Ένα δάκρυ που κυλάει
Το άγαλμα στην πλατεία
Η ζωή που διαλέγεις
Είναι το όνειρο μιας τρέλας
Έχει ήδη πέσει το βράδυ
Άρχισα να περπατάω
Ελπίζοντας να συναντήσω
Κάποια σαν και σένα
Λυπημένο, πολύ λυπημένο είναι αυτό το βράδυ
Αυτό το βράδυ, το μακρύ βράδυ
Βρήκα ένα πλοίο που σάλπαρε
Και ρώτησα που πήγαινε
Στο λιμάνι των ψευδαισθήσεων
Μου είπε εκείνος ο καπετάνιος
Γη, γη
Ίσως ψάχνω μια χίμαιρα,
Εκείνο το βράδυ, το αιώνιο βράδυ
Piero Ciampi, Livorno
Ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωί στο ξενοδοχείο
Καζάλι στη Ρώμη. Λίγο παρακμιακό ξενοδοχείο, για να είναι ειλικρινής με τον
εαυτό του, ήδη μόλις έφτασαν το είχε μετανιώσει που το επέλεξε. Μετά από πολύ
καιρό με μια ωραία κυρία στη Ρώμη και πήγαν σε ένα τέτοιο μέρος. Τέλος πάντων,
η κατάρα του booking. Το φως είχε αρχίσει να περνάει από τα πατζούρια, κοίταξε την ώρα στο
παλιακό κινητό του. Εφτάμισι. Η Αθηνά κοιμόταν ήρεμη στο πλάι του. Έκανε ακόμη
λίγη ψύχρα, αρχές Απρίλη ήταν. Του ήρθε να της δώσει ένα φιλί πριν σηκωθεί, όμως
φοβήθηκε μήπως την ξυπνήσει και προτίμησε απλώς να τη σκεπάσει. Αποφάσισε να
πάει για πρωινό μόνος του, πήρε και το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο από το
ιστορικό αναρχικό βιβλιοπωλείο της Ρώμης, τη Libreria Anomalia. Ήταν οι αναμνήσεις μιας φιγούρας της μιλανέζικης αυτονομίας του ’70,
του Μαουρίτσιο Γκίμπο Γκιμπερτίνι. Ο Δημήτρης ήταν ευτυχισμένος. Είχε περάσει
δύσκολα τα τελευταία χρόνια. Ένα επώδυνο διαζύγιο, επιστροφή στο πατρικό του
(οι γονείς του είχαν πια πεθάνει), το κίνημα σε ύφεση, τα παλιά συντρόφια
μεγαλωμένα και χαμένα. Και να, ξαφνικά, άναψαν κάποια φώτα στη ζωή του, μια νέα
γνωριμία με μια πολύ νεώτερη γυναίκα, επαναφορά
της όρεξης για την έκδοση νέων βιβλίων, παρότι είχε βγει πια στη σύνταξη, συμμετοχή
στα τεκταινόμενα στο κατειλημμένο στέκι της γειτονιάς του. Σε αυτό ακριβώς το
στέκι είχε γνωρίσει την Αθηνά, σε μια εκδήλωση για την υπεράσπιση των βουνών
από τις ανεμογεννήτριες και μάλιστα μέσω ενός παλιού συντρόφου, του Παναγιώτη. Έπιασαν
την κουβέντα και κάποια στιγμή, όταν αυτή έπρεπε να φύγει για να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο, της
πρότεινε να ανταλλάξουν τηλέφωνα, εκείνη έβαλε τα γέλια όταν της είπε ότι δεν
θυμόταν το δικό του απέξω και έπρεπε να συμβουλευτεί το σημείωμα που το είχε
γραμμένο. Ήταν στοιχειώδης η σχέση του Δημήτρη με την κινητή τηλεφωνία, καλά
καλά δεν ήξερε να στέλνει μηνύματα. Πάντως, σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα
πίσω του, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν του είχε κοστίσει, η Αθηνά
ανταποκρίθηκε στο μήνυμά του, βγήκαν, τα είπαν, τα βρήκαν που λέμε. Αν και η κοπέλα
είχε ενίοτε μια σκοτεινιά που ο Δημήτρης δεν ήξερε που οφειλόταν, αλλά όλοι οι
άνθρωποι δεν έχουμε τις σκοτεινές πλευρές μας; Μάλιστα ο Δημήτρης πίστευε ότι
όσο κοντά κι αν έρθουν δυο άνθρωποι, όχι μόνο εραστές αλλά και φίλοι ή
συνεργάτες σε μια δουλειά ή σύντροφοι σε ένα πολιτικό εγχείρημα, πάντοτε θα
έχουν ένα μυστικό που ποτέ δεν θα το εξομολογηθούν στους συνοδοιπόρους τους.
Καλημέρισε τον Πακιστανό ρεσεψιονίστ της πρωινής βάρδιας
και πήγε στην τραπεζαρία του πρωινού. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα,
εντυπωσιακό για τέτοια ώρα, όμως ο χώρος ήταν μικρός και οι ταξιδιώτες φαίνεται
πως βιάζονταν να δουν την Αιώνια Πόλη. Σε ένα τραπέζι καθόταν μόνος του ένας
τύπος, Ιταλός μάλλον, αλλά αν ήταν Ιταλός ήταν σίγουρα νότιος, το πρόδιδε η
κοψιά και οι κινήσεις του. Τον ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει και εκείνος του
απάντησε ευγενικά, «ναι, βεβαίως, ευχαρίστησή μου». Από τα βαριά ιταλικά του ο
Δημήτρης κατάλαβε πως σίγουρα ήταν νότιος, δεν έμοιαζε με τουρίστα, είχε κάτι
από εμπορικό αντιπρόσωπο ή, γέλασε μέσα του, με κάποιον που είχε αναλάβει να
διεκπεραιώσει μια δύσκολη δουλειά, ένα φόνο ας πούμε και ο Δημήτρης το
σταμάτησε εκεί, πολύ Σιμενόν διαβάζω τελευταία, σκέφτηκε. Πήγε να πάρει τον
καπούτσο του από το μηχάνημα, πορτοκαλάδα, μέλι με βούτυρο. Καλή αρχή μέχρι να
ξυπνήσει και η Αθηνά και να φάνει κάτι παραπάνω, αν και το μενού δεν ήταν και
πολύ πλούσιο. Μαλακία επιλογή, ξανασκέφτηκε ο Δημήτρης, καλά που είχαν περάσει
τόσο όμορφα το πρώτο τους βράδυ στη Ρώμη, μετά από μια τέτοια φάση θα είναι
σίγουρα πιο ανεκτική χαμογέλασε μόνος του. Όταν κάθισε για να αρχίσει να πίνει
τον καφέ του και να ψιλοδιαβάσει το βιβλίο του, είδε κάτι ασυνήθιστο μπροστά
του. Ο συνδαιτημόνας του είχε πάρει τρεις καφέδες και μάλιστα διαφορετικούς!
Έναν εσπρέσο στρέτο, έναν αμερικάνο και έναν καπούτσο, τοποθετημένους στη σειρά.
Τον είδε να τους πίνει τελετουργικά, τον έναν μετά τον άλλο. Όταν τελείωσε,
σηκώθηκε και του είπε ευγενικά «ευχαριστώ για την παρέα, να και η κυρία σας».
Πράγματι, η Αθηνά είχε ξυπνήσει και είχε έρθει να τον βρει. Ο τύπος χαιρέτισε
κι αυτή και έφυγε. Ο Δημήτρης είχε εντυπωσιαστεί από την κίνησή του, τρεις
καφέδες στη σειρά και μάλιστα διαφορετικοί! Παράξενες συνήθειες έχουν κάποιοι
άνθρωποι, σκέφτηκε, αλλά το ξέχασε αμέσως καθώς κάθισε απέναντι του η νέα του φίλη.
