Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Στον αναγνώστη εξομολογούμαι ένα μυστικό - Marco Mazzeo


Στο ακροατήριο εξομολογούμαι ένα μυστικό. Ο Πάολο Βίρνο ήταν μανιώδης καπνιστής. Προτιμούσε τις αμαξοστοιχίες intercity από τα τρένα υψηλής ταχύτητας, γιατί οι περισσότεροι σταθμοί σήμαιναν περισσότερες στάσεις και κάθε στάση επέτρεπε ένα τσιγάρο. Όμως ποτέ δεν άναβε τσιγάρο στην τουαλέτα:  ακόμη και η εξάρτηση πρέπει να έχει ένα στυλ, η υπερβολή απαιτεί κάποιο μέτρο αν θέλει να είναι τέτοια.

Επιστρέφοντας από τα μακρινά ταξίδια στην Καλαβρία, ο Πάολο σταματούσε τα αστεία, τα καυστικά σχόλια και τη συζήτηση γύρω από τη σχέση της ανθρώπινης φύσης και της γλώσσας, για να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο. Αμέσως μόλις διαγραφόταν ο «κροκόδειλος», έτσι το αποκαλούσε, το έδειχνε με το δάχτυλο, θυμίζοντάς μου: «Αυτό είναι το Ανακάπρι». Το έκανε πάντοτε και πάντοτε με εντυπωσίαζε να βλέπω τον Πάολο  να παίζει στην παραλία τσαλαβουτώντας στην άμμο, αλλά με τις τσέπες του σακακιού του πάντοτε να φουσκώνουν από τα Camel. «Είναι μια χαμένη μέρα»: αυτή η φράση ήταν αναπόφευκτη αν δεν κατέβαινε στη Νάπολη για να τρέξει στο πορθμείο.

Γυρίζαμε από την Καλαβρία γιατί δουλεύαμε εκεί. Ο Πάολο Βίρνο ήταν ένας αντι-ακαδημαϊκός, συνεπώς αγαπούσε το πανεπιστήμιο. Δεν μπέρδευε το σφύριγμα [fischio] με το φιάσκο [ fiasco], τον καινοτόμο χαρακτήρα του τελετουργικού με την κούραση της τελετής. «Και αυτή τη χρονιά τους την έφερα», έλεγε γελώντας. Στους φοιτητές δίδασκε αντί για 63 ώρες 72, ενίοτε 84 αν δεν τον έπαιρναν είδηση, για να αποφεύγει εκ συστήματος τις συνελεύσεις των μικροεξουσιών και τις εκκλήσεις του μικροσκοπικού τοπικού κυρίαρχου.  Καλά έκανε: μια από τις λίγες φορές που παρέκλινε από την εντολή που τον οδηγούσε στην έξοδο, κινδύνεψε να πιαστεί στα χέρια με έναν εμμονικό καθηγητάκο με μεγαλόστομη και εμμονική ευγλωττία. «Ντρέπομαι» μου είπε κοιτώντας, για πρώτη φορά αφότου τον γνώρισα, καταγής και όχι στα μάτια.

Ο Πάολο ήταν ενάντια στη μισθωτή εργασία και συνεπώς όχι μόνο ήξερε να μετράει τα ευρώ, αλλά και γνώριζε πως τα ευρώ μετράνε. Τελειώνοντας το διδακτορικό μου, βρέθηκα με μεγάλη μου χαρά να παραδίδω ένα κομματάκι από τα μαθήματά του. Ήταν 15/20 λεπτά μέσα σε δύο ώρες, ελάχιστη μονάδα της συλλογικής πανεπιστημιακής προφορικής σκέψης, ήταν πεισμένος γι’ αυτό. Μάθημα μιας ώρας δεν είναι μάθημα. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, έμαθα σχεδόν τα πάντα από αυτά που ξέρω.

Κάθε βράδυ πηγαίναμε να δειπνήσουμε σε ένα εστιατόριο για φορτηγατζήδες μ ε το εκλεπτυσμένο όνομα «Ri-stop». Κοντά στον αυτοκινητόδρομο Σαλέρνο-Ρέτζο Καλάμπρια, αποστράγγιζε την κούραση και μερικά ψιλά από τους εξαντλημένους οδηγούς. Στη χρυσή περίοδο, είχε στη διάθεσή του ένα κόκκινο Φίατ Πούντο, δανεισμένο από έναν γενναιόδωρο σύντροφο. Οδηγούσε εκείνος κι αυτό ήταν ένα πρόβλημα: πάντοτε με το πόδι στο γκάζι, δεν κατάφερνε να κατέβει ποτέ κάτω από τα 60 την ώρα. Σπινιάριζε ακόμη και όταν πάρκαρε. «Ξέρεις, αυτό το έμαθα στις ληστείες». Αστειευόταν, όμως για να είμαι ειλικρινής, εκείνο το χαμόγελο άφηνε κάποια υπονοούμενα. Έχοντας χάσει το μεσημεριανό, ο Πάολο παράγγελνε «δύο απ’ όλα». Το αστείο του πράγματος ήταν προφανές, γιατί το δείπνο ήταν τηγανητές αντζούγιες, λιγκουίνι με θαλασσινά, πίτσα, μύδια με πιπέρι. Ένα δοξασμένο βράδυ ο εστιάτορας, ενθουσιασμένος, προσπάθησε να τον προκαλέσει, προσφέροντάς του σαν επιδόρπιο σπαγγέτι με σκόρδο και λάδι. Περιττό να πούμε ποιος κέρδισε το στοίχημα.

Κατά τον Γενάρη, ενώ το εξάμηνο πλησίαζε το τέλος του, τον πέτυχα στη βιβλιοθήκη. Εκεί, όπως και στο φοιτητικό εστιατόριο, πιστεύω πως δεν είχε μπει ποτέ. Πάντοτε θεωρούσα πως επρόκειτο για ένα κατάλοιπο από τη φυλακή, αλλά ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει σχετικά. Τον κοίταξα με έκπληξη και ευχαρίστηση. Αυτός δεν μου είπε τίποτα ή ίσως μου είπε κάτι ελάχιστο. Έβαλε σε ένα τραπέζι δίπλα τις Φιλοσοφικές έρευνες του Βιτγκενστάιν, κάτι που έμοιαζε με φύλλο του πόκερ. Ήταν μια επιταγή 600 ευρώ: «Είναι για τη δουλειά που έκανες, το πανεπιστήμιο δεν σε πληρώνει, το ξέρω πως δεν είναι πολλά». Το πανεπιστήμιο δεν πλήρωνε, αυτός ναι και μάλιστα από την τσέπη του.

Διαβάζω στο περιοδικό «Nature»: από τις 7 Νοέμβρη ο κόσμος φαίνεται να έχει μετατοπίσει τον άξονα του κατά μερικές μοίρες. Η περιστροφική κίνηση της Γης δεν είναι η ίδια. Το περιοδικό δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί. Εμείς μπορούμε.

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά, 12/12/2025) Ο Μάρκο Ματσέο διδάσκει φιλοσοφία της γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Καλαβρίας και στο πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης. Το παραπάνω κείμενο το ανάρτησε στον κινηματικό ιστότοπο «Machina», θέλοντας να αποτίσει έναν μεταθανάτιο φόρο τιμής στον αγαπημένο του σύντροφο που έφυγε για πάντα στις 7 Νοέμβρη τρέχοντος έτους. Κι εγώ θυμήθηκα ότι το τελευταίο βιβλίο του Βίρνο που έχω διαβάσει, ήταν το Περί Αδυναμίας, το οποίο είχα αγοράσει στη Ρώμη το 2021, σε ένα ταξίδι μου εκεί εν μέσω απαγορεύσεων λόγω του Covid 19. Έχω γράψει κάτι σχετικό με αυτό σε αυτό εδώ το blogspot και δεν θέλω να επανέλθω στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε (αν και κάποια στιγμή θα έπρεπε να επανέλθουμε όλες και όλοι σε αυτές και στο τι τελικά σήμαναν για τη ζωή μας). Όμως με αφορμή τον θάνατο αυτού του υπέροχου ανθρώπου, του οποίου είχα την τιμή να εκδώσω κάποια κείμενα, θα ήθελα να κοινολογήσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την αδυναμία, με αυτό που θέλουμε αλλά αδυνατούμε να κάνουμε. Αφού το ζήτημα της αδυναμίας γίνεται κομβικό για τον άνθρωπο μετά από μια ηλικία και πέρα (αυτό το γράφω για την πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν υποφέρει εκ γενετής ή ένεκα κάποιου πρόωρου ατυχήματος από αδυναμία να κάνει, ή να προσπαθήσει να κάνει, αυτό που επιθυμεί), όταν δηλαδή «δεν τον βαστάνε πλέον τα πόδια του» που λέει και ο λαός! Είναι εκεί που μπαίνει στην προβληματιζόμενη/ο το ερώτημα αν η ζωή της/του έχει πλέον νόημα, ειδικά αν η διερωτώμενη/ος έχει ζήσει έναν έντονο βίο, στηριγμένο ακριβώς στη δύναμη να πραγματοποιεί τις επιθυμίες της/του. Γιατί αν δεν ονειρεύεσαι και αν δεν μπορείς να πραγματώσεις τα όνειρα και τις επιθυμίες σου λόγω μιας φυσικής αδυναμίας, τι νόημα μπορεί να έχει πλέον η ζωή σου; Τι νόημα μπορεί να έχει η ζωή μου αν δεν μπορώ να κατέβω στο ατελιέ μου, να πάω στα βιβλιοπωλεία, στις διαδηλώσεις, στις συνελεύσεις του στεκιού μου, στα ελευθεριακά φεστιβάλ, αν δεν μπορώ να πηγαίνω να πιω μπύρες με τα συντροφάκια μου (όπως καλή ώρα χθες το βράδυ στο «Μικρό Καφέ» με τον Άκη και τον Χρήστο, που είπαμε πράγματα μαγικά), αν δε ταξιδεύω στο Μιλάνο με την εκάστοτε αγαπημένη μου, αν δεν δύναμαι να βολτάρω με τον Ερρίκο στο κέντρο της μητρόπολης για κόμικς και σουβλάκι; Δεν θέλω να δώσω μια οριστική απάντηση, γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη και δεν ξέρεις από τα πριν πώς θα αντιμετωπίσεις μια απροσδόκητη κατάσταση. Είναι αυτό που λέει ο Μέγας Ναπολέων, δηλαδή πως στον έρωτα και στη μάχη δεν ισχύουν οι αρχικές διαταγές. Όμως μια προσωρινή απάντηση μπορώ να τη δώσω: Αν μια φυσική αδυναμία δεν μου επέτρεπε να κάνω αυτά και κάποια άλλα όπως εκείνα στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, για μένα η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα, πολύ απλά αυτή τη νέα ζωή δεν θα την άντεχα. Και τότε έρχεται το αναπόφευκτο ερώτημα: Και τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό; Αμηχανία και πάλι ως προς την απάντηση. Δεν ξέρω τι θα έκανα. Όμως ξέρω ότι θα ήμουν πολύ θλιμμένος, αν και έχω ζήσει μια πλούσια ζωή (και εννοώ πλούσια ως προς τις εμπειρίες, τις πραγματώσεις των επιθυμιών, τα συναισθήματα), που ίσως μου έχει δώσει αρκετό λίπος να κάψω όταν η τροφή μπορεί να γίνει δυσεύρετη. Όπως επίσης ξέρω ότι δεν θα ήθελα αυτή η νέα ζωή να κρατήσει πολύ, γιατί, ακριβώς, είναι μια ζωή που πάντοτε μου ήταν ξένη.

Υ.Γ. (2) Τον τελευταίο καιρό, επειδή έχω παραβρεθεί σε κάμποσες κηδείες, σκέπτομαι λίγο και τη δική μου. Ε λοιπόν, δεν θα ήθελα κόσμο στην κηδεία μου, θα ήθελα να με χαιρετίσουν μόνο οι απολύτως απαραίτητοι (ποιοι άραγε να είναι αυτοί, η αδελφούλα μου, η πρώην γυναίκα μου, ο γιός μου;), όπως επίσης δεν θα ήθελα να γραφτεί τίποτα για μένα, του τύπου «ο αγαπημένος σύντροφος», ο «διακεκριμένος εκδότης» κλπ, κλπ, ή να τελεστεί κάποιου είδους «πολιτικό μνημόσυνο». Γιατί όπως έλεγε και ο Τόνι Νέγκρι, «όποιος θυμάται δεν ζει και όποιος ζει δεν θυμάται». Και εγώ θα ήθελα οι αγαπημένες και οι αγαπημένοι μου να ζουν και να μη θυμούνται την αφεντιά μου. Όμως θα μου άρεσε αν οι άνθρωποι που αγάπησα και με αγάπησαν διάβαζαν ένα απόσπασμα από το πιο αγαπημένο βιβλίο που έβγαλα, τη Συμμορία Μπελίνι, πίνοντας μια γουλιά μπύρα και τραβώντας, έστω και μια τζούρα, από ένα πούρο τοσκάνο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου