Η
τεχνική και η κυβέρνηση
Κάποια από τα πιο οξυδερκή μυαλά του 20ου αιώνα,
βρέθηκαν να συμφωνούν ότι η πολιτική πρόκληση της εποχής μας ταυτίζεται με την
ικανότητα κυβέρνησης της τεχνολογικής ανάπτυξης. «Το κρίσιμο ζήτημα σήμερα»,
γράφτηκε, «είναι με ποιον τρόπο ένα πολιτικό σύστημα, όποιο κι αν είναι αυτό, θα
μπορέσει να προσαρμοστεί στην εποχή της τεχνικής. Δεν ξέρω την απάντηση σε αυτό
το πρόβλημα. Δεν είμαι πεισμένος ότι είναι η δημοκρατία». Άλλοι παρομοίασαν τον
έλεγχο της τεχνολογίας με τον άθλο ενός νέου Ηρακλή: «Αυτοί που θα καταφέρουν
να υποτάξουν μια τεχνική η οποία έχει ξεφύγει παντός ελέγχου και να την εντάξουν
σε μια συγκεκριμένη τάξη, θα απαντήσουν στα προβλήματα του παρόντος σε πολύ
μεγαλύτερο βαθμό από όσο εκείνοι που με τα μέσα της τεχνικής προσπαθούν να πάνε
στο φεγγάρι ή στον Άρη».
Είναι γεγονός ότι οι δυνάμεις που μοιάζουν να κατευθύνουν
και να χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς την τεχνολογική ανάπτυξη κινούνται, στην
πραγματικότητα, λίγο-πολύ, ασυνείδητα. Τόσο τα πλέον ολοκληρωτικά καθεστώτα,
όπως ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός, όσο και τα λεγόμενα δημοκρατικά, μοιράζονται
σε τέτοιο βαθμό αυτή την ανικανότητα κυβέρνησης της τεχνικής, ώστε καταλήγουν
να μεταμορφώνονται, σχεδόν ακουσίως, βάσει των απαιτήσεων αυτών των ίδιων
τεχνολογιών που πιστεύουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς τους.
Ένας επιστήμονας που έδωσε μια νέα κατεύθυνση στη θεωρία της εξέλιξης, ο
Λόντεβικ Μπολκ, είδε στην υπερτροφία της τεχνολογικής ανάπτυξης έναν θανάσιμο
κίνδυνο για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η αυξανόμενη ανάπτυξη των
τεχνολογιών, τόσο των επιστημονικών όσο και των κοινωνικών, προκαλεί, πράγματι,
μια ουσιαστική ανάσχεση της ζωτικότητας, έτσι ώστε «όσο περισσότερο βαδίζει η
ανθρωπότητα στο μονοπάτι της τεχνικής, τόσο πιο πολύ πλησιάζει σε εκείνο το
μοιραίο σημείο όπου η πρόοδος σημαίνει καταστροφή. Και σίγουρα δεν είναι στη
φύση του ανθρώπου να σταματήσει μπροστά σε κάτι τέτοιο». Ένα διδακτικό
παράδειγμα μας δίνει η τεχνολογία των εξοπλισμών, που έχει φτιάξει μηχανισμούς
των οποίων η χρήση συνεπάγεται την καταστροφή της ζωής πάνω στη γη –συνεπώς και
εκείνων που τους διαθέτουν, και οι οποίοι, όπως βλέπουμε σήμερα, συνεχίζουν,
παρόλα αυτά, να απειλούν ότι θα τους χρησιμοποιήσουν.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, η ανικανότητα κυβέρνησης της
τεχνικής να είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την έννοια της «κυβέρνησης», δηλαδή
στην ιδέα ότι η πολιτική είναι από την ίδια της τη φύση κυβερνητική, δηλαδή είναι
μια τέχνη του «κυβερνάν» (κυβερνήτης
είναι στα ελληνικά ο τιμονιέρης ενός πλοίου) τα ανθρώπινα όντα και τα αγαθά
τους. Η τεχνική δεν μπορεί να κυβερνηθεί γιατί αυτή η ίδια είναι η μορφή της
κυβερνητικότητας. Αυτή που παραδοσιακά ερμηνεύτηκε –από τον σχολαστικισμό μέχρι
τον Σπένγκλερ– ως η ουσιαστικά εργαλειακή
φύση της τεχνικής, προδίδει την ενδόμυχη σχέση της εργαλειακότητας με την
αντίληψη μας για την πολιτική. Κρίσιμη είναι εδώ η ιδέα ότι το τεχνολογικό
εργαλείο είναι κάτι που, δουλεύοντας βάσει του σκοπού για τον οποίο έχει
φτιαχτεί, μπορεί να χρησιμεύσει στους σκοπούς ενός εξωτερικού συντελεστή. Όπως
δείχνει το παράδειγμα του τσεκουριού, που κόβει επειδή είναι ακονισμένο αλλά
χρησιμοποιείται από τον ξυλουργό για να φτιάξει ένα τραπέζι, έτσι και το
τεχνικό εργαλείο μπορεί να χρησιμεύσει για έναν διαφορετικό σκοπό μόνο στον
βαθμό που πραγματώνει εκείνον για τον οποίο έχει φτιαχτεί. Αυτό σημαίνει, σε
τελική ανάλυση –όπως είναι προφανές στους πιο εξελιγμένους τεχνολογικούς
μηχανισμούς– ότι η τεχνική πραγματώνει τον σκοπό της όταν χρησιμοποιείται,
προφανώς, για την επίτευξη ενός άλλου σκοπού. Με την ίδια έννοια η πολιτική,
εννοούμενη ως οικονομία και
κυβέρνηση, είναι εκείνο το εγχείρημα που πραγματώνει έναν σκοπό ο οποίος
φαίνεται να την ξεπερνά, αλλά στην πραγματικότητα είναι εγγενής σε αυτή. Δηλαδή
πολιτική και τεχνική ταυτίζονται χωρίς περισσεύματα και ο πολιτικός έλεγχος της
τεχνικής δεν θα είναι δυνατός μέχρις ότου εγκαταλείψουμε την εργαλειακή μας
αντίληψη, δηλαδή την κυβερνητική, της πολιτικής.
2 Γενάρη 2023
Ο
τόπος της πολιτικής
Οι πολιτικές που ωθούν προς μια παγκόσμια πολιτική ενότητα μοιάζουν
σε τέτοιο βαθμό να κυριαρχούν έναντι εκείνων που στοχεύουν σε μια πιο περιορισμένη
πολιτική ενότητα, όπως η ευρωπαϊκή, που μπορούμε να πούμε ότι η ενότητα της
Ευρώπης μπορεί να είναι μονάχα «ένα παράπλευρο αποτέλεσμα, για να μην πούμε περίσσευμα
της παγκόσμιας ενότητας του πλανήτη». Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που
ωθούν στην πραγματοποίηση της ενότητας, αποκαλύπτονται εξίσου ανεπαρκείς τόσο
για τον πλανήτη όσο και για την Ευρώπη. Αν η ευρωπαϊκή ενότητα, για να δώσει
ζωή σε μια πραγματικά συντακτική συνέλευση, προϋποθέτει κάτι όπως ένας
«ευρωπαϊκό πατριωτισμός», που δεν εκδηλώνεται από καμία πλευρά (και η πρώτη
συνέπεια αυτής της απουσίας ήταν η αποτυχία των δημοψηφισμάτων για την έγκριση
του λεγόμενου ευρωπαϊκού συντάγματος, το οποίο, από νομικής πλευράς, δεν είναι
ένα σύνταγμα αλλά απλώς μια συμφωνία μεταξύ κρατών), η πολιτική ενότητα του
πλανήτη προϋποθέτει έναν «πατριωτισμό του είδους ή του ανθρώπινου γένους», κάτι
που είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί. Όπως θυμίζει επ’ ευκαιρία ο Γκίλσον, μια
κοινωνία των πολιτικών κοινωνιών δεν μπορεί να είναι η ίδια πολιτική, αλλά έχει
ανάγκη μια μεταπολιτική αρχή, η οποία, τουλάχιστον στο παρελθόν, ήταν η
θρησκεία.
Είναι δυνατόν λοιπόν, πως αυτό που προσπάθησαν να
υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις μέσω της πανδημίας, να είναι ακριβώς ένας τέτοιος
«πατριωτισμός του είδους». Όμως μπόρεσαν να το κάνουν μόνο παροδικά με τη μορφή
ενός κοινού φόβου μπροστά σε έναν αόρατο εχθρό, με αποτέλεσμα όχι την παραγωγή
μιας πατρίδας και κοινών δεσμών, αλλά μιας μάζας θεμελιωμένης σε έναν άνευ
προηγουμένου διαχωρισμό, αποδεικνύοντας ότι η απόσταση δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση –όπως ήθελε ένα μισητό σύνθημα επαναλαμβανόμενο εμμονικά– να
συγκροτήσει έναν «κοινωνικό» δεσμό. Προφανώς πιο αποτελεσματική ήταν η καταφυγή
σε μια αρχή που είναι σε θέση να αντικαταστήσει τη θρησκεία και η οποία αμέσως
ταυτίστηκε με την επιστήμη (στην προκειμένη περίπτωση με την ιατρική). Όμως κι
εδώ η ιατρική σαν θρησκεία έδειξε την ακαταλληλότητά της, όχι μόνο γιατί αντί της
σωτηρίας μιας ολόκληρης ύπαρξης μπορούσε να υποσχεθεί μόνο την υγεία της από
τις ασθένειες, αλλά και επειδή, και κυρίως, πως για να υπάρξει σαν θρησκεία, η
ιατρική έπρεπε να δημιουργήσει μια κατάσταση ασταμάτητης απειλής και ανασφάλειας,
στην οποία ιός και πανδημία αλληλοδιαδέχονταν χωρίς ανακωχή και κανένα εμβόλιο
δεν μπορούσε να εγγυηθεί εκείνη την ηρεμία που οι παπάδες ήταν ικανοί να
εξασφαλίζουν στους πιστούς.
Το σχέδιο δημιουργίας ενός πατριωτισμού του είδους απέτυχε
σε τέτοιο βαθμό, ώστε απαιτήθηκε εκ νέου, και με θράσος, να ανατρέξουμε στη
δημιουργία ενός ιδιαίτερου πολιτικού εχθρού, ταυτισμένο όχι τυχαία με
εκείνους που είχαν ήδη παίξει αυτόν τον
ρόλο: τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν.
Η πολιτική κουλτούρα της Δύσης δεν έκανε, με αυτή την
έννοια, ούτε ένα βήμα σε μια κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία
ανέκαθεν κινούνταν και μόνο αν αμφισβητηθούν όλες οι αρχές και οι αξίες πάνω
στην οποία έχει θεμελιωθεί, θα είναι δυνατό να σκεφτούμε με έναν διαφορετικό
τρόπο τον τόπο της πολιτικής, πέρα τόσο από τα κράτη-έθνη όσο και από το
παγκόσμιο οικονομικό κράτος.
9 Γενάρη 2023
Η
αλήθεια και η ντροπή
Μετά από όλα αυτά που συνέβησαν τα τελευταία δύο χρόνια,
είναι δύσκολο να μη νιώθουμε κατά κάποιον τρόπο μειωμένοι, να μη δοκιμάζουμε
–θέλοντας και μη– ένα είδος ντροπής. Δεν πρόκειται για την ντροπή που ο Μαρξ
όριζε ως «ένα είδος οργής στραμμένης στον ίδιο μας τον εαυτό» και στην οποία
διέβλεπε μια πιθανότητα επανάστασης. Πρόκειται, μάλλον, για εκείνη «την ντροπή
να είμαστε άνθρωποι» για την οποία μιλούσε ο Πρίμο Λέβι αναφορικά με τα
στρατόπεδα, την ντροπή όποιου έχει δει να συμβαίνει αυτό που δεν θα έπρεπε να
συμβεί. Είναι μια ντροπή αυτού του είδους –ελέχθη δικαίως– που, κρατώντας την
οφειλόμενη απόσταση, νιώθουμε μπροστά σε μια τόσο μεγάλη χυδαιότητα, μπροστά σε
συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές, μπροστά στα πρόσωπα των συντελεστών τους
και στο σίγουρο χαμόγελο των ειδικών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών
ανδρών που συνειδητά είπαν και διέδωσαν το ψέμα, το λάθος και τη διαστρέβλωση
–και συνεχίζουν ατιμώρητα να το κάνουν.
Οποιοσδήποτε έχει νιώσει αυτή την ντροπή ξέρει ότι δεν
έγινε εξαιτίας αυτού καλύτερος. Ξέρει, μάλλον, όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο
Σάμπα, «ότι είναι πολύ πιο μικρός απ’ όσο ήταν πριν», πιο μόνος, αν και έψαξε
φίλους και συντρόφους, πιο βουβός, αν και προσπάθησε να καταθέσει, πιο
αδύναμος, αν και κάποιος άκουσε τα λόγια του. Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν χάθηκε,
απεναντίας έχει κατά κάποιο τρόπο απροσδόκητα διαφυλαχτεί: μια κάποια εγγύτητα
σε κάτι για το οποίο δεν ξέρουμε να βρούμε άλλο όνομα εκτός από «αλήθεια», την
ικανότητα να διακρίνουμε τον ήχο αυτής της λέξης η οποία, αν την ακούσεις, δεν
μπορείς να μην την πιστέψεις ως αληθινή. Γι’ αυτό και εξαιτίας αυτού αυτός
μπορεί να καταθέσει. Είναι πιθανό –αλλά δεν είναι σίγουρο – ότι ο χρόνος, όπως θέλει
το αντάτζιο, τελειώνει με την αποκάλυψη της αλήθειας και δίνοντάς του –ποιος
ξέρει πότε– δίκιο. Όμως δεν είναι αυτό που η κατάθεσή του λογάριασε. Αυτό που
τον υποχρεώνει να μη σταματήσει να καταθέτει είναι, μάλλον, ακριβώς εκείνη η
ιδιαίτερη ντροπή του να είναι, παρόλα αυτά, ένας άνθρωπος –όπως, παρόλα αυτά,
άνθρωποι είναι επίσης εκείνοι που, με τα λόγια και τις πράξεις τους, τον
υποχρέωσαν να νιώσει ντροπή.
24 Γενάρη 2023
Η
ευρωπαϊκή αυτοκρατορία
Ο Μίλος είχε παρατηρήσει κάποτε ότι την κατάσταση των
συγγραφέων της «άλλης Ευρώπης» (έτσι αποκαλούσε τη Μεσευρώπη) μόλις που «θα μπορούσαν
να τη φανταστούν» οι πολίτες των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Μέρος αυτής της
ετερογένειας προερχόταν από την έλλειψη εθνικών κρατών και την παρουσία στη
θέση τους, για αιώνες μέχρι το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, της
αψβουργικής αυτοκρατορίας. Για μας, που γεννηθήκαμε σε ένα εθνικό κράτος και
δεν διακρίνουμε το να είμαστε Ιταλοί από το να είμαστε Ιταλοί πολίτες, δεν
είναι εύκολο να φανταστούμε μια κατάσταση στην οποία να είσαι Ιταλός, Ούγγρος,
Τσέχος ή Ρουθηναίος, δεν σήμαινε μια κρατική ταυτότητα. Η σχέση με το μέρος και
με τη γλώσσα των πολιτών της αυτοκρατορίας ήταν σαφώς διαφορετική και πιο έντονη,
ελεύθερη όπως ήταν από κάθε νομική επίπτωση και από κάθε εθνική συνδήλωση. Η
ύπαρξη μιας πραγματικότητας όπως η αψβουργική αυτοκρατορία ήταν δυνατή μόνο σε
αυτή τη βάση.
Είναι καλό να μην ξεχνάμε κάτι τέτοιο όταν βλέπουμε σήμερα
ότι η Ευρώπη, η οποία συγκροτήθηκε ως ένα σύμφωνο μεταξύ εθνικών κρατών, όχι
μόνο δεν έχει ούτε θα αποκτήσει ποτέ μια πραγματικότητα πέρα από το νόμισμα και
την οικονομία, αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα φάντασμα, υποκείμενη εκ των πραγμάτων
παντελώς στα στρατιωτικά συμφέροντα μιας δύναμης ξένης ως προς αυτή. Καιρό
πριν, επαναλαμβάνοντας μια υπόθεση εργασίας του Αλεξάντρ Κοζέβ, είχαμε
προτείνει τη συγκρότηση μιας «λατινικής αυτοκρατορίας», που θα ένωνε οικονομικά
και πολιτικά τα τρία μεγάλα λατινικά έθνη (τη Γαλλία, την Ισπανία και την
Ιταλία), σε συμφωνία με την καθολική εκκλησία και ανοιχτή στις χώρες της
Μεσογείου. Ανεξαρτήτως του κατά πόσο μια τέτοια πρόταση είναι ακόμη λίγο-πολύ
επίκαιρη, θα θέλαμε σήμερα να επιστήσουμε την προσοχή των ενδιαφερομένων στο ότι
αν θέλουν κάτι όπως μια Ευρώπη ως αυτόνομη πολιτική οντότητα, αυτό είναι δυνατό
μόνο μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας παρόμοιας με την
αυστρο-ουγγρική ή με το Imperium
που
ο Δάντης αντιλαμβανόταν στο πόνημά του De monarchia ως την ενοποιητική αρχή που
όφειλε να έχει ως «έσχατο σκοπό της» να κάνουν ειρήνη τα ξεχωριστά βασίλεια.
Είναι πιθανό, δηλαδή, ότι στην ακραία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε,
πολιτικά μοντέλα που ακριβώς θεωρούνταν καθόλα απαρχαιωμένα, να μπορούν να
έχουν μια απροσδόκητη επικαιρότητα. Όμως γι’ αυτό θα απαιτούνταν οι πολίτες των
ευρωπαϊκών εθνικών κρατών να ξανάβρισκαν έναν δεσμό με τον τόπο τους και με τις
πολιτισμικές τους παραδόσεις, τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να παραμερίσει χωρίς
επιφυλάξεις τις κρατικές πολιτειότητες και να τις αντικαταστήσει με μια
μοναδική ευρωπαϊκή πολιτειότητα, που ίσως δεν θα ενσαρκωθεί σε ένα κοινοβούλιο
και σε επιτροπές, αλλά σε μια συμβολική εξουσία, κατά κάποιο τρόπο παρόμοια με
την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το πρόβλημα αν μια τέτοια ευρωπαϊκή αυτοκρατορία
είναι περισσότερο ή λιγότερο δυνατή δεν μας ενδιαφέρει ούτε αντιστοιχεί στα
δικά μας ιδεώδη: παρόλα αυτά έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη σημασία αν λάβουμε
υπόψη ότι η τωρινή ευρωπαϊκή κοινότητα δεν έχει σήμερα καμία πραγματική
πολιτική ύπαρξη και, απεναντίας, μετασχηματίζεται, όπως όλα τα κράτη που τη
συναποτελούν, σε έναν άρρωστο οργανισμό που κινείται, λίγο-πολύ συνειδητά, προς
την αυτοκαταστροφή του.
6 Φλεβάρη 2023
Για
τον ψεύτη που δεν ξέρει να ψεύδεται
«Ο Στάλιν και τα υποχείρια του ψεύδονταν πάντοτε, κάθε
στιγμή, σε κάθε περίπτωση· και αφού ψεύδονταν πάντοτε, δεν ήξεραν πια ότι ψεύδονται.
Και όταν ο καθένας ψεύδεται, κανείς πλέον δεν ψεύδεται όντας ψευδόμενος». Θα
ήθελα να σκεφτούμε αυτή τη φράση του Μπόρις Σουβάριν από το βιβλίο του για τον
Στάλιν, γιατί μας αφορά αρκετά. Ψεύδη εκ μέρους των κυβερνήσεων, των δικών τους
μέσων ενημέρωσης και των συνεργατών τους
λέγονταν ανέκαθεν, αλλά μου φαίνεται κρίσιμη η σκέψη που ο Σουβάριν προσθέτει
στη διάγνωση: το ψεύδος μπορεί να φτάσει σε ένα τόσο ακραίο επίπεδο, ώστε οι
ψευδόμενοι δεν ξέρουν πια ότι ψεύδονται και συνεχίζοντας να ψεύδονται, κανείς
δεν ψεύδεται πλέον
Είναι αυτό που ζήσαμε και ακόμη συνεχίζουμε να ζούμε τα
τελευταία τρία χρόνια και είναι κάτι τέτοιο που κάνει την παρούσα κατάσταση
στην Ιταλία όχι μόνο σοβαρή και καταπιεστική, αλλά και τέτοια που πιθανόν
διαφεύγοντας κάθε ελέγχου, να καταλήξει σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή.
Πράγματι, τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από έναν ψεύτη που δεν ξέρει ότι ψεύδεται,
αφού οι πράξεις του χάνουν κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Αλήθεια και ψεύδος,
καλοπιστία και κακοπιστία μπερδεύονται στο μυαλό του, μέχρι που γίνονται
δυσδιάκριτες. Έτσι, στα χρόνια του Covid, οι
υπουργοί, οι γιατροί και οι ειδικοί που ψεύδονταν, κατέληξαν να πιστεύουν σε
τέτοιο βαθμό τα ψεύδη τους ώστε, χάνοντας κάθε αντίληψη της αλήθειας, μπόρεσαν
να ποδοπατήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό τις πιο στοιχειώδης αρχές της
ανθρωπότητας. Μια κοινωνία που χάνει κάθε αντίληψη του κατωφλιού που χωρίζει το
αληθινό από το ψευδές γίνεται κυριολεκτικά ικανή για όλα, ακόμη και για την
καταστροφή της. Είναι αυτό που συνέβη με τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε σχέση με
τον οποίο κυκλοφορούν μόνο ψευδείς ειδήσεις. Ο κίνδυνος που υπάρχει εδώ είναι
οι κυβερνήσεις που ψεύδονται, μη γνωρίζοντας πλέον ότι ψεύδονται, να φτάσουν να
εξαπολύσουν έναν πυρηνικό πόλεμο που πιστεύουν ότι δεν θέλουν, αλλά που τα ίδια
τους τα ψεύδη τούς υποχρεώνουν να πιστέψουν ότι θέλουν.
22 Φλεβάρη 2023
Οι δύο
όψεις της εξουσίας
Κάθε έρευνα της πολιτικής ταλανίζεται από μια πρωταρχική
ετυμολογική ασάφεια, που καταδικάζει σε παρανοήσεις εκείνους που την
επιχειρούν. Είναι το απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο των Πολιτικών όπου ο Αριστοτέλης, τη στιγμή που «ερευνούμε τις πολιτείες, για να εξετάσουμε τον αριθμό
και τις ιδιότητες τους», δηλώνει σαφώς: «Αφού πολιτεία και πολίτευμα
σημαίνουν το ίδιο πράγμα, και το πολίτευμα
είναι η υπέρτατη εξουσία της πόλης (το
κύριον των πόλεων), είναι αναγκαίο η υπέρτατη εξουσία να ανήκει ή σε έναν ή
σε λίγους ή σε πολ-λούς» (1279α 25-26). Οι τρέχουσες μεταφράσεις
λένε: «Αφού σύσταση και κυβέρνηση σημαίνουν το ίδιο πράγμα, και η κυβέρνηση
είναι η υπέρτατη εξουσία των πόλεων…». Άσχετα αν αυτή η μετάφραση είναι λίγο ή
περισσότερο ορθή, σε κάθε περίπτωση αναδεικνύεται με αυτή ότι θα μπορούσαμε να
ορίσουμε σαν την αμφιβολία, ίσως θεμελιώδη, σε σχέση με εκείνη την έννοια της
πολιτικής μας παράδοσης που σήμερα παρουσιάζεται είτε σαν «σύσταση» είτε σαν
«κυβέρνηση». Σε ένα είδος ιλιγγιώδους συστολής, οι δύο έννοιες ταυτίζονται και
ταυτοχρόνως διαχωρίζονται, και είναι ακριβώς αυτή η αμφισημία που ορίζει,
σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον κύριο,
την υπέρτατη εξουσία.
Ότι αυτή η
αμφιβολία δεν είναι παροδική, το επιβεβαιώνει ακριβώς μια ανάγνωση της Αθηναίων Πολιτεία, που εμείς μεταφράσαμε
Σύσταση των Αθηναίων. Περιγράφοντας
τη «δημαγωγία» του Περικλή (27, 1), ο Αριστοτέλης γράφει ότι σε αυτή δημοτικοτέραν έτι συνέβη γενέσθαι την
πολιτείαν, που οι μεταφραστές έχουν αποδώσει «η σύσταση έγινε πιο
δημοκρατική»· αμέσως μετά διαβάζουμε ότι οι πολλοί άπασαν την πολιτείαν μάλλον άγειν εις εαυτούς, «συγκεντρώνουν στα
χέρια τους όλη την κυβέρνηση» (προφανώς, η μετάφραση «όλη τη σύσταση», όπως θα
απαιτούσε μια καθαρή ετυμολογική συνοχή, δεν έμοιαζε δυνατή). Η αμφισημία
επιβεβαιώνεται από τα λεξικά, όπου η πολιτεία
αποδίδεται τόσο με τη «σύσταση του κράτους» όσο και με την «κυβέρνηση,
διοίκηση». Είτε περιγράφεται με το δίδυ-μο σύσταση/κυβέρνηση είτε με εκείνο
κράτος/διοίκηση, η θεμελιώδης έννοια της δυτικής πολιτικής είναι μια διπλή έννοια,
ένα είδος διπρόσωπου Ιανού, που δείχνει τώρα τόσο την αυστηρή και επίσημη όψη
του θεσμού όσο και εκείνη την πιο σκιώδη και άτυπη της διοικητικής πράξης,
χωρίς να μπορούμε πλέον είτε να τις ταυτίσουμε είτε να τις διαχωρίσουμε.
Στο δοκίμιο του
1932 Νομιμοφροσύνη και νομιμότητα, ο
Καρλ Σμιτ ξεχωρίζει τέσσερις τύπους κράτους. Αφήνοντας στην άκρη την ενδιάμεση
μορφή του δικαιοκρατικού κράτους, εκείνη δηλαδή στην οποία την τελευταία λέξη
έχει ο δικαστής που αποφασίζει τόσο για μια νομική διαμάχη όσο και για και την
κυβερνητική μορφή, την οποία ο Σμιτ την ταυτίζει με τη δικτατορία, μας
ενδιαφέρουν εδώ οι δύο ακραίοι τύποι, το νομοθετικό κράτος και το διοικητικό
κράτος. Στο πρωτότυπο, το νομοθετικό κράτος ή κράτους δικαίου, «η πιο υψηλή και
αποφασιστική έκφραση της κοινής βούλησης» γίνεται μέσω τυποποιήσεων που
παίρνουν τον χαρακτήρα του νόμου. «Η δικαιολόγηση ενός κρατικού συστήματος
τέτοιου τύπου ένα-πόκειται στη γενική νομιμοφροσύνη σε κάθε άσκηση εξουσίας από
την πλευρά του κράτους». Όποιος ασκεί την εξουσία δρα εδώ στη βάση ενός νόμου ή
«στο όνομα ενός νόμου», με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, τον νόμο και
την εφαρμογή του, συνεπώς, να διαχωρίζονται. Με αυτόν τον τύπο κράτους
ταυτίζονται, ολοένα και λιγότερο δικαιολογημένα, οι μοντέρνες κοινοβουλευτικές
δημοκρατίες.
Ο τύπος που
καταλαμβάνει ίσως όχι τυχαία την τελευταία θέση στον κατάλογο, λες και οι άλλες
κρατικές μορφές να τείνουν, σε τελική ανάλυση, να συγκλίνουν σε αυτόν, είναι το
διοικητικό κράτος. Εδώ «προσταγή και απόφαση δεν εμφανίζονται με αυταρχικό και
προσωπικό τρόπο, αλλά ούτε μπορούν να αναχθούν σε απλές εφαρμογές των ανώτερων
τυποποιήσεων»· έχουν, μάλλον, τη μορφή συγκεκριμένων μηχανισμών,
ενεργοποιημένων ενίοτε στη βάση της κατάστασης των πραγμάτων αναφορικά με
πρακτικές τελικότητες ή αναγκαιότητες. Κάτι που μπορούμε επίσης να το
εκφράσουμε λέγοντας ότι στο διοικητικό κράτος «ούτε οι άνθρωποι κυβερνούν ούτε
οι κανόνες αξιολογούνται σαν κάτι ανώτερο, αλλά, σύμφωνα με την περίφημη
έκφραση, “τα πράγματα κυβερνώνται μόνα τους’’».
Όπως είναι σήμερα
παντελώς προφανές, αλλά και ο Σμιτ είχε ήδη μπορέσει να συμπεράνει εκείνα τα
χρόνια που στην Ευρώπη παγιώνονταν τα ολοκληρωτικά κράτη, το νομοθετικό κράτος
τείνει προοδευτικά να μετασχηματίζεται σε διοικητικό κράτος. «Το δικό μας
κρατικό σύστημα βρίσκεται σε μια φάση μετασχηματισμού και “η τάση προς το
ολοκληρωτικό κράτος”, χαρακτηριστική της παρούσας στιγμής… εμφανίζεται σήμερα
τυπικά ως μια τάση προς το διοικητικό κράτος». Ενώ οι πολιτειολόγοι μοιάζουν
σήμερα να το έχουν ξεχάσει, ο Σμιτ δηλώνει ανεπιφύλακτα ως «ένα γεγονός γενικά αναγνωρισμένο», ότι
ένα «οικονομικό κράτος» δεν μπορεί να λειτουργήσει με την μορφή ενός
κοινοβουλευτικού νομοθετικού κράτους και πρέπει αναγκαστικά να μετασχηματιστεί
σε ένα διοικητικό κράτος, στο οποίο ο νόμος έχει δώσει τη θέση του σε
διατάγματα και βουλεύματα.
Για μας, που
παραβρεθήκαμε στην πλήρη ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, είναι το νόημα αυτού
του μετασχηματισμού –αν πρόκειται όντως για μετασχηματισμό– που πρέπει να
εξετάσουμε. Ο Σμιτ ξέρει άριστα ότι «στην ιστορική πραγματικότητα εμφανίζονται
συνεχώς αναμείξεις και συνδυασμοί» και πως σε κάθε κράτος ανήκουν τόσο η
νομοθεσία, η διοίκηση όσο και η κυβέρνηση. Είναι δυνατόν, ωστόσο –και αυτή
είναι η δική μας υπόθεση– ότι η ανάμειξη να είναι ακόμη πιο βαθιά και ότι το
νομοθετικό κράτος και το διοικητικό κράτος, η νομοθεσία και η διοίκηση, η
σύσταση και η κυβέρνηση, είναι τα ουσιαστικά και αδιαχώριστα μέρη ενός ενιαίου
συστήματος, το οποίο είναι το μοντέρνο κράτος που γνωρίζουμε. Αν, ωστόσο, είναι
τακτικά δυνατό να στοιχηματίσουμε υπέρ του ενός στοιχείου ενάντια στο άλλο, θα
ήταν εντελώς παραπλανητικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε σε μόνιμη
βάση αυτό που είναι αναπόσπαστο μέρος του ίδιου διπολικού συστήματος.
Κάτι σαν μια άλλη
πολιτική θα είναι δυνατό μόνο ξεκινώντας από τη γνώση ότι κράτος και διοίκηση,
σύσταση και κυβέρνηση, είναι οι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας, που πρέπει
να τεθούν ριζικά υπό αμφισβήτηση. Δεν υπάρχει μια εξουσία που μπορεί να
νομιμοποιήσει μέσω νόμων την άσκησή της χωρίς να προϋποθέτει μια εξωνομική τάξη
που τη θεμελιώνει, ούτε μπορεί να υπάρξει μια καθαρή διοικητική πρακτική που
θέλει να παριστάνει ότι παραμένει νομιμόφρων βασιζόμενη σε διατάγματα που
εκδίδονται εν ονόματι μιας κάποιας αναγκαιότητας. Πρόκειται, όπως υπέθετε ο
ίδιος ο Σμιτ, για δύο διαφορετικούς τρόπους να καταστεί υποχρεωτική η υπακοή.
Όπως σήμερα βλέπουμε με σαφήνεια, η αλήθεια αμφοτέρων είναι, πράγματι, η
κατάσταση εξαίρεσης. Είτε δρα στο όνομα του νόμου είτε στο όνομα της διοίκησης,
το ζήτημα, σε τελική ανάλυση, θα είναι πάντοτε η υπέρτατη άσκηση του μονοπωλίου
της βίας. Και είναι αυτός ο κύριος, ο
κρυμμένος κυρίαρχος που, με τα λόγια του Αριστοτέλη, συνδέει σε ένα σύστημα τις
δύο ορατές όψεις της κρατικής εξουσίας.
8 Μάρτη 2023