Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Η παντοδύναμη αστυνομία - Joseph Roth


Μετά από δύο μέρες ο θυρωρός του ρωμαϊκού ξενοδοχείου μου έγινε αντιπαθής. Η επαγγελματική του εγκαρδιότητα ανακατευόταν με εκείνη την κακοκρυμμένη περιέργεια, που προδίδει τον μέτριο πληροφοριοδότη. Εκείνον που δεν είναι γεννημένος για να υπηρετεί την αστυνομία. Δούλευε εδώ και είκοσι χρόνια –μου το είπε ο ίδιος– στον ξενοδοχειακό κλάδο και ήταν ήδη θυρωρός ξενοδοχείου σε μια εποχή που στην Ιταλία κάθε ξένος ήταν απλώς φιλοξενούμενος και όχι αντικείμενο υποψιών εκ μέρους των αρχών. Ο ξένος καταλαβαίνει την αλλαγή του καθεστώτος πρώτα απ’ όλα από τον θυρωρό. Μετά το καλωσόρισμα, του ζητάει αμέσως το διαβατήριο. Ομολογώ ότι τρέφω μια βαθιά δυσπιστία απέναντι στα κράτη που στα ξενοδοχεία πρέπει να δίνεις το διαβατήριο σου (υπάρχουν ταξιδιώτες που κάτι τέτοιο τους είναι εντελώς αδιάφορο). Όλη η παραδοσιακή φιλοξενία μιας χώρας που εδώ και πολλά χρόνια ζει από τον τουρισμό, χωρίς τον οποίο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, δεν θα μπορέσει να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη, μου φαίνεται ύποπτη όταν το προσωπικό του ξενοδοχείου αρχίζει να επιτελεί τις λειτουργίες των αρχών και μου παίρνει, έστω και για μια μέρα, το διαβατήριο, δηλαδή την ελευθερία κίνησής μου.

Όμως ο θυρωρός του ξενοδοχείου έκανε και κάτι παραπάνω. Όταν του ζήτησα γραμματό-σημα, βιάστηκε να διαβάσει το όνομα του αποδέκτη της επιστολής μου και, ανησυχώντας  δήθεν μη μου χαλάσει  την άνεση, με εμπόδισε να κάνω εκείνο το μοναδικό βήμα προς την τρύπα του ταχυδρομικού κουτιού. Επέμενε να στείλει ο ίδιος την επιστολή. Κατά συνέπεια  η ανταπόκρισή μου καθυστέρησε να φτάσει μια δυο μέρες απ’ ότι θα χρειαζόταν κανονικά.

Έχει παράξενους φίλους ο θυρωρός του ξενοδοχείου.  Στο πόστο του συναντά κάνα δυο φορές τη μέρα δύο με τρία άτομα που σίγουρα δεν ανήκουν στους φιλοξενούμενους του ξενοδοχείου. Άνθρωποι περίεργοι, που αμέσως πέφτουν σε μια εύγλωττη σιωπή όταν του δίνω το κλειδί. Καθώς απομακρύνομαι, νιώθω το βλέμμα τους στον αυχένα μου. Κάποια στιγμή  συνάντησα στο μπαρ έναν άνδρα που μισή ώρα πριν τον είχα δει να μιλάει με τον θυρωρό. Γνωριζόμαστε! Αλαλά! Το ξέρω, υπάρχουν ξένοι που μπροστά στα ερείπια ξεχνούν την ύπαρξη πληροφοριοδοτών. Αλλά η ευαισθησία μου, έμπειρη και μαθημένη από την παραμονή μου σε αστυνομικά κράτη –δηλαδή σε κράτη που έχουν μια τρομερή αστυνο-μία– δεν αφήνει να αποσπαστεί η προσοχή μου από εκείνη την κυκλοφορία σπιούνων λόγω της  οποιαδήποτε έλξης μπορεί να ασκούν τα αρχαία σε έναν τουρίστα.

Όταν πήγα να βρω τον κύριο τον οποίο μου είχε γνωρίσει ο φίλος μου από το Μιλάνο, ο θυρωρός του μας παρατήρησε προσεκτικά. Εκείνος ο άνδρας, ένας έμπορος, πιστός καθολικός, για μια συγκεκριμένη περίοδο ήταν ύποπτος για την αστυνομία. Όταν φύγαμε μαζί από το σπίτι, χαιρέτισε γελώντας και με υπερβολική ευγένεια τον θυρωρό, στον οποίο ενίοτε δίνει κάποιες συμβουλές. «Επικίνδυνος άνθρωπος», μου είπε ο φίλος μου, «μπορεί να με κακολογήσει ανά πάσα στιγμή». «Για τι πράγμα;». «Ποιος ξέρει;».

Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει για ποιο λόγο μπορεί να γίνει κανείς ύποπτος στα μάτια ενός θυρωρού, έμπιστου της αστυνομίας. Ο πολίτης ζει συνεχώς με τον φόβο ότι θα καταστεί ύποπτος. Χρειάζεται σε αυτό το σημείο να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ολική αδυναμία του πολίτη στη σημερινή Ιταλία.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Μουσολίνι (26 Μάη 1927) στη φασιστική Ιταλία υπάρχουν 60.000 καραμπινιέροι και 15.000 αστυνομικοί. 5.000 αστυνομικοί στη Ρώμη, 10.000 στρατιωτικοί στο ταχυδρομείο, στον τηλέγραφο και στον σιδηρόδρομο. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι τελωνοφύλακες και οι 30.000 εθελοντές της φασιστικής πολιτο-φυλακής, επιφορτισμένοι με την εθνική ασφάλεια.

Θα αρκούσε η ύπαρξη αυτών των ένοπλων δυνάμεων για να περιοριστεί η ατομική ελευθερία των ιταλών πολιτών. Όμως υπάρχουν και οι φασιστικοί νόμοι, που την έχουν καταργήσει ολοκληρωτικά.

Ο Ιταλός δεν μπορεί να ταξιδέψει στην ίδια του τη χώρα αν δεν του έχουν δώσει οι αστυνομικές αρχές  του τόπου κατοικίας του το προβλεπόμενο έγγραφο. Δεν υπάρχει ξενοδοχείο που να μπορεί να τον φιλοξενήσει. Δεν μπορεί καν να πάει σε ένα νοσοκομείο. Η μετανάστευση είναι πρακτικά αδύνατη. Οι αρχές δεν δίνουν διαβατήρια για το εξωτερικό. 22 χιλιάδες λίρες πρόστιμο και ελάχιστη ποινή τρία χρόνια φυλάκιση για όποιον προσπαθήσει να περάσει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο.

Επιπλέον στην Ιταλία υπάρχει η έννοια  του «κακόφημου» πολίτη. Ένας πολίτης τέτοιου τύπου δεν έχει πια καμία ατομική ελευθερία.  Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι τον έχουν υπό αυστηρή επιτήρηση. Του έχουν καθορίσει τις ώρες που μπορεί να βγαίνει από το σπίτι του. Μια επιτροπή της αστυνομίας μπορεί να του επιβάλλει τον τόπο διαμονής του –στην Ιταλία ή στις αποικίες. Μόνο η αστυνομία αποφασίζει για το πώς θα περάσει τη μέρα του, για την εργασία του, για τον ύπνο του, για τις βόλτες του, για την ανάπαυσή του. Η εξήγηση του Μουσολίνι για αυτά τα μέτρα είναι: «Απομακρύνουμε αυτά τα άτομα από τη φυ-σιολογική ζωή ακριβώς όπως οι γιατροί απομονώνουν τους αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες».

Και μένοντας στη μεταφορά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο δικτάτορας, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι είναι αρκετή η απομόνωση των άρρωστων από αντιφασισμό, ενώ οι υγιείς μπορούν να κάνουν ότι θέλουν! Αλαλά! Δεν μπορούν! Κάθε δημόσια εκδήλωση –είτε είναι για επιστημονικούς, αθλητικούς ή αναμφίβολα για ωφέλιμους  λόγους– πρέπει να δηλώνεται στην αστυνομία τουλάχιστον έναν μήνα πριν. Αυτή εγκρίνει τον τόπο και την ώρα διεξαγωγής της, ενώ μπορεί μέχρι να απαγορεύσει την εκδήλωση. Μια επιτροπή  τη βοηθά για να λάβει την απόφασή της. Και ποιος συμμετέχει σε αυτή την επιτροπή; Ο γραμματέας της φασιστικής επιτροπής της ενδιαφερόμενης περιοχής και, μαζί με τον «άρχοντα» της πόλης, ο διοικητής της φρουράς. Καθηγητές, επαγγελματίες, δάσκαλοι διαφόρων εκπαιδευτικών βαθμίδων δεν μπορούν να φτιάξουν ενώσεις –ούτε καν για επιστημονικούς σκοπούς (στην τσαρική Ρωσία και στη σημερινή Ρωσία δεν υπήρξε και δεν υπάρχει ένας τέτοιου είδους νόμος). Ούτε καν ένας εορτασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άδεια της αστυνομίας. Η αστυνομία έχει το δικαίωμα να καθορίζει την ώρα και τον τόπο μιας δημόσιας εκδήλωσης. Και είναι εύκολο να φανταστούμε ότι η αστυνομία, εκεί όπου για συγκεκριμένους λόγους δεν θέλει ή δεν μπορεί να την απαγορέψει, βάζει μια ώρα και έναν τόπο τέτοιους ώστε η εκδήλωση είτε να είναι αδύνατη είτε αναποτελεσματική. Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, γιατί ο φίλος μου φοβάται τον θυρωρό του. Ο θυρωρός, μέσω της αστυνομικής δράσης του, έχει γίνει ένα είδος διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Ο νόμος αναγνωρίζει πολίτες «τους οποίους η κοινή γνώμη θεωρεί κακόφημους» και καθώς οι εκτελεστές αυτού του νόμου δεν μπορούν να μπουν στα σπίτια και να ακούσουν και να επιβεβαιώσουν τις αιτίες αυτής της κακοφημίας, εμπιστεύονται τους καταδότες. Από την εποχή του Μέτερνιχ οι θυρωροί είναι τα μάτια και τα αυτιά της αστυνομίας.