Η μέρα ήταν πολύ ωραία, πραγματικά ανοιξιάτικη,
περιπλανήθηκαν στη Ρώμη για πολλές ώρες, έκαναν μια μικρή στάση το απόγευμα στο
ξενοδοχείο και μετά νέες βόλτες, με τελική κατάληξη την αγαπημένη πλατεία του
Δημήτρη, το Κάμπο ντε Φιόρι. Μπύρα στο ιστορικό τζαζ μπαρ απέναντι από το
άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο, μισοφέγγαρο στον ανοιχτό ουρανό, μια ωραία
ρωμαϊκή νύχτα που δεν μπορούσαν να διαταράξουν οι φωνές της διπλανής παρέας. Αν
υπάρχει ευτυχία, κάπως έτσι θα είναι σκέφτηκε ο Δημήτρης και άρχισε να λέει
ιστορίες για τη δική του Ρώμη στην Αθηνά, που τον κοίταζε γοητευμένη. Γύρισαν
περπατώντας στο ξενοδοχείο, δίπλα ακριβώς στον σταθμό Τέρμινι, ήταν και οι δύο
πολλοί κουρασμένοι και κοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως.
Το επόμενο πρωί και πάλι ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίς. Τα
ίδια με χθες στην τραπεζαρία. Σε ένα τραπέζι καθόταν μόνος του ο χθεσινός
συνδαιτημόνας. Και πάλι είχε τρεις καφέδες μπροστά του, με την ίδια σειρά
βαλμένους. Πήρε τον δικό του, τον καλημέρισε και αυτή τη φορά έπιασαν την
κουβέντα χωρίς να συστηθούν. Ο τύπος του είπε ότι όντως ήταν εμπορικός
αντιπρόσωπος από το Μπάρι, χωρίς να διευκρινίσει τι ακριβώς αντιπροσώπευε και ο
Δημήτρης του είπε πως ήταν από τα Πατήσια από την Αθήνα και ότι είχε μια
ιδιαίτερη σχέση με την Ιταλία γι’ αυτό και μιλούσε ιταλικά. Όταν τον είδε να
αρχίζει να πίνει τους καφέδες του, ο Δημήτρης δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε τι
ακριβώς σήμαινε για εκείνον αυτή η ιεροτελεστία με τον καφέ. Και ο τύπος του
είπε την ιστορία του.
«Έχω, λοιπόν, μια θεωρία, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος θέλει στη
ζωή του τρία πράγματα που τα θεωρεί θεμελιώδη. Ας πούμε μια τέτοια τριάδα μπορεί
να είναι του τύπου λεφτά-οικογένεια-ήσυχος θάνατος, μια άλλη του τύπου γρήγορο
αυτοκίνητο-έντονη σεξουαλική ζωή-ανεξαρτησία, και πάει λέγοντας. Αν δεν έχουν
κανένα από αυτά τα τρία πράγματα, οι
άνθρωποι νιώθουν δυστυχισμένοι, απογοητευμένοι, συντριμμένοι, σίγουρα δεν είναι ικανοποιημένοι με τη ζωή
τους. Αν τους λείπει ένα ή δύο από τα τρία, μπορεί να είναι ικανοποιημένοι εν μέρει,
όμως πάντοτε αυτό που τους λείπει, και ενίοτε είναι το πιο σημαντικό, τους τρώει καθημερινά και τους βασανίζει μέχρι
να πεθάνουν, καθώς δεν παύουν να το αναζητούν μέχρι το τέλος, που, δυστυχώς,
είναι και απρόβλεπτο πότε θα συμβεί». «Και οι καφέδες»; τον ρώτησε ο Δημήτρης. «Α,
οι καφέδες, οι καφέδες αντιπροσωπεύουν ακριβώς αυτή την τριάδα, πίνεις τον
πρώτο, τον δεύτερο και τέλος τον τρίτο. Όταν τελειώσεις κάνεις τον απολογισμό.
Τους ευχαριστήθηκες και τους τρεις; Είσαι ικανοποιημένος και μπορείς μέχρι και
να κόψεις τον καφέ και να αρχίσεις να πίνεις τσάι. Αν ευχαριστήθηκες τον ένα,
σου μένουν άλλοι δύο που συνεχίζεις να τους πίνεις τις επόμενες μέρες μέχρι να
τους ευχαριστηθείς κι αυτούς. Αν κάποια
στιγμή σου μείνει μόνο ένας, συνεχίζεις να τον πίνεις μέχρι να τον
ευχαριστηθείς κι αυτόν και τότε έρχεται η στιγμή, όπως σου είπα και
προηγουμένως, που κόβεις τον καφέ και αρχίζεις να πίνεις κάτι άλλο. Συνήθως,
βέβαια, όπως σου είπα, σχεδόν πάντοτε μένει κάποιος καφές που δεν τον έχεις
ευχαριστηθείς, γι’ αυτό και πάντοτε συνεχίζεις να τον πίνεις κάθε πρωί. Αυτό δείχνει»,
συνέχισε ο παράξενος συνδαιτημόνας, «δηλαδή το γεγονός ότι συνεχίζεις να πίνεις
έναν καφέ κάθε πρωί, πως πάντοτε σου
λείπει κάτι που εσύ θεωρείς πολύ σημαντικό για τη ζωή σου και ψάχνεις εναγωνίως
σε μια διαδικασία που μπορεί να συνεχιστεί μέχρι να έρθει το τέλος της ζωής
σου. Επίπονη; Εμμονική; Δαπανηρή; Έτσι όμως έχουν τα πράγματα και αυτό θυμίζει
λίγο έναν δικό σας αρχαίο μύθο, αυτόν του Σίσυφου». «Κι εσύ»; τον ρώτησε ο Δημήτρης. «Εγώ», του είπε ο τύπος και τον κοίταξε κάπως
απλανώς, «είμαι εξήντα χρονών και ακόμη συνεχίζω να πίνω τρεις καφέδες το πρωί.
Άρα δεν έχω ακόμη ικανοποιήσει τίποτα από την τριάδα πραγμάτων που για μένα
είναι θεμελιώδη, έτσι ώστε να μπορώ να μπορέσω να πω ότι έζησα κάποια θεμελιώδη
πράγματα που ήθελα, κι έτσι να κόψω έναν ή δυο από τους καφέδες». Ο Δημήτρης
τον κοίταξε αμήχανα, δεν περίμενε να κάνει μια τέτοια κουβέντα σε ένα μέρος όπως
η τραπεζαρία για το πρωινό σε ένα ξενοδοχείο και μάλιστα όπως ήταν αυτό το Καζάλι
στη Ρώμη. Όμως δεν πρόλαβε να το καλοσκεφτεί, γιατί εμφανίστηκε η Αθηνά, με το
ωραίο κίτρινο φορεματάκι της, τα γελαστά πρασινογάλαζα μάτια της και με εμφανή
την καλή της διάθεση. Και πάλι ο τύπος χαιρέτισε ευγενικά, σηκώθηκε και
απομακρύνθηκε χωρίς να πει κάτι επιπλέον. Η Αθηνά ρώτησε τον Δημήτρη τι έλεγαν και αυτός, χωρίς
να ξέρει γιατί, δεν της είπε την αλήθεια, «κοινοτοπίες συζητούσαμε, τι δουλειά
κάνουμε, τι ήρθε να κάνει ο καθένας στη Ρώμη, τέτοια πράγματα», κουβέντα για
την παράξενη εξομολόγηση του τύπου. Και πάλι βόλταραν στην πόλη, επίσκεψη στο Τραστέβερε,
κάνα δυο μουσεία, μεσημεριανός καφές, απόγευμα ξεκούραση στο ξενοδοχείο ,το
βράδυ συναυλία σε μια ιστορική κατάληψη της πόλης, μετά επιστροφή στο
ξενοδοχείο περπατώντας κατά μήκος της βία Τιμπουρτίνα και συζητώντας για τη
Ρώμη του Παζολίνι, έναν σκηνοθέτη και συγγραφέα που τόσο αγαπούσε η Αθηνά. Το
επόμενο πρωί ο τύπος δεν ήταν στην τραπεζαρία, ούτε και το μεθεπόμενο, προφανώς
είχε φύγει και άλλωστε, μετά από τέσσερις μαγικές μέρες στη Ρώμη έφυγαν κι
αυτοί.
Ο Δημήτρης πίσω στην Αθήνα ξανασκέφτηκε τα λόγια του
τύπου. Ποια ήταν η θεμελιώδης τριάδα γι’ αυτόν; Εύκολη απάντηση: κινηματικές
εκδόσεις-έρωτας-ταξίδια. Πόσο το είχε πετύχει; Σχεδόν απόλυτα. Είχε εκδώσει τα
βιβλία που ήθελε, είχε και τον είχαν ερωτευτεί πολύ, από ταξίδια άλλο τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή, όταν μόλις είχαν επιστρέψει από τη Ρώμη, θα έλεγε ότι δεν θα χρειαζόταν
πλέον να πίνει καν καφέ, αυτός τους τρεις καφέδες του τους είχε πιει και
μάλιστα με το παραπάνω. Το γεγονός ότι συνέχιζε να πίνει έναν κάθε πρωί και κάθε
μεσημέρι, ήταν θέμα συνήθειας και δεν είχε καμία σχέση με το σχήμα του τύπου
του ξενοδοχείου. Όμως η ζωή είναι παράξενη και εκεί που λες ότι είσαι
ευτυχισμένος, κάτι έρχεται και τα ανατρέπει όλα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση
αυτό ήταν ο αναπάντεχος χωρισμός του με την Αθηνά. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί ακριβώς
έγινε, ή μπορεί και να μην ήθελε να το καταλάβει, αφού ο Δημήτρης είχε αυτό το
πρόβλημα με τις σχέσεις που γούσταρε και τελικά, όπως συνήθως τα περισσότερα
ωραία πράγματα στη ζωή, τελείωναν και
μάλιστα σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν να ήταν μια χαρά. Η Αθηνά του είπε σαν λόγο
ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, ένιωθε ότι πρόδιδε
και εκείνον και τον Δημήτρη αν θα συνέχιζαν να είναι μαζί, τον αποχαιρέτισε
βουρκωμένη και δεν την ξανάδε πια.
Είχε περάσει πολύ καιρός από εκείνο το ταξίδι στη Ρώμη
και ο Δημήτρης καθόταν στο αγαπημένο του στέκι στο Κολωνάκι, στο «Ντόλτσε» νυν
«Φίλιον», έχοντας δώσει ραντεβού με τον αγαπημένο του φίλο τον Χρήστο για να τα
πούνε για μια ακόμη φορά. Όπως πάντα τον περίμενε για να παραγγείλουν τον καφέ
τους και στο μεταξύ κοίταζε ένα βιβλίο που μόλις είχε εκδώσει και θα το έδινε
στον φιλαράκι του. Και τότε τον είδε. Στην αρχή αυτό που του τράβηξε την
προσοχή στο απέναντι τραπέζι ήταν ότι ο σερβιτόρος άφησε τρεις καφέδες στο
τραπέζι, παρότι εκεί καθόταν ένα μόνο άτομο. Στη συνέχεια είδε αυτό το άτομο να
πίνει μόνο του και τους τρεις καφέδες, τον έναν μετά τον άλλο. Και μετά
διαπίστωσε ότι αυτό το άτομο ήταν εκείνος ο τύπος που είχε συναντήσει στο
ξενοδοχείο Καζάλι κάμποσα χρόνια πριν. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, σηκώθηκε και
τον πλησίασε. Άρχισε να του μιλάει ιταλικά και να του λέει για εκείνη την παλιά
γνωριμία τους. Ο τύπος δεν έδειξε ξαφνιασμένος και μάλιστα θα μπορούσε να πει
κανείς το αντίθετο. Επιτέλους συστήθηκαν και του Δημήτρη αμέσως του έκανε
εντύπωση το όνομα του συνομιλητή του, Μαουρίτσιο, όπως το όνομα του συγγραφέα
του βιβλίου που του είχε χαρίσει τότε η Αθηνά. Όπως ήταν φυσικό, ο Δημήτρης τον
ρώτησε τι έκανε στην Αθήνα. Ο Μαουρίτσιο του είπε ότι τον είχε στείλει η
εταιρία του για κάποιες παραγγελίες, είχε ξανάρθει στην Ελλάδα, δεν ήταν η
πρώτη φορά. Και αμέσως μετά τον ρώτησε: «Πόσους καφέδες πίνεις Δημήτρη;» Ο
Δημήτρης τα έχασε, γιατί πάντοτε έναν καφέ έπινε, ποτέ δεν είχε υιοθετήσει τη
στάση του συνομιλητή του. «Έναν», είπε, «έναν. Εσύ όμως συνεχίζεις να πίνεις
τρεις». Ο Μαουρίτσιο γέλασε και του είπε: «Ναι, είμαι από τους άτυχους αυτής
της ζωής, δεν κατάφερα να ευχαριστηθώ ούτε ένα από τα πράγματα που θεωρούσα
θεμελιώδη στη ζωή μου. Κι εσύ;» Ο Δημήτρης έμεινε για λίγο σκεφτικός και του
είπε: «Εγώ γενικά τα ευχαριστήθηκα τα πράγματα που θεωρούσα θεμελιώδη στη ζωή
μου, δεν έχω παράπονο. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, σε σχέση με ένα θα ήθελα να
το είχα απολαύσει περισσότερο». Ο Μαουρίτσιο του γέλασε και πάλι και του είπε:
«Να μαντέψω;». «Για να δούμε» του απάντησε ο Δημήτρης. «Τον έρωτα» του είπε ο
Μαουρίτσιο, «τον έρωτα δεν έχεις ευχαριστηθεί, γιατί μάλλον δεν έχεις ένα
κορίτσι σαν κι αυτό που ήσουν τότε μαζί στη Ρώμη. Σε άφησε ε;». Ο Δημήτρης
έμεινε και πάλι για λίγο άφωνος, απίστευτος ο συνομιλητής του. «Ναι», του είπε,
«πράγματι έτσι έγινε και μετά, για να είμαι ειλικρινής δεν βρήκα κάτι εξίσου
ενδιαφέρον, κι έτσι σήμερα είμαι μόνος μου». Ο Μαουρίτσιο, μάλλον αναπάντεχα
σηκώθηκε και του είπε «Δυστυχώς πρέπει να φύγω ,έχω ένα επείγον ραντεβού και
ήδη έχω καθυστερήσει, ίσως τα ξαναπούμε φίλε Έλληνα και σου εύχομαι την επόμενη
φορά που θα βρεθούμε να πίνεις τσάι». Ο Δημήτρης γέλασε του έσφιξε το προτεταμένο
του χέρι και με τη σειρά του τού είπε «χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα και εύχομαι
και σένα τουλάχιστον να πίνεις έναν καφέ και όχι τρεις κάθε μέρα».
Ο Μαουρίτσιο απομακρύνθηκε και ο Δημήτρης
ξανακάθισε στη θέση του. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Χρήστος. «Σε είδα από
μακριά να χαιρετιέσαι με κάποιον, φίλος σου;». «Ναι φίλος από τα παλιά, πολύ
παλιά θα έλεγα, ωραία ιστορία αλλά δεν είναι της παρούσης». Όταν επέστρεψε στο
σπίτι του πήγε να ψάξει το παλιακό κινητό του. Τώρα πια είχε κι αυτός ένα σύγχρονο,
η τεχνολογία τον είχε παρασύρει κι αυτόν. Το άνοιξε και είδε τα μηνύματα της
Αθηνάς που τα είχε κρατήσει στη μνήμη του τηλεφώνου. Σε ένα από αυτά του έγραφε
το μέρος που θα έπιναν τον μεσημεριανό καφέ τους και δεν ήταν άλλο από το
«Ντόλτσε», νυν «Φίλιον». Συγκινήθηκε και αμέσως σκέφτηκε ότι αν και είχε κάνει
τόσα πράγματα στη ζωή του σε σχέση με τους άλλους δύο καφέδες, τις εκδόσεις και
τα ταξίδια, αυτόν τον καφέ, τον πιο σημαντικό στη ζωή του, δεν είχε σταματήσει
να τον πίνει, σημάδι ότι δεν τον είχε ευχαριστηθεί. Αχάριστος; ίσως, όμως ποιος
μπορεί να πει ποτέ πως πραγματικά τον έχει χορτάσει τον έρωτα ; Και αμέσως μετά
σκέφτηκε ότι δεν είχε ρωτήσει τον Μαουρίτσιο ποια ήταν η δική του θεμελιώδης
τριάδα στη ζωή. Όπως σκέφτηκε και τι να είχε απογίνει η Αθηνά και πόσους
καφέδες θα έπινε εκείνη. Και μετά Θυμήθηκε ένα παλιό τραγουδάκι του Πιέρο
Τσιάμπι για μια lυπημένη, πολύ λυπημένη αιώνια βραδιά. Όμως εκείνα τα βράδια στην αιώνια
πόλη ήταν χαρούμενα, πολύ χαρούμενα βράδια. Κι αν τέλειωσαν, ποτέ δεν τα είχε
ξεχάσει ούτε ποτέ θα τα ξεχνούσε. Ίσως μάλιστα ο δικός του καφές να μην είχε να
κάνει τελικά με τον έρωτα. Αλλά με εκείνη την τρέλα που κάποιες στιγμές κάνει
τους ανθρώπους να πηγαίνουν ενάντια στο ρεύμα, που, όπως έλεγε ο Φιτζέραλντ,
μας γυρίζει πάντοτε στο παρελθόν και τους οδηγεί να βρίσκονται σε ένα μαγικό
παρόν το οποίο, δυστυχώς, δεν προλαβαίνει να γίνει μέλλον.
Παναγιώτης Καλαμαράς
Πατήσια -Ξημερώματα της 17ης
Οκτώβρη 2025
Υ.Γ. Στην είσοδο του νεκροταφείου Ζωγράφου, το πρωί της 9ης Οκτώβρη 2025, ο καλός φίλος Άγγελος με ρώτησε αν θυμάμαι το πώς τελειώνει η ταινία Τέλος εποχής: οι παλιές φίλες και φίλοι ξανασυναντώνται στην κηδεία ενός από την παρέα τους στα σχολικά τους χρόνια. Δηλαδή, η κηδεία του φίλου τους αποτελεί την αφορμή για να σημάνει για όλες/ους αυτές/ους το τέλος εποχής. Ποιας εποχής; Της εποχής της νεότητας, της ανεμελιάς, των προσδοκιών, των μεγάλων υποσχέσεων… Απάντησα στον Άγγελο, βλέποντας το τεράστιο πλήθος που μαζευόταν για την κηδεία του Χρηστάρα και, κυρίως, βλέποντας την ηλικιακή και ενδυματολογική (!) σύνθεση αυτού του πλήθους, πως ναι, ο θάνατος του Χρήστου Σπήλιου είναι το τέλος μιας εποχής, που θα μπορούσε να μπορούσε να συνοψιστεί με το τρίπτυχο «ουσίες, συνουσίες και κόντρα σε όλες τις εξουσίες». Όχι πως αυτό το τρίπτυχο δεν υπάρχει και δεν εκφράζεται και σήμερα, όμως αυτό που εμβληματικά ενσάρκωσε ο Χρήστος είχε κάποια δικά του, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που είχαν να κάνουν και με τη γεωγραφία της μητρόπολης Αθήνα και ειδικότερα τα Εξάρχεια. Αν λέω λοιπόν ότι μιλάμε για τέλος εποχής, είναι ακριβώς γιατί πλέον τα Εξάρχεια του Χρήστου και πάμπολλων άλλων, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν υπάρχουν πια. Και δεν υπάρχουν όχι γιατί έχει καταστραφεί η πλατεία, έχουν κλείσει στέκια και εμβληματικά μαγαζιά, αλλά γιατί έχει χαθεί εκείνη η αύρα της περιοχής, που παρά τα προβλήματα που υπήρχαν και άλλοτε, της έδιναν μια ξεχωριστή ποιότητα. Μια ποιότητα που ενσάρκωναν ακριβώς άνθρωποι όπως ο Χρήστος, αεικίνητος με το μηχανάκι του, πάντα στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων και των διαδηλώσεων, να παρακολουθεί και να συμμετέχει ανελλιπώς στις ποικίλου είδους εκδηλώσεις και συνελεύσεις, μόνιμος θαμώνας των «εντευκτηρίων» της περιοχής με κινηματικό άρωμα. Και ακριβώς επειδή ο Χρήστος ενσάρκωνε αυτή την ποιότητα, μαζεύτηκε τόσος κόσμος στον τελευταίο του αποχαιρετισμό, πετυχαίνοντας με τον θάνατό του ο Χρήστος να μαζέψει όλες τις φυλές της πλατείας Εξαρχείων: μπαχαλιακοί και σοβαροί εξεγερτικοί, αεκτζήδες, ολυμπιακοί και φίλαθλοι του Αστέρα Εξαρχείων, μαγαζάτορες, υπάλληλοι και πελάτες, μεγάλες/οι και μικρές/οι (με τις μεγαλύτερες ηλικίες να πλειοψηφούν, αλλά έκανε εντύπωση η παρουσία πολλών νεότερων ατόμων), διανοούμενοι και άνθρωποι περισσότερο της πράξης, αναρχικοί και κομμουνιστές. Είναι κρίμα που τόσοι άνθρωποι πέρασαν από αυτόν τον «χώρο» και την πλατεία του, και δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την οικειοποίηση της περιοχής από τις δυνάμεις του θεάματος. Μπορούσε να γίνει αλλιώς; Άνθρωποι σαν τον Χρηστάρα το πίστευαν και το πάλεψαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Άλλοι προτίμησαν να την κάνουν για άλλες πολιτείες (όχι και τόσο αναρχικές). Αρκετοί προσπάθησαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση και το κίνημα. Όμως η πλατεία χάθηκε και το τέλος εποχής ήρθε. Κρίμα και που ήταν ο θάνατος ενός ανθρώπου που το σηματοδότησε. Αλλά κάπως έτσι δεν τελειώνουν τα πράγματα; Οι καταλήψεις κλείνουν, ενίοτε χωρίς την επέμβαση των μπάτσων, οι ομάδες διαλύονται, σχεδόν πάντοτε από τις αξεπέραστες διχογνωμίες των ατόμων που τις απαρτίζουν, φιλικές και ερωτικές σχέσεις τελειώνουν γιατί όλα τελικά έχουν ένας τέλος. Δύο ερωτήματα προκύπτουν τότε: Πρώτον, πώς χειρίζεσαι τον πόνο που προκαλεί ένα τέλος σε κάτι που αγάπησες πολύ και δεύτερον τι κάνεις μετά, συνεχίζεις η αναπολώντάς τα να κλαις; Ο Νέγκρι έλεγε ότι όποιος θυμάται δεν ζει και όποιος ζει δεν θυμάται. Οπότε όχι στη μνήμη που γίνεται θηλιά και θλίψη, και ναι στη ζωή που μπορεί να μην την αλλάξαμε αλλά τουλάχιστον δεν την εξευτελίσαμε. Το προηγούμενο βράδυ της κηδείας, μιλούσα για πολύ ώρα με την καλή μου φίλη Χριστίνα, παλιά καραβάνα της πλατείας και αυτή μου είπε ότι, έτσι, σαν όνειρο, θα ήθελε να δει όλες και όλους αυτές και αυτούς που πέρασαν από αυτή την πλατεία, ζωντανές/ους και νεκρές/ους να κατεβαίνουν ξαφνικά από τον λόφο του Στρέφη και να τη γεμίζουν, αυτή και όλους τους γύρω της δρόμους. Δεν ξέρω για τις νεκρές/ους, αλλά θα ήταν ωραίο να συνέβαινε με τους ζωντανούς/ες. Και ποιος ξέρει, ίσως τότε να ξανάτρεχαν οι μάγκες να πιάσουν τα γιοφύρια και οι μπάτσοι να μας έκλαναν τ’ αρχίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου