Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Αστέρια και επανάσταση Κοσέντσα 2004: Μια συζήτηση με τον Φράνκο Πιπέρνο - Fabio Cuzzola

Μπούσουλας για νέες κατευθύνσεις, Angelica Ferrara

Το ραντεβού με τον καθηγητή Πιπέρνο είναι  κάπου στην κεντρική λεωφόρο της παλιάς πόλης της Κοσέντσα, τόσο ασαφές κατά μήκος ενός δρόμου από τα θαύματα της διοίκησης Μαντσίνι: το νέο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας του ελαιολάδου. Όμως είναι πράγματι θαύμα όλο αυτό; Ή απλά μια αστεακή ανάκτηση, που πραγματοποιή-θηκε χάρη στους ευρωπαϊκούς πόρους και κατέληξε να ακυρώνει ανθρώπους και ιστορίες, στερώντάς τους εκείνη τη ρομαντική αύρα που είχε η παλιά  πόλη. Ένας μακρινός μύθος για εμάς τους νέους, τους λίγους, που μεγάλωσαν στις ακτές του Στενού, υποχρεωμένοι να κάνουν ατέλειωτους ελιγμούς και να δείχνουν τη διαφορά τους από αυτούς που φωνάζουν «Θάνατος στους προδότες», υψώνοντας το χέρι μιμούμενοι τον ρωμαϊκό χαιρετισμό.

 

Καθηγητά, είμαι εδώ, είμαι ο Φάμπιο Κουτσόλα, χαίρετε...

Χαίρετε, πάμε μια βόλτα και μετά ανεβαίνουμε στο γραφείο μου.

Εντάξει, αν δεν σας ενοχλεί θα ήθελα να σας μαγνητοφωνήσω, μαζεύω χρήσιμες μαρτυρίες για το δοκίμιο μου για την Εξέγερση στο Ρέτζο Καλάμπρια.

Ναι, κανένα πρόβλημα. Το μόνο πρόβλημα που θα έχουμε σύντομα είναι το κρύο, σίγουρα δεν θα είναι όπως εκείνο στον Καναδά, αλλά θα το νιώσουμε.

Πράγματι, τι να πω κι εγώ που μένω στο Ρέτζο. Παρεμπιπτόντως, που σας βρήκε η Εξέγερση στο Ρέτζο;

Στη Ρώμη, ήμουν στη Ρώμη, ήταν τα χρόνια της Εργατικής Εξουσίας.

Εσείς που θα κατατάσσατε εκείνα τα γεγονότα;

Κατά τη γνώμη μου, τα γεγονότα στο Ρέτζο είναι παρόμοια με τις εξεγέρσεις που συμβαίνουν ανά περιόδους στο Νότο, εξαιτίας της ύπαρξης ποικιλόμορφων προβλη-μάτων. Μετά από τόσα χρόνια, προφανώς δεν είναι εύκολο να τα θυμόμαστε επακριβώς και είναι σαφώς διαφορετική η ματιά που είχαμε τότε σε σχέση με την ανάγνωση που μπορούμε να τους κάνουμε σήμερα, περπατώντας ήσυχα εδώ κατά μήκος της λεωφόρου Κράτι. Όμως τα θυμάμαι όλα πολύ καλά, γιατί ένιωθα το Ρέτζο πολύ κοντά μου, ακόμα κι αν είμαι από το Καταντσάρο! Θυμάμαι ότι είχα συναντηθεί με τον Μαντσίνι, τότε γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, για να εξετάσουμε την κατάσταση και θυμάμαι ότι είχε προηγηθεί μια συνέλευση και στη συνέχεια αρκετές συναντήσεις με πρωτοβουλία πάντοτε του Τζάκομο (Μαντσίνι). Δεν τον γνώριζα προηγουμένως προσωπικά και μεταξύ άλλων εκείνη ήταν η πρώτη από τις επόμενες φορές που είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω και να σφυρηλατήσουμε τη σχέση μας. Πριν τον είχα δει μόνο μια φορά στο Καταντσάρο σε μια δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος του και ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος κυρίως για  την κλιμάκωση της βίας στους δρόμους.

Μπορώ να φανταστώ την αντίδρασή του όταν είδε ένα ομοίωμά του να κρέμεται στους στύλους του ηλεκτρικού ρεύματος, παρουσιαζόμενος σαν ο άγριος εχθρός της πόλης στην τηλεόραση, σε όλες τις εφημερίδες...

Δεν νομίζω ότι ήταν φοβισμένος, τότε η βία ήταν ένα συστατικό στοιχείο της πολιτικής, μάλλον ήταν πικραμένος. Μιλήσαμε εκτενώς σε αυτές τις συνελεύσεις, είχαμε μια αξιόπιστη ομάδα περιφρούρησης και συζητήσαμε για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε παρόντες στην Εξέγερση, μέσα στην καρδιά των γεγονότων, προκειμένου να αναζητήσουμε μια διέξοδο διαφορετική από αυτή που διαφαινόταν.

Ποιες πρωτοβουλίες πήρατε, τι ιδέες ρίξατε στο τραπέζι;

Για μένα οι ιδέες γεννιούνται από την πράξη, από το μοίρασμα, οπότε προκειμένου να καταλάβω τι συνέβαινε πήγα εκεί, στο Ρέτζο, με εκείνη που αργότερα έγινε η γυναίκα μου! Κάναμε το λάθος να πάμε με το αυτοκίνητο που η πινακίδα του έδειχνε ότι ήταν από το Καταντσάρο! Δύο-τρία λεπτά αφότου παρκάραμε είδαμε ότι γύρω από το αυτοκίνητο είχαν μαζευτεί πολλοί νεολαίοι. Ανησύχησα επειδή το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο, όμως μετά από μια αντιπαράθεση μαζί τους, θα λέγαμε έντονη, πήγαμε και σταθμεύσαμε σε ένα πιο ασφαλές μέρος και έπειτα μπήκαμε σε ένα μπαρ για να μιλήσουμε με τον κόσμο. Στους δρόμους υπήρχαν παντού οδοφράγματα, βρισκόμασταν στην οδό Σμπάρε...

Εκεί όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ, καθηγητά!

Αλήθεια? Λοιπόν, μιλούσα και προσπαθούσα όσο ήταν δυνατό να κρύψω την καταντσάρικη προφορά μου. Μιλήσαμε αλλά κυρίως θέλαμε να ακούσουμε, να ακούσουμε για να καταλάβουμε. Φύγαμε το ίδιο βράδυ. Η πρόθεσή μου ήταν να επιστρέψω με τους συντρόφους από την Τζέλα. Τότε είχαμε ήδη πολλούς συντρόφους στα εργοστάσια και η στάση των εργατών ήταν πολύ αρνητική, εχθρική απέναντι στην Εξέγερση στο Ρέτζο.

Νιώσατε, δηλαδή, κάτι σαν απογοήτευση εκείνους τους μήνες, βλέποντας ένα ξέσπασμα εξέγερσης που αν και είχε ξεκινήσει από τα μέρη σου δεν μπορούσατε να το καταλάβετε, βιώσατε τη δυσκολία της εισαγωγής της στη  διαλεκτική της ομάδας στην οποία αγωνιζόσαστανν;

Ναι, ακριβώς έτσι, είχα σκεφτεί πολύ εκείνη την εποχή για τις ελλείψεις στην ανάλυση της ιστορίας που είχε η ομάδα μου. Ένιωσα ότι με αφορούσε προσωπικά γιατί ήμουν ένας από τους υπεύθυνους της ομάδας σε εθνικό επίπεδο. Σκεφτόμουν ότι δεν είχα καταφέρει –και ίσως να μην είχα δουλέψει πολύ πάνω σε αυτό το ζήτημα– να βάλω αυτή την εξέγερση και τους σκοπούς της στη θεματική της ομάδας μου, να εισαγάγω εκείνα τα προβλήματα του Νότου που ήταν τόσο διαφορετικά και μακρινά από όσα συνέβαιναν στον Βορρά.

 

Πώς διαμορφώνεται μια ταξική συνείδηση, εκεί όπου δεν υπάρχει; Γιατί, δηλαδή, η αριστερά, δεν μιλάω για τη θεσμική αλλά για την εξωκοινοβουλευτική, δεν κατάφερε να πάει πέρα από τη μήτρα του μαρξισμού που συνδεόταν με τον εργάτη του εργοστασίου, ο οποίος, στο μεταξύ, μετατρεπόταν σε εργάτη-μάζα; Στο Νότο υπήρχαν πολλά μέρη, ακόμη και αστεακού τύπου προκειμένου  να κατανοήσουμε την ύπαρξη του εξωτερικού προλεταριάτου, για να το αποκαλέσω όπως ο Ζιτάρα [1], που στην προσπάθειά του να το εικονογραφήσει ασχολήθηκε με το Παλέρμο, τη Νάπολη, την Κατάνια… ποια ήταν η κατάσταση στο Ρέτζο Καλάμπρια;

Εμείς αντιμετωπίσαμε αυτή την ιστορία του Νότου βάσει μιας εργατικής προοπτικής: για παράδειγμα στη Νάπολη υπήρχε μια ομάδα μας στην Άλφα Ρομέο, υπήρχε η ομάδα στην Τζέλα και υπήρχε μια άλλη με έδρα τον Κρότωνα, στην οποία συμμετείχα πριν πάω στο Ρέτζο. Δεν ήταν εύκολη η παρέμβαση γιατί το θέμα που κυριαρχούσε ήταν αυτό σχετικά με την ανανέωση των συμβάσεων, υπήρχε μια προπαρασκευή που είχε ξεκινήσει κάμποσους μήνες πριν, μάχες που δίνονταν εδώ και χρόνια πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το Ρέτζο ήταν δύσκολο για όλους και ιδιαιτέρως για την αριστερά. Σκέψου ότι το όλο ζήτημα με το Ρέτζο ξεκίνησε με την αντιμαχία με το Καταντσάρο για το ποια πόλη θα ήταν η πρωτεύουσα του νομού, μια ιστορία με κωμικά, σχεδόν τραγελαφικά στοιχεία... στην πραγματικότητα, αν το καλοσκεφτού-με, υπάρχει κάτι το οποίο ήταν πάντοτε παρόν στους νότιους πληθυσμούς: μια ισχυρή αίσθηση κοινότητας, ενός συνανήκειν, μιας συνεχούς αναζήτησης ταυτότητας, κάτι που εμείς είχαμε υποτιμήσει βαθιά. Κάναμε λάθος στην αριστερά, ακόμη και εμείς της «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», εκτός από τον Σόφρι, που το είχε πιάσει και κατέβηκε καταρχήν μόνος του στο Ρέτζο, αλλά στη συνέχεια έστειλε μερικούς συντρόφους για να δημιουργήσουν έναν πρώτο πυρήνα της Διαρκούς Πάλης [2]. Δεν κάναμε πολλά βήματα εκείνη την εποχή πέρα από το καθαυτό εργατικό ζήτημα, καθώς το πρώτο μας μέλημα ήταν η εργατική υπόθεση. Η ομάδα ήταν περίκλειστη απέναντι σε κάποιου άλλου τύπου άνοιγμα.

Ωστόσο, σε αυτή την προοπτική, για τη διεύρυνση, το ξεπέρασμα του εργοστασίου, μου φαίνεται ότι ήταν ακριβώς η Διαρκής Πάλη που έριξε το σύνθημα «Να πάρουμε την πόλη!» Ένα πολύ δυνατό σύνθημα για ένα πιο σταδιακό και εναλλακτικό πρόγραμμα σε σχέση με  το tout court επαναστατικό πρόγραμμα...

Ναι, «Να πάρουμε» ή «Ας ξαναπάρουμε την πόλη», ήταν ένας τρόπος να μετατοπιστεί το επίκεντρο, να πάει ο αγώνας από το εργοστάσιο στο κοινωνικό πεδίο, με αυτή την έννοια ναι, θα ήταν τότε πιο εύκολο να καταλάβουμε το Ρέτζο και τους πολίτες του. Η Εξέγερση είχε ως αιχμή του δόρατος πολιτικά στοιχεία της δεξιάς, αυτό συνέβη  τουλάχιστον στη δεύτερη φάση της, αλλά ήταν σίγουρα μια εξέγερση, ένα μίγμα σαφώς λαϊκών περιεχομένων. Η τάση του, η οποία στη συνέχεια πήρε εντελώς το πάνω χέρι, με τη συμβολή και μιας μονοθεματικής εκστρατείας ενημέρωσης εκ μέρους της κυβέρνησης, ήταν σίγουρα φασιστική και μια φασιστική εξέγερση ήταν πολύ καινοτόμα για το κλίμα που επικρατούσε στο κοινωνικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, και μάλιστα με την ιστορία που είχε η Ιταλία.

Μετά το τέλος της βίαιης εξέγερσης, μετά την καταστολή της κυβέρνησης Κολόμπο, τι κάνατε;

Θυμάμαι καλά μια έντονη διαλεκτική σύγκρουση που συνέβη στη Ρώμη σε μια συνέλευση για το «τι να κάναμε;» στο Ρέτζο. Ήμασταν στη Ρώμη για μια συνάντηση για τα εργοστάσια, πολλά διευθυντικά στελέχη και εργάτες είχαν εκδηλωθεί με έναν κάπως εχθρικό τρόπο απέναντι στην πρόταση να γίνει μια εκστρατεία, μια διαδήλωση στο Ρέτζο. Ήταν μια εμβρυακή στιγμή, η προεικόνιση της ιδέας της χρήσης των εργαζομένων ως «κόκκινων φρουρών».

Καθηγητά, αναφέρεστε στη διαδήλωση των συνδικάτων «Ο Βορράς και ο Νότος ενωμένοι στον Αγώνα»;! Αυτή του ’72, με τους πενήντα χιλιάδες μεταλλεργάτες που πήγαν στο Ρέτζο; [3]

Ναι, ναι! Νομίζω πως επρόκειτο για ένα τραγικό λάθος! Κατά τη γνώμη μου δεν ήταν τυχαίο ότι μια διαδήλωση, τόσο μεγάλη αριθμητικά, και μάλιστα με έντονο το πολιτικό της στίγμα, προκάλεσε ένα είδος ρήξης με τους νότιους πληθυσμούς. Σαν να λέγαμε πως ο Νότος πρέπει να απελευθερωθεί από κάποιον που θα έρθει απ’ έξω! Για την αριστερά κάτι τέτοιο ήταν η βασική της λογική! Υπήρχε πάντοτε μια σύγκρουση μεταξύ ημών και αυτής της αντίληψης των πραγμάτων, όπως φάνηκε και στα γεγονότα στο πανεπιστήμιο της Σαπιέντσα στη Ρώμη.

Ναι, η εκδίωξη του Λάμα από τη Σαπιέντσα το 1977, μόνο τότε τα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάλαβαν την έννοια των «Δύο Κοινωνιών» έτσι όπως την είχε θέσει ο Άζορ Ρόζα [4]. Πέρα από τα τραύματα που προκλήθηκαν στην αριστερά, σκεφτήκατε ποτέ εκείνες τις στιγμές ότι το Ρέτζο στα χέρια των φασιστών θα μπορούσε να γίνει το επίκεντρο μιας αντιδραστικής απόπειρας, ενός πραξικοπήματος;

Υπήρχαν ομοιότητες που έτειναν να καλλιεργούν εκείνο το κλίμα εγρήγορσης, απέναντι στο οποίο εμείς ήμασταν δύσπιστοι. Κατά τη γνώμη μου στην Ιταλία δεν μπορούσε να γίνει πραξικόπημα, γιατί δεν υπήρχαν αυτοί που θα μπορούσαν να το κάνουν.

Συνεπώς, για σας, αυτές οι απόπειρες ανατροπής της συντεταγμένης τάξης ήταν μόνο «πραξικοπήματα οπερέτα»;!

Προσπάθησαν να αποσταθεροποιήσουν για να σταθεροποιηθούν. Τουλάχιστον για μας, οι βόμβες στην Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο τον Δεκέμβρη του 1969, για παράδειγμα, έκαναν το κίνημα να πάει ένα βήμα πίσω· εντυπωσιάστηκα πολύ βλέ-ποντας πολίτες και εργάτες να συμμετέχουν μαζικά στην κηδεία, σε εκείνη τη μεγάλη σιωπή, λες και η κοινωνία των πολιτών να ήθελε να σκεπάσει τη δημοκρατία· το εργατικό κίνημα υιοθέτησε ως κυρίαρχο ζήτημα τον αντιφασισμό, κάτι που σε μας φάνηκε λάθος επειδή για μας η ιστορία του αντιφασισμού σήμαινε ένα μπλοκάρισμα, μια προσπάθεια να μπουν στην άκρη οι πιο προωθημένες θεματικές.

Πιστεύετε ότι ήταν μια ιδιαιτέρως μελετημένη στρατηγική;

Πιθανότατα υπήρξε σύγκλιση, αν και δεν πιστεύω στις θεωρίες συνωμοσίας, μάλλον είναι πιθανότερο τα πραγματικά συμφέροντα της Χριστιανικής Δημοκρατίας και των Ιταλών βιομηχάνων να επικεντρώθηκαν στη δημιουργία ενός κοινού μετώπου, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, προκειμένου να προωθήσουν τη λογική των αντίθετων εξτρεμισμών. Ενώ για μας που ήμασταν στον δρόμο δεν υπήρχε κάποια σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ ημών και εκείνων. Άλλωστε οι ιταλικοί στρατιωτικοί μηχανισμοί δεν ήταν σε θέση να κάνουν ένα πραξικόπημα.

Μετά τα πολλά χρόνια που ζήσατε στο εξωτερικό, τι βρήκατε όταν επιστρέψατε στην Καλαβρία;

Επέστρεψα από τον Καναδά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αφού είχα διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ και έχοντας ζήσει εκεί ήμουν σε θέση να βιώσω άμεσα την αυτονομία τους, τη μακρά τους παράδοση αστεακής διακυβέρνησης, για παράδειγμα εκεί η δημοτική αστυνομία ασχολείται με τα πάντα, όχι μόνο με την κυκλοφορία. Ήδη από το λύκειο ήμουν μπερδεμένος για τον τρόπο με τον οποίο είχε πραγματοποιηθεί η ενοποίηση της Ιταλίας.

Έχετε σπουδάσει στο Γκαλούπι στο Καταντσάρο, σωστά;

Ναι, ένα σχολείο της ζωής, της μελέτης...

Προσπάθησα κι εγώ να διδάξω...

Ο μέντοράς μου ήταν ο δάσκαλος. Μαστρογιάνι, τον γνώρισα ακριβώς στο Γκαλούπι, δίδασκε ιστορία και φιλοσοφία [5]. Του είπα πως στο γυμνάσιο ήμουν μπερδεμένος σχετικά με την ενοποίηση της Ιταλίας, μια διαδικασία αλλαγής που επηρέασε βαθιά στον Νότο μονάχα ένα πολύ χαμηλό αριθμό ανθρώπων, μια ελίτ. Η εμβάθυνση στην καναδική ζωή με έκανε να σκεφτώ λίγο πολύ τα πάντα, ακόμη και για την ανάγκη να εφαρμοστούν νέες μορφές συμμετοχής ικανές να δημιουργήσουν κοινότητες, αλλά επιστρέφοντας στην Ιταλία ήρθα σε σύγκρουση με όλα αυτά τα αιτήματα, ακόμη και με την αριστερά, η οποία ήθελε περισσότερο κράτος. Χάρη στον νόμο για την άμεση εκλογή των δημάρχων παραβρέθηκα σε μια αφύπνιση του Νότου: τουλάχιστον έξι ή επτά μεγάλες πόλεις στο Νότο κυβερνώνται σήμερα με εξαιρετικό τρόπο. Τα γεγονότα στο Ρέτζο, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει σήμερα να ειδωθούν ως ένα πολύ πρόωρο μήνυμα, ένα σημάδι που προεικόνισε την ανάκαμψη του Νότου, μια ανάκαμψη που έχει να κάνει με την αξιοπρέπεια, όχι με τα χρήματα, με τις συνηθισμένες χρηματοδοτήσεις, ένα σημάδι που τότε δεν έγινε αντιληπτό και δεν ερμηνεύτηκε με τον σωστό τρόπο.

Περισσότερη συμμετοχή, επομένως, και λιγότεροι ειδικοί νόμοι.

Ακριβώς έτσι.

Συμφωνείτε με τους μελετητές που εντοπίζουν στα γεγονότα του Ρέτζο το τέλος του νότιου ζητήματος;

Κατά τη γνώμη μου το Ρέτζο αντιπροσώπευε ένα ασυνείδητο σημάδι, ένα στοιχείο ασυνήθιστης καινοτομίας, τα ζητήματα επανεμφανίζονται στην ιστορία και οι συνθήκες τα ξαναθέτουν επί τάπητος.

Ο Τσίτσο Φράνκο, στην περίφημη συνέντευξή του στην Οριάνα Φαλάτσι ενώ ήταν φυγάς, λέει ότι πολλοί Ρετζίνι συντάχθηκαν με την εξέγερση αν και δεν ήταν φασίστες, επειδή μόνο οι φασίστες ήταν σε θέση να εκπροσωπήσουν το Ρέτζο, υπερασπίζοντάς το ακόμη και με τη βία [6]. Ιδού, λοιπόν, σε ποιο βαθμό μπορούν η ταυτότητα και η αντιπροσώπευση να συγκλίνουν χωρίς να έχουν ως αποτέλεσμα ένα εθνικιστικό και επαρχιώτικο κλείσιμο;

Δεν ξέρω τον Τσίτσο Φράνκο και ποτέ δεν διάβασα τίποτα σχετικό, ίσως σκεφτόταν την Κοινωνική Δημοκρατία του Σαλό, αλλά εκείνο το κρατίδιο δεν είχε τίποτα κοινωνικό, ήταν απλά σύμμαχος του Χίτλερ. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να κάνουμε τα άτομα να καταλάβουν την έννοια της «γης», αυτή η γη είναι η γη σας, αυτή η γη είναι η γη μας…

Δεδομένου ότι είμαστε εδώ, ας δούμε λίγο τι είπε ο Τελέζιο για την Κοσέντσα: «Η αγαπημένη μου πόλη θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει χωρίς εμένα, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτή, καθώς κυλάει στις φλέβες μου και την αγαπώ».

Ναι, κι αυτό ισχύει για κάθε πόλη, κάθε τόπο, κάθε γη στην οποία νιώθουμε ότι ανήκουμε, και νομίζω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνο για τον Νότο. Ο δήμος μας αποτελεί μέρος ενός δικτύου δήμων, ένα θεμελιώδες νήμα για να αντιπαρατεθούμε στην εθνική ένωση των ιταλικών δήμων, με τους δήμους να παραχωρούν την κυριαρχία τους σε υψηλότερες μορφές συνεργασίας και όχι στο κράτος, καθώς το τελευταίο αντιπροσωπεύει το αντίθετο αυτού που θέλουμε να κάνουμε. Αυτό συμβαίνει ήδη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, έχουμε δημοτικά δίκτυα στη Γαλλία, στη Γερμανία. Εμείς σκεφτόμαστε μια Ευρώπη πόλεων, όχι κρατών. Έτσι, είναι και από αυτή την άποψη που πρέπει να διαβαστεί η Εξέγερση του Ρέτζο και να ενταχθεί στην ιστορία ως ένα πρώτο σημάδι αυτής της διαδικασίας.

 

Σημειώσεις

[1] Nicola Zitara, Tο εξωτερικό προλεταριάτο, Jaca Book, 1972.

[2] Για τον σχηματισμό της πρώτης ομάδας της Διαρκούς Πάλης στο Ρέτζο κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης βλ. Fabbio Cuzzola, Ρέτζο 1970. Ιστορίες και μνήμες της εξέγερσης,  Donzelli Editore, 2007.

[3]  Vincenzo Guerrazzi,  Ο Βορράς και ο Νότος ενωμένοι στον αγώνα, 2003, Fratelli Frilli, 2003.

[4] Alberto Asor Rosa, Οι δύο κοινωνίες, Einaudi, 1977.

[5] Σχετικά με τη σχολική εμπειρία του Πιπέρνο βλ. Enzo Galiano, Το παλιό Γκαλούπι, ένα γυμνάσιο, μια πόλη, Rubbettino, 1991.

[6] Για τον φασισμό και την εξέγερση βλ. «Από τον Ντ’ Ανούντσιο στον Τσίτσο Φράνκο ή ένα ζευγάρι νεοφασιστικής φάρσας στην Καλαβρία», Lou Palanca 2, που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Wu Ming.

 

Ο Φάμπιο Κουτσόλα είναι δάσκαλος, ξεκίνησε τη συγγραφική του εμπειρία από τη μελέτη των προφορικών πηγών. Από τις ιστορικές του ερευνητικές εμπειρίες γεννήθηκαν: Ρέτζο 1970 (Donzelli, 2007), Πέντε αναρχικοί από τον Νότο (Castelvecchi, 2020). Από το 2012 είναι μέλος της συγγραφικής κολεκτίβας Lou Palanca, χάρη στην οποία έφτασε στη συγγραφή πολιτικών ιστορικών μυθιστο-ρημάτων όπως το Block 52 και το Σας είδα να γελάτε (Rubbettino, 2013 και 2015). Στις εκδόσεις DeriveApprodi έχει δημοσιεύσει το Σκοτώστε τον DJ. Το εβδομήντα επτά στις ακτές του Στενού (2024).

 

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Η εξέγερση στο Ρέτζο Καλάμπρια ξέσπασε τον Ιούλη του 1970 και κράτησε μέχρι τον Φλεβάρη του 1971, όταν κατεστάλη βιαίως. Εμβληματικό γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιμαχίες στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ανάμεσα στους αναρχικούς εκείνης της εποχής στην Ιταλία. Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του Πιπέρνο γιατί τη βρίσκουμε πολύ διαφωτιστική για εξεγέρσεις με ακροδεξιά κυριαρχία, που τις είδαμε να γιγαντώνονται τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Επ’ ευκαιρία να σημειώσουμε και την κυκλοφορία στα ελληνικά από τις Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα, μιας μπροσούρας με κείμενα του Πιπέρνο και τίτλο Με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό.


Ο αριθμός των δολοφονημένων -


Χρειάζεται να σκεφτούμε εκ νέου το χωρίο από την Αποκάλυψη (6,9-11), στο οποίο διαβάζουμε: «Και όταν (το αρνί) άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων για τον λόγο του Θεού και τη μαρτυρία που έδωσαν για το αρνί. Και έκραξαν μεγαλοφώνως λέγοντας: Μέχρι ποτέ, ω κύριε άγιε και αληθινέ, δεν θα προβαίνεις στην κρίση σου και δεν θα πάρεις εκδίκηση για το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν στη γη; Και δόθηκε στον καθένα από αυτούς ένα λευκό φόρεμα και τους ειπώθηκε να αναπαυτούν ακόμα λίγο χρόνο, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο αριθμός των συνυπηρετών και των αδελφών τους, που όφειλαν να δολοφονηθούν όπως αυτοί». 

Η ιστορία δεν θα τελειώσει και η τελική κρίση δεν θα εκφωνηθεί έως ότου δεν έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων δικαίων. Είναι ίσως αυτό που συμβαίνει γύρω μας; Και πόσοι άλλοι δίκαιοι πρέπει να δολοφονηθούν, όπως κάθε μέρα τους βλέπουμε να πεθαίνουν; Σίγουρα η ιστορία είναι η ιστορία των πολέμων, των θανάτων και των δολοφονιών. Όμως το νόημα του ανοίγματος της πέμπτης σφραγίδας δεν είναι, την εποχή που ζούμε, ότι οφείλουμε να περιμένουμε αδρανείς να συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων. Αν και οι εφημερίδες δεν σταματούν να τους μετρούν καθημερινά, εμείς αγνοούμε ποιος είναι αυτός ο αριθμός, όπως αγνοούμε πότε θα έλθει η κρίση, αλλά κι αν θα έρθει κάποτε. Ζούμε σε μια ενδιάμεση εποχή και όπως εκείνοι που σφάχτηκαν, οφείλουμε να μαρτυρήσουμε εκείνο που βλέπουμε και εκείνο που πιστεύουμε. Δεν είναι άλλο το καθήκον μας πριν συμπληρωθεί  ο αριθμός των δολοφονημένων.

7 Γενάρη 2025

Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα είναι του Enrico Baj, «Guernica», 1972, του οποίου είχα τη χαρά να απολαύσω την έκθεση στο Παλάτσο Ρεάλε στο Μιλάνο στις 11 Γενάρη τρέχοντος έτους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ζωντανά έργα του αναρχικού καλλιτέχνη και πραγματικά ενθουσιάστηκα, παρά το ζοφερό περιεχόμενο μερικών εξ αυτών, όπως η δολοφονία του αναρχικού Πινέλι, σκηνές από την αποκάλυψη και κάποιοι στρατηγοί του. Όπως ενθουσιάστηκα και από την έκθεση που είδα την ίδια μέρα του Ιταλού φωτογράφου Ugo Mulas, που μαζί με τον Baj και άλλες μεγάλες φιγούρες της ιταλικής κριτικής σκηνής, σύχναζαν στο περίφημο μπαρ Τζαμάικα στην οδό Μπρέρα, εκεί δηλαδή που την επόμενη μέρα ήπια τον μεσημεριανό καφέ μου καπνίζοντας το απαραίτητο τοσκάνο μου. Καμία σχέση, βεβαίως, με τότε οι σημερινοί θαμώνες του περίφημου μπαρ, όπως και ο περιβάλλων χώρος δίπλα από την ακαδημία της Μπρέρα. Οι καιροί άλλαξαν σε βάρος μας, όμως πάντοτε ελπίζω και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν εκείνες και εκείνοι που θα πάρουν εκδίκηση για τους σφαγιασθέντες αυτού του πλανήτη και κυρίως για τα παιδιά, όπως σήμερα συμβαίνει καθημερινά στην πολύπαθη Γάζα, από το χέρι εκείνων που δεν διδάχτηκαν τίποτα από την αιματηρή ιστορία τους.