Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συνέβη
είναι η απώλεια της ποιητικής σχέσης με τη γλώσσα και η αντικατάστασή της με
μια εργαλειακή σχέση, στην οποία εκείνος που πιστεύει ότι χρησιμοποιεί τη
γλώσσα, αντιθέτως, χωρίς να το καταλαβαίνει, χρησιμοποιείται από αυτή. Και από
τη στιγμή που η γλώσσα είναι η ίδια η μορφή της ανθρωπογένεσης, του γίγνεσθαι
άνθρωπος του ζώντος homo, είναι η ίδια
η ανθρωπινότητα του ανθρώπου που φαίνεται σήμερα να απειλείται.
Είναι κρίσιμης σημασίας όμως το γεγονός
ότι όσο περισσότερο ένας λαός χάνει τη γλώσσα του, που του γίνεται κατά κάποιο
τρόπο ξένη ή ελάχιστα οικεία, τόσο λιγότερο είναι δυνατό να σκέφτεται σε αυτή
τη γλώσσα. Γι’ αυτό βλέπουμε σήμερα τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών λαών, που
έχουν καταστεί ανίκανες να σκέπτονται, να φυλακίζονται σε ένα ψέμα το οποίο δεν
μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ένα ψέμα του οποίου ο ψευδόμενος δεν είναι γνώστης,
είναι, στην πραγματικότητα, απλώς μια αδυναμία του σκέπτεσθαι, η ανικανότητα διάρρηξης,
έστω για μια στιγμή, της καθαρά εργαλειακής σχέσης με τα ίδια μας τα λόγια. Και
αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα τους, δεν θα πρέπει
να εκπλαγούμε αν νιώσουν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τη σκέψη τους στην τεχνητή
νοημοσύνη.
Εξ αυτού προκύπτει ότι αυτή η απώλεια
των λαών της γλώσσας η οποία υπήρξε ο ζωτικός τους οίκος, έχει προπάντων μια
πολιτική σημασία. Η Ευρώπη δεν θα βγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί αν
δεν βρει μια ποιητική και σκεπτόμενη σχέση με τα λόγια της. Μόνο πληρώνοντας
αυτό το τίμημα μια ευρωπαϊκή πολιτική –που σήμερα δεν υπάρχει– θα γίνει
πραγματικά δυνατή.