Sergio Bianchi, Nescius, 1994 |
Η
παρουσίαση των κατορθωμάτων της Συμμορίας του Κουτσού είναι πολύ χρήσιμη
προκειμένου να καταλάβουμε το πολιτικό κλίμα και τη βαρύτητα των διάχυτων
επαναστατικών προσδοκιών στις διάφορες περιοχές την παραμονή και κατά τη
διάρκεια της κατάληψης της εξουσίας από τον φασισμό, αλλά και το πώς αυτά
συνέβησαν χωρίς συντονισμό με τις οργανωμένες ιστορικές δυνάμεις του επίσημου
εργατικού κινήματος. Ο σχηματισμός της συμμορίας οφείλεται στην πρωτοβουλία,
πρώτα απ’ όλα, δύο αδελφών, του Όσκαρ [1] και του Τίτο, μελών της μεγάλης
οικογένειας των Σκαρσέλι από το Τσερτάλντο, ενισχυμένη με τη στρατολόγηση αγωνιστών
κυρίως από τη Βαλντέλσα, στην φλωρεντινή περιφέρεια, έστω κι αν το πεδίο δράσης
της συμμορίας ήταν κυρίως το έδαφος της Βολτέρα, που λόγω της γεωγραφικής του
διαμόρφωσης είχε μεγάλες δυνατότητες κρησφύγετων και φυσικών οχυρών. Ήταν
ακριβώς από το φρούριο της Βολτέρα, όντας φυλακισμένος εκεί μετά από μια αστυνομική κατασταλτική επιχείρηση η οποία κατάφερε
να διαλύσει τη συμμορία, που ο Όσκαρ Σκαρσέλι κατάφερε να προβεί σε μια θρυλική
απόδραση η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση του μύθου που θα κατέκλυζε
το συλλογικό λαϊκό φαντασιακό της περιοχής. Σε ένα βιβλίο έτσι κι αλλιώς σημαντικό
[2], ο Λέλιο Λαγκόριο θα θεωρήσει τον Όσκαρ Σκαρσέλι σαν τον τελευταίο ληστή
της Τοσκάνης, πιθανώς επειδή είναι
πολιτικά ορθότερο να τον μεταχειριστεί με συμπάθεια σαν έναν ρομαντικό
ληστή, έναν Ρόμπιν Χουντ της φλωρεντινής υπαίθρου, παρά ως έναν πολιτικό
αγωνιστή, υπέρμαχο του ένοπλου αγώνα ήδη το μακρινό 1920! Ωστόσο, δεν
διαφεύγουν από τον Λαγκόριο τα πολιτικά χαρακτηριστικά των κατορθωμάτων των
Σκαρσέλι, ούτε κι εκείνος ο τύπος πολιτισμικής και πολιτικής παράδοσης που
υπήρχαν πίσω από αυτά.
Στην
περιοχή της Βαλντέλσα το αναρχικό κίνημα είχε εδραιωθεί και αναπτυχθεί πολύ
πριν το σοσιαλιστικό. Η Τοσκάνη ήταν το έδαφος στο οποίο εμφανίστηκαν οι πρώτες
αναρχικές λέσχες, συνδεδεμένες με την Πρώτη Διεθνή (που είχε ιδρυθεί στο
Λονδίνο το 1864) και επίσης στην ίδια τη Βαλντέλσα έχουμε πληροφορίες για μια
ενεργή αναρχική λέσχη ήδη από το 1871. Το αναρχικό κίνημα ξεπεράστηκε, από την
πλευρά της μαζικής ένταξης, από το σοσιαλιστικό ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου
αιώνα, μετά και από τις σχετικές επιτυχίες της σταδιακής, μεταρρυθμιστικής
πολιτικής του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όμως χωρίς το αναρχικό imprinting να
απομακρυνθεί ή να εξαλειφθεί από την πολιτική συνείδηση του τοπικού
προλεταριάτου. Ξεκινώντας από την πολιτική περίοδο του Τζολίτι, θα ξαναβρεί τη
ρώμη του ως μια τάση της άκρας αριστεράς, είτε με τη μορφή του
αναρχοσυνδικαλισμού είτε με την μορφή, χωρίς πάντοτε να συμπίπτουν αυτές οι
δύο, του αναρχοκομμουνισμού, αναμφιβόλως κάμποσα χρόνια πριν, ξεκινώντας από το
1921, υπάρξει στην Ιταλία μια οργάνωση που να ονομάζεται κομμουνιστική. Ο
αναρχοσυνδικαλισμός και ο αναρχοκομμουνισμός δεν συνέπιπταν αναγκαστικά, γιατί
η δεύτερη τάση παρέπεμπε στις αρχικές ρίζες του αναρχισμού, ενώ η πρώτη είχε
δουλέψει επί μακρόν μέσα στο ΙΣΚ και στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, πριν,
το 1912, η πλειοψηφία αποχωρήσει και συγκροτήσει την USI. Ωστόσο, ανάμεσα στις
δύο βασικές αναρχικές τάσεις που υπήρχαν, την ατομικιστική και την οργανωτική,
στην Τοσκάνη ήταν η δεύτερη που κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό και αυτό εξηγεί την
εμφάνιση τόσο αυτόνομων μορφών πολιτικο-συνδικαλιστικής οργάνωσης όσο και τη
συνεργασία στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στους
αναρχοκομμουνιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές. Ακριβώς σε αυτό το πεδίο
διακρίθηκε ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια Σκαρσέλι, ο Φερούτσο, που το 1919
ίδρυσε στο Τσερτάλντο την πρώτη Λέγκα (αναρχική) των καροτσέρηδων και των
αχυράδων. Το 1919 ο Φερούτσο Σκαρσέλι είχε ήδη κάμποση εμπειρία στην πλάτη του,
έχοντας συμμετάσχει στις συγκρούσεις που συνέβησαν και στην Τοσκάνη κατά τη
διάρκεια της Κόκκινης Εβδομάδας το 1914, συγκρούσεις με πυροβολισμούς,
οδοφράγματα, νεκρούς και τραυματίες, αλλά ήταν κυρίως ο Μεγάλος Πόλεμος που
σημάδεψε τόσο τον Φερούτσο όσο και τον αδελφό του Τίτο. Ο Φερούτσο, που είχε
στρατολογηθεί στο ιππικό, «το καλοκαίρι του 1917 κλήθηκε να υπηρετήσει την αποκατάσταση
της δημόσιας τάξης, κι έτσι βρέθηκε αντιμέτωπος στη Βερόνα με μια διαδήλωση
γυναικών, που κατήγγειλαν θορυβωδώς τη φτώχια και την πείνα των οικογενειών τους,
ενώ ζητούσαν και την επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο. Τον διέταξαν να
χτυπήσει το πλήθος αλλά, μαζί με άλλους δύο βαλντελσανούς, τον Καλβέτι και τον Γκαρόζι,
αρνήθηκε και, αφού παράτησε δόρυ και σπάθα, πήγε να συμπαραταχθεί με εκείνες
τις γυναίκες». Και οι τρεις καταδικάστηκαν σε 26 χρόνια φυλακή για προδοσία,
λιποταξία και εγκατάλειψη θέσης. Στον αδελφό του Τίτο συνέβη κάτι πολύ
χειρότερο: τον Απρίλη του 1918 εγκατέλειψε τη μονάδα του στο μέτωπο της Μπρέντα
και κατηγορηθείς για λιποταξία από πολεμική ζώνη, καταδικάστηκε ερήμην σε
θάνατο από το πολεμικό στρατοδικείο της Μπολώνιας. Η καταδίκη, η οποία έπρεπε
να εκτελεστεί με έναν τουφεκισμό στην πλάτη, ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά το
τέλος του πολέμου, γεγονός που καθιστούσε πιο ήπια την αναζήτηση των λιποτακτών
μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1919, όταν ήρθε η γενική αμνηστία από την κυβέρνηση
Νϊτι. Μέσα σε λίγους μήνες αφότου επέστρεψε σπίτι, όπως ήδη είπαμε, ο Φερούτσο
αναδείχθηκε τόσο σε ηγέτη της λέγκας όσο και ως πολιτικός αγκιτάτορας: στις 7
Νοέμβρη 1919 έδωσε μια ομιλία στο Τσερτάλντο επ’ ευκαιρία της δεύτερης επετείου
του Κόκκινου Οκτώβρη. Τώρα πια για τον Φερούτσο και ολόκληρη την οικογένεια
Σκαρσέλι το «να το κάνουμε όπως στη Ρωσία» δεν σήμαινε απλώς τη
ριζοσπαστικοποίηση των προλεταριακών αγώνων, αλλά να υιοθετήσουν συντεταγμένα
την εξεγερτική προοπτική και συνεπώς να περάσουν στο επίπεδο του ένοπλου αγώνα,
πριν ακόμη η φασιστική επιθετικότητα τον καταστήσει επείγοντα ως τη μοναδική,
αυθεντική εγγύηση αυτοάμυνας. Πράγματι, ο Φερούτσο δεν περιορίστηκε να
οργανώνει λέγκες, αλλά έδωσε ζωή και σε μια μαχητική ομάδα συνδεδεμένη με την
Ιταλική Αναρχοκομμουνιστική Ένωση η οποία, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της
που διεξήχθη στη Φλωρεντία και στο οποίο συμμετείχε ο Φερούτσο, ενέκρινε ένα
γενικό σχέδιο προπαρασκευαστικών αγώνων για την τελική εξέγερση. Συνεπώς δεν
έχει νόημα να αναρωτιόμαστε ποια θα ήταν η τύχη τους αν δεν εξαναγκάζονταν να
καταφύγουν στα δάση: η ένοπλη αντίσταση θεωρούνταν από πολλούς εξεγερσιακούς
αναρχικούς ως η μοναδική έμπρακτη μορφή αντίστασης απέναντι στην αντιδραστική
επιθετικότητα, ενώ, από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των αδελφών Σκαρσέλι σε
όλα τα πλέον ριζοσπαστικά γεγονότα και σε όλες τις συγκρούσεις που συνέβησαν σε
διάφορα μέρη της Τοσκάνης, κατέστησαν άκρως πιθανή την ανάγκη περάσματος στην
παρανομία. Η σπίθα που θα έβαζε φωτιά στο λιβάδι, το επεισόδιο θα ξεδίπλωνε την
αλυσίδα των συμβάντων που συνδέονται με τη δραστηριότητα της συμμορίας του
κουτσού, συνέβη στο Τσερτάλντο στις 28 Φλεβάρη 1921.Τα δύο αδέλφια, ο Όσκαρ και
ο Ετζίστο Σκαρσέλι, που είχαν πάει να βοηθήσουν μερικούς εργάτες, συμμετείχαν
στην πλατεία του χωριού σε μια συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Όσκαρ
τραυμάτισε έναν καραμπινιέρο, μαχαιρώνοντάς τον στον λαιμό. Σ’ εκείνο το σημείο
η κατάσταση εκτραχύνθηκε: δεν είναι ξεκάθαρο ποιος, οι εργάτες ή οι
καραμπινιέροι, άνοιξε πρώτος πυρ, όμως αν και δεν υπήρξαν κατ’ αρχήν νεκροί,
στη γενικευμένη ανταλλαγή πυροβολισμών υπήρξαν αρκετοί τραυματίες. Αξίζει τον
κόπο να θυμίσουμε ότι εκείνες τις μέρες στην Τοσκάνη η ένταση είχε φτάσει στα
ύψη, καθώς δεν είχε σβήσει ακόμη ο απόηχος των ένοπλων συγκρούσεων που είχαν
συμβεί έναν μήνα πριν στη Φλωρεντία και, κυρίως, ήταν ακόμη έντονη η ανάμνηση της
σφαγής από τους ναύτες και τους καραμπινιέρους στο Έμπολι. Σε όλα αυτά πρέπει
να προστεθεί το γεγονός ότι στο χωριό, οι σχέσεις με τους καραμπινιέρους ήταν
τεταμένες, λόγω και της πρόσφατης εφόδου των τελευταίων στα γραφεία του δήμου, προς
αναζήτηση όπλων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι
συγκρούσεις με τους καραμπινιέρους ξέσπασαν κατά τύχη, αφού η αμεσότητα με την
οποία κατέφυγαν στα όπλα, δείχνει ότι αυτά βρίσκονταν ήδη στην πλατεία. Στη
συνέχεια ειπώθηκε ότι υπήρχε μια φήμη στο χωριό για την άφιξη μιας φασιστικής
συμμορίας: όμως είναι γεγονός ότι εκείνες τις μέρες δεν υπήρχαν φασίστες προ
των πυλών του Τσερτάλντο. Ωστόσο, αν και σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, μπροστά στο
εξεγερμένο πλήθος οι καραμπινιέροι δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στο
στρατόπεδό τους. Ήταν σε αυτό το σημείο που ο δήμαρχος και ένας άλλος
σοσιαλιστής εκπρόσωπος, ο Κατούλο Μαζίνι, μεταξύ άλλων ανιψιός του βουλευτή
Τζούλιο Μαζίνι, που επίσης ήταν σοσιαλιστής και πρόεδρος της περιφέρειας, πήγαν
στην πλατεία προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα, έχοντας εμπιστοσύνη στην
επιρροή που ασκούσαν στον πληθυσμό. Η πρόθεση των δύο σοσιαλιστικών στελεχών
ήταν να συνοδέψουν και να προστατεύσουν τους καραμπινιέρους τη στιγμή της
υποχώρησής τους, όταν όμως από το πλήθος άρχισαν και πάλι να πέφτουν σφαίρες,
αυτοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός: μια σφαίρα πέτυχε τον Κάτουλο
Μαζίνι, που εξέπνευσε μετά από 8 μέρες αγωνίας. Επίσης, μέσα στο κλίμα ένοπλης
εξέγερσης που επικρατούσε, οργανώθηκε και το κυνήγι των λίγων τοπικών φασιστών.
Κάποιοι ξυλοκοπήθηκαν ενώ ένας, ο Τζόρτζο Γκόρι, έγινε κόσκινο από τις σφαίρες
αλλά, ως εκ θαύματος, δεν πέθανε. Καταλαβαίνοντας ότι μετά τους πυροβολισμούς
θα ακολουθούσαν αναπόφευκτα τα αντίποινα των μαύρων πουκάμισων, ο Φερούτσο
Σκαρσέλι κινητοποίησε την αναρχική του ομάδα και μαζί με τον πατέρα του
Ουζέμπιο, τους αδελφούς του Τίτο, Όσκαρ και Ετζίστο, όπως και τις αδελφές του
Ίζα και Ίνες (αμφότερες, στη συνέχεια, κατηγορήθηκαν ότι είχαν βοηθήσει στην
προμήθεια πυρομαχικών), εκπόνησε ένα λεπτομερές σχέδιο άμυνας στον δρόμο προς
το Έμπολι. Επιλέγοντας ένα ανάχωμα γύρω στα πέντε μέτρα που υπήρχε στον δρόμο,
ύψωσε ένα οδόφραγμα πίσω από το οποίο ταμπουρώθηκαν οι ένοπλοι αναρχικοί. Προς
το βράδυ «άνοιξαν πυρ σε ένα καμιόνι που ερχόταν από το Καστελφιορεντίνο. Όμως
δεν ήταν φασίστες, ήταν καραμπινιέροι που πήγαιναν στο Τσερτάλντο για να
ενισχύσουν τον τοπικό σταθμό και να αποκαταστήσουν τη δημόσια τάξη. Έπεσαν χειροβομβίδες
και ρίχτηκαν σφαίρες από περίστροφα και τουφέκια. Ένας καραμπινιέρος σκοτώθηκε
και δύο άλλοι τραυματίστηκαν. Οι αναρχικοί τράπηκαν σε φυγή. Ο Φερούτσο
Σκαρσέλι –που διέταξε τους δικούς του να αναδιπλωθούν και να ξαναβρεθούν σε ένα
προκαθορισμένο σημείο ύπαιθρο– είχε μια χειροβομβίδα στην τσέπη του η οποία, κατά
τη διάρκεια της φυγής, εξερράγη και τον διαμέλισε». Μετά από αυτά τα γεγονότα, το
Τσερτάλντο κατελήφθη από τους καραμπινιέρους και την αστυνομία, και μέσα σε
λίγες μέρες συνελήφθησαν καμιά εξηνταριά άτομα τα οποία είχαν αναμειχθεί στα
γεγονότα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν ο πατέρας Ουζέμπιο Σκαρσέλι, το
Ετζίστο, ο ξάδελφος Ντανίλο, οι αδελφές Ίνες και Ίντα, όμως όχι ο Τίτο και
Όσκαρ, που μαζί με άλλους συντρόφους πέρασαν στην παρανομία, κρυβόμενοι στην
ύπαιθρο. Και αυτή ήταν η γέννηση της Συμμορίας του Κουτσού. Δεν είναι εύκολο,
σε αυτό το σημείο, να πούμε μετά βεβαιότητος ποιες ήταν οι προθέσεις του Όσκαρ
και του Τίτο Σκαρσέλι, αν απλώς προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη ή αν
ήθελαν να αποτελέσουν την πρωτοπορία ενός
ένοπλου κινήματος, περιμένοντας και άλλες ομάδες να βγουν στη γύρα. Όταν τα
πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, όντας πάνω από εβδομήντα χρονών, ο ίδιος ο
Ετζίστο Σκαρσέλι προέβη σε μια προφορική μαρτυρία στον τότε κομμουνιστή δήμαρχο
του Τσερτάλντο, υποστήριξε ότι «η μοναδική μας πρόθεση ήταν να μη συλληφθούμε,
καθώς δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι ότι αν μας έπιαναν, θα σωνόταν το τομάρι
μας. Όμως ελπίζαμε και σε πιο μεγάλες επαναστατικές αναταραχές, κάτι το οποίο τελικά
δεν συνέβη». Ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απλώς μια μάταιη ελπίδα, το δείχνει το
γεγονός ότι μετά την απόδραση το 1924 από το φρούριο της Βολτέρα και παρά τη
βίαιη ειρήνευση που είχε επιβάλει ο νικητής φασισμός, ο οποίος τον κυνηγούσε
θεωρώντάς τον τον υπ’ αριθμό ένα δημόσιο κίνδυνο, ο Όσκαρ Σκαρσέλι κατάφερε να
εκπατριστεί, βασιζόμενος τόσο στην αλληλεγγύη όσο και σε ασφαλείς οργανωτικούς
δεσμούς. Έτσι, αν το 1921 ήταν ακόμα στη γύρα και στην επίθεση, αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι η παρτίδα δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί. Μη λαμβάνοντας υπόψη τα μοναχικά κατορθώματα στη συνέχεια του Τίτο
Σκαρσέλι, η ένοπλη ομάδα, με όλη της την αρχική οργανωτική μορφή, έμεινε ενεργή
για όχι πάνω από πέντε μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων «τη βοήθησαν πολλά
άτομα που ήταν φίλοι των μελών της και συμμερίζονταν τις ιδέες τους. Σε
διαφορετική περίπτωση θα τους είχαν πιάσει μέσα σε λίγες μέρες. Άτομα που τους
τάιζαν, τους έδιναν πληροφορίες, τους έκρυβαν. Τους χρηματοδοτούσαν με λαϊκές
συνδρομές, με τις οποίες βοηθούσαν, όπως μπορούσαν, τις οικογένειές τους».
Σχετικά με την αλληλεγγύη και την ενεργό
συνδρομή του πληθυσμού στη συμμορία βρίσκουμε άφθονα ίχνη στις ειδήσεις σχετικά
με τις συλλήψεις και τις δίκες για υπόθαλψη, που κράτησαν μέχρι την άνοιξη του
1922, όμως, αναλύοντας τους τρόπους και τις τεχνικές των εφόδων της συμμορίας,
ο Λέλιο Λαγκόριο αποδεικνύει ότι το φιλικό δίκτυο δεν είχε μόνο λειτουργίες
υποστήριξης. Σαφώς είχε και λειτουργίες επιμελητείας, όχι μόνο περισυλλέγοντας και
κρύβοντας τα μέλη, αλλά και αποθηκεύοντας τα όπλα της, και όντως τον Μάρτη του
1922 τέσσερις χωρικοί από την ύπαιθρο του Τσερτάλντο συνελήφθησαν με την
κατηγορία κατοχής πολεμικών όπλων που ανήκαν στη συμμορία. Όμως αυτό που κυρίως
έκανε το δίκτυο των φίλων ήταν η προμήθεια πληροφοριών, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι
στόχοι της συμμορίας Σκαρσέλι να δείχνουν πως υπήρχε λεπτομερής γνώση είτε των συνηθειών
είτε της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των ιδιοκτητών γης που επέλεγαν για
στόχο τους: «Σχεδόν πάντοτε επιβαλλόταν στα θύματα ένας φόρος, που στο
κάτω-κάτω της γραφής δεν ήταν παράλογος, αλλά βασιζόταν στις πραγματικές
δυνατότητες των θυμάτων». Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε σε αυτόν τον τύπο
της συνεργασίας όχι μονάχα την έκφραση μιας εκδήλωσης αλληλεγγύης αλλά κι ένα
είδος συμμετοχής ή, μέχρι και πολιτικής στήριξης σε μια δραστηριότητα
απαλλοτρίωσης η οποία εμφανιζόταν ως μια συνέχεια της ταξικής πάλης ανάμεσα σε
αγρότες και ιδιοκτήτες, που τώρα πια διεξαγόταν με μέσα και μεθόδους πολύ πιο
ριζοσπαστικές. Η λαϊκή φαντασία και οι ίδιες οι ειδήσεις πίστωσαν στη Συμμορία
του Κουτσού έναν υπερβολικό αριθμό εγκληματικών πράξεων στο πλαίσιο μιας πολύ
μεγάλης περιοχής, όμως όταν η συμμορία προσήχθη στο δικαστήριο, οι επιθέσεις
που με σιγουριά αποδόθηκαν στους αναρχικούς δεν ήταν πάνω από έξι. Η τελευταία,
η αστραπιαία απαγωγή του μηχανικού Μάριο Φιλίπι στις 25 Ιούνη του 1921,
απεδείχθη μοιραία για τη συμμορία. Σχετικά με την επιλογή των στόχων πρέπει να
σημειώσουμε ότι βασικά δεν αρκούσε να είναι κάποιος ιδιοκτήτης για να μπει στο
στόχαστρο της συμμορίας: ο Μάριο Φιλίπι, πράγματι, δεν ήταν μόνο ένας
μεγαλο-ιδιοκτήτης με περιουσία που έφτανε στα όρια τριών δήμων ανάμεσα στους
οποίους ήταν και η Βολτέρα, αλλά και χρηματοδότης, οργανωτής και γραμματέας
μιας από τις πρώτες φασιστικές δέσμες που είχαν εμφανιστεί στην περιοχή:
«Πλήρωσες για τη δέσμη, τώρα θα πληρώσεις εμάς!», είπαν πράγματι στον Φιλίπι.
Δυστυχώς, καθώς επέστρεφε ενθουσιασμένη από την απόσπαση των χρημάτων, η
συμμορία εντοπίστηκε από μια περίπολο έξι καραμπινιέρων και στην ανταλλαγή των
πυροβολισμών που ακολούθησε, ο όμηρος σκοτώθηκε. Όλοι τα μέλη της συμμορίας
κατάφεραν να ξεφύγουν, όμως σε αυτό το σημείο, ξέροντας το επίπεδο του
ανθρωποκυνηγητού που θα εξαπολυόταν εναντίον τους, αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο
Τίτο και ο Όσκαρ, μαζί με έναν τρίτο σύντροφο, κατευθύνθηκαν στην Ελβετία και,
πιθανώς υπό την καθοδήγηση λαθρεμπόρων της περιοχής, έφτασαν στο καντόνι του
Τιτσίνο μέσω ορεινών μονοπατιών. Ο τρόπος της διαφυγής μας κάνει να σκεφτούμε
ότι οι Σκαρσέλι ήταν για τα καλά ενταγμένοι σε ένα οργανωμένο πολιτικό κύκλωμα,
στο εσωτερικό του οποίου απολάμβαναν μεγάλη αξιοπιστία. Άλλωστε, έχουμε ήδη δει
ότι ο αδελφός Φερούτσο ήταν παρών στο αναρχικό συνέδριο του 1919, στο οποίο
αποφασίστηκε να παρθεί ο εξεγερτικός δρόμος. Επίσης μοιάζει εύλογη η σκέψη ότι ήταν
αυτή ακριβώς η στρατηγική του αναρχικού κινήματος που προμήθευσε το πλαίσιο
αναφοράς εντός του οποίου οι Σκαρσέλι θεωρούσαν ότι εντασσόταν την επιλογή
τους. Αναμφίβολα, λίγο-πολύ αφελώς, περίμεναν ότι και άλλοι θα περνούσαν στη
δράση βάσει του δικού τους παραδείγματος και δεν είναι τυχαίο, πέρα από την
υποστήριξη που είχαν στην περίπτωση των αποδράσεων, ότι είτε ο Ετζίστο Σκαρσέλι
είτε ο ίδιος ο Όσκαρ, σε κάποιες επιστολές που έστειλαν στην Ιταλία από τη
σοβιετική Ρωσία στην οποία είχε καταφύγει, δεν διστάζουν να κατηγορήσουν για
προδοσία τους παλιούς συντρόφους που εγκατέλειψαν τον αγώνα. Όμως στο Λουγκάνο
κάτι πήγε στραβά. Υποψιασμένες από τις καταχωρήσεις στο ξενοδοχείο του
Λουγκάνο, οι ελβετικές αρχές πέρασαν από έλεγχο τους τρεις αναρχικούς, πάνω
στους οποίους βρέθηκαν δεσμίδες με αυστριακές κορόνες, λεία μιας ληστείας που
είχε γίνει στην Τοσκάνη. Στις 28 Αυγούστου παραδόθηκαν και οι τρεις τους στην
ιταλική αστυνομία και κλείστηκαν στη φυλακή του Κόμο. Στις 10 Αυγούστου
συνελήφθησαν στη Βεντιμίλια κι άλλα μέλη της συμμορίας. Στην πράξη, δεν σώθηκε
κανείς: συνολικά τριάντα άτομα συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν,
σε διαφορετικό βαθμό, στην ένοπλη συμμορία. Όμως οι Σκαρσέλι ήταν εφτάψυχοι,
όπως οι γάτες. Σχεδόν όλους τους κατηγορούμενους τους συγκέντρωσαν στο Σαν
Μινιάτο, όμως και στη φυλακή η συμμορία επέδειξε τη σταθερή της βούληση να
αντιτεθεί στο κράτος, οδηγώντας το έτσι στην απόφαση να διασπείρει τους
κρατούμενους σε διάφορες φυλακές, μέσω μιας σειράς μεταφορών. Ο Όσκαρ Σκαρσέλι
πήγε στη Βολτέρα, όπου αμέσως βάλθηκε να σχεδιάσει την απόδρασή του, ενώ ο Τίτο
Σκαρσέλι κατάφερε να αποδράσει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στη φυλακή
της Μπολώνιας. Προκειμένου να καταλάβουμε το ταμπεραμέντο των ανθρώπων για τους
οποίους μιλάμε, φαίνεται ότι ο Τϊτο Σκαρσέλι έβγαλε μια σανίδα από το πάτωμα
του βαγονιού στο οποίο ήταν δεμένος με χειροπέδες και αφέθηκε να πέσει κάτω από
τρένο όταν αυτό άρχισε να επιβραδύνει. Η δραπέτευση του Τίτο συνέβη στις 19
Μάρτη 1922. Επέστρεψε, απροσδόκητα, στα εδάφη που τον είχαν βοηθήσει στη
διάπραξη των κατορθωμάτων της συμμορίας του. Στην πραγματικότητα υπάρχουν
τουλάχιστον τρεις παράγοντες που εξηγούν αυτή την επιλογή. Πρώτον στη Βαλντέλσα
υπήρχε ακόμη μια ζωντανή λαϊκή αντίσταση απέναντι στον φασισμόˑ δεύτερον ο Τίτο ήξερε
ότι είχαν εμφανιστεί στο προσκήνιο οι Θαρραλέοι του Λαού, κάτι που τον έκανε να
ελπίζει στη δυνατότητα διεύρυνσης της ένοπλης αντίστασης. Τέλος, προφανώς, είχε
ως στόχο την απελευθέρωση του αδελφού του Όσκαρ.
Στην πραγματικότητα, για μια ακόμη φορά, τα
πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν και μετά από μια σειρά εφόδων και ληστειών
ενάντια στους αριστοκράτες της περιοχής, με την τελευταία από τις οποίες να
ήταν αυτή του μαρκήσιου Γκουίντο Ινκόντρι, υπήρξε μια ασυνήθιστη κινητοποίηση
της δημόσιας δύναμης εναντίον τους, οπότε ο Τίτο αποφάσισε να εκπατριστεί. Στα
τέλη του Αυγούστου εκείνου του 1922, μια νεαρή γυναίκα από το Τσερτάλντο θα
λάβει μια επιστολή του Τίτο προερχόμενη από το Περμ, εμπορικό λιμάνι στους
πρόποδες των Ουραλίων. Για μια ακόμη φορά πρέπει να σημειωθεί πόσο δύσκολη ήταν
μια παράνομη απόδραση και ο αντίστοιχος εκπατρισμός στη Ρωσία, καθώς έπρεπε
πρώτα να διασχίσει ολόκληρη την Ευρώπη με το τρένο, με μια ενδιάμεση στάση στο
Βερολίνο. Πάντως, στο γράμμα του ο Τίτο έγραφε ότι ήταν παρέα με άλλους τρεις
συντρόφους του. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, έδωσε την εξής εξήγηση για την επιλογή
του: «Τι τα θέλετε, αγαπητή Λουίζα, δεδομένης της πιεστικής κατάστασης στην
οποία βρέθηκα, δεν μπορούσα να παραμείνω επί μακρόν στο πλευρό σας, κάτι που
τόσο επιθυμούσα, δεδομένου ότι δεν έμενε πλέον τίποτα να κάνω εκτός από το να
πέσω και πάλι στα χέρια των εχθρών μου, απ’ όπου τίποτα δεν θα μπορούσε να με
σώσει. Αποφάσισα να φύγω αφήνοντάς σας με την καρδιά μου πληγωμένη, προκειμένου
να φτάσω σε εκείνη τη γη που θα με φιλοξενήσει». Την νύχτα ανάμεσα στις 4 και 5
Οκτώβρη, και ο Όσκαρ ξανακέρδισε την ελευθερία του: «Στους πάγκους για τον ύπνο,
στη θέση τη δική του και των δύο συντρόφων του στο κελί, τοποθέτησαν τρεις
κούκλες, στις οποίες είχαν φορέσει τρεις προχειροφτιαγμένες περούκες. Αυτό θα
έδινε τον απαραίτητο χρόνο στους φυγάδες, καθώς οι δεσμοφύλακες, κοιτώντας από
το παραθυράκι του κελιού, θα πίστευαν ότι οι τρεις φυλακισμένοι κοιμόντουσαν
βαθιά, οπότε θα περνούσε μια ολόκληρη νύχτα και οι τρεις θα είχαν αποκτήσει ένα
μεγάλο πλεονέκτημα σε βάρος των διωκτών τους, που σίγουρα θα κινητοποιούνταν
αμέσως μόλις ανακαλυπτόταν η απόδραση. Οι τρεις τους πριόνισαν τα κάγκελα και
μέσω ενός πολύ στενού ανοίγματος πήδηξαν, τρία μέτρα πιο κάτω, στη μεγάλη
εσωτερική αυλή του σωφρονιστήριου. Από εκεί ανέβηκαν στον διάδρομο περιπολίας,
που για να τα καταφέρουν έπρεπε να σκαρφαλώσουν περίπου εννέα μέτρα. Μετά δεν
είχαν παρά να πηδήξουν κάτω από το τείχος του οχυρού, δεκαπέντε μέτρα που τα κατέβηκαν
χρησιμοποιώντας τα σκοινιά που είχαν φτιάξει από τα σεντόνια της φυλακής». Τα
χρόνια που ακολούθησαν, τους δύο αδελφούς τους υποψιάζονταν για όλες τις
σημαντικές απόπειρες και συνωμοσίες ενάντια στο καθεστώς, όπως για τη βόμβα που
εξερράγη κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης αυτοκινήτου στο Μιλάνο στις
12 Απρίλη 1928 ή για τη συνωμοσία ενάντια στον Ουμβέρτο της Σαβοΐας το 1929. Η
ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την ενέργεια στο Μιλάνο, αποτελούνταν από πέντε
αντιφασίστες αγωνιστές από την Τοσκάνη που πιθανώς εμπνέονταν από τη συμμορία
Σκαρσέλι, όμως είναι ελάχιστα αξιόπιστη η εμπιστευτική πληροφορία της αστυνομικής
διεύθυνσης του Μιλάνου, σύμφωνα με την οποία ο Όσκαρ Σκαρσέλι είχε εντοπιστεί
να κινείται στη λομβαρδική πρωτεύουσα. Το γεγονός είναι ότι οι αδελφοί Σκαρσέλι
τάραζαν τον ύπνο των φασιστικών αρχών, που ήταν πεισμένες ότι τα δύο αδέλφια
είχαν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στα διεθνή ανατρεπτικά σχέδια. Πράγματι, η
παρουσία των Σκαρσέλι για παράδειγμα στο Παρίσι το 1921 είχε αποδειχτεί και ο
Λαγκόριο καλά κάνει να θεωρεί ότι οι κινήσεις των δύο αδελφών μέσα και έξω από
τη σοβιετική Ρωσία δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς την πολιτική τους κάλυψη
από τα ανώτερα κλιμάκια της σοβιετικής εξουσίας, όμως είτε έτσι είτε αλλιώς δεν
υπάρχει κάποια απόδειξη που να δείχνει τη στρατολόγηση των δύο αδελφών σε
κάποια ιδιαίτερη δομή, προορισμένη για τη βρώμικη δουλειά της κομμουνιστικής
Διεθνούς, ενώ είναι πιο πιστευτή η πληροφορία της ιταλικής πρεσβείας στην ΕΣΣΔ
της 19ης Ιούνη 1933, όπου επισημαίνεται η ιδιαίτερη δραστηριοποίηση του
Όσκαρ ανάμεσα στους διάφορους φυγάδες, μεταξύ των οποίων «ο Κουτσός έχαιρε
ιδιαίτερης εκτίμησης για το διαβόητο παρελθόν του». Στην πραγματικότητα, η
σοβιετική εξορία των δύο αδελφών δεν ήταν καθόλου λαμπρή: ο Τίτο, έγινε τελικά
μηχανικός στα σοβιετικά τρένα και πέθανε σε ένα εργατικό ατύχημα μετά την
έκρηξη ενός καζανιού στο οποίο έκανε εργασίες συντήρησης, ενώ ο Όσκαρ είχε μια
ζωή άκρως προβληματική, κάνοντας ένα σωρό δουλειές, με την τραγωδία να
κορυφώνεται με την απώλεια της γυναίκας
και της κόρη του απόγερμανικά χέρια κατά τη διάρκεια της κατοχής της Κριμαίας.
Οι τελευταίες ακριβείς ειδήσεις για τον Όσκαρ Σκαρσέλι παραπέμπουν στο 1947,
όταν ζήτησε από την ιταλική πρεσβεία στη Μόσχα να του εκδοθεί διαβατήριο για να
επιστρέψει στην Ιταλία. Το αίτημα, προφανώς, δεν είχε καμία ανταπόκριση. Όμως
σε σχέση με τον Όσκαρ Σκαρσέλι υπάρχουν ακόμη δύο σημαντικά ίχνη. Το πρώτο έχει
να κάνει με ένα αίτημα του υπουργείου Εσωτερικών τη δεκαετία του 1970, όπου ερωτάται
η αστυνομική διεύθυνση της Φλωρεντίας αν «ο Όσκαρ Σκαρσέλι, κάτοικος Ρωσίας,
έχει επιστρέψει στην πατρίδα». Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων μολυβένιων
χρόνων, ακόμη κι ένας ογδοντάρης προκαλούσε φόβο στη συντεταγμένη εξουσία. Το
δεύτερο ίχνος αφορά τη μαρτυρία μιας ξαδέλφης του: «Ο Όσκαρ μου έγραψε ότι η
οικογένειά του μακελεύτηκε από τους Γερμανούς, κι αυτός, μένοντας μόνος και
διακατεχόμενος μεγάλη νοσταλγία για την Ιταλία, αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να
επιστρέψει. Πήγα στον δήμο και μίλησα με τον δήμαρχο Νεντσίνι και τον γιόκα
του. Μου είπε: “Πρόκειται για άτομα που είναι καλύτερο να βρίσκονται μακριά.
Άλλωστε, καταδικάστηκαν εκτός από πολιτικά αδικήματα και για άλλα πράγματα”» [3].
Σημειώσεις
1.
Λόγω της χωλότητας του Όσκαρ, η συμμορία επονομάστηκε του κουτσού.
2. Lello Lagorio, Ribelli
e briganti nella Toscana del Novecento, Βερόνα 2002.
2.
Πάντως η μαρτυρία της ξαδέλφης έχει ανακρίβειες: εκείνη την εποχή, 1990-1995, ο
Νεντσίνι ήταν απλώς δημοτικός σύμβουλος στην παράταξη του Μοράλες, ενός σοσιαλιστή
που το 1995 πέρασε στη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι.
Αλιευθέν
από τον ιστότοπο του ιταλικού περιοδικού Machina