ποτέ κανείς δεν στάθηκε ικανός να το κάνει με αυτόν τον τρόπο και αφορά μια γεωγραφία που δεν υπάρχει πια. Μιλάει για την Τζένοβα και τις γειτονιές της, τα ανήσυχα παιδιά μιας εγγυημένης εργατικής τάξης που είχε το δελτίο μέλους του ΙΚΚ στην κωλότσεπη. Παιδιά που είχαν την τρέλα να κοιτάνε πέρα από τον ορίζοντα, που ήθελαν ψωμί, επιδόρπιο και τριαντάφυλλα, πολλά τριαντάφυλλα, πάντοτε φρέσκα. Μια γενιά που «είχε διαβατήριο για την περιπέτεια».

Πιο νέοι από τη γενιά που καταλάμβανε τα πανεπιστήμια το ’68, εκείνη του Τζανφράνκο Φαΐνα, της Κλάρα, της Έντσα, του Τζουλιάνο ή εκείνη του Ντανιέλε Τζοφ και του Πάολο Μπρότζι (ο Εμίλιο γούσταρε τη Lotta continua), αλλά ίδιοι όσον αφορά την άρνηση του αυταρχισμού, εκ φύσεως αντιφασίστες, με τη θέληση για μια νέα γνώση, ανανεωμένη, οραματική, χωρίς οπορτουνιστικές σχέσεις, θεμελιωμένες στην εμπιστοσύνη και τη φιλία.

Βοηθώντας τον Εμίλιο –έναν Εμίλιο χλωμό, πρησμένο, που προσπαθούσε να πιστέψει ότι ήταν δυνατή μια θεραπεία, να υποφέρει χωρίς ούτε έναν θρήνο, κάνοντας αστεία λιγάκι με την πολιτική, λιγάκι με την Σαμπντόρια, λιγάκι με τα βιβλία του που θα έβγαιναν μετά τον θάνατό του–, κοιμώμενοι μαζί του, ετοιμάζοντάς του το φαγητό γιατί η γυναίκα του, η Εουτζένια, έπρεπε να έχει μια μέρα ανάπαυσης, δύο μυθικές φιγούρες της φυλακής. Ο Κλαούντιο και ο Μπρούνο, σκληροί με τους κακούς, τρυφεροί και πάντοτε παρόντες όπως οι μαμάδες. Με μια σεβαστική και ταπεινή οικειότητα για το σώμα που υποφέρει, κάτι που μου προκαλούσε έκπληξη και ταραχή. Και ήταν παρούσα και η Μπέτα, ικανή να τον κάνει να γελάει ακόμη και τις πιο ευαίσθητες στιγμές, εκείνες που το άρρωστο σώμα είναι υποχρεωμένο να εμφανίζει την αδυναμία του, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Ο Εμίλιο ήταν εκστασιασμένος, μου έστειλε φωτογραφίες του με τον Μπρούνο, που τον είχε επισκεφτεί μετά από ακριβώς πενήντα χρόνια φυλακής και παρανομίας, γράφοντάς μου: «Γειά σου θείτσα, οι φωτογραφίες που σου στέλνω δείχνουν πόσο απροσδόκητη είναι η ζωή, αλλά και πως υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας στα πράγματα, πάντοτε ανοξείδωτος. Πενήντα χρόνια είναι κάτι παραπάνω από μια ζωή, κι όμως ξαναβρεθήκαμε λες και ήταν χθες, με έναν τρόπο απολύτως φυσιολογικό, λες και αντί να είμαστε στο σπίτι μου, ήμασταν στο μεταγωγών στη Μαράσι»

Τα χρόνια του εβδομήντα έφτιαξαν επίσης αυτή την «μετωπική γενιά». Το να έχεις ζήσει εκείνη την εποχή είναι ένα προνόμιο, κάτι που η αηδία για το παρόν δεν μπορεί να μας αφαιρέσει. Ίσως να ήμασταν παραπλανημένοι, όμως άθλιοι δεν θα υπάρξουμε ποτέ.

 Υ.γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Ο Εμίλιο Κουαντρέλι πέθανε στις 13 Αυγούστου 2024. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να ειδωθούμε στην αγαπημένη του Μασσαλία, καθώς το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει με την Ντ. για τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς δεν έγινε ποτέ και αυτός είχε πλέον αρρωστήσει βαριά, κι έτσι δεν είδαμε όλοι μαζί ένα από τα ωραία δειλινά αυτής της μοναδικής μεσογειακής πόλης. Μια ακόμη απώλεια αυτού του «παράξενου» καλοκαιριού, μια ακόμη απώλεια ενός ανεπανάληπτου ανθρώπου. Που όμως η θύμησή του θα μας συντροφεύει για πάντα, απαραίτητο εφόδιο στη δική μας περιπέτεια, την οποία θα συνεχίσουμε να την αναζητούμε αδιάκοπα, μέχρι να φτάσει και το δικό μας τέλος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου