Είναι καλό να σκεφτούμε ένα φαινόμενο που είναι, ταυτοχρόνως, οικείο και ανοίκειο,
το οποίο όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να μας
δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή μας με τους άλλους ανθρώπους: την εξορία.
Οι ιστορικοί του δικαίου συζητούν μέχρι σήμερα κατά πόσο η εξορία –στην αρχική
της μορφή, στην Ελλάδα και τη Ρώμη– πρέπει να θεωρηθεί ως η άσκηση ενός
δικαιώματος ή ως μια ποινική συνθήκη. Έτσι όπως παρουσιάζεται, στον κλασικό
κόσμο, ως, δηλαδή, η δυνατότητα που δίνεται σε έναν πολίτη να διαφεύγει της
επιβολής μιας ποινής (γενικά της θανατικής ποινής) μέσω της φυγής, η εξορία
μοιάζει, στην πραγματικότητα, μη αναγώγιμη στις δύο μεγάλες κατηγορίες στις
οποίες μπορεί να χωριστεί η σφαίρα του δικαίου από την άποψη των υποκειμενικών
συνθηκών: στα δικαιώματα και στις ποινές. Έτσι ο Κικέρων, που είχε γνωρίσει την
εξορία, μπόρεσε να γράψει: «Exilium non
supplicium est, sed perfugium portumque supplicii», δηλαδή «Η εξορία δεν είναι
μία ποινή αλλά ένα καταφύγιο και μια διαφυγή από τις ποινές». Ακόμη κι αν το
κράτος, με το πέρασμα των χρόνων, την οικειοποιήθηκε και τη χρησιμοποίησε ως
ποινή (στη Ρώμη αυτό συνέβη με τον νόμο Tullia του 63 π.Χ.), η εξορία συνέχισε
να είναι για τον πολίτη, εν τοις πράγμασι, μια οδός διαφυγής. Έτσι ο Δάντης,
όταν οι Φλωρεντινοί ήθελαν να τον περάσουν από δίκη με σκοπό την εκδίωξή του
από την πόλη, δεν εμφανίστηκε στην αίθουσα και, προλαβαίνοντας τους δικαστές,
άρχισε τη μακρά ζωή του ως εξόριστος, αρνούμενος να επιστρέψει στην πατρίδα του
ακόμη και όταν του δόθηκε μια τέτοια δυνατότητα. Έχει σημασία το γεγονός ότι σε
αυτή την προοπτική η εξορία δεν συνεπάγεται την απώλεια της πολιτειότητας: ο
εξόριστος αποκλείεται εν τοις πράγμασι από την κοινότητα στην οποία, τυπικά,
συνεχίζει να ανήκει. Η εξορία δεν είναι ένα δικαίωμα ούτε μία ποινή, αλλά
διαφυγή και καταφύγιο. Αν θέλουμε να την περιγράψουμε ως ένα δικαίωμα, κάτι που
στην πραγματικότητα δεν είναι, η εξορία
μπορεί να οριστεί ως ένα παράδοξο δίκαιο που τίθεται εκτός δικαίου. Σε αυτή την
προοπτική, ο εξόριστος μπαίνει σε μια φάση αδιαφορίας σε σχέση με τον υπέρτατο
κυρίαρχο, ο οποίος, αποφασίζοντας την κατάσταση εξαίρεσης και αναστέλλοντας τον
νόμο είναι, όπως ο εξόριστος, μέσα και έξω από την τάξη. Ακριβώς επειδή
παρουσιάζεται ως η δυνατότητα ενός πολίτη να τίθεται εκτός της κοινότητας των
πολιτών και να τοποθετείται αναφορικά με τη δικαιική τάξη σε κάτι σαν κατώφλι,
η εξορία δεν μπορεί σήμερα παρά να μας ενδιαφέρει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Για
οποιονδήποτε έχει μάτια και βλέπει είναι, πράγματι, εμφανές το γεγονός ότι τα
κράτη στα οποία ζούμε έχουν μπει σε μια κατάσταση κρίσης και σε μια
προοδευτική, ασταμάτητη αποσύνθεση όλων των θεσμών τους. Σε μία παρόμοια
συνθήκη, στην οποία η πολιτική εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της στην
οικονομία και στην τεχνολογία, είναι μοιραίο οι πολίτες να καθίστανται
εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα. Είναι αυτή η εξορία που πρέπει σήμερα να
διεκδικήσουμε, μεταμορφώνοντάς την από μια κατάσταση την οποία υπομένουμε
παθητικά, σε μια μορφή ζωής επιλεγμένη και σταθερά επιδιωκόμενη. Εκεί όπου οι
πολίτες έχουν χάσει μέχρι και την ανάμνηση της πολιτικής, θα κάνει πολιτική
μόνο όποιος εντός της πόλεως του βρίσκεται σε εξορία. Και μόνο σε αυτή την
κοινότητα των εξόριστων, χαμένη μέσα στην άμορφη μάζα των πολιτών, μπορεί να
γίνει δυνατή, εδώ και τώρα, κάτι όπως
μια νέα πολιτική εμπειρία.
(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Το παραπάνω κείμενο αφιερώνεται εξαιρετικά στην κοινότητα του Στεκιού Άνω Κάτω Πατησίων, που φέτος το φθινόπωρο συμπλήρωσε 28 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας στο πλαίσιο των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού, κι αυτό παρά τους εμπρησμούς, τις ναζιστικές επιθέσεις και την περσινή εκκένωση από τις δυνάμεις καταστολής, όντας σταθερό ρίζωμα στη γειτονιά των Πατησίων όπου έχω την τύχη να γεννηθώ και να ζω.