Αυτό που προκαλεί εντύπωση στις συζητήσεις για το green pass και το εμβόλιο είναι ότι, όπως συμβαίνει όταν μια χώρα διολισθαίνει χωρίς να το καταλαβαίνει στον φόβο και στη μισαλλοδοξία –και αναμφιβόλως αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία–, οι θεωρούμενες σαν αντίθετες απόψεις όχι μόνο δεν παίρνονται υπόψη στα σοβαρά, αλλά τυγχάνουν μιας βιαστικής άρνησης, όταν δεν γίνονται, καθαρά και ξάστερα, αντικείμενο σαρκασμών και προσβολών. Θα λέγαμε ότι το εμβόλιο έχει γίνει ένα θρησκευτικό σύμβολο το οποίο, όπως σε κάθε πίστη, χρησιμεύει ως το διακριτικό σύμβολο φίλων και εχθρών, σωσμένων και καταδικασμένων. Πώς μπορούμε να θεωρήσουμε σαν επιστημονική και όχι θρησκευτική μια θέση που αρνείται την εξέταση διαφορετικών θέσεων;
Γι’ αυτό είναι σημαντικό,
πρώτα απ’ όλα, να ξεκαθαρίσουμε ότι το πρόβλημα για μένα δεν είναι το εμβόλιο,
όπως στις προηγούμενες παρεμβάσεις μου δεν ήταν η πανδημία, αλλά η πολιτική
χρήση που τους γίνεται, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο, ήδη από τον αρχή, τυγχάνουν
χειρισμού από τους κυβερνώντες.
Στους φόβους που εκφράστηκαν
στο κείμενο που υπέγραψα εγώ και ο Μάσιμο Κατσάρι, κάποιος απρόσεκτα αντέταξε
ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε, «γιατί ζούμε σε δημοκρατία». Πώς είναι δυνατό να
μην καταλαβαίνει ότι μια χώρα που τώρα πια εδώ και σχεδόν δύο χρόνια βρίσκεται
σε κατάσταση εξαίρεσης και στην οποία αποφάσεις που συμπιέζουν σοβαρά τις
ατομικές ελευθερίες εισάγονται μέσω διαταγμάτων (είναι σημαντικό το γεγονός ότι
τα μέντια μιλούν το δίχως άλλο για «διάταγμα Ντράγκι», λες και εκπορεύεται από
ένα και μοναδικό άτομο), δεν είναι πλέον, εκ των πραγμάτων, μια δημοκρατία; Πώς
είναι δυνατόν η αποκλειστική επικέντρωση στις μολύνσεις και στην υγεία να μας
εμποδίζει να αντιληφθούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που συμβαίνει στην πολιτική
σφαίρα, στην οποία, όπως συνέβη με τον φασισμό, μια ριζική αλλαγή μπορεί να
επέλθει εκ των πραγμάτων χωρίς να αλλάζει το κείμενο του Συντάγματος; Και δεν
θα έπρεπε να σκεφτούμε το γεγονός ότι στις προβλέψεις εξαίρεσης και στα μέτρα
που από καιρού εις καιρόν παίρνονται, δεν υπάρχει μια καταληκτική ημερομηνία,
αλλά πως αυτά ανανεώνονται ακατάπαυστα, δηλώνοντας σχεδόν, όπως οι κυβερνήσεις
δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν, ότι τίποτα δεν θα είναι πλέον όπως πριν και πως
συγκεκριμένες ελευθερίες και συγκεκριμένες βασικές δομές της κοινωνικής ζωής
στις οποίες είχαμε συνηθίσει, καταργούνται επ’ αόριστον; Αν είναι όντως αλήθεια
ότι αυτός ο μετασχηματισμός –και η αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας
ως αποτέλεσμά του– είναι ήδη εδώ και καιρό σε εξέλιξη, δεν θα ήταν εξαιτίας
αυτού του γεγονότος πολύ περισσότερο επείγον να σταθούμε και να αποτιμήσουμε, όσο
προλαβαίνουμε, τις ακραίες επιπτώσεις; Έχει ειπωθεί ότι το μοντέλο που μας
κυβερνά δεν είναι πλέον η κοινωνία της πειθαρχίας αλλά η κοινωνία του ελέγχου,
όμως μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να δεχτούμε αυτός ο έλεγχος να μας συμπιέζει;
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που
πρέπει να θέσουμε το πολιτικό πρόβλημα του green pass, χωρίς να το συγχέουμε με το ιατρικό
πρόβλημα του εμβολίου, με το οποίο δεν συνδέεται απαραίτητα (έχουμε κάνει στο
παρελθόν εμβόλια κάθε τύπου, χωρίς ποτέ κάτι τέτοιο να προχωρά στη διάκριση των
πολιτών σε δύο κατηγορίες). Το πρόβλημα δεν είναι, πράγματι, μόνο αυτό, αν και
σοβαρότατο, της διάκρισης μιας κατηγορίας πολιτών σε πολίτες δεύτερης
κατηγορίας: είναι επίσης κι αυτό, που σαφώς βρίσκεται περισσότερο από το άλλο στο
βάθος της σκέψης των κυβερνήσεων, του τριχοειδούς και απεριόριστου ελέγχου που αυτός
ο έλεγχος συνεπάγεται για τους ανοήτως υπερηφανεύομενους κατόχους του «πράσινου
πιστοποιητικού». Πώς είναι δυνατόν –ρωτάμε για μια ακόμη φορά– να μην
αντιλαμβάνονται ότι όντας υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν το διαβατήριό τους ακόμη
και όταν πηγαίνουν στον κινηματογράφο ή το εστιατόριο, θα ελέγχονται σε κάθε
τους βήμα;
Στο κείμενό μας επικαλεστήκαμε
την αναλογία με την «προπίσκα», δηλαδή το διαβατήριο που οι πολίτες της
Σοβιετικής Ένωσης όφειλαν να δείχνουν προκειμένου να μετακινηθούν από το ένα
μέρος στο άλλο. Έχουμε εδώ την ευκαιρία να διακριβώσουμε, αφού δυστυχώς μοιάζει
αναγκαίο, τι είναι μια δικαιο-πολιτική αναλογία. Μας επέπληξαν δίχως κανέναν ότι
εισάγουμε μια αναλογία ανάμεσα στη διάκριση που προκύπτει από το green pass και στις διώξεις των εβραίων. Πρέπει να τονίσουμε
μια για πάντα ότι μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να εξισώσει τα δύο φαινόμενα,
που προφανώς είναι εντελώς διαφορετικά. Όμως δεν είναι λιγότερος ανόητος όποιος
αρνείται να εξετάσει την καθαρά δικαιική αναλογία –εγώ έχω σπουδάσει νομικά–
ανάμεσα σε δύο κανόνες, τον φασιστικό για τους εβραίους και αυτόν για τη θέσπιση
του green
pass. Ίσως δεν είναι
άχρηστο να πούμε ότι αμφότεροι οι κανόνες εισήχθησαν μέσω διαταγμάτων και ότι
αμφότεροι, για όποιον δεν έχει μια αντίληψη απλώς θετικιστική του δικαίου,
είναι απαράδεκτοι, γιατί –ανεξάρτητα από τους προβαλλόμενους λόγους– οδηγούν αναγκαστικά
στη διάκριση μιας κατηγορίας ανθρωπίνων όντων, κάτι απέναντι στο οποίο ένας
εβραίος θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητος.
Για μια ακόμη φορά όλα αυτά τα
μέτρα, για όποιον διαθέτει μια ελάχιστη πολιτική φαντασία, εντάσσονται στο
πλαίσιο του Μεγάλου Μετασχηματισμού που οι κυβερνήσεις των κοινωνιών μοιάζουν
να έχουν στο μυαλό τους –δεχόμενος, αντιθέτως, ότι δεν πρόκειται, όπως είναι
πιθανό, για την τυφλή πορεία μιας τεχνολογικής μηχανής, που τώρα πια έχει
ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πολλά χρόνια πριν μια επιτροπή της γαλλικής κυβέρνησης
με κάλεσε να πω τη γνώμη μου για τη θέσπιση μιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας,
που περιείχε ένα τσιπ με όλα τα βιολογικά δεδομένα ενός ατόμου, όπως και κάθε
άλλη πιθανή πληροφορία γι’ αυτό. Μου φαίνεται προφανές ότι το πράσινο
πιστοποιητικό είναι το πρώτο βήμα για αυτή την ταυτότητα, η εισαγωγή της οποίας
είχε για κάποιον λόγο αναβληθεί.
Σε ένα τελευταίο πράγμα θα
ήθελα να στρέψω την προσοχή όποιου θέλει να συζητήσει χωρίς να προσβάλλει. Τα
ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν δώσουν στη ζωή λόγους και
αιτιολογήσεις, που κάθε φορά παίρνουν τη μορφή των θρησκειών, των μύθων, των
πολιτικών πεποιθήσεων, των φιλοσοφιών και των ιδεωδών κάθε είδους. Αυτές οι
αιτιολογήσεις μοιάζουν σήμερα –τουλάχιστον στο πιο πλούσιο και
τεχνολογικοποιημένο τμήμα της ανθρωπότητας– να αμβλύνονται και οι άνθρωποι να
βρίσκονται, ίσως για πρώτη φορά, μπροστά στην καθαρή βιολογική τους επιβίωση, την
οποία, απ’ ότι φαίνεται, είναι ανίκανοι να αποδεχτούν. Μόνο αυτό μπορεί να
εξηγήσει γιατί, αντί να δέχονται το απλό, γλυκό δεδομένο να ζουν ο ένας δίπλα
στον άλλο, νιώθουν την ανάγκη να εγκαθιδρύσουν έναν αδυσώπητο υγειονομικό
τρόμο, στον οποίο η ζωή χωρίς πλέον ιδεατές αιτιολογήσεις, απειλείται και
τιμωρείται κάθε στιγμή από ασθένειες και θάνατο. Έτσι όπως δεν έχει νόημα να
θυσιαστεί η ελευθερία στο όνομα της ελευθερίας, έτσι δεν είναι δυνατό να απαρνηθούμε,
στο όνομα της γυμνής ζωής, αυτό που κάνει τη ζωή άξια να τη ζει κανείς.