Το 1973, γράφοντας το βιβλίο του La convivialità [στα ελληνικά Εργαλεία για την καλή ζωή, εκδ. νησίδες], ο Ίλιτς προέβλεπε ότι η καταστροφή του βιομηχανικού συστήματος θα μετατρεπόταν σε μια κρίση η οποία θα εγκαινίαζε μια νέα εποχή. «Η συνεργική παράλυση του συστήματος που τον εξέθρεψε, θα προκαλέσει μια γενική παράλυση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής… Σε πολύ σύντομο χρόνο ο πληθυσμός θα χάσει την εμπιστοσύνη του όχι μονάχα απέναντι στους κυρίαρχους θεσμούς, αλλά και απέναντι σε εκείνους που έχουν αναλάβει συγκεκριμένα να διαχειριστούν την κρίση. Η εξουσία, ακριβώς, των σημερινών θεσμών ως προς τον καθορισμό αξιών (όπως είναι η εκπαίδευση, η ταχύτητα της κίνησης, η υγεία, η ευημερία, η πληροφορία κλπ) θα διαλυθεί ξαφνικά, ενώ παράλληλα θα γίνεται φανερός ο ψευδαισθησιακός της χαρακτήρας. Πυροκροτητής της κρίσης θα είναι ένα απροσδόκητο συμβάν, πιθανόν και μικρής σημασίας, όπως ήταν ο πανικός της Γουώλ Στρητ που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση… Από τη μια μέρα στην άλλη, σημαντικοί θεσμοί θα χάσουν κάθε είδους σεβασμό, οποιαδήποτε νομιμότητα, μαζί με τη φήμη ότι εξυπηρετούν το κοινό καλό». Είναι καλό να σκεφτούμε για τους λόγους και τους τρόπους που αυτές οι προφητείες, κατ’ ουσίαν ορθές, μετά από σχεδόν μισό αιώνα δεν επαληθεύτηκαν (αν και πολλά συμπτώματα δείχνουν να επιβεβαιώνουν την επικαιρότητα τους). Ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής και η εξουσία που τον συνοδεύει συνεχίζουν να υπάρχουν, αν και έχουν χάσει κάθε σεβασμό και αξιοπιστία. Ο Ίλιτς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένα σύστημα θα μπορούσε να διατηρηθεί ακριβώς μέσω της απώλειας κάθε αξιοπιστίας –ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να δρουν σύμφωνα με μοντέλα και αρχές στις οποίες δεν πιστεύουν πλέον, ότι η έλλειψη πίστης, το ον ολιγόπιστος (Ματθαίος, 14, 31), θα γινόταν η φυσιολογική συνθήκη της ανθρωπότητας (και σαφώς εκείνη που έκανε αποδεκτή την απώλεια πίστης ήταν προπάντων η Εκκλησία, καθώς μεταμόρφωσε σε ένα πακέτο δογμάτων την εγγύτητα μεταξύ καρδιάς και λέξης, κάτι για το οποίο διερωτάτο ο Παύλος, Προς Ρωμαίους, 10, 6-10).
Ένα σύστημα –όπως αυτό που έχουμε ενώπιον μας– που θεωρεί δεδομένο ότι δεν το πιστεύει κανείς, που, συνεπώς θεμελιώνεται ακριβώς στην απιστία και στην έλλειψη πίστης, είναι ένας αντίπαλος ταυτοχρόνως εύθραυστος και ιδιαιτέρως δύσκολος να αντιπαλευτεί. Αυτός συλλέγει, πράγματι, ακατάπαυστα μια πίστη την οποία στερείται, όπως, σε τελική ανάλυση, είναι αδύνατο να συλλεχθούν οι πίστεις στις οποίες οι τράπεζες θεμελιώνουν την εξουσία τους. Το χρήμα λειτουργεί όχι γιατί πιστεύουμε σε αυτό, αλλά ακριβώς γιατί είναι η ίδια η μορφή της έλλειψης πίστης (όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ, ακριβώς αυτή η απουσία πίστης συνιστά τον θεολογικό χαρακτήρα του εμπορεύματος: δεν μπορούμε πλέον να πιστεύουμε σε αυτό που μπορεί να πωληθεί και να αγοραστεί). Αντικαθιστώντας την Εκκλησία, οι τράπεζες διαχειρίζονται σοφά αλλά και ανεύθυνα την απουσία πίστης η οποία ορίζει τον κόσμο μας, αυτές είναι οι λεβίτες και οι ιερείς της νέας αθρησκείας της ανθρωπότητας.
Πώς μπορούμε να σκεφτούμε μια στρατηγική απέναντι σε ένα τέτοιο αντίπαλο; Είναι σαφώς μάταιο να καταγγέλλουμε την αναξιοπιστία και τη μη νομιμότητα, από τη στιγμή που –όπως φάνηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της λεγόμενης πανδημίας– αυτές είναι το πρώτο πράγμα που δείχνει και διεκδικεί. Το αδύνατο σημείο του δεν είναι τόσο η έλλειψη πίστης, όσο, μάλλον, το ψεύδος στο οποίο αυτός φαίνεται υποχρεωμένος να λέει. Ανίκητη, πράγματι, θα είναι μόνο μια εξουσία η οποία, θεμελιωμένη στην απιστία, αποφασίζει να μη μιλά και αφιερώνεται στη σιωπή. Οι εξουσίες που θέλουν σήμερα να μας κυβερνούν δεν κάνουν, αντιθέτως, τίποτα άλλο από το να μιλούν και να προχωρούν σε κρίσεις, και, αντιφάσκοντας έτσι με τη βαθύτερη φύση τους, μοιάζουν, κατά κάποιο τρόπο, τόσο πως πιστεύουν όσο και ότι απαιτούν πίστη. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει εδώ κάτι πιο πολύπλοκο και λεπτό. Για όποιον δεν πιστεύει, κάθε λόγος είναι ψευδής, αφού στην έλλειψη πίστης αντιστοιχεί μονάχα η σιωπή. Όπως εκείνη η προσωπικότητα στους Δαιμονισμένους, αυτός δεν πιστεύει ότι πιστεύει, ούτε πιστεύει πως δεν πιστεύει. Αν πιστεύει, αντιθέτως, όπως μοιάζει σήμερα να συμβαίνει παντού, στη δυσπιστία του, καταστρέφει το ίδιο το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται. Το να πιστεύεις ότι δεν πιστεύεις είναι το χειρότερο από όλα τα ψεύδη, στο οποίο εκείνος που το λέει δεν μπορεί παρά να μένει φυλακισμένος. Και είναι αυτό το ψεύδος –και όχι, όπως υπέθετε ο Ίλιτς, το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον– που θα οδηγήσει το σύστημα στην καταστροφή του.
15 Δεκέμβρη 2025
Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Καθώς αυτή η χρονιά φτάνει στο τέλος της, δεν μπορώ παρά να τη σκεφτώ όχι νοσταλγικά, αλλά, ελπίζω, δημιουργικά. Μέσα στον γενικευμένο ζόφο, που καταστρέφει συστηματικά τις ζωές τόσων πολλών ανθρώπων, δεν μπορούμε να μη δούμε, ως έσχατη ελπίδα πίστης, τις αντιστάσεις που γεννιούνται παρά την απίστευτη καταστολή που περιμένει όσες και όσους συνεχίζουν να πιστεύουν πως αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, παρά τις αντίθετες προβλέψεις. Θερμή αλληλεγγύη λοιπόν, στα συντρόφια της ιστορικής κατάληψης Askatasuna στο Τορίνο, για πολλά χρόνια καρφί στο μάτι της νεοφασιστικής εξουσίας στην Ιταλία, που είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσουν τον επίπονο αγώνα τους. Αλλά και θερμή αλληλεγγύη στα συντρόφια που δέχτηκαν την κτηνώδη καταστολή στις 6 Δεκέμβρη στην πορεία μνήμης για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου 17 χρόνια πριν (που λες και ήταν χθες όταν για κάμποσο καιρό νιώθαμε ότι αυτή η πόλη ήταν δική μας). Δεν ξέρω ποια είναι τελικά η δική μας πίστη, αυτή που μας κάνει να συνεχίζουμε να τρέχουμε σε μια πορεία, που πραγματικά δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Όμως θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου