Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Γκίνια


Ο
Μιχάλης άναψε το τέταρτο τσιγάρο της μέρας. Στη φυλακή, που τα τσιγάρα ήταν δυσεύρετο είδος, είχε μάθει να καπνίζει μέχρι έξι τη μέρα. Το έκανε με έναν τελετουργικό τρόπο ανάλογο με το ωράριο που είχε επιβάλλει η διεύθυνση. Τώρα που ήταν έξω, αυτή τη συνήθεια την είχε κρατήσει. Δύο με τον μεσημεριανό καφέ, δύο με τον απογευματινό και άλλα δύο με το βραδινό του ποτάκι, συνήθως μπύρα, σπανίως κάνα κρασί, αλλά ποτέ Μαρτίνι Μπιάνκο και Καμπάρι Σόδα. Τα πούρα εννοείται πως τα είχε κόψει εδώ και πολλά χρόνια, αν τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν τέτοιες πολυτέλειες πριν τη φυλακή, τώρα τέτοιες απολαύσεις ήταν εντελώς απαγορευμένες. Όπως είχε κόψει και το πολύ φαγητό, περισσότερο τάιζε τις δύο γάτες του παρά έτρωγε ο ίδιος. Ο Μιχάλης ήταν μόνος, πληγωμένος και με προβλήματα υγείας. Τα ζωντανά του έδιναν ένα απάγκιο και ίσως έναν λόγο να ζει, έπρεπε κάποιος να τα φροντίζει. Του τα είχε αφήσει η μητέρα του, η οποία είχε πεθάνει, υπέργηρη, έναν χρόνο πριν και μέχρι να αποφυλακιστεί τα τάιζε μια γειτόνισσα.  Φοβόταν πολύ τι θα απογίνονταν χωρίς αυτόν. Ο Μιχάλης ήταν ένας αποτυχημένος, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά. Χωρισμένος με γυναίκες που δεν ήθελαν να τον βλέπουν στα μάτια τους και παιδιά που ναι μεν τον αγαπούσαν αλλά τον κρατούσαν σε απόσταση, ενώ επαγγελματικά, αν και γνώριζε άριστα την τυπογραφική τέχνη, δεν είχε καταφέρει να στήσει αυτή που λέμε «υγιή» επιχείρηση, έμπλεξε με την παραχάραξη και την πλαστογραφία, κι αυτό του στοίχισε ακριβά. 7 χρόνια φυλακή στην Κέρκυρα. Γάμησέ τα. Κι όλα αυτά γιατί έψαχνε τη «συνοικία το όνειρο», όπως του έλεγε πάντοτε ο παλιός του φίλος και ενίοτε συνεργάτης, ο Χρήστος.

 

Με τον Χρήστο είχαν γνωριστεί στο τυπογραφείο του, όταν ακόμη δούλευε «κανονικά», την πρώτη χρονιά της δεκαετίας του ’90. Από τους καλούς τυπογράφους του κέντρου, είχε μαγαζί στην Τσιμισκή, στα σύνορα Νεάπολης-Εξαρχείων. Ο Χρήστος τότε ξεκινούσε την εκδοτική του καριέρα, στον Μιχάλη τον είχε στείλει ένας κοινός τους γνωστός, βιβλιοδέτης το επάγγελμα, ο Μάκης. Αν και δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο Μιχάλης αποκαλούσε πάντοτε τον Χρήστο «μικρούλη». Ίσως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Μιχάλης ήταν ήδη φτασμένος τυπογράφος και ο Χρήστος μόλις τότε είχε αρχίσει να μαθαίνει τα μυστικά των γραφικών τεχνών, έχοντας ανοίξει και το δικό του ατελιέ. Ο Χρήστος ήξερε φωτοσύνθεση, σελιδοποίηση, φιλμ, μοντάζ, αλλά αγνοούσε τα μυστικά της τυπογραφίας, κάτι που ανέλαβε να του μάθει ο Μιχάλης. Και του το έμαθε πολύ καλά. Μετά από ένα διάστημα, μαζί «ανέβαιναν» στη μηχανή, φόρτωναν το χαρτί, έστρωναν τα μελάνια και, με τον Μιχάλη να φωνάζει «χέρια!», ξεκινούσε η εκτύπωση. Η φωνή «χέρια» ήταν η ειδοποίηση του μάστορα προς τους βοηθούς ότι η μηχανή αρχίζει να δουλεύει, οπότε έπρεπε να απομακρύνουν τα χέρια τους για να μη τα χάσουν. Είχε συμβεί κάτι τέτοιο μπροστά στον Μιχάλη, είχε δει να παίρνει η μηχανή το χέρι ενός βοηθού και δεν ήθελε να ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Ο Χρήστος τηρούσε ευλαβικά τις εντολές του Μιχάλη, σιγά σιγά έμαθε κι αυτός να τυπώνει κάποιες από τις μπροσούρες με αναρχικό περιεχόμενο του μικρού εκδοτικού του οίκου.

 

Ο Μιχάλης ήθελε να πιάσει την καλή και να ξεκόψει από ένα επάγγελμα που το αγαπούσε μεν, αλλά τον κούραζε πολύ. Έτρεχε σαν τον Βέγγο, δούλευε πολλές ώρες, αλλά ποτέ δεν του έμεναν λεφτά στην τσέπη, είτε γιατί τα σπαταλούσε ενίοτε βλακωδώς είτε γιατί οι απαιτήσεις από τις προσωπικές του επιλογές τού έτρωγαν πολλά. Και όταν λέμε βλακωδώς εννοούμε τις πολλές βόλτες, τα άπειρα ξενύχτια με χαμένους εκ των προτέρων έρωτες, που όμως τον πλήγωναν βαθιά τόσο συναισθηματικά όσο και υλικά, αλλά και τον τζόγο. Του άρεσαν τα χαρτιά του Μιχάλη, του άρεσε ο συνδυασμός τύχης και τεχνικής, αλλά επειδή δεν τηρούσε το ιταλικό ρητό «Στον έρωτα και στα χαρτιά πρέπει να ξέρεις πότε πρέπει να φεύγεις», συνεχώς έμενε ρέστος. Είχε κάνει δύο γάμους, είχε χωρίσει ισάριθμες φορές, είχε τρία παιδιά και πλήρωνε τις ανάλογες διατροφές. Πού να του φτάσουν τα λεφτά του Μιχάλη, που ναι μεν είχε πελατεία, αλλά όχι τόσο μεγάλη για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει. Κάποια βράδια κάθονταν με τον Χρήστο στο τυπογραφείο μετά τη δουλειά και πίναν μπύρες, και τότε άρχιζε τις ιστορίες για τους παλιούς μάστορες, τις τυπογραφικές μηχανές αλλά και τα ταξίδια που ήθελε να κάνει και δεν έκανε ποτέ. Ο Χρή-στος, πολύ πιο ορθολογικός και γνώστης των οικονομικών, του έκανε συγκεκριμένες προτάσεις για να βελτιώσει το εισόδημά του και να ανοίξει τον κύκλο των εργασιών του, ο Μιχάλης, όμως, άναβε ένα ακόμη τσιγάρο, Μάρλμπορο κάπνιζε τότε και του έλεγε: «Μικρούλη τα ξέρω κι εγώ αυτά, όμως δεν είμαι φτιαγμένος για τέτοια». Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, ο Μιχάλης μεγάλωνε, μεγάλωνε και ο Χρήστος, περνούσαν μέρες στο τυπογραφείο και πάντοτε κάθε Πάσχα στο σπίτι που έμενε ο Μιχάλης μαζί με τη μητέρα του και κάμποσες γάτες στις Κουκουβάουνες. Ήταν τόσο άκαμπτο το πασχαλιάτικο ραντεβού, που μια φορά ο Χρήστος είχε μαλώσει άσχημα με έναν μεγάλο του έρωτα που ήθελε να πάνε στη Ρώμη το Πάσχα επειδή τότε η κοπέλα είχε άδεια, και ο Χρήστος της είχε πει ότι κάτι τέτοιο αποκλειόταν, αφού κάθε Πάσχα το περνάει με τον Μιχάλη ψήνοντας και πίνοντας στη μικρή του αυλή, παρέα με τη μαμά του και τις γάτες.

 

Ο Χρήστος είχε μπλέξει με τα πολιτικά και μάλιστα με τους αναρχικούς, και από παράνομες ενέργειες κάτι ήξερε. Παράνομες όμως κλασικού αναρχικού τύπου, δηλαδή πέσιμο στους μπάτσους με καμιά μολότωφ, γκαζάκι στο μοτοσακό ενός φασίστα, ξυλίκι σε κανένα πρεζέμπορο κλπ. Στη δουλειά του ήταν άψογος, τιμολόγια πάντοτε εντάξει, συνεπής στις φορολογικές και συνταξιοδοτικές του υποχρεώσεις, ναι μεν βγάζουμε αναρχικά βιβλία αλλά όχι και να μας πάνε μέσα για φοροδιαφυγή! Δεν είχε ιδέα για τη σκοτεινή πλευρά του φίλου του τυπογράφου, που ήταν, τι άλλο, η πλαστογραφία και η παραχάραξη. Ο Μιχάλης δεν του είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό, κι όταν εκείνον τον μακρινό Οκτώβρη του ’97, του έκανε μια πρώτη νύξη, ο Χρήστος νόμιζε πως του έκανε πλάκα. Όμως ο Μιχάλης δεν έκανε καθόλου πλάκα και τα πράγματα σοβάρεψαν όταν του πρότεινε να κάνουν μια δουλειά με πλαστά εισιτήρια. Καθώς ο Χρήστος ήταν φιλματζής, θα μπορούσαν να φτιάξουν τα φιλμ στο ατελιέ του και μετά να τα τυπώσουν σε μια μικρή Roland που είχε ο Μιχάλης. Ο Χρήστος στην αρχή ήταν διστακτικός, αλλά μετά, σκεφτόμενος λαμβάνοντας υπόψη την παράδοση των αναρχικών στην πλαστογραφία αλλά και τις επείγουσες ανάγκες του φίλου του δέχθηκε. Το κόλπο έγινε και βγήκαν κάμποσα γκαφρά, όμως ο Χρήστος το μεγαλύτερο μέρος του μεριδίου του το έδωσε στον Μιχάλη, αυτός δεν είχε ανάγκη τα λεφτά, όσα έβγαζε από το ατελιέ και τα βιβλία του τού έφταναν και του περίσσευαν. Μετά έκαναν και κάποιες άλλες δουλειές, αλλά το όλο πράγμα σταμάτησε, για τον Χρήστο τουλάχιστον, όταν ένα απόγευμα έσκασαν στο τυπογραφείο δύο μπράβοι, που απαιτούσαν κάποια χρήματα που τους χρωστούσε ο Μιχάλης από μια παράνομη δουλειά που είχε κάνει με τους εντολοδόχους τους και δεν τους είχε αποδώσει τα οφειλόμενα. Μόλις τους είδε ο Μιχάλης να πλησιάζουν το μαγαζί, φώναξε στον Χρήστο «τώρα τρέχουμε» και πριν προλάβουν οι μπράβοι να μπουν μέσα με όλα τα κακά παρεπόμενα, οι δύο φίλοι βρέθηκαν να τρέχουν την Ιπποκράτους, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια πιτσαρία εκεί κοντά που την είχε ένας γνωστός του Μιχάλη. Τη γλίτωσαν εκείνη τη φορά, ο Μιχάλης έδωσε τα οφειλόμενα, αλλά ο Χρήστος αποφάσισε να κόψει αυτές τις παρτίδες με τον τυπογράφο-δάσκαλό του.

 

Με το γύρισμα του αιώνα, οι δύο φίλοι χάθηκαν. Ο Μιχάλης συνέχισε να βολοδέρνει ανάμεσα σε παρανομία και νομιμότητα, ο Χρήστος κάποια στιγμή έκλεισε το ατελιέ και έπιασε δουλειά σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο ως υπεύθυνος μιας φιλοσοφικής σειράς. Τα πασχαλιάτικα ραντεβού ξεχάστηκαν, ο Χρήστος τα ξαναθυμήθηκε ένα απόγευμα του Απρίλη του 2007 όταν ετοιμαζόταν να πάει στη Σίφνο να βρει την τότε αγαπημένη του και μετέπειτα γυναίκα του, και ξαφνικά στο τηλέφωνο που χτύπησε ήταν ο Μιχάλης. Του εξήγησε ότι δεν μπορούσε να ακυρώσει το ραντεβού, ήταν όλα κανονισμένα και το κορίτσι που τότε έψηνε θα θύμωνε πολύ αν δεν πήγαινε στο νησί, ο Μιχάλης κατάλαβε, θυμήθηκε και την προηγούμενη φορά που ο Χρήστος είχε τσακωθεί γι’ αυτό το περίφημο πασχαλιάτικο ραντεβού, του είπε ότι θα τα έλεγαν με την πρώτη ευκαιρία, αλλά αυτή η ευκαιρία δεν ήρθε ποτέ. Οι δύο φίλοι δεν ξαναβρέθηκαν έκτοτε, ο Μιχάλης σκεφτόταν πάντα τον «μικρούλη» και τι να απέγινε, ο Χρήστος σκεφτόταν επίσης πάντοτε τον «μέντορα» του και τι να είχε συμβεί στη ζωή του. Σε κόσμο που τον ρωτούσε πώς έμαθε τυπογραφία πάντοτε τον ανέφερε με αγάπη και στεναχωριόταν που δεν τον έβλεπε πλέον, αλλά κάπως έτσι τα είχε φέρει η ζωή.

 

Είχε πέσει το βράδυ και ο Μιχάλης άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια μπύρα Henninger. Η μάρκα του θύμιζε τα νιάτα του και γι’ αυτό επέμενε να την πίνει και τώρα. Τα ισχνά οικονομικά του δεν του επέτρεπαν έτσι κι αλλιώς ακριβότερες μάρκες, για δε Καμπάρι και Μαρτίνι, όπως είπαμε, ούτε λόγος. Αυτά τα ποτά, όπως και τα πούρα, του τα είχε μάθει ο Χρήστος, ο οποίος με τη σειρά του τα είχε μάθει στην Ιταλία. Ο Μιχάλης θυμήθηκε που ο Χρήστος πάντοτε του υπενθύμιζε πως πίνουμε ένα Μαρτίνι Μπιάνκο ή ένα Καμπάρι Σόδα πριν το φαγητό για να μας ανοίξει η όρεξη και μετά ένα Μαρτίνι Ρόσο ή μια Γκράπα για την χώνεψη. Μαζί με το δεύτερο ποτό ένα πούρο Ιτάλικο ή Γκαριμπάλντι και μετά όνειρα γλυκά και ασκανδάλιστα. Χάιδεψε τον «Γουργούρη», έναν από τους δύο γάτους του και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά μπύρα και καπνού. Και τότε του ήρθε για μια ακόμη φορά στο μυαλό ο Χρήστος και αμέσως σκέφτηκε να τον πάρει τηλέφωνο. Το είχε σκεφτεί και άλλες φορές και αυτή τη φορά το έκανε πράξη. Η ώρα ήταν 10, δεν ήξερε καν αν ο Χρήστος διατηρούσε ακόμη το ατελιέ του, φαινόταν μάλλον απίθανο ακόμη και να το είχε να βρισκόταν εκεί τέτοια ώρα, αλλά καθώς ήξερε το αλλοπρόσαλλο ωράριο του φίλου του, αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια. Και ως εκ θαύματος, ο Χρήστος απάντησε. Τα είπαν για κάμποση ώρα, ο Χρήστος δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι του είχε τηλεφωνήσει ο παλιός του φίλος, έδωσαν τις βασικές πληροφορίες της ζωής τους στα βιαστικά και ο Χρήστος έμεινε για κάμποσα δευτερόλεπτα σιωπηλός όταν ο Μιχάλης του είπε ότι μόλις είχε βγει από τη φυλακή μετά από 7 χρόνια. Κανόνισαν να τα πούνε από κοντά και έδωσαν ραντεβού σε ένα μπαρ στην Ξενοφώντος που λεγόταν Πομπιντού. Το μέρος το επέλεξε ο Χρήστος, εκεί τον είχε αποχαιρετίσει ένας πρόσφατος έρωτάς του και σκέφτηκε ότι θα είχε φάση να συναντήσει και πάλι τον παλιόφιλο του σε εκείνο το μέρος.

 

Το ραντεβού ήταν προγραμματισμένο για μια Τρίτη βράδυ του Οκτώβρη του 2025 στις 8. Ο Χρήστος είχε πάει ήδη από τις 7.30, η αδημονία του ήταν μεγάλη, μετά από 18 χρόνια θα ξανάβλεπε τον παλιό του φίλο. Ακριβώς στις 8 έφτασε και ο Μιχάλης, ο οποίος παρά την τρέλα του ήταν πάντοτε συνεπής στο ραντεβού με την ακρίβεια δευτερολέπτου, κάτι που ο Χρήστος το απέδιδε στη σχέση του με την τυπογραφία. Το είχε και ο ίδιος αυτό το «βίτσιο» και το απέδιδε στον ίδιο λόγο, οι χρόνοι πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα στην παράδοση της δουλειάς στον πελάτη.  Οι δύο παλιό-φιλοι έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα και μετά αγκαλιάστηκαν ένθερμα. Σχεδόν ταυτόχρονα έβαλαν τα κλάματα, η συγκίνησή τους ήταν μεγάλη, είχαν και οι δύο μεγαλώσει, ο Μιχάλης φαινόταν πιο καταβεβλημένος, τα 7 χρόνια στη «στενή» τον είχαν σημαδέψει ανεπανόρθωτα. Άλλωστε είχε βγει από εκεί λόγω του εμφράγματος που είχε υποστεί, η καρδιά του δεν είχε αντέξει τις τόσες ταλαιπωρίες. Ο Μιχάλης είπε στον Χρήστο, που τον ρώτησε σχετικά, ότι η μητέρα του είχε πεθάνει και μάλιστα δεν του είχαν δώσει άδεια να παραστεί στην κηδεία της λόγω μη επίδειξης μεταμέλειας, κι αυτό ήταν κάτι που το έφερε βαρέως. «Γαμώ τη δικαιοσύνη τους» είπε ο Χρήστος, ο Μιχάλης χαμογέλασε και του απάντησε «μια ζωή αναρχικός “μικρούλη”, μπράβο που δεν άλλαξες ιδέες». Ο Χρήστος του είπε κι αυτός τα δικά του, είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει, είχε κι έναν γιό που τώρα βρισκόταν στην εφηβεία. «Με ποια τον έκανες;» τον ρώτησε ο Μιχάλης και ο Χρήστος του είπε «με εκείνη που για χάρη της δεν ήρθα να γιορτάσουμε μαζί εκείνο του Πάσχα του 2007». «Τουλάχιστον άξιζε τον κόπο;» του είπε ο Μιχάλης κι ο Χρήστος του απάντησε «άξιζε και με το παραπάνω, ο κούκλος μας είναι η τρανή επιβεβαίωση. Απλώς μας σάρωσε το μέλλον Μιχάλη, όλα τα ωραία πράγματα κάπου τελειώνουν». «Πάλι με τις ατάκες σου ρε Χρήστο, δεν θα βαρεθείς ποτέ;». Ο Χρήστος χαμογέλασε και τον αγκάλιασε.

 

Ήπιαν Μαρτίνι Ρόσο, κάπνισαν τα πούρα των συντρόφων, τα Γκαριμπάλντι που κόβονται στη μέση για να τα μοιραστούν αυτοί που αγαπιούνται, είπαν πολλά εκείνο το βράδυ που δεν ήθελε κανείς να τελειώσει. Και όταν αποφάσισαν να χωριστούν, συνέβη το αναπάντεχο. Μια φίλη του Χρήστου που περνούσε τυχαία από την Ξενοφώντος τον είδε και ήρθε να του πει ένα γειά. Ήταν η Ειρήνη. Καμιά σαρανταριά χρονών, καστανή, αδύνατη, με δύο υπέροχα μάτια, γκριζογάλανα. Ο Μιχάλης την κοίταζε αποσβολωμένος. Πάντα του άρεσαν οι γυναίκες αν και είχε πολύ καιρό να πλαγιάσει με μία. Η κοπέλα ρώτησε τον Χρήστο ποιος ήταν ο φίλος του και εκείνος της είπε εν συντομία για τη σημασία που είχε για τη ζωή του. Εκείνη γέλασε και είπε με τη σειρά της ότι πολύ θα ήθελε να ξανασυναντηθούν και να τα πουν πιο αναλυτικά, είχε πολύ ενδιαφέρον η ιστορία τους, τώρα όμως βιαζόταν, έπρεπε να πάει να βρει κάποια φιλαράκια της, αλλά το να ξαναβρεθούν φάνηκε να το θεωρούσε δεδομένο. Όταν έφυγε ο Μιχάλης ρώτησε τον «μικρούλη» ποια ήταν η φίλη του. Ο Χρήστος του είπε ότι επρόκειτο για μια πολύ ωραία περιπέτειά τους μετά τον χωρισμό με τη γυναίκα του, είχαν περάσει ωραία, αλλά κάτι η διαφορά της ηλικίας, κάτι η διαφορά των αντιλήψεων ως προς τον τρόπο ζωής τους, έφερε το αναπόφευκτο τέλος. «Κρίμα ρε Χρήστο, ωραία τύπισσα φαίνεται, όμως κράτα τα καλά και άσε τα άλλα, όλα τα ωραία πράγματα έτσι κι αλλιώς πάντοτε τελειώνουν. Άλλωστε εμείς δεν είμαστε τζαμπατζήδες, πάντοτε πληρώνουμε το τίμημα, τίποτα ωραίο δεν είναι χωρίς κόστος». Ο Χρήστος πλήρωσε τον λογαριασμό, έδωσε και ένα εικοσάρικο στον φίλο του και κίνησαν να πάρουν το τελευταίο λεωφορείο. «Και το Μιτσουμπίσι σου τι έγινε ρε Μιχάλη;», τον ρώτησε ο Χρήστος, ενθυμούμενος το παλιό αμάξι του φίλου του, που πάντοτε τον πήγαινε σπίτι του όταν τέλειωναν τις περιπέτειες του καθώς ο ίδιος δεν οδηγούσε. «Παλιοσίδερα, φίλε μου, το κατέσχεσαν όταν με μπουζούριασαν, προϊόν εγκλήματος είπαν, κι ας το είχα πάρει κάμποσα χρόνια πριν».

 

Κανόνισαν να τα ξαναπούν, αυτή τη φορά παρέα με την Ειρήνη. Ο Χρήστος στεναχωριόταν που θα ξανάβλεπε την Ειρήνη, τον πλήγωνε ακόμη ο χωρισμός τους παρότι είχε περάσει πολύς καιρός και είχε μπλέξει και με άλλες ωραίες κυρίες, όμως βλέποντας τη χαρά του φίλου του, δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Και καλά έκανε, όπως αποδείχθηκε στη συνάντησή τους σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια. Ο Μιχάλης και η Ειρήνη έπιασαν αμέσως την κουβέντα και κάποια στιγμή ο Χρήστος άρχισε να νιώθει παρείσακτος. Όταν η Ειρήνη σηκώθηκε για να πάει τουαλέτα, ο Χρήστος έδωσε ένα πενηντάρι στον φίλο του, πλήρωσε τα ποτά και του είπε: «Κωλόγερε, δεν ξέχασες την άλλη τέχνη σου, το γοήτευσες το κορίτσι». «Άσε τις μαλακίες ρε Χρήστο, απλώς η Ειρήνη γουστάρει να ακούει ιστορίες από μπαρμπάδες, σιγά μην κοιτάξει ένα ραμολί όπως εγώ», αλλά έκοψαν αμέσως τη συζήτηση γιατί η Ειρήνη μόλις είχε επανέλθει. Ο Χρήστος είπε σαν δικαιολογία ότι έπρεπε να φύγει γιατί αύριο είχε να πάει με τον γιο του στο σχολείο για να μιλήσει με τον διευθυντή για κάποια θέματα του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, και κανόνισαν να μιλήσουν και πάλι αύριο. «Καθίστε εσείς, τα ποτά είναι πληρωμένα, αυτά και τα δύο επόμενα, βιάζομαι, έχω υποχρεώσεις εγώ» είπε γελώντας και τους αποχαιρέτισε. Καθώς κατηφόριζε την Μπενάκη για να πάρει το τρόλεϊ από την Πατησίων, ένιωσε ωραία για τον φίλο του, ζήλεψε λίγο που δεν έφυγε παρέα με την Ειρήνη όπως έκαναν παλιά, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα, ο φίλος του άξιζε να περάσει ακόμη λίγη ώρα με ένα όμορφο κορίτσι μετά από τόσα χρόνια στέρησης.

 

Το επόμενο μεσημέρι ο Μιχάλης τον πήρε τηλέφωνο. «Ρε συ» του είπε, «πέρασα υπέροχα με το κορίτσι, δεν μείναμε πολύ αφού έφυγες, αλλά τι να σου πω, μου έδειξε ένα παράξενο ενδιαφέρον». Τσίμπησε ο Χρήστος και του είπε «δηλαδή;». Και ο Μιχάλης του είπε ότι όχι μόνο η κοπέλα του είπε πόσο είχε απολαύσει την παρέα του, αλλά του ζήτησε και το τηλέφωνο του και μάλιστα έβαλε τα γέλια όταν ο Μιχάλης της είπε ότι δεν είχε κινητό και της έδωσε τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου στο σπίτι της μανούλας του που έμενε. «Και μάλιστα λατρεύει και τις γάτες, ενθουσιάστηκε όταν της είπα πως έχω κι εγώ δύο». Ο Χρήστος έβαλε τα γέλια και του είπε «πρόσεχε Μιχάλη, η Ειρήνη δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά». «Ναι, Χρήστο, εμένα θα κοιτάξει η κοπέλα ερωτικά μια τέτοια γυναίκα, απλώς της αρέσουν οι παλιές ιστορίες αυτό είναι όλο». Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο ανανεώνοντας το ραντεβού τους, ο Χρήστος σκέφτηκε ότι ωραία φάση θα ήταν να έμπλεκαν οι δυο τους, αν και του φαινόταν απίθανο, μια σαράντα με έναν εβδομηντάρη, εντελώς κουφό, όμως δεν είχε μπλέξει και μαζί του που είχε πατήσει τα εξήντα;

 

Και όπως όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή, έτσι ο Μιχάλης και η Ειρήνη έμπλεξαν τις ζωές τους. Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του, ξαφνικά η ζωή του είχε αποκτήσει και πάλι νόημα, η γκίνια είχε σπάσει, άρχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον, να ξαναπιάσει δουλειά, να φτιάξει και πάλι το σπίτι του, με τα πρώτα λεφτά να πάρει κι ένα αυτοκινητάκι να πηγαίνουν καμιά βόλτα. Όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για έναν πρώην φυλακισμένο τυπογράφο και μάλιστα για παραχάραξη. Οι πόρτες των παλιών του συναδέλφων έκλειναν γρήγορα μετά το πρώτο καλοσώρισμα, στο μεταξύ είχε αλλάξει και η τυπογραφία, ψηφιακή πλέον δεν είχε θέση για έναν σαν κι αυτόν που είχε μείνει στην παλιά αναλογική εποχή. Ο Μιχάλης είδε και αποείδε, δεν ήθελε να κάνει και τράκα από τον «μικρούλη» και η «συνοικία το όνειρο» ξανάρθε μπροστά του. Η μόνη λύση ήταν να απευθυνθεί στα παράνομα κυκλώματα και μάλιστα σε ανθρώπους που την κρίσιμη στιγμή τον είχαν πουλήσει για να τη βγάλουν καθαρή. Όταν το είπε στον Χρήστο, αυτός τον έπιασε από τον λαιμό, του είπε να αφήσει τις μαλακίες, αλλά ο Μιχάλης το είχε πάρει απόφαση. Ήθελε να περάσει κι άλλες ωραίες στιγμές με την Ειρήνη και τα γκαφρά ήταν απαραίτητα. Είπε στον Χρήστο να ηρεμήσει, απλώς το είχε σκεφτεί δεν θα το έκανε πράξη. Όμως το έκανε και όπως πάντα την πάτησε.

 

Η δουλειά δεν πήγε καλά, οι μπάτσοι που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα κατάλαβαν σχεδόν αμέσως ποιος είχε κάνει τη δουλειά, κι ένα βράδυ που ο Μιχάλης τάιζε τις γάτες της γειτονιάς, όταν είδε ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες να τριγυρνάει έξω από το σπίτι του, κατάλαβε ότι τα ψέματα είχαν τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα τον τσιμπούσαν και πάλι, με τη γνωστή κατάληξη. Μάζεψε γρήγορα τα ελάχιστα υπάρχοντά του, έβγαλε έξω τον «Γουργούρη» και τον «Ραβδούλη», γέμισε τα μπολάκια τους ξερή τροφή και τους φίλησε κλαίγοντας. Ήξερε ότι πλέον δύσκολα θα τους ξανάβλεπε. Πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στο κέντρο. Προηγουμένως είχε πάρει τηλέφωνο τον Χρήστο, ξέροντας το ρίσκο της κίνησής του, αλλά θέλοντας να τον δει για μια τελευταία φορά πριν την απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής του, του έδωσε ραντεβού στο Πομπιντού να πιουν ένα ποτάκι, λέγοντας του να ειδοποιήσει και την Ειρήνη για τη συνάντηση, γιατί έπρεπε να πάει σε μια δουλειά και επειδή αυτή έλειπε την ώρα που της τηλεφώνησε από το σπίτι, αν μπορούσε να την έπαιρνε αυτός τηλέφωνο. Το ραντεβού τους ήταν στις 10 το βράδυ. «Αν δεν έλθω», είπε στον Χρήστο, «να πιείτε το ποτό σας και να μη με περιμένετε, προφανώς δεν θα έχω τελειώσει μια εκτύπωση που έχω αναλάβει για λογαριασμό ενός παλιού μου συναδέλφου, που είναι άρρωστος». Ο Χρήστος παραξενεύτηκε με τα λεγόμενα του φίλου του, αλλά σκέφτηκε ότι ο Μιχάλης ήταν και μεγάλος άνθρωπος, το πνεύμα μεν ισχυρό αλλά η σαρξ αδύνατη. Πήρε τηλέφωνο την Ειρήνη και της είπε για τη συνάντηση, εκείνη παραξενεύτηκε που δεν την είχε ξαναπάρει ο ίδιος ο Μιχάλης για να τα κανονίσουν, όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, έχει μάθει και από τον Χρήστο για τις εμμονές των μεγάλων με τον χρόνο και αυτός, άλλωστε, δεν ήταν ένας από τους λόγους που είχαν χωρίσει;

 

Ο Χρήστος έφτασε πρώτος στο ραντεβού, πάντα το έκανε αυτό, δεν είχε συνηθίσει το κινητό τηλέφωνο που με μια κλήση ή ένα μήνυμα αλλάζουν οι σημερινοί άνθρωποι τον τόπο και την ώρα συνάντησής τους και μετά από λίγο έφτασε και η Ειρήνη. «Βρε παλιοκόριτσο, τι κάνεις με τον γερο-μπερμπάντη» της είπε γελώντας. «Όχι πολλά», απάντησε εκείνη, «αλλά πάντως καλά περνάω μαζί του όταν βρισκόμαστε». Ο Χρήστος, παλιά αναρχική καραβάνα, κατάλαβε αμέσως ότι κάποιοι από τους θαμώνες μύριζαν από μακριά πως ήταν ασφαλίτες, ενώ απέναντι από το μπαρ είχε σταθμεύσει κι ένα ασφαλίτικο. Επειδή η περιοχή ήταν καρά κέντρο, σκέφτηκε ότι ήταν κάτι το συνηθισμένο, στην οδό Ξενοφώντος είμαστε, σκέφτηκε μέσα του, αν δεν υπήρχαν ασφαλίτες θα ήταν το περίεργο. Παρήγγειλαν ένα πρώτο ποτό και είδε στο κινητό του ότι η ώρα ήταν ακριβώς 10. Εκείνη τη στιγμή είδε και τον Μιχάλη να πλησιάζει στο μπαρ, αλλά ταυτόχρονα είδε και τους ασφαλίτες στο μπαρ και άλλους δυο που στέκονταν έξω από το παρκαρισμένο αυτοκίνητο να κινούνται γρήγορα προς τον Μιχάλη. Αυτός, βλέποντας τους ασφαλίτες να τον πλησιάζουν, τους πέταξε την τσάντα τους, και με μια ταχύτητα που δεν ταίριαζε με την ηλικία του έτρεξε προς τη Φιλελλήνων.

 

Το θηρίο Τέσλα τον χτύπησε αμέσως μόλις βγήκε στον δρόμο. Ο Χρήστος είδε το σώμα του φίλου του να σηκώνεται στον αέρα και μετά να πέφτει με πάταγο στην άσφαλτο. Πρό-λαβε τους ασφαλίτες και έσκυψε πάνω από τον φίλο του. Η Ειρήνη ουρλιάζοντας έτρεξε πίσω του. Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον φίλο του και είδε το αίμα να κυλάει στο στόμα του. «Μιχάλη, Μιχάλη», ψιθύρισε χαμένος και άκουσε για τελευταία φορά τον φίλο του να του λέει: «Μικρούλη, κλείσε τη μηχανή, τυπώσαμε και το τελευταίο τυπογραφικό, τελειώσαμε για σήμερα, άντε πάμε σπίτι». Ξεψύχησε στα χέρια του, με την Ειρήνη να κλαίει ασταμάτητα από πάνω τους. Οι μπάτσοι ψυχροί τους περικύκλωσαν. «Στην άκρη» τους είπαν, «μπλέξατε σε λάθος έργο».

 

Μετά από δυο μέρες ήταν η κηδεία του Μιχάλη. Οι δυο τους δεν είχαν περαιτέρω προβλήματα με την αστυνομία, ήταν απλώς δυο φίλοι του θανόντος, δεν είχαν στοιχεία σε βάρος τους. Ο Μιχάλης στο τελευταίο του ταξίδι φορούσε τα παπούτσια που του είχε χαρίσει ο Χρήστος σε μια επίσκεψή του λίγες μέρες πριν στο ατελιέ του. Ελάχιστοι αυτοί που είχαν έρθει να αποχαιρετίσουν τον Μιχάλη, μεταξύ τους και κάποιοι παλιοί συνάδελφοι. Όταν έφυγαν από το νεκροταφείο, ο Χρήστος ρώτησε την Ειρήνη αν θα την ξανάβλεπε. Εκείνη του είπε ότι θα προτιμούσε πως όχι, δεν είχε νόημα τώρα όπως δεν είχε νόημα να τα ξαναπούν και όταν χώρισαν. Αποχαιρετίστηκαν με μια όχι και τόσο θερμή αγκαλιά. Ο Χρήστος δεν την ξαναείδε ποτέ, όπως ποτέ δεν ξαναπέρασε από την Ξενοφώντος και το μπαρ Πομπιντού.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς

Το δύσκολο βράδυ της 20ης Οκτώβρη 2025

 

Υ.Γ. Στο παιχνίδι των χαρτιών «Κούπες» το ζήτημα είναι ο παίκτης να πάρει όσο γίνεται λιγότερους πόντους ποινής, που είναι οι δεκατρείς κούπες και η ντάμα μπαστούνι, η οποία δίνει και τους περισσότερους, 50. Γι’ αυτό όσοι ξέρουν «Κούπες», όταν συμβεί σε κάποιον ένα αναπάντεχο, δυσάρεστο γεγονός, λένε «έφαγε την ντάμα μπαστούνι». Να πούμε ότι όποιος παίκτης πάρει όλους τους πόντους πάνω του, δεν γράφει κανέναν και φορτώνει με 150 όλους τους υπόλοιπους. Αυτό λέγεται «καπότο». Σε περίπτωση που κάποιος, χωρίς να έχει κανέναν πόντο με την πρώτη μοιρασιά, καταφέρει να τους πάρει όλους, μιλάμε για το «καπότο-φάντασμα». Ο γράφων έμαθε το συγκεκριμένο παιχνίδι σε καφενεία πέριξ της Νομικής όταν φοιτούσε στο ευαγές ίδρυμα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να το παίζει, δυστυχώς μόνο ηλεκτρονικά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου