Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

«Προβοκάτσια»


Ιδού ένα ανυπόγραφο κείμενο που δημοσιεύτηκε το μακρινό 1975 στο περιοδικό “Puzz”, έκφραση εκείνου του ιταλικού ριζοσπαστικού ρεύματος που διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδρομή ομάδων όπως εκείνες της Συμβουλιακής Οργάνωσης ή της Λουντ. Πρόκειται για το εισαγωγικό κείμενο της «Προβοκάτσιας», μιας σειράς τετραδίων ριζοσπαστικής κριτικής που περιελάμβανε κείμενα ποικίλης προέλευσης, κοινών, όμως, ως προς την τάση τους να αναζητούν σημεία επίθεσης στην υπαρκτή κυριαρχία του κεφαλαίου. Ένας από τους κύριους συντελεστές αυτού του σχεδίου ήταν ο Τζόρτζο Τσεζαράνο, στον οποίο ανήκει πιθανότατα και το παρόν κείμενο.

Οι πολιτικές συμμορίες της αστυνομίας και των κομμάτων αρέσκονται ολοένα και περισσότερο στο να προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είμαστε. Αφού, όμως, εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αναγνωριστούμε παρά μόνο μέσα από την κριτική που ξεκαθαρίζει ποιοι δεν είμαστε και τι δεν θέλουμε· αφού εμείς οι ίδιοι μιλάμε τη γλώσσα αυτών που ζουν την αντίφαση και τη μη ταυτότητα· αφού μπορούμε να υπάρχουμε ως πολλαπλό υποκείμενο μόνο υπό τον όρο ότι βιώνουμε συλλογικά τις εν εξελίξει αντιφάσεις μας με τις ίδιες μορφές που βιώνουμε τις πραγματώσεις μας, παρότι υποκείμεθα σταδιακά σε κάθε είδους αφομοίωση· θεωρούμε, συνεπώς,  ότι η προσπάθεια εξακρίβωσης της ταυτότητάς μας μέσα από λογικές δοκιμασμένες εδώ και δύο αιώνες αντεπανάστασης, θα αποδειχθεί γελοία και άδοξη σε όποιον θέλει να μας φυλακίσει σε μια απλή διατύπωση, προκειμένου να μας βάλει πιο εύκολα μέσα στα τείχη της φυλακής. «Προβοκάτορες» είναι ο όρος που αποδίδει  την ταυτότητα μας στα δηλητηριώδη κείμενα του καθεστωτικού τύπου, μέσω εκείνης της σημασιολογικής ενορχήστρωσης που βάζει στην ίδια πλευρά τη «δημοκρατική» δημοσιογραφία και τομ «αγωνιστικό» τύπο. Αποδεχόμαστε, αντιστρέφοντάς τον, αυτόν τον όρο.

Αν «προβοκάτορας» σημαίνει άνδρες και γυναίκες που δεν αποδέχονται τις αθλιότητες του πολιτικού παιχνιδιού· αν σημαίνει άτυπους πυρήνες που διαφεύγουν κάθε σχήματος μιας ιεραρχικοποιημένης συμμορίας· αν χαρακτηρίζει εμπειρίες που δεν μπορούν με τίποτα να μπουν κάτω από τις ταμπέλες «επαναστατικών» θεωριών, ηττημένων τώρα πια από την ίδια την ιστορία και οικειοποιημένων από την αντεπανάσταση· αν διακρίνει αυτόν που δεν υφίσταται την εσωτερίκευση του κεφαλαίου και μάχεται για να υπάρχει κάθε είδους αυτοαξιοποίηση· αν σημαίνει την ανάπτυξη μιας σκέψης και μιας πρακτικής που αρνούνται να συγκροτηθούν σε σφαίρες που διαχωρίζουν το ατομικό από το συλλογικό βίωμα· αν «προβοκάτορας» σημαίνει όλα αυτά, τότε, ναι, είμαστε προβοκάτορες!

Είμαστε προβοκάτορες εκείνης της διαδικασίας απομυθοποίησης που αναγκάζει τους αστυνομικούς, τους καθεστωτικούς πολιτικούς και τους αρχισυμμορίτες της πλαστής αντιπολίτευσης να αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα συμμαχώντας δημοσίως εναντίον μας, υιοθετώντας τις ίδιες πρακτικές κατάδοσης, τρομοκρατίας, συκοφάντησης, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα και την ίδια λογική και ανατρέχοντας στις ίδιες προστυχιές και στα ίδια χυδαία ψέματα. Είμαστε προβοκάτορες εκείνης της διαδικασίας ξεπεράσματος που οδηγεί τους ειλικρινείς επαναστάτες να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν τους και να σταθούν στο ύψος της ιστορικής στιγμής και της ριζοσπαστικής έντασης της εποχής μας, διαμορφώνοντας εκείνη την τάση που αναζητεί μια οπτική της ολότητας, η οποία, αυτή και μόνο αυτή, οδηγεί την κριτική από τις σημερινές μορφές της καπιταλιστικής κυριαρχίας στην κατάφαση της σύνθεσης κάθε κατακερματισμένης και ιδιαίτερης αποξένωσης, στη σύνοψη και στο σημείο έκρηξης κάθε ξεπεράσματος της καταπίεσης. Είμαστε και θα μείνουμε μέχρι τέλος οι προβοκάτορες της επαναστατικής διαδικασίας.

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Την 1η Μάρτη τρέχοντος έτους, έφυγε από τη ζωή ο Φώτης Πάλλας, ηγετική μορφή του κινήματος ενάντια στον 815 στο μετερίζι της Νομικής σχολής της Αθήνας. Ήταν κάποια μέρα μετά την 19η Δεκέμβρη 1979, την ημέρα δηλαδή που μετά τη ψηφοφορία στη συνέλευση του Νομικού, τη λειτουργία της κατάληψης ανέλαβε η γενική συνέλευση της σχολής και τα όργανά της, ενάντια στη λογική της ανάθεσης του αγώνα στο διοικητικό συμβούλιο των φοιτητών (ελεγχόμενο από τους σταλινικούς, τους εναπομείναντες πασόκους και τους κρυπτοσταλινικούς, που αργότερα κάποιοι από αυτούς έγιναν υπουργοί με τα γνωστά  αποτελέσματα), όταν κάποιοι από εμάς, τους τότε λεγόμενους αυτόνομους του Οικονομικού (ή «επισήμως», «Παρέα του Οικονομικού»), ενώ τριγυρνούσαμε στο υπόγειο της Νομικής, κάπου εκεί έξω από το τότε αμφιθέατρο «Τριανταφυλλόπουλου», πέσαμε πάνω σε ένα συνεργείο της σουηδικής τηλεόρασης, το οποίο έψαχνε εναγωνίως τον «Κόκκινο Φώτη» για να του πάρει συνέντευξη. Εκπλαγήκαμε και τους είπαμε ότι εμείς ξέραμε μόνο τον «Κόκκινο Ντάνι», του οποίου μάλιστα έτυχε να διαβάζουμε εκείνη την εποχή το βιβλίο «Το μεγάλο παζάρι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος. Τελικά του έμεινε το παρατσούκλι του Πάλλα, ενός τύπου που κινήθηκε ανάμεσα στον «προβοκάτορα» και στο αναγνωρισμένο «ακραίο πολιτικά» στέλεχος της Β΄Πανελλαδικής. Αυτός, μαζί με τα τότε συντρόφια του, «συνεδρίαζαν» στον «Ιπποπόταμο» (που τότε δεν σέρβιρε μπύρα αλλά μόνο «σκληρό» οινόπνευμα), εμείς, κυρίως στο καφενείο «Δωδώνη», απέναντι από τη Νομική, αλλά και στη «Δεξαμενή» και στο «Λούκι». Η τελευταία εμφάνιση επί κινηματικής σκηνής του Φώτη Πάλλα έγινε στην απαγορευμένη πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου 1980, εκείνη την πορεία των «δέκα χιλιάδων προβοκατόρων», που τελείωσε με τη δολοφονία από τους μπάτσους των Κουμή-Κανελλοπούλου και την περιφρούρηση του Πολυτεχνείου από τα «ταραχοποιά στοιχεία» από τα ΚΝΑΤ και τους οικοδόμους της ΕΣΑΚ-σ, δηλαδή το σιδερένιο χέρι των σταλινικών μπάτσων. Συνέχισε τον αγώνα του από άλλα μετερίζια, κυρίως αυτό της μαχόμενης δικηγορίας, τριγυρνώντας πάντα στα αγαπημένα του Εξάρχεια (όντας γνήσιο τέκνο τους). Θα έπινα μια μπύρα στην υγειά του στον «Ιπποπόταμο»(που τώρα πια σερβίρει μπύρα), αλλά καθώς δεν με βγάζει πλέον ο δρόμος προς τα εκεί, προτίμησα να μεταφράσω ένα κειμενάκι στη μνήμη του, αλλά και στην υγειά των βετεράνων «προβοκατόρων» που ξαναβρεθήκαμε στην Πανεπιστημίου στις 28 Φλεβάρη στη συγκέντρωση για τα Τέμπη, φωνάζοντας μαζί με χιλιάδες άλλους, νέους «προβοκάτορες», Μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η Αλληγορία της πολιτικής - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Antonio Ligabue

Είμαστε όλοι στην κόλαση, όμως κάποιοι φαίνεται να σκέφτονται πως εκεί δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν πέρα από το να μελετούν και να περιγράφουν λεπτομερειακά τους διαβόλους, την τρομακτική τους όψη, την άγρια συμπεριφορά τους, τις επίβουλες σκέψεις τους. Ίσως έτσι αυταπατώνται ότι θα μπορέσουν να ξεφύγουν από την κόλαση και δεν αντιλαμβάνονται πως  αυτό που τους κατέχει ολοκληρωτικά δεν είναι παρά η χειρότερη των ποινών που οι διάβολοι έχουν επινοήσει για να τους βασανίζουν. Όπως ο αγρότης στην καφκική παραβολή, έτσι κι αυτοί το μόνο που κάνουν είναι να μετρούν τους ψύλλους στο πέτο του φύλακα.  Εξυπακούεται πως ούτε θα ήταν σωστό να περνούν, αντιθέτως, τον καιρό τους στην κόλαση περιγράφοντας τους αγγέλους του παραδείσου –είναι κι αυτή μια ποινή, προφανώς λιγότερο σκληρή, αλλά όχι λιγότερο μισητή από την άλλη. Η πραγματική πολιτική βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο ποινές. Αυτή ξεκινά προπάντων με τη γνώση του πού βρισκόμαστε και ότι δεν θα ξεφύγουμε τόσο εύκολα από την καταχθόνια μηχανή που μας περιβάλλει. Για τους δαίμονες και τους αγγέλους ξέρουμε αυτό που πρέπει να ξέρουμε, αλλά ξέρουμε επίσης ότι είναι βάσει μιας απατηλής εικόνας του παραδείσου που φτιάχτηκε η κόλαση και ότι κάθε έγερση του τείχους της Εδέμ παραπέμπει στο βάθεμα της αβύσσου της  Γέενα. Για το καλό ξέρουμε λίγα και είναι ένα ζήτημα στο οποίο δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε· για το κακό ξέρουμε μονάχα ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι που κατασκευάσαμε την καταχθόνια μηχανή με την οποία βασανιζόμαστε. Ίσως μια επιστήμη του καλού και του κακού να μην υπάρξει ποτέ και σαφώς δεν μας ενδιαφέρει στο εδώ και τώρα. Η πραγματική γνώση δεν είναι μια επιστήμη –είναι, μάλλον, μια διέξοδος. Και είναι πιθανό σήμερα αυτή να συμπίπτει με μια επίμονη, διαυγή, γρήγορη αντίσταση επί τόπου.

8 Μάρτη 2025


«Εκείνη την νύχτα το κράτος θα μπορούσε να σώσει τον Άλντο Μόρο» - Συνέντευξη με τον Φράνκο Πιπέρνο


Ξεκινάμε από τη διαπραγμάτευση, εκείνη που προσπάθησες να κάνεις εσύ και ο Λανφράνκο Πάτσε [επιφανές μέλος της Εργατικής Αυτονομίας, σ.τ.μ.].

Η ιδέα ήταν του Πάολο Μιέλι [επιφανής Ιταλός δημοσιογράφος, τότε στην αρχή της καριέρας του, αλλά και πρώην μέλος της Εργατικής Εξουσίας, σ.τ.μ.] και του Λίβιο Ζανέτι, τότε διευθυντή του «Espresso», του μοναδικού εντύπου που είχε παρακολουθήσει τις διάφορες φάσεις του κινήματος και με το οποίο πολλοί από εμάς είχαμε μια κάποια οικειότητα. Ο Ζανέτι με φώναξε και μου είπε ότι ήθελε να με συναντήσει ο Κλαούντιο Σινιορίλε [επιφανές τότε μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, σ.τ.μ.].

Όλα αυτά συνέβησαν με την ενθάρρυνση του Μπετίνο Κράξι [επικεφαλής τότε του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργός, σ.τ.μ.];

Υποθέτω πως ναι, αν και δεν έχω αποδείξεις. Εκείνη την εποχή, τον Απρίλη του 1978, εγώ βρισκόμουν ήδη στην Καλαβρία και η γυναίκα που είχα παντρευτεί –η Φιόρα Πίρι– είχε συλληφθεί εδώ και λίγο καιρό. Γι’ αυτό στην αρχή προέβαλα ισχυρή αντίσταση στο να αποδεχτώ εκείνη τη συνάντηση, φοβόμουν την εμπλοκή μου σε κάτι που θα είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της θέσης της Φιόρα, κατηγορούμενης –μαζί με έναν μεγάλο αριθμό ατόμων– ότι βρισκόταν στην οδό Φάνι.

Όμως στη συνέχεια αποφάσισες να συναντηθείς με τον Σινιορίλε.

Αυτό που με έπεισε ήταν ένα νέο τηλεφώνημα του Πάολο Μιέλι, αλλά και η επιδείνωση της κατάστασης της Φιόρα. Σκέφτηκα πως αν ο Μόρο σκοτωνόταν, θα ήταν δυσάρεστο για όλους μας. Έτσι πήγα στη Ρώμη και συνάντησα τον Σινιορίλε κάμποσες φορές –πρώτα μόνος μου, μετά με τον Λανφράνκο Πάτσε, που πριν από εμένα είχε τον τρόπο να φτάσουν γρήγορα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες οι προτάσεις εκείνης της πλευράς του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ηγούνταν ο Κράξι και όχι ο Τζάκομο Μαντσίνι –σε ένα σπίτι στην οδό Κόρσο που έμενε ένας από τους χρηματοδότες του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ήμασταν σε καλό σημείο. Το πίστευα εγώ, το πίστευε και ο Σινιορίλε.

Ποια ήταν η πρόταση;

Ένας εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα ο Αμίντορε Φανφάνι, θα αναλάμβανε δημοσίως την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τους ταξιαρχίτες, στη βάση της αποφυλάκισης κάποιων από εκείνους που είχαν συλληφθεί, αλλά, προπάντων, στη βάση του κλεισίματος της φυλακής της Αζινάρα, μιας ιδιαιτέρως σκληρής φυλακής, θα έλεγα στα όρια του βασανιστηρίου. Αυτός ο εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατίας, θα έπρεπε να δείξει διατεθειμένος να προτείνει και να υλοποιήσει ένα γενικό μέτρο που θα ήταν ενταγμένο στο πλαίσιο της νομιμότητας. Το πιο συγκεκριμένο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα προσδιοριζόταν στη συνέχεια. Εκείνη τη στιγμή αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν να σταματήσει εκείνη η διαδικασία που θα οδηγούσε στην εκτέλεση του Μόρο και να υπάρξει μια ένδειξη για το ποια από τα αιτήματα των Ερυθρών Ταξιαρχιών θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά νομίμως από το κράτος. Και όλα αυτά θα γίνονταν όχι από κάποιον που θα αναλάμβανε την ευθύνη εκ μέρους του κράτους, αλλά από τον Φανφάνι, που θα αναλάμβανε μονάχα την πολιτική ευθύνη.

Είπες ότι η διαπραγμάτευση έμοιαζε σχεδόν ολοκληρωμένη. Τι την εμπόδισε;

Το βράδυ της Παρασκευής πριν την εκτέλεση του Μόρο, πήγαν στον Σινιορίλε ο στρατιωτικός σύμβουλος της Προεδρίας της Δημοκρατίας και ένας καραμπινιέρος μοτοσυκλετιστής, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταφέρουν αυτές τις «ενδείξεις» στον Φανφάνι. Έτσι εγώ εκείνη την Παρασκευή το βράδυ  ήμουν πεισμένος ότι οι πιθανότητες να σωθεί ο Μόρο ήταν μεγάλες. Ομολογώ τίμια ότι δεν συμπαθούσα καθόλου τον Μόρο και δεν είχα καμία ιδιαίτερη αγωνία αν θα τον εκτελούσαν ή όχι. Όμως εκείνο που μου φαινόταν προφανές, ήταν το γεγονός πως αν εκτελούνταν ο Μόρο, πέρα από έγκλημα, επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο λάθος λόγω των συνεπειών που θα είχε όχι τόσο για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έτσι κι αλλιώς ήταν παράνομες, αλλά, προπάντων, για το κίνημα.

Ήταν ο Κοσίγκα [τότε υπουργός Εσωτερικών, κατόπιν πρωθυπουργός αλλά και πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, σ.τ.μ.] αυτός που οδήγησε στην αποτυχία της διαπραγμάτευσης;

Δεν είμαι σε θέση να πω κάτι τέτοιο. Σαφώς ένα από τα λάθη ήταν πως αντί για τον Φανφάνι μιλούσαμε με έναν άνθρωπο του κύκλου του, που λεγόταν Μπαρτολομέι. Θυμάμαι εκείνη τη δήλωση που μεταδόθηκε στις νυχτερινές ειδήσεις: μπερδεμένη και ντροπαλή. Δεν μπορούσε να έχει καμία επίδραση στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Ας επιστρέψουμε στον Κοσίγκα.

Ο Κοσίγκα είχε αποφασίσει πως θα ήταν καλύτερο να θυσιαστεί ο Μόρο. Θα το πει και ο ίδιος κάμποσα χρόνια μετά. Και πιστεύω ότι στην απόφασή του είχε καθοριστική επίδραση στη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πιστεύω ότι αυτοί που έθεσαν απολύτως βέτο σε κάθε πιθανότητα διαπραγμάτευσης ήταν ακριβώς τα διευθυντικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Κοσίγκα συμπαρατάχθηκε μαζί τους για κρατήσει όρθια τη σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και να σώσει τον ιστορικό συμβιβασμό. Και σε σχέση με αυτό υπήρχε και η συναίνεση του τότε γραμματέα της Χριστιανοδημοκρατίας, του Μπενίνιο Ζακανίνι. Ενώ ο Φανφάνι, σύμφωνα με όσα μου είπε ο ίδιος ο Σινιορίλε, ήθελε να δοκιμάσει.

Συνεπώς υπήρξε μια σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ρεύματα της Χριστιανοδημοκρατίας.

Ακριβώς. Η αριστερή πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας είχε συμπαραταχθεί με τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, που δεν ήθελε με τίποτα την έμμεση αναγνώριση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, λόγω των συνεπειών που θα είχε κάτι τέτοιο στο επίπεδο της οργάνωσης του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ξεκινώντας από τα μεγάλα εργοστάσια. Άλλωστε, το απέδειξε όταν την επόμενη χρονιά ο Ντάλα Κιέζα συνέλαβε μέσα σε μια νύχτα μόνο 80 εργάτες και δεν έκανε τίποτα. Στα εργοστάσια υπήρχε ταξιαρχίτικη παρουσία που το Κομμουνιστικό Κόμμα την έβλεπε ως «ανταγωνιστική».

Εν συντομία, εσύ λες ότι η Χριστιανοδημοκρατία, ή τουλάχιστον ένα μέρος της, ήθελε τη διαπραγμάτευση και ότι η γραμμή της αδιαλλαξίας ήταν ένα «δώρο» στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και εκείνη η πλευρά δεν ήταν η πλευρά του Κοσίγκα.

Ήταν ένα επεισόδιο που αποκάλυπτε την κακή συνείδηση της ιταλικής πολιτικής τάξης, σε αυτή την τάξη όλοι έλεγαν ψέματα. Η Χριστιανοδημοκρατία θα διαπραγματευόταν όπως είχε κάνει σε άλλες περιπτώσεις και όπως, άλλωστε, είχε συμβεί σε άλλες χώρες πριν και μετά τον Μόρο. Δεν λέω ότι ο Μπερλινγκουέρ ήθελε την εκτέλεση του Μόρο. Λέω ότι ακόμη κι αν είχε απαχθεί ένα δικό τους στέλεχος, ο σύντροφος Παγιέτα για παράδειγμα, θα τον είχαν θυσιάσει. Ήταν στη λογική του κόμματος. Με τίποτα δεν ήθελε να δεχτούν ένα αίτημα που θα χρησίμευε στη νομιμοποίηση του τρομοκρατικού-ανατρεπτικού ρεύματος. Οι κομμουνιστές εκείνη την εποχή ήταν σαφώς προσανατολισμένοι σε μια πολιτική ξεπεράσματος της «παραδοσιακής αντίθεσης» και της ιδέας ότι το κόμμα έπρεπε να οδηγήσει σε μια κοινωνική ανατροπή.

Η απαγωγή του Μόρο ως η στιγμή της αλήθειας λοιπόν;

Ναι, η κρίση της Δημοκρατίας άρχισε τότε, γιατί οι κομμουνιστές είχαν γίνει πλέον οι στυλοβάτες της καθεστηκυίας τάξης, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ήταν εκείνοι που είχαν καταγγείλει σαφώς τους συντρόφους. Σκέψου ότι στο Τορίνο, ο Τζουλιάνο Φεράρα ως ο εκεί επικεφαλής του κόμματος, μαζί με τον Φασίνο, προωθούσαν τις ανώνυμες καταγγελίες. 

Όμως τους ειδικούς νόμους τους έφτιαξε ο Κοσίγκα.

Ο Κοσίγκα ήταν ένας εκτελεστής, σαφώς όχι ένας ωμός εκτελεστής, αλλά σε εκείνη την περίπτωση στην ουσία υλοποίησε τις απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κι αυτός ήξερε ότι είχε φτάσει στον πάτο του βαρελιού της νομιμότητας με τους ειδικούς νόμους, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές που ψεύδονταν. Θυμάμαι όταν είχε έρθει στον Καναδά και ζήτησε να με δει μέσω μιας καλόγριας που τώρα έχει πεθάνει, της καλόγριας Τερεζίλα. Μιλήσαμε για την αμνηστία. Ήταν παρών και ο Πάτσε. Βλέπεις ότι ο Κοσίγκα ήταν ένας από εκείνους που πίστευαν ότι με την αμνηστία θα έκλειναν οι πιο φρικτές πλευρές εκείνων των χρόνων. Εκείνοι οι νόμοι, το ήξερε, είχαν αλλάξει σε βάθος τα νομικά ήθη της Ιταλίας. Η παρουσία των δικαστών στις πολιτικές υποθέσεις ξεκίνησε τότε. Ο Κοσίγκα ήξερε ότι είχε προκαλέσει ένα βαθύ τραύμα στη ιταλική νομική παράδοση, συνεπώς θεωρούσε την αμνηστία σαν έναν από τους τρόπους για να επουλώσει εκείνο το τραύμα.

Όμως ενώ αναγνώρισε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ως πολιτικό υποκείμενο, μακέλεψε το κίνημα.

Τις αναγνώρισε μετά. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών ήταν αδίστακτος. Σκέψου –κι αυτό είναι αποκαλυπτικό της σχιζοφρένειάς του– ότι αρνήθηκε πως οι επιστολές του Μόρο ήταν αυθεντικές. Έλεγε πράγματα που παραδέχθηκε, μιλώντας με μένα, πως ήξερε ήταν ψευδή. Σαφώς υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα αλλά ήταν Σαρδηνός και οι Σαρδηνοί έχουν δύο ψυχές, την υποτελή και την εξεγερμένη. Σκέψου την Ταξιαρχία Σάσαρι που αυτός ήθελε να ανασυστήσει σε όποιο μέρος μιλούσαν σαρδηνικά και στην οποία ο Σαρδηνός πήγαινε να πεθάνει στη θέση του κυρίαρχου. Αυτό που συνέβαινε την εποχή των Σαβοΐα, ο Κοσίγκα το επανέφερε στην επικαιρότητα. Στον Κοσίγκα συνυπήρχαν και τα δύο αυτά στοιχεία. Όταν είχε την ευθύνη της κυβέρνησης και ασκούσε μια άμεση και λειτουργική επιρροή στη χώρα, φερνόταν όπως ένας υποτελής και μάλιστα σαν στρατηγός των υποτελών.

Υποτελής στο κίνημα και μετά εξεγερμένος;

Ακριβώς. Ήταν αδίστακτος και μάλιστα άφηνε να γίνονται διαδηλώσεις γιατί τα πράγματα θα οξύνονταν. Σκέψου το επεισόδιο με τον θάνατο της Τζορτζάνα Μάζι: μια παγίδα. Έπειτα ξαναβρήκε την εξεγερμένη φύση του φτάνοντας μέχρι να τονίζει την καταγωγή του από μια οικογένεια βοσκών, σε αντίθεση με την αριστοκρατική καταγωγή του Μπερλινγκουέρ. Ο Κοσίγκα ήταν μια ακραία περίπτωση και στο τέλος καταλήφθηκε από την ελευθερία των τρελών:  να λέει την αλήθεια όντας στα πρόθυρα του θανάτου.

Συνέντευξη στην Ιάια Βαντατζάτο, εφημερίδα «il manifesto», 19 Αυγούστου 2010

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Στις 16 Μάρτη 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν στην οδό Φάνι τον Άλντο Μόρο, μια από τις επιφανέστερες μορφές της ιταλικής μεταπολιτικής σκηνής, τον οποίο στη συνέχεια εκτέλεσαν. Μέχρι και σήμερα συνεχίζεται στην Ιταλία η συζήτηση για την υπόθεση αυτή (κυρίως από συνωμοσιολογική οπτική). Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του συντρόφου Πιπέρνο κυρίως για να αναδείξουμε τη στάση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μια στάση που μας θύμισε για πολλοστή φορά με αφορμή τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη, αυτή του «δικού» μας κομμουνιστικού κόμματος απέναντι σε οποιοδήποτε ανατρεπτικό ρεύμα της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων, στο οποίο μάλιστα κόμμα ο Έλληνας ηγέτης της δεξιάς και πρωθυπουργός απένειμε τα εύσημα για την ορθή «αντιπολιτευτική» του συμπεριφορά.


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Το καλό και το κακό - Giorgio Agamben



Η παλιά θεωρία σύμφωνα με την οποία το κακό δεν είναι παρά η στέρηση του καλού και συνεπώς δεν υπάρχει καθαυτό, πρέπει να διορθωθεί και να συμπληρωθεί, με την έννοια ότι αυτό δεν είναι τόσο η στέρηση όσο, μάλλον, η διαστροφή του καλού (με τον κωδίκελο, διατυπωμένο από τον Ιβάν Ίλιτς, corruption optima pexima, «δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από ένα διεφθαρμένο καλό»). Με αυτόν τον τρόπο ο οντολογικός δεσμός με το καλό παραμένει, όμως μένει να σκεφτούμε πώς και με ποια έννοια ένα καλό μπορεί να διαστραφεί και να διαφθαρεί. Αν το κακό είναι ένα διεστραμμένο καλό, αν σε αυτό αναγνωρίζουμε ακόμη την κατεστραμμένη και ανατραπείσα μορφή του καλού, πώς μπορούμε να το αντιπαλέψουμε όταν το βρίσκουμε σήμερα μπροστά μας σε όλες τις σφαίρες του ανθρώπινου ζην;

Μια διαφθορά του καλού ήταν οικεία στην πολιτική θεωρία της κλασικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία η κάθε μία από τις τρεις μορφές κυβέρνησης –η μοναρχία, η αριστοκρατία και η δημοκρατία (η κυβέρνηση του ενός, των λίγων ή των πολλών)– εκφυλίζεται μοιραία σε τυραννίδα, ολιγαρχία και οχλοκρατία. Ο Αριστοτέλης (που θεωρούσε την ίδια τη δημοκρατία μια διαφθορά της κυβέρνησης των πολλών) χρησιμοποιούσε τον όρο παρέκβασις, παρέκκλιση (από το παραβαίνω, μπαίνω στο πλάι, παρά). Αν διερωτηθούμε τώρα προς τα πού έχουν παρεκκλίνει, ανακαλύπτουμε πως μπορούμε να πούμε ότι έχουν παρεκκλίνει προς αυτές τις ίδιες. Οι μορφές των διεφθαρμένων καθεστώτων μοιάζουν, πράγματι, με τις υγιείς, όμως το καλό που υπήρχε αυτές (το κοινό συμφέρον, το κοινόν) τώρα έχει στραφεί στο ίδιον και το ιδιαίτερο. Το κακό, δηλαδή, είναι μια συγκεκριμένη χρήση του καλού, με τη δυνατότητα αυτής της διεστραμμένης χρήσης να είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το καλό, το οποίο, έτσι,  βγαίνει από τον εαυτό του, μπαίνει, μπορούμε να πούμε, στο πλάι του ίδιου του εαυτού του.

Είναι μια παρόμοια προοπτική που οφείλουμε να δούμε στο θεώρημα corruptio optima pexima, που καθορίζει τη μοντερνικότητα. Η χειρονομία του σαμαρείτη, που τρέχει αμέσως να βοηθήσει τον πλησίον του που υποφέρει, βγαίνει από τον εαυτό της και μεταμορφώνεται στην οργάνωση των νοσοκομείων και των υπηρεσιών αρωγής, οι οποίες, στραμμένες σε εκείνο που θεωρείται πως είναι το καλό, καταλήγουν να προσηλυτιστούν σε ένα κακό. Το κακό που έχουμε μπροστά μας προέρχεται, δηλαδή, από την προσπάθεια να υψωθεί το καλό σε ένα αντικειμενικό κοινωνικό σύστημα. Η φιλοξενία [ospitalità] που ο καθένας μπορεί και οφείλει να παρέχει στον πλησίον του,  μετατρέπεται έτσι σε νοσηλεία [ospedalizzazione], διευθυνόμενη από την κρατική γραφειοκρατία.

Το κακό είναι, δηλαδή, ένα είδος παρωδίας (κι εδώ υπάρχει ένα παρά, μια απόκλιση στο πλάι) του καλού, μια υπερτροφική αντικειμενοποίηση που το μεταθέτει μια για πάντα έξω από εμάς. Και δεν είναι ακριβώς μια τέτοια θανάσιμη παρωδία το γεγονός ότι  προοδευτισμοί κάθε είδους επιβάλλονται σήμερα παντού σαν η μοναδική δυνατή τροπικότητα συμβίωσης των ανθρώπων; Το «διοικητικό κράτος» και το «κράτος ασφάλειας», όπως τα αποκαλούν οι πολιτειολόγοι, προτίθενται να κυβερνήσουν το καλό, παίρνοντάς το από τα χέρια μας και αντικειμενοποιώντας το σε μια διαχωρισμένη σφαίρα. Και η λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη είναι ίσως κάτι άλλο εκτός από μια μετάθεση έξω από εμάς του «καλού της νόησης», λες και θα μπορούσε η σκέψη, σε ένα είδος υπερβάλλοντος αβερροϊσμού, να υπάρχει χωρίς καμία σχέση με το σκεφτόμενο υποκείμενο; Μπροστά σε αυτές τις διαστροφές, χρειάζεται κάθε φορά να αναγνωρίζουμε το μικρό καλό που μας πήραν από τα χέρια, προκειμένου να το απελευθερώσουμε από τη θανατηφόρα μηχανή στο οποίο, «για χάρη του ίδιου του καλού», έχει πιαστεί.

21 Γενάρη 2025

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ο δεξιός μηδενισμός που διαστρέφει στο εντελώς αντίθετό του το παλιό, καλό σύνθημα «Εδώ και Τώρα». Αδιαφορώντας παντελώς για οποιαδήποτε ηθική διάσταση υπάρχει στα πράγματα και εμφορούμενοι από έναν μισανθρωπισμό και μια κτηνωδία (αρκεί να μην αφορά τους ίδιους, ούτε καν τους οικείους τους, τους οποίους ενίοτε βασανίζουν και δολοφονούν) ίσως πρωτοφανή στην ανθρωπότητα, μπορούν να ονειρεύονται μια μετατροπή της Γάζας σε γαλλική Ριβιέρα χωρίς τα μελαμψά μιάσματα,  μια Ροτζάβα κατεστραμμένη από τους ισλαμοφασίστες που πριν λίγο καιρό θεωρούσαν εχθρούς της ανθρωπότητας, μια κοινωνία που θα αδιαφορεί γιατί ένα κωλότρενο δεν μπορεί να χαλάει την εικόνα του αλάνθαστου και ψηφισμένου από μερικά εκατομμύρια ηγέτη. Να μπορούν άραγε τα πλήθη που επιστρέφουν περπατώντας στην κατεστραμμένη Γάζα και τα πλήθη που μαζεύτηκαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας διαμαρτυρόμενα για το έγκλημα (και κυρίως για τη συγκάλυψή του) στα Τέμπη, να αντιστρέψουν αυτή τη διαστροφή του καλού και να τουλάχιστον να αποκαταστήσουν τη σημασία του, που έχει να κάνει με τις αδιαπραγμάτευτες αξίες της ισότητας, της αδελφότητας και της ελευθερίας; Ίδωμεν…

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Όταν τα αστέρια πέφτουν στη γη - Gigi Roggero


Κι έτσι, αγαπητέ Φράνκο, έφυγες κι εσύ. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στην Κοσέντσα, την υιοθετημένη πόλη σου, στο τέλος μιας έντονης και πανέμορφης κουβέντας, στην οποία τίποτα δεν θεωρούνταν δεδομένο, όπως συνέβαινε πάντοτε στις κουβέντες  μαζί σου, μου είπες ότι μια μέρα θα αναγκαζόμουν να σου δώσω δίκιο. Το είχες ξεστομίσει με ένα ύφος ήρεμο και ειρωνικό, χωρίς την ανάγκη να αποδείξεις κάτι, με εκείνο το ανεπανάληπτο χαμόγελό σου, ανεπανάληπτο γιατί ζωγραφιζόταν πρώτα απ’ όλα στα μάτια σου. Δεν θυμάμαι πια το αντικείμενο της κουβέντας. Θυμάμαι, όμως, ότι όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, με το πέρασμα του χρόνου σου είχα δώσει δίκιο.

Η ικανότητα να διδάσκει κανείς συζητώντας, είναι προνόμιο πολύ λίγων. Δασκάλων θα τολμούσαμε να τους πούμε, αν τον όρο δεν τον είχαν καταχραστεί και βρωμίσει με αγενή επίθετα πένες οι οποίες, όπως ακριβώς συνέβη και στη δική σου περίπτωση, γράφουν γιατί δεν μπορούν να σκεφτούν. Σε εκείνες τις κουβέντες μαζί σου, συνέβαινε συχνά να τσαντιζόμουν, όμως αυτός ήταν ο στόχος σου. Όχι για να αιφνιδιάσεις ή να προκαλέσεις, όπως κάνουν πολλοί άλλοι προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο να πρέπει να υπερασπίσουν τις ιδέες ή το εγώ τους, αλλά γιατί μόνο αν είναι κανείς όντας θυμωμένος μπορεί  να αρχίσει να σκέφτεται, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του μυαλού, από ιδεολογίες ή εύκολες βεβαιότητες που, αν δεν προσέξουμε, μας καταλαμβάνουν, κάνοντάς μας αιχμάλωτους της τεμπελιάς. Όχι της σχόλης, που πάντοτε διεκδικούσες ως τον χρόνο τον απελευθερωμένο από την εργασία, αλλά της κοινοτοπίας μιας αλήθειας βγαλμένης χωρίς κόπο. Το αντίθετο του αληθινού δεν είναι το ψεύτικο αλλά το κοινότοπο, έλεγε κάποιος. Έτσι, λοιπόν, μας δίδαξες να ψάχνουμε πάντοτε το αληθινό και, συνεπώς, να διαφεύγουμε από την κοινοτοπία. Το δίδαξες χωρίς να θέλεις να το διδάξεις. Και όποια/ος δεν έχει χρησιμοποιήσει τον θυμό του για να σκεφτεί, αλλά για να γυρίσει για μια ακόμη φορά το κλειδί στην κλειδαριά του μυαλού του, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν και γι’ αυτόν.

Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2000 όταν, μαζί με τον Γκουίντο και την Φραντσέσκα, ήρθαμε στη Ρώμη για να σου πάρουμε μια συνέντευξη στο πλαίσιο ενός σχεδίου «συνέρευνας», όπως λέγαμε με κάμποση προσοχή, το οποίο θα κατέληγε σε βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi, Futuro anteriore. Dai “Quaderni rossi” ai movimenti globali: ricchezze e limiti dell’ operaismo italiano. Όχι μια ιστορικού τύπου καταγραφή, αλλά μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το παρελθόν ως ένα εικονικό παρόν, ξεκινώντας από τα περιθώρια που υπάρχουν για να μετασχηματιστεί ο αποκτημένος πλούτος σε μιας πηγή πολιτικής σκέψης προς άμεση χρήση. Όχι εύκολο εγχείρημα γιατί με το πέρασμα του χρόνου εκείνες οι εμπειρίες, στα μυαλά των πρωταγωνιστών, ενίοτε βουλιάζουν σε μια κακής ποιότητας νοσταλγική μελάσα  και στην πληκτική αναμνησιακή  ρητορεία. Και ακόμη περισσότερο σήμερα, μπροστά στις δυσκολίες του παρόντος, η θλιβερή οδός διαφυγής είναι το αντίθετο εκείνου που εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε:  τώρα πια το παρόν χρησιμοποιείται σαν ένα εικονικό παρελθόν. Έτσι το Facebook έχει καταστεί η παθητική χρονομηχανή στην οποία εμφανίζονται απίθανες μυθολογίες και παραληρηματικές διατριβές, κυρίως για να βρουν διέξοδο οι ματαιώσεις της μοναξιάς. Είναι το διεστραμμένο αποτέλεσμα της ανικανότητας να κάνουμε τους λογαριασμούς μας με τα χρόνια που περνούν και την κατανόηση του κόσμου που βρίσκεται πίσω τους. Η δεκαετία του ’70 γίνεται εβδομηντακισμός, γεροντική ασθένεια του κομμουνισμού.

Αυτή η ασθένεια δεν σε χτύπησε ποτέ αγαπητέ Φράνκο. Αντιθέτως, όπως σε λίγους άλλους, δηλαδή στους μεγάλους της ανατρεπτικής μας πατερικής παράδοσης, ο εβδομηντακισμός σου προκαλούσε πάντοτε γέλιο. Όταν κάποιος προσπαθούσε να μας ξαναβάλει σε εκείνο το κλουβί, εσύ δεν έτρεχες να ψωνίσεις. Όπως εκείνη τη φορά στο Τριέστε, το 2005, όταν επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο η πολεμική σχετικά με το Πριμαβάλε. «Εσύ τι πιστεύεις γι’ αυτό;» σε ρώτησε σε ένα διάλειμμα ένας δημοσιογράφος, ανοίγοντας ύπουλα την κάμερα και δείχνοντάς σου μια προκήρυξη των τοπικών φασιστών στην οποία σε κατηγορούσαν ότι είσαι δολοφόνος και πως πρέπει να φύγεις αμέσως από την πόλη. Εσύ δεν ξαφνιάστηκες ούτε τα έχασες έστω και για μια στιγμή,  με μια σκηνική ηρεμία και σοβαρότητα κοίταξες το χαρτί και χωρίς να σηκώσεις το βλέμμα, άρχισες να ρίχνεις σφαλιάρες: «Διαβάζοντας αυτή την προκήρυξη, σκέφτομαι πως μπορώ να πω ότι δεν απέτυχα στη ζωή μου». Τέλος του αγώνα με νοκ άουτ στο πρώτο λεπτό του πρώτου γύρου.

Είναι ακριβώς αυτό που σου επέτρεψε να ζήσεις τον κομμουνισμό ως συμπεριφορά, τρόπο σχέσεων, στάση ζωής. «Το ενδιαφέρον μου, ακόμη και το ανθρώπινο, το συναισθηματικό, αφορά όλες τις μορφές συνεργασίας, τις οποίες  μπορούμε να ενεργοποιήσουμε χωρίς πριν να έχουμε κάνει την επανάσταση και κυνηγήσει τους εχθρούς μας. Αν εμείς, για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι ο κομμουνισμός είναι πρώτα απ’ όλα μια εναλλακτική που αφορά την καθημερινότητά μας και, όχι ένα διακηρυγμένο ιδανικό, αλλά ένας τρόπος ζωής, ανθρώπινης θα έλεγα, και θα τολμούσα να προσθέσω πιο γλυκιάς, πιο ζεστής, τότε, αν έχουν έτσι τα πράγματα, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να πειραματιστούμε με εκείνο που σε μας μοιάζει το πιο κατάλληλο σε σχέση με όλα αυτό, ανάγοντάς το σε έναν τύπο εμπειρίας». Ο κομμουνισμός σαν κάτι το βιωμένο και όχι σαν κάτι που θα θεσμιστεί από ένα κυρίαρχο ον, ή, καλύτερα, ένας κομμουνισμός που θεσμίζεται βιώνοντας  τη ριζική ρήξη με κάθε οικουμενιστική και κρατιστική σκέψη. Είναι αυτό που μας οδηγεί στο ενδιαφέρον μας για το genius loci, για την κοινότητα –όρος τρομακτικά αμφίσημος και, γι’ αυτό, θεωρούμενος από εσένα τρομακτικής σημασίας. Η θεμελίωση μιας πόλης, ιδού ένα μεγάλο πλαίσιο αγώνα. Να μην περιμένουμε την επουράνια ή κόκκινη πόλη, αλλά να τη θεμελιώσουμε εδώ και τώρα, αυτό είναι ο κομμουνισμός.

Βέβαια δεν ήταν πάντοτε εύκολο να σε παρακολουθήσουμε. Πάντοτε, ωστόσο, άξιζε τον κόπο. Ξεκινώντας από την κριτική σου στην επιστήμη, μια σκευή ανεκτίμητης αξίας η οποία, όπως ισχύει για όλους τους μεγάλους φιλοσόφους μέχρι τον και τον Σωκράτη, βρίσκει στην προφορική μετάδοση μια μορφή άκρως πιο συνεκτική απ’ ότι ο σχετικισμός ενός γραπτού κειμένου. Προσοχή, δεν αναφερόμαστε απλώς στην καπιταλιστική χρήση της επιστήμης για την άντληση κέρδους και τη διεξαγωγή των πολέμων, αλλά για μια κριτική στην επιστήμη καθαυτή, αντάξια του καλύτερου Μούζιλ, σε μια τη διαδικασία που παραπέμπει στους fach-idiot, τους εξειδικευμένους βλάκες «που ξέρουν τα πάντα για το τίποτα». Ακριβώς το αντίθετο από το κοινωνικό άτομο, δηλαδή «το άτομο που στέκεται στο ύψος του είδους του», μια από τις μαρξικές προτάσεις τις πλέον αγαπητές στον Φράνκο, έναν φυσικό που, εν συντομία, κριτίκαρε την επιστήμη. Όχι με μια αντι-επιστημονική στάση αλλά ως αντι-επιστήμονας, δηλαδή ενάντια σε εκείνη τη διαδικασία θεολογικοποίησης της επιστήμης και ενάντια στην τεχνο-επιστήμη, κάτι που σήμερα είναι μπροστά στα μάτια όλων μας.

Και εδώ βρίσκεται η νιτσεϊκή σου προσέγγιση. Στο να στρέφεις το βλέμμα στον ουρανό όχι για να βρεις τον θεό, αλλά για να βρεις τα αστέρια. Για να διαβάσεις εκεί τον χάρτη των γενεαλογιών μας, για να δεις ένα παρελθόν που συνεχώς μας κοιτάζει και εμείς κουραζόμαστε να το κοιτάμε. Σε ρήξη με τον γραμμικό χρόνο, επιστήλιο της σκέψης του διαφωτισμού, δικό σου και δικό μας μεγάλο εχθρό. «Ο χρόνος είναι μια μεταβλητή η οποία εξαρτάται από τις συλλογικές απαιτήσεις· δεν ισχύει το αντίστροφο, που είναι ένας χρόνος ο οποίος διατρέχει ότι κάνουμε και συνεπώς είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων». Κι έτσι, «κοιτάζοντας τα αστέρια (έχοντας φυσικά τη δεξιότητα να τα κοιτάμε, κι όχι να παρατηρούμε αφηρημένα τον ουρανό), ή παρατηρώντας ένα δέντρο ή ένα ζώο που γεννά, έχεις αυτή την αίσθηση του ανήκειν σε κάτι, που είναι ένα πράγμα το οποίο υπάρχει πριν από κάθε κουλτούρα ή, αν θέλετε, είναι η πρώτη κουλτούρα». Σε εκείνες τις ασυνήθιστες νύχτες του παρελθόντος, μαγεμένοι από την πράσινη αχτίδα σου που διαπερνούσε τη σκοτεινιά του ουρανού και από τις παράξενες αφηγήσεις σου για να τον μπορέσουμε να τον διαβάσουμε.  Στην αναζήτηση των χαμένων ικανοτήτων: «Πιστεύω ότι ένας πολίτης που ξέρει κάτι από τον ουρανό και ένας πολίτης που αγνοεί τα πάντα για τον ουρανό, είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετικά άτομα. Ο πρώτος έχει την ευκαιρία να σκεφτεί για ζητήματα που προκύπτουν από την απεραντοσύνη του ουρανού και για την ασημαντότητα –όχι μόνο της Ιταλίας– αλλά ολόκληρου του ηλιακού συστήματος· γνωρίζοντας κάτι τέτοιο, φτάνει να το αποδεχτεί ως ολοκληρωμένο γεγονός. Είναι το ίδιο άλμα που έγινε στην αρχαιότητα, όταν στην Αθήνα, την εποχή του Περικλή, ένα μελετηρό παιδί ήξερε (σύμφωνα με τον Βιγκέ) καμιά ογδονταριά αστέρια και καμιά σαρανταριά αστερισμούς, σαφώς ευνοημένο από τον πολύ καθαρό νυχτερινό ουρανό». Για να κοιμηθεί μετά από το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι, όπως ήταν μία από τις συνήθειές του («παρακολουθούσα πυρηνική φυσική που δεν μου άρεσε και όχι κάτι άλλο, γιατί ήταν ο μόνος επιστημονικός κλάδος  που τα μαθήματά του γίνονταν το μεσημέρι!»).

Το καινούργιο δεν υπάρχει, επαναλάμβανες συχνά ενάντια στην επικρατούσα ιδεολογία πλήρους αποδοχής του καινούργιου. Γιατί αυτό είναι απλώς ένας ανασυνδυασμός ήδη υπαρχόντων στοιχείων. Αλλά και το μέλλον δεν υπάρχει, ήταν κι αυτό ένα από τα πρώτα πράγματα, που κριτικάροντάς με, μου δίδαξες. Είναι αλήθεια, κι εδώ είχες δίκιο. Και η κριτική σου, όπως πάντοτε καταιγιστική στη μορφή και γλυκιά στην ουσία της, μου φώτιζε τη διαδρομή. Ακριβώς όπως ένα αστέρι. Μέσα από σένα συλλάβαμε πολιτικά τον Κοσέλεκ. Το μέλλον είναι ένα ψέμα που συμμερίζονται η χριστιανική και η σοσιαλιστική ηθική: με τη μορφή του παραδείσου ή του επερχόμενου ήλιου, χρησιμεύει στο να απομακρύνει συνεχώς τη σωτηρία, μας κάνει, δηλαδή, να αποδεχόμαστε τη θυσία στην υπηρεσία είτε του θεού είτε του κόμματος. Ξεκινώντας από εδώ, μας είπες, υπάρχει μια ριζική διαφορά μεταξύ μέλλοντος και προοπτικής, εννοούμενη αυτή η τελευταία ως η ικανότητα να μη μας φθείρει η λατρεία του παρόντος. Και εδώ, με το μεγάλο οργανωτικό στέλεχος που ήσουν,  ξαναβρεθήκαμε σε ένα υψηλότερο επίπεδο.

Αγαπητέ Φράνκο, όπως έγραψες επ’ ευκαιρία της απώλειας του φίλου και συντρόφου Αλμπέρτο Μανιάγκι, ο θάνατός σου μας μικραίνει. Και όμως, νιώθουμε έντονη τη δύναμη της ζωής σου, της σκέψης σου, της κοφτερής σου ειρωνείας. Της φιλίας σου, ωριμασμένης αυτά τα 25 χρόνια, ακόμη κι αν πέρασε κάμποσος χρόνος πριν συναντηθούμε. Γιατί με σένα συναντιόμασταν ανέκαθεν. Θα θέλαμε να κλείσουμε με μια από τις κεραυνοβόλες σου ατάκες, που μαζί με τόσα άλλα πράγματα, σε έκαναν διάσημο. Όμως, καθώς ο χώρος μας είναι περιορισμένος, σταματάμε εδώ. Αν και συνεχίζουμε να προσπαθούμε, με την πράσινη αχτίδα σου, να βρούμε το φως στη σκοτεινιά της γης στην οποία ζούμε.

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Δημοσιεύτηκε στο δικτυακό ιταλικό περιοδικό «Machina» στις 15 Γενάρη 2025, μετά τον θάνατο στις 13 Γενάρη του Φράνκο Πιπέρνο, μιας από τις μεγάλες μορφές του ιταλικού ανταγωνιστικού κινήματος, του οποίου είχαμε τη χαρά να δημοσιεύσουμε μια συλλογή κειμένων με αφορμή την πανδημία και τις επιπτώσεις της στις εκδόσεις Παρέγκλισις, μερικά χρόνια πριν. Καθώς θα ακολουθήσει σύντομα μια συλλογή με «επιστημονικά» κείμενα του ίδιου, σκεφτόμαστε την ωραία φιγούρα του σε ένα φεστιβάλ των εκδόσεων Derive Approdi, στη Ρώμη, στο Σαν Λορέντσο, στον κατειλημμένο κινηματογράφο που δεν υπάρχει πια, παρέα με τον Τόνι Νέγκρι, τον Νάνι Μπαλεστρίνι, τον Σέρτζο Μπιάνκι και κάμποσες και κάμποσους ακόμη από εκείνη την τρομερή γενιά. Ωραίες συναντήσεις με ωραίους ανθρώπους, φοβάμαι ανεπανάληπτους, που μεγαλώσαμε μαζί τους και μας δίδαξαν τόσα πολλά με τη ζωή και το έργο τους. Εμείς εδώ, από το δικό μας «οχυρό» εδώ και 37 χρόνια της Πανεπιστημίου 64, τον χαιρετούμε μια γλυκιά αθηναϊκή νύχτα του Γενάρη του 2025…

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Συγκυρία και επανάσταση - Giorgio Agamben


Υπάρχει ένα δεδομένο σε σχέση με το οποίο δεν πρέπει ποτέ να κουραζόμαστε να σκεφτόμαστε, ότι, δηλαδή, ένας από τους όρους-κλειδιά του πολιτικού μας λεξιλόγιου –η επανάσταση– προέρχεται από την αστρονομία, μέσω του οποίου περιγράφεται η κίνηση ενός πλανήτη που  ταξιδεύει ακολουθώντας την τροχιά του. Όμως ένας άλλος όρος ο οποίος, στη γενική τάση που χαρακτηρίζει την εποχή μας να αντικαθίστανται οι πολιτικές κατηγορίες από οικονομικές, έχει πάρει τη θέση της επανάστασης, επίσης προέρχεται από το αστρονομικό λεξικό.  Αναφερόμαστε στον όρο «συγκυρία» [congiuntura], στον οποίο έχει ρίξει την προσοχή της μια εμβληματική μελέτη του Davide Stimilli. Αυτός ο όρος,  ο οποίος περιγράφει «τη φάση του οικονομικού κύκλου που η οικονομική δραστηριότητα περνά σε μια δεδομένη σύντομη χρονική περίοδο», είναι, στην πραγματικότητα, μια τροποποίηση του όρου  «σύνδεση» [congiunzione], που σημαίνει τη σύμπτωση της θέσης των άστρων σε μια δεδομένη στιγμή.

Ο Stimilli παραθέτει ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Warburg για την «Αρχαία παγανιστική μαντεία σε κείμενα και εικόνες της εποχής του Λούθηρου», όπου σύνδεση και επανάσταση συγκλίνουν: «Μόνο μέσα σε μεγάλα περάσματα του χρόνου, που αποκαλούνται επαναστάσεις, μπορούμε να προσδοκούμε τέτοιες συνδέσεις. Σε ένα σύστημα προσεκτικά μελετημένο, διακρίνουμε μεγάλες και μέγιστες συνδέσεις· αυτές οι τελευταίες είναι οι πιο επικίνδυνες, λόγω της συνάντησης των ανώτερων πλανητών Κρόνου, Δία και Άρη. Όσες περισσότερες συνδέσεις συμβαίνουν, τόσο πιο τρομακτικό εμφανίζεται το γεγονός, καθώς ο πλανήτης με τον πιο ισχυρό χαρακτήρα μπορεί να επηρεάζει τον ασθενέστερο». Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι ακριβώς ένας επαναστάτης όπως ο Auguste Blanqui, απογοητευμένος από τις προσδοκίες του, κατάφερε να αντιληφθεί, στο τέλος της ζωής του, την ιστορία των ανθρώπων ως κάτι το οποίο, όπως η κίνηση των άστρων, επαναλαμβάνεται αενάως, ανεβάζοντας πάντοτε τα ίδια έργα.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας είναι ακριβώς ένα φαινόμενο αυτού του είδους, στο οποίο η οικονομική συγκυρία, εκ φύσεως τυχαία και αυθαίρετη, προσπαθεί να επιβάλλει την τρομακτική της κυριαρχία σε ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Θα ήταν καλό, λοιπόν, να αφήσουμε να διακοπεί, χωρίς επιφυλάξεις, η σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και τα αστέρια, όπως και το να διαρρήξουμε τον δεσμό που θέλει να ενώνει το αστρονομικό πεπρωμένο με την επανάσταση, την αναγκαιότητα με την οικονομική συγκυρία, την επιστήμη της φύσης με την πολιτική. Η πολιτική δεν είναι εγγεγραμμένη ούτε στην επουράνια σφαίρα ούτε στους νόμους της οικονομίας: βρίσκεται στα δικά μας αδύναμα χέρια και στη σαφήνεια με την οποία διαψεύδουμε κάθε πρόθεση να φυλακιστεί σε συνδέσεις και επαναστάσεις.

15 Γενάρη 2025


Δημοσιεύθηκε στη στήλη που διατηρεί ο συγγραφέας στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του El Lissitzky.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Ο αριθμός των δολοφονημένων - Giorgio Agamben


Χρειάζεται να σκεφτούμε εκ νέου το χωρίο από την Αποκάλυψη (6,9-11), στο οποίο διαβάζουμε: «Και όταν (το αρνί) άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων για τον λόγο του Θεού και τη μαρτυρία που έδωσαν για το αρνί. Και έκραξαν μεγαλοφώνως λέγοντας: Μέχρι ποτέ, ω κύριε άγιε και αληθινέ, δεν θα προβαίνεις στην κρίση σου και δεν θα πάρεις εκδίκηση για το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν στη γη; Και δόθηκε στον καθένα από αυτούς ένα λευκό φόρεμα και τους ειπώθηκε να αναπαυτούν ακόμα λίγο χρόνο, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο αριθμός των συνυπηρετών και των αδελφών τους, που όφειλαν να δολοφονηθούν όπως αυτοί». 

Η ιστορία δεν θα τελειώσει και η τελική κρίση δεν θα εκφωνηθεί έως ότου δεν έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων δικαίων. Είναι ίσως αυτό που συμβαίνει γύρω μας; Και πόσοι άλλοι δίκαιοι πρέπει να δολοφονηθούν, όπως κάθε μέρα τους βλέπουμε να πεθαίνουν; Σίγουρα η ιστορία είναι η ιστορία των πολέμων, των θανάτων και των δολοφονιών. Όμως το νόημα του ανοίγματος της πέμπτης σφραγίδας δεν είναι, την εποχή που ζούμε, ότι οφείλουμε να περιμένουμε αδρανείς να συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων. Αν και οι εφημερίδες δεν σταματούν να τους μετρούν καθημερινά, εμείς αγνοούμε ποιος είναι αυτός ο αριθμός, όπως αγνοούμε πότε θα έλθει η κρίση, αλλά κι αν θα έρθει κάποτε. Ζούμε σε μια ενδιάμεση εποχή και όπως εκείνοι που σφάχτηκαν, οφείλουμε να μαρτυρήσουμε εκείνο που βλέπουμε και εκείνο που πιστεύουμε. Δεν είναι άλλο το καθήκον μας πριν συμπληρωθεί  ο αριθμός των δολοφονημένων.

7 Γενάρη 2025

Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα είναι του Enrico Baj, «Guernica», 1972, του οποίου είχα τη χαρά να απολαύσω την έκθεση στο Παλάτσο Ρεάλε στο Μιλάνο στις 11 Γενάρη τρέχοντος έτους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ζωντανά έργα του αναρχικού καλλιτέχνη και πραγματικά ενθουσιάστηκα, παρά το ζοφερό περιεχόμενο μερικών εξ αυτών, όπως η δολοφονία του αναρχικού Πινέλι, σκηνές από την αποκάλυψη και κάποιοι στρατηγοί του. Όπως ενθουσιάστηκα και από την έκθεση που είδα την ίδια μέρα του Ιταλού φωτογράφου Ugo Mulas, που μαζί με τον Baj και άλλες μεγάλες φιγούρες της ιταλικής κριτικής σκηνής, σύχναζαν στο περίφημο μπαρ Τζαμάικα στην οδό Μπρέρα, εκεί δηλαδή που την επόμενη μέρα ήπια τον μεσημεριανό καφέ μου καπνίζοντας το απαραίτητο τοσκάνο μου. Καμία σχέση, βεβαίως, με τότε οι σημερινοί θαμώνες του περίφημου μπαρ, όπως και ο περιβάλλων χώρος δίπλα από την ακαδημία της Μπρέρα. Οι καιροί άλλαξαν σε βάρος μας, όμως πάντοτε ελπίζω και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν εκείνες και εκείνοι που θα πάρουν εκδίκηση για τους σφαγιασθέντες αυτού του πλανήτη και κυρίως για τα παιδιά, όπως σήμερα συμβαίνει καθημερινά στην πολύπαθη Γάζα, από το χέρι εκείνων που δεν διδάχτηκαν τίποτα από την αιματηρή ιστορία τους.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Η εργασία και η ζωή - Giorgio Agamben


Ακούμε συχνά ελεγείες για το ιταλικό Σύνταγμα, επειδή έχει ως θεμέλιο του την εργασία [lavoro]. Ωστόσο, όχι μόνο η ετυμολογία του όρου (labor στα λατινικά σημαίνει μια επώδυνη ποινή και την καταβολή μιας κοπιώδους προσπάθειας), αλλά και η υιοθέτησή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης («η εργασία απελευθερώνει» ήταν η επιγραφή στην είσοδο του Άουσβιτς), θα έπρεπε να μας κάνει επιφυλακτικούς απέναντι σε μια έννοια της εργασίας τόσο απερίσκεπτα θετική. Από τις σελίδες της Γενέσεως, που παρουσιάζουν την εργασία σαν μια τιμωρία για το αμάρτημα του Αδάμ, στο τόσο συχνά παρατιθέμενο απόσπασμα από τη Γερμανική Ιδεολογία του Μαρξ, όπου αναγγέλλεται ότι στην κομμουνιστική κοινωνία θα είναι δυνατό, αντί να εργαζόμαστε, «να κάνουμε σήμερα ένα πράγμα, αύριο κάτι άλλο, το πρωί να πηγαίνουμε για κυνήγι, το μεσημέρι να ψαρεύουμε, το βράδυ να φροντίζουμε τα ζώα, μετά το δείπνο να συζητάμε ότι τραβάει η όρεξή μας», μια υγιής δυσπιστία απέναντι στην εργασία είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτισμικής μας παράδοσης.

Υπάρχει, όμως, ένας λόγος πιο σοβαρός και βαθύς, που θα έπρεπε να μας κάνει να αμφισβητούμε την εργασία σαν θεμέλιο μιας κοινωνίας. Αυτός προέρχεται από την επιστήμη και πιο συγκεκριμένα από τη φυσική, που ορίζει την εργασία σαν την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει ένα σώμα προκειμένου να μετακινηθεί. Στην εργασία που ορίζεται με αυτόν τον τρόπο, εφαρμόζεται αναγκαστικά ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, που είναι ίσως η υπέρτατη έκφραση του ύψιστου πεσιμισμού στον οποίο οδηγεί η πραγματική επιστήμη, η ενέργεια τείνει μοιραία να εκφυλίζεται και η εντροπία, που εκφράζει την αταξία σε ένα ενεργειακό σύστημα, εξίσου μοιραία αυξάνεται. Όσο περισσότερο παράγουμε εργασία, τόσο περισσότερο αυξάνουν αμετάκλητα στο σύμπαν η αταξία και η εντροπία.

Η θεμελίωση μιας κοινωνίας στην εργασία σημαίνει προπάντων να την οδηγούμε, σε τελική ανάλυση, όχι προς την τάξη και τη ζωή, αλλά στην αταξία και τον θάνατο. Μια υγιής κοινωνία θα πρέπει, κυρίως, να σκέφτεται όχι μόνο σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι εργάζονται και παράγουν εντροπία, αλλά και για εκείνους μέσω των οποίων οι άνθρωποι καθίστανται άπραγοι και στοχαστικοί, παράγοντας εκείνη την αρνητική εντροπία χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η ζωή.

24 Δεκέμβρη 2024


Υ.Γ. Το ανωτέρω κείμενο του Αγκάμπεν, δημοσιευθέν στη στήλη που διατηρεί στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet, που συνοδεύεται από μια εικόνα του Ενρίκο Μπάι, είναι η τελευταία μας ανάρτηση για το 2024, μια χρονιά άκρως σημαντική τόσο σε προσωπικό όσο και σε γενικότερο επίπεδο. Αφιερώνεται εξαιρετικά σε εκείνους τους ανθρώπους που μας συντρόφευσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε όλους εκείνους που μας επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά ότι ο αγώνας για την αρνητική εντροπία είναι εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να συνεχίσουμε ακόμη να λεγόμαστε άνθρωποι, σε αγαστή συνεργασία και σεβασμό με όλες τις μορφές ζωής σε αυτόν τον πλανήτη, που τόσο βίαια καταστέλλονται και εξαλείφονται. Δεν ξεχνάμε, κυρίως, τους αγωνιζόμενους ανθρώπους στην Παλαιστίνη και τη Ροζάβα, που επιμένουν να μας υπενθυμίζουν ότι ο αγώνας ενάντια στον ναζι-φασισμό είναι πάντοτε επίκαιρος, αδιάφορο ποιον μανδύα φορά ανά περίπτωση.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Μεταξύ ηθοποιών και μαριονεττών - Giorgio Agamben

Αλεξάντρ Ρότσενκο, γελοιογραφική αυτοπροσωπογραφία, 1922

Το θέατρο και η πολιτική, όπως γνώριζαν οι αρχαίοι, συνδέονται στενά και είναι απίθανο η θεατρική σκηνή να είναι ζωντανή όταν η πολιτική πεθαίνει ή τείνει να εκλείψει. Ωστόσο, σε μια χώρα στην οποία η πολιτική μοιάζει τώρα πια να ασκείται μόνο από μούμιες, που υποκρίνονται ότι διευθύνουν την εκταφή τους, κατέστη δυνατό τις προηγούμενες μέρες να παραβρεθούμε, σε ένα μικρό βενετσιάνικο θέατρο, σε μια παράσταση τόσο γεμάτη ζωή και ευφυΐα, ώστε οι θεατές –όπως πρέπει πάντοτε να συμβαίνει στο θέατρο– εξήλθαν πιο ενήμεροι και σχεδόν σωματικά αναγεννημένοι. Ένα τέτοιο θαύμα δεν συνέβη τυχαία. Ο Πιερμάριο Βέσκοβο, με την εμβληματική του γνώση της ιστορίας του θεάτρου, ανατρέχει διαυγώς σε μια παράδοση φαινομενικά ελάσσονα, αλλά, στην πραγματικότητα, κυρίως στην Ιταλία, σαφώς μείζονα, εκείνη των μαριονεττών. Όμως το έκανε –και εδώ έγκειται η καινοτομία–  παντρεύοντας τη σωματική παρουσία έξι ηθοποιών με εκείνη των μαριονεττών που αυτοί οι ηθοποιοί χειρίζονται και κινούν, με έναν τέτοιο τρόπο ώστε μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, μεταξύ των αδύναμων σωμάτων των ηθοποιών και εκείνων των αναιμικών αλλά όχι λιγότερο ζωντανών των μαριονεττών, συμβαίνει μια μη μετρήσιμη ανταλλαγή, κατά την οποία η ζωή περνάει ασταμάτητα ανάμεσα στις δύο οντότητες και δεν είναι ξεκάθαρο τελικά αν είναι οι ηθοποιοί που κινούν τις μαριονέττες ή είναι εκείνες που εμψυχώνουν και ενεργοποιούν τους ηθοποιούς. Ο Νούντσο Τσαπέλα, ένας από τους τελευταίους μεγάλους Ναπολιτάνους μαριονεττίστες, δείχνοντας τον μικρό του, τώρα πια παλιωμένο Πουλτσινέλα, είπε κάποτε: «είναι ο πατέρας μου!». Ίσως δεν θα μπορούσε να οριστεί πιο αποτελεσματικά το μυστικό που υπάρχει μεταξύ του μαριονεττίστα και του υποχείριου του. Όμως ο Βέσκοβο, μπολιάζοντας ευφυώς το γιαπωνέζικο Μπουνράκου στην παράδοση της ιταλικής κωμωδίας, έκανε κάτι περισσότερο: μεταμόρφωσε ένα έλασσον κείμενο του Γκολντόνι (Η άγνωστη, που δεν παίχτηκε ποτέ μετά τον θάνατο του συγγραφέα) σε κάτι προκλητικό και τρομακτικά επίκαιρο. Το μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από αυτό είναι ότι η καταστροφή κάθε θεσμού, κι όχι μόνο πολιτικού, την οποία βιώνουμε, δεν μας καθιστά αναγκαστικά ανίκανους: είναι πάντοτε δυνατό να βρούμε στο παρελθόν και να συντηρήσουμε ακόμη και στις πιο δυσμενείς συνθήκες, τον καρποφόρο σπόρο που την κατάλληλη στιγμή δεν θα παραλείψει να μας αποκαλυφθεί.

19 Νοέμβρη 2024

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Μαζεύοντας ελιές στον Αγρίλη Φιλιατρών, από τα ταλαιπωρημένα από την ξηρασία αλλά ακόμη ανθεκτικά δέντρα, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι τα τελευταία λόγια του Αγκάμπεν στο ανωτέρω κείμενο, έχοντας και στο μυαλό μου το πολυπληθές αναρχικό μπλοκ της πρόσφατης πορείας για την 51η επέτειο του Πολυτεχνείου. Ένας σπόρος, δηλαδή, που συνεχίζει να ανθίζει μετά από εκείνη την πρώτη του εμφάνιση με το περίφημο πανό «Κάτω η εξουσία», που οι σπορείς αυτού του «χώρου» σήκωσαν τότε στην κατειλημμένη σχολή του κέντρου της Αθήνας.                  


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ο εξόριστος και ο πολίτης - Giorgio Agamben


Είναι καλό να σκεφτούμε ένα φαινόμενο  που είναι, ταυτοχρόνως, οικείο και ανοίκειο, το οποίο όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή μας με τους άλλους ανθρώπους: την εξορία. Οι ιστορικοί του δικαίου συζητούν μέχρι σήμερα κατά πόσο η εξορία –στην αρχική της μορφή, στην Ελλάδα και τη Ρώμη– πρέπει να θεωρηθεί ως η άσκηση ενός δικαιώματος ή ως μια ποινική συνθήκη. Έτσι όπως παρουσιάζεται, στον κλασικό κόσμο, ως, δηλαδή, η δυνατότητα που δίνεται σε έναν πολίτη να διαφεύγει της επιβολής μιας ποινής (γενικά της θανατικής ποινής) μέσω της φυγής, η εξορία μοιάζει, στην πραγματικότητα, μη αναγώγιμη στις δύο μεγάλες κατηγορίες στις οποίες μπορεί να χωριστεί η σφαίρα του δικαίου από την άποψη των υποκειμενικών συνθηκών: στα δικαιώματα και στις ποινές. Έτσι ο Κικέρων, που είχε γνωρίσει την εξορία, μπόρεσε να γράψει:  «Exilium non supplicium est, sed perfugium portumque supplicii», δηλαδή «Η εξορία δεν είναι μία ποινή αλλά ένα καταφύγιο και μια διαφυγή από τις ποινές». Ακόμη κι αν το κράτος, με το πέρασμα των χρόνων, την οικειοποιήθηκε και τη χρησιμοποίησε ως ποινή (στη Ρώμη αυτό συνέβη με τον νόμο Tullia του 63 π.Χ.), η εξορία συνέχισε να είναι για τον πολίτη, εν τοις πράγμασι, μια οδός διαφυγής. Έτσι ο Δάντης, όταν οι Φλωρεντινοί ήθελαν να τον περάσουν από δίκη με σκοπό την εκδίωξή του από την πόλη, δεν εμφανίστηκε στην αίθουσα και, προλαβαίνοντας τους δικαστές, άρχισε τη μακρά ζωή του ως εξόριστος, αρνούμενος να επιστρέψει στην πατρίδα του ακόμη και όταν του δόθηκε μια τέτοια δυνατότητα. Έχει σημασία το γεγονός ότι σε αυτή την προοπτική η εξορία δεν συνεπάγεται την απώλεια της πολιτειότητας: ο εξόριστος αποκλείεται εν τοις πράγμασι από την κοινότητα στην οποία, τυπικά, συνεχίζει να ανήκει. Η εξορία δεν είναι ένα δικαίωμα ούτε μία ποινή, αλλά διαφυγή και καταφύγιο. Αν θέλουμε να την περιγράψουμε ως ένα δικαίωμα, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι, η  εξορία μπορεί να οριστεί ως ένα παράδοξο δίκαιο που τίθεται εκτός δικαίου. Σε αυτή την προοπτική, ο εξόριστος μπαίνει σε μια φάση αδιαφορίας σε σχέση με τον υπέρτατο κυρίαρχο, ο οποίος, αποφασίζοντας την κατάσταση εξαίρεσης και αναστέλλοντας τον νόμο είναι, όπως ο εξόριστος, μέσα και έξω από την τάξη. Ακριβώς επειδή παρουσιάζεται ως η δυνατότητα ενός πολίτη να τίθεται εκτός της κοινότητας των πολιτών και να τοποθετείται αναφορικά με τη δικαιική τάξη σε κάτι σαν κατώφλι, η εξορία δεν μπορεί σήμερα παρά να μας ενδιαφέρει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Για οποιονδήποτε έχει μάτια και βλέπει είναι, πράγματι, εμφανές το γεγονός ότι τα κράτη στα οποία ζούμε έχουν μπει σε μια κατάσταση κρίσης και σε μια προοδευτική, ασταμάτητη αποσύνθεση όλων των θεσμών τους. Σε μία παρόμοια συνθήκη, στην οποία η πολιτική εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της στην οικονομία και στην τεχνολογία, είναι μοιραίο οι πολίτες να καθίστανται εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα. Είναι αυτή η εξορία που πρέπει σήμερα να διεκδικήσουμε, μεταμορφώνοντάς την από μια κατάσταση την οποία υπομένουμε παθητικά, σε μια μορφή ζωής επιλεγμένη και σταθερά επιδιωκόμενη. Εκεί όπου οι πολίτες έχουν χάσει μέχρι και την ανάμνηση της πολιτικής, θα κάνει πολιτική μόνο όποιος εντός της πόλεως του βρίσκεται σε εξορία. Και μόνο σε αυτή την κοινότητα των εξόριστων, χαμένη μέσα στην άμορφη μάζα των πολιτών, μπορεί να γίνει δυνατή, εδώ και τώρα,  κάτι όπως μια νέα πολιτική εμπειρία.

 7 Νοέμβρη 2024       

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Το παραπάνω κείμενο αφιερώνεται εξαιρετικά στην κοινότητα του Στεκιού Άνω Κάτω Πατησίων, που φέτος το φθινόπωρο συμπλήρωσε 28 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας στο πλαίσιο των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού, κι αυτό παρά τους εμπρησμούς, τις ναζιστικές επιθέσεις και την περσινή εκκένωση από τις δυνάμεις καταστολής, όντας σταθερό ρίζωμα στη γειτονιά των Πατησίων όπου έχω την τύχη να γεννηθώ και να ζω.   

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Οι λαοί που έχασαν τη γλώσσα - Giorgio Agamben


Τι συμβαίνει σήμερα με τους ευρωπαϊκούς λαούς; Αυτό που δεν μπορούμε σήμερα να μη βλέπουμε είναι το θέαμα της απώλειας της μνήμης της γλώσσας την οποία κάποτε είχαν. Η τροπικότητα αυτής της απώλειας ποικίλλει ανά λαό: οι Αγγλοσάξωνες έχουν ήδη ολοκληρώσει την πορεία προς μια γλώσσα καθαρά εργαλειακή και αντικειμενοποιητική –τα βασικά English, στα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν μόνο μηνύματα, που ολοένα και περισσότερο προσομοιάζουν σε αλγόριθμους–, με τους Γερμανούς να φαίνεται πως ακολουθούν τον ίδιο δρόμο· οι Γάλλοι, παρά τη λατρεία τους για την εθνική τους γλώσσα και μάλιστα ίσως εξαιτίας αυτού, χάνονται στη σχεδόν κανονιστική σχέση μεταξύ της ομιλίας και της γραμματικής· οι Ιταλοί, ενταγμένοι πονηρά σε εκείνη τη διγλωσσία που ήταν ο πλούτος τους, βλέπουν τώρα αυτή να μεταμορφώνεται παντού σε μια αργκό άνευ νοήματος. Και αν οι εβραίοι είναι ή τουλάχιστον ήταν μέρος της ευρωπαϊκής κουλτούρας, είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια του Σόλεμ μπροστά στην εκκοσμίκευση που προσπάθησε να κάνει ο σιωνισμός, μετατρέποντας μια ιερή γλώσσα σε εθνική: «Ζούμε στη γλώσσα μας όπως οι τυφλοί που βαδίζουν στο χείλος μιας αβύσσου… Αυτή η γλώσσα κυοφορεί καταστροφές… θα έρθει η μέρα που αυτή θα στραφεί ενάντια σε εκείνους που τη μιλούν».

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συνέβη είναι η απώλεια της ποιητικής σχέσης με τη γλώσσα και η αντικατάστασή της με μια εργαλειακή σχέση, στην οποία εκείνος που πιστεύει ότι χρησιμοποιεί τη γλώσσα, αντιθέτως, χωρίς να το καταλαβαίνει, χρησιμοποιείται από αυτή. Και από τη στιγμή που η γλώσσα είναι η ίδια η μορφή της ανθρωπογένεσης, του γίγνεσθαι άνθρωπος του ζώντος homo, είναι η ίδια η ανθρωπινότητα του ανθρώπου που φαίνεται σήμερα να απειλείται.

Είναι κρίσιμης σημασίας όμως το γεγονός ότι όσο περισσότερο ένας λαός χάνει τη γλώσσα του, που του γίνεται κατά κάποιο τρόπο ξένη ή ελάχιστα οικεία, τόσο λιγότερο είναι δυνατό να σκέφτεται σε αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτό βλέπουμε σήμερα τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών λαών, που έχουν καταστεί ανίκανες να σκέπτονται, να φυλακίζονται σε ένα ψέμα το οποίο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ένα ψέμα του οποίου ο ψευδόμενος δεν είναι γνώστης, είναι, στην πραγματικότητα, απλώς μια αδυναμία του σκέπτεσθαι, η ανικανότητα διάρρηξης, έστω για μια στιγμή, της καθαρά εργαλειακής σχέσης με τα ίδια μας τα λόγια. Και αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα τους, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν νιώσουν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τη σκέψη τους στην τεχνητή νοημοσύνη.

Εξ αυτού προκύπτει ότι αυτή η απώλεια των λαών της γλώσσας η οποία υπήρξε ο ζωτικός τους οίκος, έχει προπάντων μια πολιτική σημασία. Η Ευρώπη δεν θα βγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί αν δεν βρει μια ποιητική και σκεπτόμενη σχέση με τα λόγια της. Μόνο πληρώνοντας αυτό το τίμημα μια ευρωπαϊκή πολιτική –που σήμερα δεν υπάρχει– θα γίνει πραγματικά δυνατή.

11 Οκτώβρη 2024

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Το τέλος του Ιουδαϊσμού - Giorgio Agamben

Δεν θα καταλάβουμε το νόημα όσων συμβαίνουν σήμερα στο Ισραήλ αν δεν συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι ο σιωνισμός οδήγησε σε μια διπλή άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας του Ιουδαϊσμού. Πράγματι, όχι μόνο όσον αφορά τη μεταφορά των εβραίων στο έθνος-κράτος των χριστιανών, ο σιωνισμός αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα εκείνης της διαδικασίας αφομοίωσης η οποία, ξεκινώντας από τα τέλη του 18ου αιώνα, σταδιακά ακύρωσε την εβραϊκή ταυτότητα. Είναι θεμελιώδους σημασίας το γεγονός ότι, όπως έδειξε ο Άμνον Ραζ-Κρακότσκιν, στην καρδιά της σιωνιστικής συνείδησης βρίσκεται μια άλλη άρνηση, η άρνηση της Γκάλουτ, δηλαδή της εξορίας, ως κοινής αρχής όλων των ιστορικών μορφών του Ιουδαϊσμού όπως τον ξέρουμε εμείς. Οι βάσεις της ιδέας της εξορίας είναι προγενέστερες της καταστροφής του Δεύτερου Ναού και υπάρχουν ήδη στη βιβλική λογοτεχνία  Η εξορία είναι η ίδια η μορφή της ύπαρξης των εβραίων στη γη και ολόκληρη η εβραϊκή παράδοση, από τη Μίσναχ στο Ταλμούδ και από την αρχιτεκτονική της συναγωγής μέχρι τη μνήμη των βιβλικών συμβάντων, κατανοήθηκε και βιώθηκε στην προοπτική της εξορίας. Για έναν ορθόδοξο εβραίο, ακόμη και οι εβραίοι που ζουν στο κράτος του Ισραήλ, είναι εξόριστοι. Και το κράτος, σύμφωνα με την Τορά, όπου οι εβραίοι περιμένουν την άφιξη του Μεσσία, δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο εθνικό κράτος, καθώς ακριβώς στο επίκεντρό του βρίσκεται τόσο η ανακατασκευή του Ναού όσο και η αποκατάσταση των θυσιών, πράγματα για τα οποία το κράτος του Ισραήλ ούτε καν θέλει να μιλάει. Και είναι καλό να θυμόμαστε ότι η εξορία σύμφωνα με τον Ιουδαϊσμό δεν είναι μονάχα η συνθήκη των εβραίων, αλλά αφορά την ελλιπή συνθήκη του κόσμου συνολικά. Σύμφωνα με κάποιους καβαλιστές, ανάμεσα στους οποίους και ο Λουρία, η εξορία καθορίζει την ίδια τη συνθήκη της θειότητας, που δημιούργησε τον κόσμο εξορίζοντας τον ίδιο της τον εαυτό και αυτή η εξορία θα κρατήσει μέχρι την άφιξη του Τικούν, δηλαδή την αποκατάσταση της αρχικής τάξης.

Είναι ακριβώς αυτή η ανεπιφύλακτη αποδοχή της εξορίας, με την άρνηση κάθε παρούσας μορφής κρατικής οντότητας, που θεμελιώνει την ανωτερότητα των εβραίων σε σχέση με τις άλλες θρησκείες και τους λαούς που είναι συμβιβασμένοι με την ιδέα του κράτους. Οι εβραίοι είναι, μαζί με τους τσιγγάνους, ο μοναδικός λαός που αρνήθηκε τη μορφή-κράτος, δεν έκανε πόλεμο και δεν λεκιάστηκε ποτέ από το αίμα άλλων λαών.

Αρνούμενος ριζικά την εξορία και τη διασπορά στο όνομα ενός εθνικού κράτους, ο σιωνισμός πρόδωσε την ίδια την ουσία του Ιουδαϊσμού. Δεν θα πρέπει τότε να εκπλησσόμαστε που αυτή η απομάκρυνση προκάλεσε μιαν άλλη εξορία, αυτή των Παλαιστινίων και οδήγησε το κράτος του Ισραήλ να ταυτιστεί με τις πιο ακραίες και αδίστακτες μορφές του μοντέρνου κράτους-έθνους. Η επίμονη αξίωση διεκδίκηση από τους σιωνιστές μιας ιστορίας βάσει της οποίας η διασπορά θα απέκλειε τους εβραίους, είναι στην ίδια κατεύθυνση. Όμως αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Ιουδαϊσμός που πέθανε στο Άουσβιτς, ίσως γνωρίζει σήμερα το τέλος του.

30 Σεπτέμβρη 2024

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Επιστήμη και ευτυχία - Giorgio Agamben


Παρά τη χρησιμότητα που πιστεύουμε πως μπορούμε να έχουμε από αυτές, οι επιστήμες δεν μπορούν να μας κάνουν ευτυχισμένους, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ομιλούν ον, που έχει ανάγκη να εκφράζει με λόγια τη χαρά και τη λύπη του, την ευτυχία και τη θλίψη του, ενώ η επιστήμη στοχεύει, σε τελική ανάλυση, σε ένα ον βουβό, που είναι δυνατό να γνωρίζει μόνο numero et mensura [αριθμό και ποσότητα], όπως συμβαίνει με όλα τα αντικείμενα αυτού του κόσμου. Οι φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι, είναι τελικά ένα εμπόδιο στη γνώση και, ως τέτοιες, πρέπει να είναι τυποποιημένες και σωστές, εξαλείφοντας σαν «ποιητικούς» εκείνους τους πλεονασμούς στους οποίους, αντιθέτως, καταφεύγουμε προπάντων όταν εκφράζουμε τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα και την αποστροφή μας.

Ακριβώς επειδή απευθύνεται σε ένα βουβό άνθρωπο, η επιστήμη δεν μπορεί ποτέ να γεννήσει μια ηθική. Το γεγονός ότι διάσημοι επιστήμονες προχώρησαν χωρίς κανέναν δισταγμό σε επιστημονικά πειράματα πάνω στα ίδια τα σώματα των έγκλειστων στα Lager  ή των καταδίκων στις αμερικανικές φυλακές φυλακές, είναι κάτι που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Η επιστήμη θεμελιώνεται, πράγματι, στη δυνατότητα διαχωρισμού, σε όλα τα επίπεδα, της βιολογικής ζωής ενός έμβιου όντος από τη σχεσιακή του ζωή, της βλαστικής, βουβής ζωής,  που ο άνθρωπος έχει κοινή με τα φυτά,  από την πνευματική ύπαρξη του ομιλούντος όντος.  Είναι καλό να το θυμόμαστε αυτό σήμερα που οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν βάλει στην άκρη όλα όσα πίστευαν, αναθέτοντας στην επιστήμη την προσδοκία για την ευτυχία, η οποία δεν μπορεί παρά να διαψευστεί και να προδοθεί. Όπως, πέραν κάθε αμφιβολίας, έχουν δείξει τα πρόσφατα χρόνια, οι άνθρωποι που κοιτούν τη ζωή τους με τα μάτια του γιατρού τους, είναι, εξαιτίας αυτού, διατεθειμένοι να αναθέσουν σε εκείνους τις πιο στοιχειώδεις πολιτικές ελευθερίες και να υποταχθούν άνευ ορίων στις εξουσίες που τους κυβερνούν. Η ευτυχία δεν μπορεί ποτέ να διαχωριστεί από τις απλές, αποσπασματικές  λέξεις που ανταλλάσσουμε, ούτε από την κραυγή και το γέλιο της ευτυχίας, ούτε από τη συγκίνηση που μας κάνει να κλαίμε, χωρίς να ξέρουμε αν αυτό οφείλεται σε έναν πόνο ή σε μια απόλαυση. Ας αφήσουμε τους επιστήμονες στη σιωπή και στη μοναξιά των αριθμών, προσέχοντας ιδιαιτέρως ώστε να μην εισβάλλουν στο πεδίο της ηθικής και της πολιτικής, που είναι το μοναδικό που μπορεί στ’ αλήθεια να μας ικανοποιεί. 

8 Σεπτέμβρη 2024

(υ.γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Την Τρίτη 3 Σεπτέμβρη τρέχοντος έτους, συζητούσαμε περί πανδημίας, επιστήμης και ιατρικής φροντίδας, σε μια αγαπημένη μπυραρία στα Πατήσια, με τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές Χρήστο, Μάνο και Παύλο. Το παραπάνω κείμενο του Αγκάμπεν νομίζω ότι μπορεί να συνεισφέρει στις σκέψεις που αναπτύξαμε εκείνο το βράδυ με αφορμή προσωπικές μας περιπέτειες με τους γιατρούς και τη θεραπεία διάφορων ασθενειών. Αφού πρώτα υπενθυμίσω ότι μόνο με τους παιδικούς φίλους μπορούμε να έχουμε ακόμη και σοβαρές διαφωνίες, οι οποίες όμως ποτέ δεν οδηγούν σε ρήξη των σχέσεων, θα ήθελα να επισημάνω ότι η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου βρίσκεται ακριβώς στο ότι, ενίοτε, νιώθει πως πρέπει να παραδοθεί στην εξουσία κάποιων οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί και, σε πολλές περιπτώσεις, είναι, όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των γιατρών. Και εκεί έρχεται για μια ακόμη φορά ο Μπακούνιν να μας θυμίσει την πάντοτε επίκαιρη ρήση του, ότι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους της νεωτερικότητας βρίσκεται στο γεγονός ότι οι επιστήμονες, από την ίδια τη φύση του αντικειμένου τους, μπορεί πολύ εύκολα να τοποθετηθούν στην πλευρά των καταπιεστών μας, συνιστώντας και αυτοί μια καταπιεστική τάξη που δύσκολα θα απαρνηθεί των προνομίων της, αφού θεωρεί ότι όχι μόνο δεν μας καταπιέζει, αλλά και μας σώζει (υπενθυμίζοντας ότι ο Μπακούνιν ήταν ένας από τους πρώτους επαναστάτες που είχαν υιοθετήσει τις αρχές της ομοιοπαθητικής με θετικά αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση της χολέρας που είχε χτυπήσει τη Νάπολη κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί).

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Κλαίρ Ωζιάς. Όνειρο μιας νέας μια ανοιξιάτικη μέρα - Tomás Ibáñez

Στη φωτογραφία διακρίνεται η Κλαιρ Ωζιάς καθισμένη στο κέντρο, με φίλους/ες της Ρομ το 1996

Εκείνη την Παρασκευή 3 του Μάη το 1968, η αστυνομία εισέβαλε στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου μερικές εκατοντάδες φοιτητές είχαν μαζευτεί στην αυλή για να αγωνιστούν ενάντια στους φασίστες. Αυτά που συνέβησαν μετά είναι γνωστά: όχι μόνο η οργή εξερράγη πέριξ του πανεπιστημίου, με μια επιβλητική και αυθόρμητη διαδήλωση, αλλά η ηχώ της εξέγερσης έφτασε σε διάφορες περιοχές της γαλλικής επικράτειας.

Μόλις άναψε το φυτίλι, το συμβάν, που ονομάστηκε Μάης του ’68 ή γαλλικός Μάης, ήταν από εκείνη τη στιγμή που εφόρμησε προκειμένου να ταρακουνήσει το επικρατούν στάτους κβο και να αλλάξει ένα σωρό πράγματα. Εκείνη την ίδια Παρασκευή της 3ης του Μάη, στην πόλη της Λυών, μια μαθήτρια του λυκείου, χωρίς καμία προηγούμενη πολιτική εμπειρία, αλλά ευαίσθητη στους ήχους που έφταναν από το Παρίσι, ανακάλυψε ξαφνικά τον αναρχισμό και συμμετείχε ψυχή τε και σώματι στις δράσεις των CAL (Comités d'Action Licéens – Λυκειακές Επιτροπές Δράσης).

Γεννημένη το 1951, η Κλαιρ ήταν τότε 17 χρονών, πιτσιρίκα. Αφηγήθηκε εκείνη την έντονη εμπειρία σε ένα πανέμορφο κείμενο με τίτλο “Un mai mineur” («Ένας ελάσσων Μάης»), γραμμένο δέκα χρόνια μετά τον Μάη του ’68 και δημοσιευμένο από τις εκδόσεις Linterna Sorda στη συλλογή Esplendor en la noche. Είναι ένα σαφές παράδειγμα, το πολλοστό, του πώς συγκεκριμένα συμβάντα μεταμορφώνουν ξαφνικά και ριζικά τα άτομα, άφηνοντάς τους ένα σημάδι τόσο βαθύ, ώστε να κρατήσει σε ολόκληρη τη ζωή τους.

Από εκείνη τη στιγμή, όνειρα ελευθερίας και αλληλεγγύης, διάσπαρτα με εκρήξεις οργής ενάντια στην αδικία του συντεταγμένου συστήματος, συνόδευσαν την Κλαιρ μέχρι το νεκροκρέβατό της, στις 6 Αυγούστου 2024, στο Παρίσι. Για πάνω από μισό αιώνα, η αναρχική και συνεπώς φεμινιστική ενασχόληση της Κλαιρ Ωζιάς την κράτησε σταθερά στην πρώτη γραμμή, με τη δημοσίευση αναρίθμητων άρθρων και βιβλίων, με τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις και συνέδρια σε διάφορες πόλεις, στην υπεράσπιση των λαών των Ρομά και στη καταγγελία της γενοκτονίας τους.

Μια μεγάλη προσωπικότητα, μια αγαπητότατη φίλη, ένα παράδειγμα αναρχικής συνάφειας και αδάμαστης εξέγερσης. Τα άρθρα και τα βιβλία της αποτελούν ήδη μέρος της ελευθεριακής βιβλιογραφίας.

Τόμας Ιμπάνιες, Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

(υ.γ 1 του Παναγιώτη Καλαμαρά, 3 Σεπτέμβρη 2024) Την Κλαιρ Ωζιάς τη γνωρίσαμε το 2018, όταν κατόπιν πρωτοβουλίας συντρόφων από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον Τόμας Ιμπάνιες και τον Ζαν-Πιέρ Ντετέιγ για να μιλήσει για τα πενήντα χρόνια από τον Μάη του ’68 σε μια συνάντηση στην Αθήνα και στα Ελευθεριακά Φεστιβάλ Βιβλίου στη Θεσσσαλονίκη και τα Γιάννενα, όπως και στις εκδηλώσεις για τα 14 χρόνια της κατάληψης Ρόζα Νέρα στα Χανιά. Στην Αθήνα και στην εκδήλωση που έγινε στη Σχολή Καλών Τεχνών στις 9 Ιούνη 2018, η Άννα πήρε το θαυμάσιο βιβλίο της Trimards: “ Pègre » et mauvais garçons de Mai 68, εκδόσεις Atelier de creation libertaire, 2017, πολύτιμος οδηγός για τα «κακά παιδιά» και τη συμμετοχή τους σε εκείνο το αλησμόνητο συμβάν.

(υ.γ. 2 του Παναγιώτη Καλαμαρά, 3 Σεπτέμβρη 2014) Την Πέμπτη 29 Αυγούστου, πέταξε μακριά μια ακόμη καλή φίλη και συντρόφισσα από τα χρόνια της Νομικής και τον «χώρο» του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η Άσπα Κωνσταντινίδου, ακάματη δικηγόρος και πάντοτε ενεργή κινηματικά, είχε γράψει και ένα θαυμάσιο βιβλίο το Όνειρο του μικρού ουρανού, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αχαρακτήριστες. Θα θυμάμαι πάντα τη φιγούρα της έτσι όπως τη συναντούσα είτε πάνω στο μηχανάκι της είτε πεζή στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, αλλά και στην κατάληψη Πάτμου και Καραβία και στο Στέκι Άνω Κάτω Πατησίων. Μια ακόμη απώλεια για μια γενιά που δεν πίστεψε ότι θα μεγαλώσει ποτέ, τη δική μου γενιά που σφυρηλατήθηκε στις καταλήψεις ενάντια στον ν. 815 εκείνον τον πολύ μακρινό τώρα πια Δεκέμβρη του 1979.