Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ - Nico Berti


Για να εξετάσουμε το ζήτημα της σχέσης ηθικής-αναρχισμού, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαία μια προϋπόθεση. Πρέπει να αναδειχθεί η πρόθεση που υπάρχει πίσω από την προσπάθεια διεξαγωγής μιας τέτοιας έρευνας και ανάλυσης, και, συνεπώς, το γεγονός ότι μια συζήτηση για τη σχέση ηθικής-αναρχισμού δεν πρέπει και δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί σε μια απλή περιγραφή των θετικών αξιών της αναρχικής ιδεολογίας. Με άλλα λόγια, θέλουμε να πούμε ότι ένας αναρχικός λόγος για την ηθική και ένας λόγος για την αναρχική ηθική οφείλουν να ξεπεράσουν, όσο είναι δυνατό, έναν αναρχικό λόγο για την αναρχική ιδεολογία. Κι αυτό όχι τόσο, προφανώς, επειδή ένας παρόμοιος τρόπος να προχωρήσουμε δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, επαναλαμβάνοντας, πράγματι, τον δεκάλογο των συμπεριφορών που είναι εγγενείς στη θετική σφαίρα της ιδεολογίας, όσο γιατί, κατά τη γνώμη μας, δεν θα φτάναμε ποτέ στην καρδιά του προβλήματος: ότι, δηλαδή, ένας αναρχικός λόγος για την ηθική και ένας λόγος για την αναρχική ηθική δεν έχουν νόημα παρά μόνο στον βαθμό στον οποίο καταφέρνουν να περιγράψουν και να εξηγήσουν τους τελικούς λόγους της ιδεολογίας που είναι, ακριβώς, ηθικοί.

Το ζήτημα της σχέσης ηθικής-αναρχισμού παρουσιάζεται, συνεπώς, την ίδια στιγμή από τη μια και από την άλλη πλευρά των ιδεολογικών συνόρων. Από τη μια πλευρά γιατί εξηγεί την εμφάνιση και την ύπαρξη του αναρχισμού, από την άλλη γιατί εξηγεί τον σκοπό του. Φυσικά, με τους τελικούς λόγους της ιδεολογίας εννοούμε το σύνολο των «αιτιολογήσεων» που την καθορίζουν και την ουσιαστικοποιούν, αιτιολογήσεις που για τον αναρχισμό δεν μπορεί παρά να είναι ηθικές, από τη στιγμή που η αναρχική ιδεολογία βασίζεται στην ελευθερία και στον μη καταναγκασμό ως ρυθμιστικές αρχές ολόκληρου του οικοδομήματός της. Πράγματι, οι τελικοί και αδιαπραγμάτευτοι λόγοι του αναρχισμού, είτε σε σχέση με την ερμηνεία της εμφάνισης και της ύπαρξής του, είτε σε σχέση με την ερμηνεία του σκοπού του, μπορούν να συνοψιστούν στην ιδέα για τη δυνητικότητα της ελευθερίας, στην ιδέα για τη ριζικότητά της. Δυνητικότητα της ελευθερίας, αφού καμία ιδεολογία δεν είχε και δεν έχει περισσότερο από τον αναρχισμό ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις της την πίστη για την απεριόριστα δημιουργική και προορατική ικανότητα της ελευθερίας, την πίστη για τη ριζικότητα της ελευθερίας, αφού καμία ιδεολογία περισσότερο από τον αναρχισμό δεν έφερε και δεν φέρνει στα κοινωνικώς νοητά τους όρια τις έσχατες συνέπειες της ελευθερίας.

Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει, με αυτόν τον τρόπο, ότι η ελευθερία είναι η ψυχή, μπορούμε να πούμε, της αναρχικής ιδεολογίας, ενώ η ίδια η αναρχική ιδεολογία κάθε φορά που αυτοπεριγράφεται μέσω της προορατικότητάς της, ξεδιπλώνει, περιορίζει και αποκαλύπτει αυτό που μέχρι τώρα εκλαμβάνεται ως ελευθερία, τόσο σε σχέση με τη θεώρησή της όσο και σε σχέση με την έμπρακτη άσκησή της. Η αναρχική ιδεολογία, δηλαδή, δεν φτάνει στα όρια της την ελευθερία, αλλά απλώς υποδεικνύει, ακριβώς, την απεριόριστη δυνητικότητα και την απεριόριστη ριζικότητά της. Και μάλιστα, θα πρέπει να πούμε ότι η αναρχική ιδεολογία είναι η ιδεολογία της ελευθερίας ακριβώς γιατί καταφάσκει το ανεξάντλητό της, υποστηρίζοντας σαφώς ότι η λογική της ελευθερίας είναι η ίδια η απειρία της. Θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε καντιανά ότι ο αναρχισμός είναι το «φαινόμενο», η ελευθερία το «νοούμενο», το πρώτο είναι η πιθανή και ιστορική ύπαρξη, το δεύτερο είναι η «ουσία».

Το να διακριβώσουμε, συνεπώς, τη διαφορά μεταξύ αναρχισμού και ελευθερίας έχει αποφασιστική σημασία για τη συζήτησή μας. Έχουμε πράγματι επισημάνει το γεγονός ότι η ελευθερία είναι ο τελικός και αδιαπραγμάτευτος λόγος της αναρχικής ιδεολογίας και γι’ αυτό ξεκινώντας από την ελευθερία συζητάμε την ηθική. Το ζήτημα της σχέσης ηθικής-αναρχισμού αποτυπώνεται, συνεπώς, στον λόγο περί ηθικής και ελευθερίας ακριβώς γιατί αυτό που διακρίνει τον αναρχισμό από οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία έχει να κάνει με την ηθική του η οποία είναι, αν και δεν χρειάζεται να το πούμε, αυτή της ελευθερίας.

Όμως αν η ελευθερία είναι άπειρη και η αναρχική ιδεολογία είναι τέτοια ακριβώς γιατί καταφάσκει και διεκδικεί αυτή την απειρία, φτάνουμε αμέσως στο συμπέρασμα ότι η ηθική της ελευθερίας θεμελιώνεται στην ελευθερία της ηθικής. Υποστηρίζοντας, πράγματι, ότι η ηθική είναι το θεμέλιο της ελευθερίας, δηλαδή του αναρχισμού –γιατί μια κοινωνία χωρίς αυταρχία δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε μια ηθική– υποστηρίζουμε ταυτοχρόνως ότι το μοναδικό θεμέλιο αυτής της ηθικής είναι η ίδια η ελευθερία, που όμως την έχουμε εκλάβει ως άπειρη. Φτάνουμε έτσι να υποστηρίξουμε ότι η ηθική είναι το θεμέλιο της ελευθερίας (δηλαδή του αναρχισμού, της πιθανής ελευθερίας), ενώ το θεμέλιο της ηθικής είναι η ίδια η ελευθερία στην άπειρη «αυθαιρεσία» της. Το θεμέλιο της ελευθερίας είναι συνεπώς ένα «πρόσκαιρο» θεμέλιο, όντας η ελευθερία άπειρη (όπως υποστηρίζει ο αναρχισμός), με αυτή της τη δυνητική απειρία να σταματά μονάχα από τη διακριτικότητα [discrezionalità] της ίδιας της ελευθερίας. Η ελευθερία, δηλαδή, συγχωρείστε μου το παιχνίδι με τις λέξεις, διεκδικεί την ελευθερία της ελευθερίας.

Με άλλα λόγια, η ηθική σε μια αναρχική κοινωνία πρέπει να θέσει τα όρια της ελευθερίας του υποκειμένου, γνωρίζοντας όμως ότι αυτά τα όρια είναι πάντοτε συζητήσιμα, καθώς η έσχατη αναφορά που βρίσκεται στη βάση της ίδιας της ηθικής είναι εκείνη η ιδέα της ελευθερίας που αναγνωρίζεται και καταφάσκεται από τον αναρχισμό ως δυνητικά άπειρη. Η ηθική, σε μια αναρχική κοινωνία, είναι η ηθική της ελευθερίας με την έννοια ότι θέλει να κοινωνικοποιήσει και συνεπώς να περιορίσει την ελευθερία του υποκειμένου, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι επίσης η εγγύηση της προσωπικής ελευθερίας του ίδιου του υποκειμένου, ακριβώς γιατί όντας αυτή η ηθική η ηθική της ελευθερίας, δεν μπορεί παρά να είναι ανοιχτή σε εν δυνάμει  και συνεχείς διεκδικήσεις της περαιτέρω ελευθερίας που θέλει να έχει το υποκείμενοι.

Θα έμοιαζε τότε ο συλλογισμός να έχει φτάσει σε αδιέξοδο, καθώς η διακριτικότητα της ελευθερίας της ελευθερίας, είναι, με τη σειρά της, σχεδόν άπειρη, γιατί είναι, εξ ορισμού, πάντοτε «αυθαίρετη». Τότε, πώς θα εγκαθιδρυθεί, ή τουλάχιστον θα δειχθεί, ποια ελευθερία έχει η ελευθερία; Ποια είναι, ή θα έπρεπε να είναι, από αναρχική πλευρά, τα όρια αυτής της ελευθερίας; Θα μπορούσαμε αμέσως να απαντήσουμε ότι αυτά έχουν να κάνουν με ένα ηθικό κριτήριο (εγκαθιδρυμένο ή μη)· όμως τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταυτολογία χωρίς δυνατότητα διεξόδου.

Για να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο πρέπει να πάμε ένα βήμα πίσω στο πρόβλημα, επιστρέφοντας, δηλαδή, στη διαφορά μεταξύ ελευθερίας και αναρχισμού. Όπως έχουμε ήδη πει, αυτή η διαφορά μας λέει ότι η ελευθερία είναι η «αρχή» [principio] ενώ ο αναρχισμός είναι η ιστορική και πιθανή της ύπαρξη. Τότε, είναι ξεκινώντας από αυτή την άποψη περί πιθανής ύπαρξης της ελευθερίας, για να το πούμε καλύτερα της πραγματικής ιστορικής πιθανότητας ύπαρξης της ελευθερίας, που πρέπει να συζητήσουμε. Δηλαδή ότι είναι γύρω από ένα ακριβές πολιτικό σχέδιο το σημείο από όπου θα ξεκινήσει η συζήτηση, με την έννοια ότι αυτό το πολιτικό σχέδιο, διεκδικώντας και ενατενίζοντας ιδεολογικά την απειρία της ελευθερίας, αυτοπραγματώνεται εντός ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου, πέρα από την υποκειμενική βούληση. Η αναρχική πραγμάτωση της ελευθερίας είναι γι’ αυτό όχι μόνο η πιθανή, ιστορική ύπαρξη της ελευθερίας, αλλά και η ιστορική πιθανότητα της ελευθερίας καθοριζόμενης χωρικά και χρονικά. Το αναρχικό σχέδιο είναι η επιλεγμένη και εύλογη επιλογή της ελευθερίας, που γίνεται αναγκαστικά μια ελευθερία, η οποία συνεπάγεται –σε αυτό το σημείο– την επιλογή μιας ηθικής, έτσι ώστε η (αναρχική) ηθική να προσδιορίζεται ως η αναγνώριση αυτής της επιλογής.

Συνοψίζοντας τον συλλογισμό που κάναμε μέχρι τώρα, μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι το να επιλέξουμε την αναρχία πιστοποιεί τη βούληση να επιλέξουμε συνειδητά και εθελουσίως την ελευθερία, δηλαδή να επιλέξουμε την ελευθερία εν ελευθερία. Αυτή η ελεύθερη επιλογή καθορίζεται, όμως, από τις τυχαιότητες της αντικειμενικής ιστορικής εξέλιξης, με τέτοιο τρόπο ώστε όλα αυτά που καθορίζονται από αυτή την ιστορική εξέλιξη σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας –από την οικονομία στην κουλτούρα, από την επιστήμη στην πολιτική, από τα έθιμα στα ήθη– προσδιορίζουν τα κοινωνικά όρια αυτής της ελευθερίας, δηλαδή, σε αυτό το σημείο, της ηθικής. Και αυτό γιατί η ηθική καθορίζεται όχι μόνο ως η αναγνώριση της επιλογής, αλλά και ως η έσχατη αναγνώριση αυτής της καθορισμένης επιλογής.

Όμως τι σημαίνει η αναγνώριση αυτής της καθορισμένης επιλογής; Για να απαντήσουμε πιστεύω πως είναι απαραίτητο να επισημάνουμε την ανάγκη επίγνωσης των εγγενών επιπτώσεων στον διπλό καθορισμό της επιλογής. Η επίγνωση αυτή είναι τέτοια μόνο στον βαθμό στον οποίο ξέρουμε ότι ο αναρχισμός αποτελεί μεν μια πραγματική ιστορική πιθανότητα να υπάρξει ελευθερία, η οποία όμως καθορίζεται απλώς σαν μια ελευθερία, καθώς υπάρχει η προηγούμενη γνώση, εντελώς αναρχική, ότι ο αναρχισμός είναι πάντοτε μονάχα μια από τις πολλές υπάρχουσες και εφαρμόσιμες ελευθερίες. Ο αναρχισμός, για έναν αναρχικό, δεν είναι η ελευθερία, αλλά η ιστορική πιθανότητα της ελευθερίας που αυτός αποδέχεται ως τέτοια σύμφωνα με ένα κριτήριο οικουμενικότητας (μέγιστη ικανότητα πραγμάτωσης της ελευθερίας για όλους) εφαρμόσιμο και επαληθευμένο θεωρητικά βάσει του πολιτικού του σχεδίου. Κι αυτό γιατί ο αναρχικός ξέρει καλά ότι η ελευθερία, δεδομένης της προσωρινότητας του θεμελίου της, διαφεύγει κάθε αξιολογικού κριτηρίου. Η ελευθερία, εννοούμενη στην καθαρή της έννοια, δεν είναι πράγματι κάτι άλλο από την αποτελεσματική άσκηση της αιώνιας δυνατότητας να ασκείται σε όλη της την ανεξάντλητη έκταση. Με άλλα λόγια, ο αναρχικός γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί ποτέ να πει ότι αυτή είναι η ελευθερία.  Γίνεται τότε καθόλα προφανές ότι μόνο η (αναρχική) ηθική μπορεί να εκληφθεί ως κριτήριο για την αξιολόγηση της ελευθερίας. Αυτή, δηλαδή, καθορίζει ποια πρέπει να είναι η υπαρκτή ελευθερία που θα απολαμβάνουν τα κοινωνικά υποκείμενα. Αυτό σημαίνει ότι η υπαρκτή ελευθερία γίνεται μια πραγματική αξία ακριβώς γιατί έχει επιλεχθεί και αναγνωριστεί ως μια ελευθερία ορθή και εφαρμοστέα. Δηλαδή τα υποκείμενα που συγκροτούν την αναρχική κοινωνία, επιλέγοντας ανάμεσα στις άπειρες δυνατές ελευθερίες, έχουν προσδώσει αναπόφευκτα μια αξία σε αυτή την επιλογή, έτσι ώστε αυτή να έχει γίνει η ίδια η διαδικασία αξιολόγησης της ελευθερίας.

Το ξεπέρασμα της άρτι επισημανθείσας ταυτολογίας μπορεί να γίνει χάρη σε αυτή την επίγνωση του ιστορικού καθορισμού της επιλογής, η οποία με τη σειρά της ήταν ήδη, ως επιλογή (η αναρχία είναι μια επιλογή) εξ ορισμού το προϊόν ενός περιορισμού. Ενός περιορισμού που οδηγεί στην περιγραφή της συμπεριφοράς του αναρχικού κοινωνικού ανθρώπου, αφού όντας αυτό το αναρχικό κοινωνικό σχέδιο γεννημένο ως εργαλείο στην υπηρεσία της ελευθερίας, καταλήγει αναγκαστικά να προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η ηθική είναι το αξιολογικό κριτήριο που επιτρέπει την κοινωνικοποίηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό όλα αυτά που αναρχικά απαιτεί και προστάζει το κοινωνικό, καταλήγουν να υπόκεινται στη σφαίρα της ηθικής. Και άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αν σκεφτούμε ότι η αναρχική κοινωνία συνδέεται εξ υπαρχής όχι με μια κατάφαση αλλά με μια άρνηση. Από την κοινή άρνηση της αυταρχίας και των νόμων, από την απουσία αυτών των καταπιεστικών προϋποθέσεων, γεννιέται το σύμφωνο μεταξύ των μελών της αναρχικής κοινωνίας. Το θετικό που έρχεται να προστεθεί μετά από αυτή την από κοινού άρνηση, δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να είναι, οικουμενικό. Οι αναρχικοί αναγνωρίζονται οικουμενικά μέσω της άρνησης της «αρχής της αυταρχίας», ποτέ μέσω της  θετικότητας της ελευθερίας, όντας αυτή, ακριβώς λόγω του αναρχικού ορισμού της, άπειρη. Να γιατί η ηθική, που αντικαθιστά το νομικό σύνολο του εν δυνάμει εξαναγκασμού, δεν μπορεί παρά να είναι η από κοινού αναγνώριση του περιορισμού της ελευθερίας, γινόμενη τέτοια μέσω της κοινωνικοποίησής της.

Σε αυτό το σημείο γίνεται ξεκάθαρο, ακολουθώντας τον συλλογισμό μας, ότι η αναρχική ηθική αναγνωρίζει την αναγκαία σύγκλιση ατόμου και κοινωνίας όχι σαν την ύψιστη φάση της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά ως τον αναπόφευκτο τρόπο πραγμάτωσης της ιστορικά πιθανής ελευθερίας. Η μπακουνική ελευθερία που θέλει να συμπίπτει η ελευθερία του ενός με την ελευθερία όλων, δεν μπορεί να υποκαταστήσει  την πρωταρχική αναρχική πεποίθηση που θέλει τον άνθρωπο να είναι ένα κοινωνικό ον, αλλά το αναγνωρίζει, στη σφαίρα της ατομικότητάς του, ως μη αναγόμενο στη συλλογικότητα. Διαφορετικά, η αναρχική ηθική θα γινόταν η ιδεολογική επικύρωση μιας συνειδητά εσωτερικευμένης αυτοκαταπίεσης, αφού η φαινομενολογία του απόλυτου, δηλαδή ο ολοκληρωτισμός με τις ατέλειωτες μεταμφιέσεις του, δεν προκύπτει τόσο από τον βαθμό των υπαρχόντων περιορισμών στο κοινωνικό (που θα υπάρχουν αναπόφευκτα και σε μια αναρχική κοινωνία), αλλά από τον βαθμό της αυθόρμητης αναγνώρισης της αμετάβλητης και αναμφισβήτητης ορθότητάς του: και σε μια αναρχική κοινωνία μπορεί να γεννηθεί ο κομφορμισμός. Έτσι ο αναρχικός, σε μια αναρχική κοινωνία, καθώς βιώνει την αναρχική κοινωνία, πρέπει να παραμένει πάντοτε ένας εν δυνάμει παραβάτης, πρέπει να παραμένει, θα μπορούσαμε να πούμε, ένας αναρχικός.

Εμφανίζεται εδώ, αναπόφευκτα, μια διαίρεση/αντίφαση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, μια αντίφαση η οποία, όμως, είναι ουσιώδης για τη βίωση της ελευθερίας. Πράγματι, σε αυτό το επίπεδο ελευθερίας υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ της ηθικής της ελευθερίας και της ελευθερίας της ηθικής. Μεταξύ της ηθικής της ελευθερίας που καθορίζει μια δεδομένη αναρχική κοινωνία χωρικά και χρονικά, και της ελευθερίας της ηθικής που καθορίζει το αναρχικό άτομο στην ιδιωτική του σφαίρα της απόλυτης ελευθερίας. Ο ηθικός σχετικισμός (η ελευθερία της ηθικής) και η ηθική της ελευθερίας (κοινωνική άρα γενική) μας λένε πράγματι ότι αυτή η αντίφση/διαίρεση είναι καθόλα αναρχικά επακόλουθη και αναγκαία, γιατί το «απόθεμα της ελευθερίας» που το άτομο διατηρεί σε σχέση με την κοινωνία είναι το αντίβαρο εκείνης της προηγούμενης επιλογής, που αν και συνέβη εν ελευθερία, είναι πάντοτε απλώς μια ελευθερία.

Ανατρέπεται εδώ ολόκληρη η δημοκρατική παράδοση της λαϊκής κυριαρχίας που ξεκίνησε με τον Ρουσώ, αφού το σύμφωνο που ενώνει τα στοιχεία της αναρχικής κοινωνίας δεν μπορεί ποτέ να αποτυπώσει τη «γενική βούληση»: το εμποδίζει, ακριβώς, ο ηθικός σχετικισμός. Δεν είναι ο λαός, για τον αναρχισμό, η πηγή της εξουσίας, αλλά το άτομο που συνενώνεται με άλλα άτομα, περιορίζοντας μεν τον εαυτό του, αλλά διατηρώντας, ταυτοχρόνως, τη δυνατότητα να έρθει σε ρήξη με τα συμφωνηθέντα. Και αυτό γιατί το Είναι της ελευθερίας, μεταμορφωμένο στο δέον Είναι λόγω των ιστορικών καθορισμών, μπορεί πάντοτε να είναι ένα θέλει να είναι, δηλαδή να είναι ένα σύμφωνο που ανανεώνεται καθημερινά. Σαφώς, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ κοινωνία συγκροτημένη στην προσωρινότητα αυτών των βάσεων· ωστόσο, είναι μονάχα ενατενίζοντας ιδεολογικά αυτή την προσωρινότητα που η αναρχική κοινωνία μπορεί να παραμείνει τέτοια: τα συμφωνηθέντα γίνονται σεβαστά, γνωρίζοντας όμως ότι είναι προσωρινά.

Χρειάζεται, συνεπώς, να σκεφτούμε αναρχικά το ανυπέρβλητο της αντίφασης/διαίρεσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, δηλαδή χρειάζεται να σκεφτούμε αυτή τη σύγκρουση ως πραγματική και ίσως μοναδική εγγύηση της ελευθερίας. Η αναρχία ως σκοπός (που ξέρουμε ότι είναι ανεξάντλητος) ή ο αναρχισμός ως διαδικασία, ως επανάσταση, προσδιορίζουν τη δυαδική δυναμική της ελευθερίας, τη συντακτική της αδιαλυτότητα, εν συντομία την απειρία της.

Αυτή η σύγκρουση μεταξύ κοινωνικής ηθικής και ατομικής ηθικής εξέγερσης, μεταξύ της κοινωνικά δυνατής ελευθερίας και της εν τέλει δυνατής ελευθερίας, δείχνει με ποιον τρόπο εμφανίζεται και υπάρχει η μη απολυτότητα της ίδιας της αναρχικής ηθικής. Ούτε η κοινωνική ηθική καθοδηγεί απολύτως την ηθική εξέγερση, ούτε η δεύτερη προκαθορίζει την πρώτη, γιατί ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και την ελευθερία της συλλογικότητας η αντιστοίχιση τους είναι, κατ’ αρχήν, προσωρινή. Θα μπορούσαμε σχεδόν στιρνεριανά να πούμε ότι η θέσμιση και η επιβολή της ελευθερίας από την Επανάσταση στην κοινωνία δεν είναι ποτέ η τελευταία λέξη της ελευθερίας, όντας η ατομική Εξέγερση ανυπολόγιστα ελεύθερη σε σχέση με τη θέσμισή της. Επομένως, δεν μπορούν να είναι τα περιεχόμενα της ηθικής αυτά που θα καθορίζουν την αναρχικότητά της, αλλά η μορφή του «ανοίγματός» της.

Άλλωστε, τα περιεχόμενα της ηθικής έτσι όπως τα επεξεργάστηκε ο ίδιος ο ιστορικός αναρχισμός (από τον Μπακούνιν και ιδίως από τον Κροπότκιν) επιβεβαιώνουν έμμεσα αυτή μας την ερμηνεία. Πρόκειται για μια θεωρία που θέλει να έχει η ηθική τις βάσεις της στην ταύτιση του ηθικού αυθορμητισμού με τον κοινωνικό αυθορμητισμό, καθώς υποστηρίζει ότι η κοινωνία είναι ένα φυσικό φαινόμενο που υπάρχει ήδη από την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου, κι έτσι, γι’ αυτή τη θεωρία, ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως προορισμένος να σέβεται τους νόμους να χρειάζονται τεχνητού τύπου ρυθμίσεις. Μια φυσική αλληλοβοήθεια καθοδηγεί ολόκληρη την κοινωνική εξέλιξη, επιλύοντας σε μεγάλο βαθμό τα συνεχή προβλήματα που προκύπτουν από την ανθρώπινη συμβίωση και συγκρουσιακότητα.

Η «ιδεολογική» σημασία αυτής της θεωρίας, σε ότι αφορά τη συζήτησή μας περί ηθικής, μας φαίνεται ξεκάθαρη. Πράγματι, οι φυσικές βάσεις της ηθικής, οι οποίες, εξ ορισμού, αφορούν κάθε ιστορικο-πολιτισμική της συγκρότηση, καταφάσκουν τον θάνατο όχι μόνο κάθε υπερβατικής ηθικής με τη θρησκευτικο-μεταφυσική έννοια του όρου, αλλά και κάθε ηθικής εγγενούς στην κοινωνία (ή την ανθρωπότητα), αλλά υπερβατικής σε σχέση με το άτομο.  Ο ίδιος οικουμενισμός που διαπερνά την ιδέα της φύσης οδηγεί, εντελώς λογικά, στο τέλος κάθε ιδιαίτερης ερμηνείας της ηθικής, συνεπώς και κάθε περιεχομένου της. Είναι αλήθεια ότι αυτός ο ίδιος οικουμενισμός μπορεί να μοιάζει αντιφατικός με όσα είπαμε προηγουμένως σχετικά με τη δυαδική ένταση της ελευθερίας μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, όμως πρόκειται, αν το καλοδούμε, για μια φαινομενική αντίφαση, από τη στιγμή που ο φυσικός εναρμονισμός  που θέλει να συμπίπτει το άτομο με τη συλλογικότητα δεν μας λέει ποτέ αυτό που πρέπει να γίνει, αλλά μονάχα αυτό που θα γίνει φυσιολογικά. Δεν είναι ένας οδηγός συμπεριφοράς, αλλά η συνειδητοποίηση πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει αναγκαστικά.

Αν, λοιπόν, δεν είναι τα περιεχόμενα της ηθικής αυτά που καθορίζουν την αναρχικότητά της, αλλά η μορφή του «ανοίγματός» της, τι καθορίζει σε τελική ανάλυση την ηθική της ελευθερίας; Τι καθορίζει την ηθική του αναρχισμού; Πιστεύουμε ότι μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα στρέφοντας την προσοχή μας στο έσχατο συνειδητό ή ασυνείδητο κίνητρο που ουσιαστικοποιεί την αναρχική επιλογή, δηλαδή την επιλογή αυτού που επιλέγει τον αναρχισμό. Στηρίζεται στη θεμελιώδη πεποίθηση της θετικότητας της ελευθερίας, με την έννοια ότι τα αποτελέσματα της υπόθεσης ελευθερία θεωρούνται, εντούτοις, για λόγους αρχής, πάντοτε κοινωνικά αναληπτέα. Με άλλα λόγια πως οποιοδήποτε (κοινωνικό) κακό γεννιέται από την άσκηση της «αρχής της ελευθερίας» (γιατί η ελευθερία μπορεί σίγουρα να γεννήσει και κακά πράγματα), αυτή είναι πάντοτε, σε όλες τις περιπτώσεις, κοινωνικά καλύτερη από οποιοδήποτε καλό γεννιέται από την «αρχή της αυταρχίας». Κάτι που σημαίνει ότι η αναρχική επιλογή καθορίζει εκείνο το άτομο που όντας αναρχικό δεν μπορεί ποτέ να φοβάται την ελευθερία.

Η ηθική είναι, συνεπώς, η υπεύθυνη πρόσληψη (εννοούμενη εδώ με το διπλό ένδυμα του ατόμου και της συλλογικότητας) των αποτελεσμάτων που γεννιούνται κοινωνικά από την υπόθεση ελευθερία, με την έννοια ότι αυτή ασχολείται με την ηθική και έμπρακτη υποστήριξη της βαρύτητάς της, με την υποστήριξη, δηλαδή, των αναπόφευκτα διαφοροποιημένων αποτελεσμάτων του ηθικού σχετικισμού, της ελευθερίας της ηθικής. Η ηθική, για τον αναρχικό, είναι συνεπώς η ηθική συνείδηση του τιμήματος της ελευθερίας. Και αυτό γιατί η ελευθερία δεν μπορεί να ταυτιστεί καθ’ ολοκληρίαν ούτε με το καλό ούτε με την αλήθεια. Η ελευθερία ταυτίζεται μόνο με τον εαυτό της και τέλος.

Όμως ακριβώς αυτό ο «μηδενιστικός» ορίζοντας της ελευθερίας εξυψώνει, κατά τη γνώμη μας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό την ηθική της ελευθερίας. Θέλοντας να επαναλάβω τη διάκριση που έκανε ο Καμύ μεταξύ συνείδησης και επιβίωσης, θα μπορούσα να μιλήσω σε αυτό το σημείο για την αξιοπρέπεια της ζωής που μπορεί να υπάρξει μόνο από τον βαθμό της ελευθερίας της. Δεν αξίζει τον κόπο να ζούμε, υποστήριζε πράγματι ο Καμύ, αν δεν είμαστε ελεύθεροι· η συνείδηση της ελευθερίας αρνείται τη ζωή ως απλή επιβίωση. Όμως η συνείδηση της ελευθερίας, όπως είπαμε, δεν είναι κάτι άλλο από τη συνείδηση του τιμήματός της. Και αφού σήμερα δεν είμαστε ελεύθεροι, ένα τέτοιο τίμημα είναι το τίμημα της κατάκτησής της.

 

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Το ανωτέρω κείμενο του Νίκο Μπέρτι δημοσιεύθηκε στην ιταλική αναρχική επιθέωρηση Volontà στο τεύχος νο 1 του 1983. Αφιερώνεται στη μνήμη του Γιώργου Γαρμπή, υπεύθυνου των ιστορικών αναρχικών εκδόσεων «Ελεύθερος Τύπος». Τον Γιώργο τον έμαθα πρώτα από τα βιβλία του (κυρίως αυτών του Όργουελ) και μετά από τη διακίνηση των «Αυτόνομων εκδόσεων» και του αναρχικού εντύπου «Αρένα» στο βιβλιοπωλείο του. Γνωριστήκαμε καλύτερα στο ταξίδι μας με το magic bus από την Αθήνα στη Βενετία το 1984, στην ιστορική συνάντηση που έλαβε χώρα εκεί το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς (μαζί στο λεωφορείο ήμασταν με τον Γιώργο και τον Βαγγέλη από την «κολλεκτίβα Αρένα» και την τότε συντρόφισσα του Γιώργου και δεξί του χέρι την Βάσω). Έκτοτε είχαμε συνεχείς επαφές, κυρίως μέσω της διακίνησής των εντύπων στα οποία συμμετείχα αλλά και λόγω μια πρόσκαιρης «επιχειρηματικής» συνεργασίας με την απόκτηση μιας φωτοσύνθεσης μαζί με τον εξαίρετο σύντροφο και φίλο Νίκο Μουζακίτη. Όντας από το 1989 εκδότης της Ελευθεριακής Κουλτούρας, συνεχίσαμε τη συνεργασία μας μέχρι τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, όταν κόψαμε τις επαφές για σοβαρούς αλλά όχι της παρούσας στιγμής λόγους. Ο Γιώργος έπαθε μεγάλη ζημιά με την καταστροφή μέρους του πολυτιμότατου αρχείου του στην πυρκαγιά στο Μάτι και μετά ήρθε η ασθένειά του, που τελικά τον πήρε από κοντά μας. Ίσως ήταν ο μόνος από τους ιστορικούς εκδότες του αναρχισμού στην Ελλάδα που είχε μια στέρεα αναρχική κατάρτιση, οι υπόλοιποι ήμασταν μάλλον μέρος αυτού που του υβριδίου που μπορεί να ονομαστεί «αναρχισμός αλά ελληνικά» (με πιθανή επίσης εξαίρεση τον Νικόλα Μπαλή). Φεύγοντας κλείνει ο κύκλος των πρώτων ανθρώπων που τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο βοήθησαν τα μέγιστα προκειμένου να υπάρξει τυπωμένη αναρχική σκέψη στην Ελλάδα. Θα μας λείψει, όπως μας λείπουν πάντοτε οι άνθρωποι, που παρά τις σημαντικές και ουσιαστικές διαφωνίες μαζί τους, έκαναν και κάνουν αυτόν τον κόσμο πιο υποφερτό και καλύτερο. Αν υπάρχει άλλη ζωή, που δεν υπάρχει, θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε τι κουβέντες θα έκανε με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, τον Νικόλα Μπαλή, τη Σύλβια Παπαδοπούλου, τον Μιχαήλ Πρωτοψάλτη και τον Γιώργο Βλασσόπουλο. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι ο Τελευταίος Δείπνος του Ρούμπενς, που εκτίθεται στο μουσείο της Μπρέρα στο Μιλάνο, που είχα την απόλαυση να ξαναδώ (έστω και σε καθεστώς συντήρησης) στην πρόσφατη (πανευτυχή) επίσκεψή μου στην ιταλική μητρόπολη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου