2. Όμως, τώρα πια, μας φαίνεται πως μπορούμε να πούμε ότι το
σούρουπο της προεδρίας Μακρόν αλλά και της νεοφιλελεύθερης πρότασης, δεν είναι
μονάχα πολιτικό αλλά έχει και μια
θεσμική διάσταση. Αυτό που διακυβεύεται άμεσα είναι η δημοκρατική δομή της
χώρας. Ο εξορθολογισμένος
κοινοβουλευτισμός του Συντάγματος του 1958, όπως είναι γνωστό, προβλέπει ένα
σύνολο μηχανισμών επείγουσας ανάγκης προκειμένου να αμβλύνεται η δύναμη των
νομοθετικών σωμάτων σε σχέση με τις αναγκαιότητες της διακυβέρνησης. Αυτοί οι
μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις και με έναν ολοένα και πλέον
κοινότοπο τρόπο στις τελευταίες νομοθετήσεις. Ωστόσο, η προεδρία Μακρόν,
καταφεύγοντας επανειλημμένως στα άρθρα 47.1 (που περιορίζει τον χρόνο της
κοινοβουλευτικής συζήτησης), 44.1 (που επιτρέπει στη Γερουσία να μπλοκάρει την
ψήφιση ενός νόμου) και 49.3 (που επιτρέπει τη θέσπιση ενός νόμου χωρίς την ψήφο
της Εθνοσυνέλευσης), έφτασε σε μια οριακή κατάσταση. Σύμφωνα με τον Πιέρ
Ροζανβαλόν πρόκειται για «την πιο σοβαρή δημοκρατική κρίση που γνώρισε ποτέ η
Γαλλία μετά το τέλος της αλγερινής σύγκρουσης». Από τη μια πλευρά η αλαζονεία
της προεδρικής εξουσίας, όπως και η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου να
επικυρώσει την υιοθέτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, παρά την ύπαρξη πολυάριθμων
τεχνικών επιχειρημάτων υπέρ της υιοθέτησης άλλων θέσεων, συνιστούν ένα άκρως
επικίνδυνο προηγούμενο για τις μελλοντικές κυβερνητικές συνενώσεις. Από την
άλλη, μπορούμε να αναγνώσουμε όλα αυτά ως χαρακτηριστικά μιας τεχνοκρατικής
εξουσίας που σαφώς επιβάλλεται, αλλά δεν καταφέρνει πλέον να εγκιβωτίζει τις κοινωνικές διεργασίες.
Με άλλα λόγια, νομίζουμε ότι είναι το θεσμικό σύστημα της 5ης
Δημοκρατίας στο σύνολό του –και, δηλαδή η δυνατότητα καθετοποίησης μιας
απόφασης προκειμένου να εξισορροπείται η δομική αστάθεια της πολιτικής
δυναμικής– που περνάει κρίση. Εξ ου η
ρήξη, ο διαχωρισμός, μεταξύ ενός πολιτικού ολοένα και πιο αυτοαναφορικού και
μορφών μαζικής εξέγερσης ολοένα πιο διάχυτων και τριχοειδών.
3. Έχει σαφώς δίκιο ο Ετιέν Μπαλιμπάρ όταν παρατηρεί ότι θα
ήταν μυωπικό το να λέγαμε ότι τώρα πια η πολιτική εξουσία κρατιέται στη θέση
της μόνο χάρη «στο νήμα που τη συνδέει με την αστυνομία», αλλά και όταν μας
καλεί να μην υποτιμούμε τη δύναμη μιας άκρας δεξιάς ολοένα και πιο αποδεκτής στα κυβερνητικά κυκλώματα.
Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι, στο γαλλικό πλαίσιο, η ακραία χρήση
της αστυνομίας είναι σήμερα το κάλυμμα μιας τεχνοκρατικής κατάστασης
εξαίρεσης-καθετοποίησης. Μόνο η αστυνομία επιτρέπει, πράγματι, τη δυνατότητα
πραγματοποίησης ενός πολιτικού εξαναγκασμού, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε όλο
και πιο διάχυτα να γίνεται συζήτηση περί της ύπαρξης αστυνομικής δημοκρατίας: «μια υβριδική μορφή», δήλωσε ο Σεμπαστιέν
Ρος στη Λιμπερασιόν, «στην οποία η εξουσία κυβερνά μέσω της αστυνομίας,
ρίχνοντας δακρυγόνα στα μεσαία στρώματα». Θέλουμε με αυτό να επισημάνουμε το
γεγονός ότι η χρήση βίας και οι επιθέσεις της αστυνομίας στη Γαλλία έχουν
προσλάβει ανώμαλα χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Όμως, εκ νέου, η αλαζονεία της βίας μοιάζει να αντιστοιχεί σε ένα διάχυτο
αίσθημα φόβου στο εσωτερικό της
διακυβέρνησης, όπως δείχνει η καταστολή του οικολογικού κινήματος στο Σαιν Σολί
και η διάλυση της συλλογικότητας Les
Soulevements
de la Terre: σχεδόν μια προληπτική επίθεση
προκειμένου να εμποδιστεί η γενίκευση των οργανωμένων απαντήσεων στην
αστυνομική βία. Δεν μπορούμε να πούμε αν βρισκόμαστε μπροστά σε στασιαστικές μορφές,
σε μια εξέγερση, η οποία θα απαντήσει στη βία είτε με βία είτε με αγώνες που θα
έχουν μια ειρηνική μορφή. Σαφώς, όμως, μπορούμε να πούμε ότι παρά τον διάχυτο
καταστροφισμό που διαπερνούσε τις συζητήσεις στα χρόνια της πανδημίας, η Γαλλία
δείχνει τώρα μια τρομερή δημοκρατική αφύπνιση. Πρόκειται για μια κυοφορούμενη κοινωνική
δημοκρατία, που πρέπει να βρει τις δικές της αυτόνομες μορφές οργάνωσης. Το
ζήτημα, συνεπώς, είναι το εξής: αυτός ο κύκλος αγώνων θα μπορέσει να προτείνει μια
δημοκρατική εναλλακτική στην Κυρίαρχη
Ευρώπη (αριστοτεχνικά περιγραφείσα προσφάτως από την Άντζελα Μάουρο); Με
άλλα λόγια: μπορούν οι γαλλικοί αγώνες να διαρρήξουν τη σπείρα που ενώνει την
κρίση του νεοφιλελευθερισμού με την παγίωση της άκρας δεξιάς;
4. Είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για
τον συσχετισμό δύναμης στο πεδίο της μάχης (όντας πιασμένοι, άλλωστε, στη
μέγγενη των τεχνοκρατικών διαδικασιών και της αστυνομικής καταστολής). Εξάλλου
είναι πολύ πιθανό εξωγενείς παράγοντες –η κρίση του μακρονισμού επιβαρύνει κατά
πολύ και τη διεθνή θέση της Γαλλίας σε σχέση με την ευρωπαϊκή κατάρρευση και
τον πόλεμο– να συμβάλλουν έτι περαιτέρω στη διολίσθηση προς τα δεξιά του
πολιτικού σκηνικού. Ωστόσο πιστεύουμε ότι αυτός ο νέος κύκλος αγώνων
μεταμορφώνει το ρεπουμπλικανικό τρίπτυχο liberté, égalité, fraternité. Αυτές οι παλιές αρχές
μοιάζουν να μετασχηματίζονται σε νέες πληθυντικές δυνάμεις: Ελευθερία σημαίνει
άμεση συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων· Ισότητα, όχι πλέον μόνο οικονομική ή
ποσοτική, σημαίνει σήμερα ισότητα στο κοινό, στην αναπαραγωγή, στην οργάνωση
της ζωής· Αδελφότητα είναι ο συνεκτικός χώρος μιας οντολογίας που ενώνει τα
συντακτικά στοιχεία των αγώνων. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, υπάρχει η
αντιδραστική υπόθεση. Από την άλλη μια διαδρομή που λέει, ότι το ζήτημα δεν είναι
πλέον αν θα πάρουμε την εξουσία, αλλά το να βρισκόμαστε εντός της, να μετράμε
και να πρωταγωνιστούμε στην πολιτική συγκρότηση προκειμένου να διαρρήξουμε τον
διαχωρισμό της προσταγής και να ανοίξουμε τον ορίζοντα για την ύπαρξη ενός
κοινού σχεδίου σε σχέση με τα μεγάλα ζητήματα της εργασίας, της οικολογίας, της
ζωής. Από αυτή την άποψη, η συνέχεια με την εμπειρία των Κίτρινων Γιλέκων είναι
προφανής. Και, ωστόσο, νομίζουμε πως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο σημερινός
πειραματισμός δεν είναι η ουρά εκείνου του κύκλου, αν και διεκδικεί την
κληρονομιά του, ανανεώνοντάς τη με νέες μορφές της ταξικής πάλης. Μέχρι εδώ η
γενικευμένη γαλλική πολιτική σύγκρουση έχει βρει έναν οργανωτικό άξονα στη
συνδικαλιστική δράση και την απαραίτητη ενέργεια στη μαζική υποστήριξη των
πολιτών. Καθώς γεννιούνται μορφές σύγκρουσης ολοένα πιο διάχυτες και
αποκεντρωμένες, τα συνδικάτα καλούν σε μια μεγάλη αγωνιστική Πρωτομαγιά.
Ωστόσο, το εκτελεστικό μοιάζει να έχει κλείσει κάθε χώρο διαπραγμάτευσης.
Πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: τι θα συμβεί μετά; Θα είναι σε θέση οι
συνδικαλιστικές δομές, τα αιτήματα του κινήματος, οι διάφορες μορφές κοινωνικής
και πολιτικής αντιπροσώπευσης, να συγκροτήσουν ένα ενιαίο όργανο αντιεξουσίας,
αποτελεσματικό και συντακτικό, ικανό να διαρρήξει την εξαιρετικότητα της
εξουσίας;