Ο ιταλός πολίτης φοβάται τον εφημεριδοπώλη στη γωνία, τον καπνοπώλη και τον κομμωτή, τον θυρωρό και τον ζητιάνο, τον διπλανό του στο τραμ και τον οδηγό του οχήματος. Και ο εφημεριδοπώλης στη γωνία, ο καπνοπώλης και ο κομμωτής, ο θυρωρός και ο ζητιάνος, ο διπλανός στο τραμ και ο οδηγός του οχήματος, φοβούνται ο ένας τον άλλο. Όταν επρόκειτο να έρθει ο Νόμπιλε [ο Ουμπέρτο Νόμπιλε ήταν επιφανής ιταλός αεροπόρος και εξε-ρευνητής σ.τ.μ.] ζήτησα από τον μιλανέζο φίλο μου, χωρίς να περιμένω μια σοβαρή απάντηση αλλά μόνο για να σπάσω τη σκοτεινή του εμπιστευτικότητα, «τι πιστεύεις για τον Νόμπιλε;», κι αυτός μου απάντησε αμέσως «εγώ δεν ενδιαφέρομαι για την πολιτική». «Εννοείς για τον Βόρειο Πόλο;». «Όχι», επέμεινε, «για την πολιτική» και ανοίγοντας την εφημερίδα του βυθίστηκε σε μια αναφορά για τους ελιγμούς του εξερευνητή.

Στο μεταξύ ξεφυλλίζω τους Λόγους του Μουσολίνι και το βλέμμα μου πέφτει στις παρακάτω φράσεις: «Πρέπει να είσαστε πεπεισμένοι ότι σε ένα φασιστικό κράτος όλοι οι υπουργοί και όλοι οι γραμματείς δεν είναι παρά στρατιώτες. Πηγαίνουν όπου ο επικεφαλής τους διατάζει να πάνε και σταματούν αν εγώ τους διατάξω να σταματήσουν». Σηκώνω τα μάτια και βλέπω μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία. Δύο τραπέζια πιο κει, με τη γραβάτα του με τις λευκές και κόκκινες ρίγες να κρέμεται στον λαιμό του, με το κεφάλι γερμένο στην προσπάθειά του να ακούσει καλύτερα, ένα ελαφρύ μπαστούνι στο διπλανό κάθισμα, ακουμπώντας στο μπράτσο της ένα χέρι με αστραφτερά ροζ νύχια και με ένα μοχθηρό χαμόγελο –το θεωρεί υποχρεωτικό– στα χείλη, ποιος;, ο φίλος του ξενοδοχείου. Άκουσε ότι συζητούσαμε σε μια ξένη γλώσσα. Τι σημαντική στιγμή! Για δυόμισι λίρες θα δώσει πληροφορίες στην αστυνομία. Αλαλά!

(Frankfurter Zeitung, 11/11/1928)

Υ.Γ. (του μεταφραστή): Ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε στην ΕΣΔΔ, στη Γαλλία και στην Ιταλία το 1928 ως ανταποκριτής της γερμανικής φιλελεύθερης εφημερίδας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Frankfurter Zeitung η οποία, ωστόσο, λογόκρινε τα κείμενα του, προς μεγάλη απογοήτευση και πικρία του Ροτ. Τι έχει αλλάξει σήμερα στην Ιταλία, με τη κρυπτονεοφασιστική κυβέρνηση Μελόνι; Αφήνουμε την αναγνώστρια και τον αναγνώστη να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η εκκένωση του ιστορικού κοινωνικού κέντρου Λεονκαβάλο για δεύτερη φορά μέσα σε πενήντα χρόνια και πάλι τις «ήσυχες μέρες» του Αυγούστου, δίνει ένα ακόμη στίγμα της νεοφασιστικής εκδικητικότητας όταν βρεθεί στην εξουσία. Ελπίζοντας ότι και αυτή τη φορά τα συντρόφια στο Μιλάνο θα δώσουν την αρμόζουσα απάντηση, δεν μπορώ παρά να συγκρίνω (τηρουμένων πάντοτε των κινηματικών αναλογιών) αυτή την εκκένωση με εκείνη της Βίλλας Αμαλίας δεκατρία χρόνια πριν, εννοώντας κυρίως τον συμβολικό της χαρακτήρα για τα κινήματα του κοινωνικού ανταγωνισμού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου