Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Για την αναρχία, σήμερα - Giorgio Agamben


Αν για όποιον θέλει να σκέφτεται την πολιτική, της οποίας συνιστά κατά κάποιον τρόπο την ακραία φλόγα ή το έσχατο σημείο διαφυγής, η αναρχία δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρη, το ίδιο ισχύει σήμερα για την άδικη, κτηνώδη καταδίωξη στην οποία υπόκειται ένας αναρχικός στις ιταλικές φυλακές. Το να μιλάμε όμως για αναρχία, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο επίπεδο του δικαίου σημαίνει, αναγκαστικά, ένα παράδοξο, αφού είναι το λιγότερο αντιφατικό να ζητάμε από το κράτος να αναγνωρίσει το δικαίωμα άρνησης του κράτους, έτσι όπως, αν θέλουμε να φτάσουμε το δικαίωμα της αντίστασης μέχρι τις έσχατες συνέπειές του, δεν μπορούμε ευλόγως να ζητάμε να κατοχυρωθεί νομικά η πιθανότητα ενός εμφυλίου πολέμου.

Για να σκεφτούμε την αναρχία σήμερα, θα χρησίμευε, ωστόσο, να τη θέταμε σε μιαν άλλη προοπτική και να διερευνούσαμε μάλλον τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβανόταν ο Ένγκελς, όταν κατηγορούσε τους αναρχικούς ότι θέλουν να αντικαταστήσουν το κράτος με τη διαχείρισή του. Σε αυτή την κατηγορία κρυβόταν, πράγματι, ένα κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα, που ούτε οι μαρξιστές ούτε, ίσως, οι ίδιοι οι αναρχικοί δεν είχαν θέσει σωστά. Ένα πρόβλημα που καθίσταται τόσο πιο επείγον στον βαθμό που παρευρισκόμαστε σήμερα στην προσπάθεια να υλοποιηθεί με κάποιον τρόπο παρωδιακά εκείνο που για τον Ένγκελς ήταν ο δηλωμένος σκοπός της αναρχίας και μάλιστα όχι τόσο η απλή αντικατάσταση του κράτους με τη διαχείρισή του, όσο, μάλλον, η ταύτιση κράτους και διαχείρισης σε ένα είδος Λεβιάθαν, που φοράει την καλοπροαίρετη μάσκα της διαχείρισης. Συμβαίνει αυτό που θεωρητικοποίησαν ο Sunstein και ο Vermuele σε ένα βιβλίο τους (το Law and Leviathan, Redeeming the Administrative State), όπου η governance, δηλαδή η άσκηση της κυβέρνησης, ξεπερνώντας και μολύνοντας τις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, νομική, ασκεί στο όνομα της διαχείρισης και με έναν διακριτικό τρόπο τις λειτουργίες και τις εξουσίες που ανατίθενται σε αυτή.

Τι είναι η διαχείριση [amministrazione]; Ο Minister, από τον οποίο προέρχεται αυτός ο όρος, είναι ο υπηρέτης ή ο βοηθός σε αντίθεση με τον magister, τον αφέντη, τον κάτοχο της εξουσίας. Η λέξη προέρχεται από τη ρίζα *men, που σημαίνει τη μείωση και τη μικρότητα. Ο minister είναι για τον magister ότι το minus στο magis, το λίγο σε σχέση με το περισσότερο, το μικρό σε σχέση με το μεγάλο, αυτό που μικραίνει σε σχέση με αυτό που μεγαλώνει. Η ιδέα της αναρχίας συνίσταται, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ένγκελς, στην προσπάθεια να σκεφτούμε ένα minister χωρίς έναν magister, έναν υπηρέτη χωρίς έναν αφέντη. Προσπάθεια σαφώς ενδιαφέρουσα, από τη στιγμή που μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συνιστά πλεονέκτημα στο να παίξει με αυτόν τον τρόπο ο υπηρέτης απέναντι στον αφέντη, το λίγο απέναντι στο πολύ, αλλά και να σκεφτούμε μια κοινωνία στην οποία άπαντες θα είναι ministri και κανείς magister ή αρχηγός. Είναι, σε κάποιον βαθμό, αυτό που έκανε ο Χέγκελ, δείχνοντας στη διαβόητη διαλεκτική του ότι ο υπηρέτης καταλήγει να κυριαρχεί στο αφεντικό του. Και είναι άλλωστε αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δύο φιγούρες-κλειδιά της δυτικής πολιτικής παραμένουν με αυτόν τον τρόπο συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια ακούραστη  σχέση, από την οποία είναι αδύνατον, άπαξ δια παντός, να διαφύγουν.

Μια ριζική ιδέα της αναρχίας δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να διαφεύγει από την ασταμάτητη διαλεκτική σχέση μεταξύ υπηρέτη και δούλου, minister και magister, βασισμένη αποφασιστικά στην απόσταση που τους χωρίζει. Το tertium που εμφανίζεται σε αυτή τη διέξοδο, δεν θα είναι πια ούτε η διαχείριση ούτε το κράτος, ούτε το minus ούτε το magis: είναι, μάλλον, η ύπαρξη ανάμεσά τους κάτι σαν διαφορά, η οποία εκφράζει την αδυναμία σύμπτωσής τους. Η αναρχία είναι δηλαδή, πάνω απ’ όλα, η ριζική άρνηση όχι τόσο του κράτους ούτε απλώς της διαχείρισης, όσο ριζική άρνηση της απαίτησης της εξουσίας να ταυτίζει κράτος και διαχείριση στην κυβέρνηση των ανθρώπων. Είναι ενάντια σε αυτή την απαίτηση που μάχεται ο αναρχικός, στο όνομα, σε τελική ανάλυση, εκείνης της ακυβερνησίας που είναι το σημείο διαφυγής κάθε ανθρώπινης κοινότητας.

 

Δημοσιεύθηκε στη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον δικτυακό τόπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet στις 26 Φλεβάρη 2023.

 

υ.γ. [του μεταφραστή]. Ήταν το 1982 που στο βιβλίο του Εγκώμιο της διαφυγής [υπό έκδοση από την Ελευθεριακή Κουλτούρα], έγραψε ο Henri Laborit: «Όταν δεν μπορεί να αντιπαλέψει τον άνεμο και τη θάλασσα, και να κρατήσει την πορεία του, ο ξάγρυπνος τιμονιέρης έχει δύο δυνατότητες: είτε να αφεθεί στον άνεμο […] που θα τον παρασύρει, είτε τη διαφυγή μες στην καταιγίδα, με την πρύμνη να σκίζει τα κύματα […]. Η διαφυγή είναι συχνά, όταν βρισκόμαστε μακριά από την ακτή, ο μόνος τρόπος για να σωθεί το πλοίο και το πλήρωμά του. Και, επιπλέον, επιτρέπει την ανακάλυψη νέων άγνωστων παραλιών […] που θα έμεναν για πάντα άγνωστες σε όποιον έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να κρατήσει την πορεία του […] χωρίς απρόοπτα […]. Ίσως έτσι γνωρίσουμε εκείνη τη βάρκα που αποκαλείται επιθυμία». Μπροστά στις επικείμενες εκλογές ο αναρχικός «χώρος» έχει δύο επιλογές: είτε να απέχει, για λόγους αρχής, από κάτι που ανέκαθεν κατήγγειλε, είτε να ψηφίσει το μικρότερο κακό, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ (αφού κάθε άλλη κομματική επιλογή είναι είτε παράδοση άνευ όρων στον σταλινισμό είτε λέρωμα των χεριών χωρίς ουσιαστικό κέρδος, πέρα από μια κάποια υποστήριξη σε δύσκολες για τους αναρχικούς-ες συνθήκες). Η επιλογή, αν και για κάποιους από τον αναρχικό «χώρο» μπορεί να φαίνεται εύκολη, είναι, εν τούτοις, πολύ δύσκολη και δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία του αναρχικού κινήματος (εδώ και διεθνώς). Ίσως, μάλιστα, να αποδειχτεί και μη καίρια, λαμβάνοντας υπόψη τις ενθάδε δυνάμεις του. Όμως παραμένει η ουσία του στρατηγικού προβλήματος: αν δεν μπορούμε να ανατρέψουμε την υπάρχουσα (ζοφερή) κατάσταση των πραγμάτων, τι μας «συμφέρει»; Συνέχισή της ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστούν οι άγνωστες (αν και επιθυμητές) παραλίες, ή μικρή άμβλυνσή της για να ανακτηθούν χαμένες δυνατότητες και τρόποι αντιπαράθεσης με την εξουσία που τώρα μοιάζουν περίπου αδύνατοι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου