Αδελφέ,
Είμαστε εδώ,
Για να σου φέρουμε την
αλλαγή,
Εμείς θα νικήσουμε,
Όμως από μιαν άλλη
πλευρά
Μαγιακόφσκι, Λένιν
Προερχόμαστε από μια κομμουνιστική και επαναστατική
παράδοση, ανανεωμένη μέσω της αντιφασιστικής αντίστασης, που μας μεταφέρθηκε
από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΙΚΚ). Η
λατρεία του Λένιν βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της παράδοσης. Όταν αρχίσαμε να
επικρίνουμε ή δίχως άλλο να αρνούμαστε την πολιτική του ΙΚΚ, αυτό
δεν σήμαινε, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ότι ξεχάσαμε τον Λένιν.
Απεναντίας, αν εκείνα τα χρόνια ο μαρξισμός βρισκόταν στη βάση κάθε κριτικής
στάσης απέναντι στον σταλινισμό, ο λενινισμός παρέμενε κεντρικός στη φιγούρα
ενός «αυθεντικού» μαρξισμού ως προς την εργατική οργάνωση. Και αυτό ίσχυε ακόμη
και στις συζητήσεις των ομάδων που συνδέονταν με τις εμπειρίες άμεσης
παρέμβασης στα εργοστάσια –μιλάμε για εκείνες τις εργατίστικες ομάδες που
ηγεμόνευσαν στο κίνημα την επόμενη δεκαετία.
Έτσι ο Λένιν
βρισκόταν στο επίκεντρο κάθε συζήτησης. Για τους νέους εργατιστές ήταν η
απόδειξη της δυνατότητας της επανάστασης και η σφραγίδα της νίκης της. Και
μολονότι η διδαχή και η επαναστατική του εμπειρία ερμηνεύονταν με τους πλέον
διαφορετικούς τρόπους από τις διάφορες πολιτικές ομάδες που διαμορφώνονταν
εκείνη την περίοδο, όλα αυτά συνέβαιναν με έναν τρόπο αντιθετικό σε σχέση με
την ανάγνωση του Λένιν από το ΙΚΚ. Για το ΙΚΚ ο
Λένιν αντιπροσωπεύει τη δικτατορία του προλεταριάτου, το κόμμα που τη
διαχειρίζεται, τον συγκεντρωτισμό ως οργανωτική γραμμή του κόμματος και μετά
–κατά τη γνώμη των ομάδων– τον κυνισμό της πολιτικής των συμμαχιών, την
εργαλειακότητα της σχέσης εργατών/αγροτών (στην Ιταλία της αντίθεσης
«βορρά-νότου»), τον οπορτουνισμό στη σχέση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής.
Ίσως αυτή η κρίση να ήταν υπερβολική, ωστόσο αποκάλυπτε την κομινφορμιστική
διάβρωση και την υποταγή του Λένιν στον σταλινικό σχεδιασμό της διαχείρισης της
εξουσίας. Αυτός ήταν ο ρόλος των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων σε σχέση με
τη διατήρηση του στάτους κβο στον Ψυχρό Πόλεμο.
Ποικίλα ήταν τα
ρεύματα που οργανώθηκαν σε σχέση με αυτή την κριτική στο ΙΚΚ, γύρω
και μετά το ’68, διαφοροποιούμενα αναφορικά με την ερμηνεία της σκέψης του
Λένιν. Υπήρχαν οι μαοϊκοί: λίγο πολύ αναφέρονταν στην Πολιτιστική Επανάσταση
που ανέπτυξαν στην Κίνα οι «Ερυθροφρουροί» μετά από έκκληση του ίδιου του Μάο,
συγκροτώντας ένα μέτωπο που συνδύαζε αναρχικές αναφορές με άκαμπτες οργανωτικές
προδιαγραφές. Υπήρχαν, μεταξύ των μαοϊκών, ρεύματα πιο ήπια, που ουσιαστικά
επικέντρωναν τον λόγο τους στην οργάνωση –μια οργάνωση που σύντομα, λόγω του
μικρού αριθμού των μέσων και των υποκειμένων, διολίσθησαν από το
πολιτικο-οργανωτικό πλαίσιο σε μορφές κοινοτισμού και/ή μιας ζωής γενναιόδωρα ή
αφελώς προσδιορισμένη. Μεταξύ των πιο ριζοσπαστικών, αντιθέτως, η μαοϊκή
ανάγνωση της επαναστατικής οργάνωσης επεκτάθηκε στη συζήτηση της σχέσης
οργάνωσης και εμφυλίου πολέμου ή, καλύτερα, της οργάνωσης για τον εμφύλιο
πόλεμο. Υπήρξαν διαφορετικές μορφές εκείνου του υποτιθέμενου λενινισμού, έτσι
όπως αυτός παρουσιάστηκε: η θεμελιώδης ήταν η γκεβαρική (κινηματικός πόλεμος,
οργανωμένος γύρω από τις «εστίες του αντάρτικου»), δηλαδή ένα σχέδιο εμφυλίου
πολέμου, αυστηρά οργανωμένου από την πρωτοβουλία του κόμματος (οι Ερυθρές
Ταξιαρχίες κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση, έχοντας στην αρχή ταλαντευτεί προς
κινηματικές θέσεις).
Αυθεντική και,
ωστόσο, αυστηρά συνδεδεμένη με ένα οργανωτικό σχέδιο, υπήρξε η ανάγνωση του
Λένιν και από εκείνες τις ομάδες που πρότειναν «μια μακρά πορεία μέσω των
θε-σμών». Σε σχέση με αυτό, δεν υπήρχε οτιδήποτε οπορτουνιστικό, όπως δεν
υπήρχε τίποτα οπορτουνιστικό στο σχέδιο του Ρούντι Ντούτσκε και της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατικής νεολαίας, όπου σφυρηλατήθηκε αυτή η γραμμή. Στην Ιταλία, ωστόσο,
στις ομάδες που πρότειναν κάτι τέτοιο, αυτό συχνά ερμηνεύθηκε σαν
ριζοσπαστικοποίηση όσων κατάφερναν να οικειοποιηθούν από το σκάψιμο στον
υποτιθέμενο γκραμσισμό της κομμουνιστικής παράδοσης. Επρόκειτο, στην πλειοψηφία
των περιπτώσεων, για μια ελεύθερη και τίμια υιοθέτηση της γκραμσιανής
«παθητικής επανάστασης». Ωστόσο, αυτό κατέληξε στη διασταύρωση με τις πιο
προωθημένες προτάσεις του ΙΚΚ, ήδη από τη συντακτική
περίοδο της Δημοκρατίας, που, όπως θυμόμαστε, εμφορούνταν, από τη μια πλευρά,
από έναν ισχυρό «δημοκρατικό κεντρισμό» ως προς το ζήτημα της οργάνωσης (με τη
σταθερή υποταγή του συνδικάτου στη γραμμή του κόμματος) και, από την άλλη, από
ένα σχέδιο δημοκρατικο-κοινοβουλευτικής μετάβασης στον σοσιαλισμό. Στις νέες
ομάδες που δημιουργήθηκαν γύρω από ένα σχέδιο ριζοσπαστικοποίησης της πολιτικής
του ΙΚΚ, ο
Λένιν υιοθετούνταν, ουσιαστικά, ως ο θεωρητικός της επαναστατικής ρήξης, δηλαδή
μιας διαδικασίας μετάβασης στον σοσιαλισμό, που αντιπαρέθετε την εναντίωση της
εργατικής δημοκρατίας στην αστική και καπιταλιστική δημοκρατία. Κατά βάθος, γι’
αυτές τις δυνάμεις (Μανιφέστο, Εργατική Πρωτοπορία κλπ), η ανάγνωση του Λένιν
παρέμενε αγκιστρωμένη στην παράδοση του ΙΚΚ ή,
καλύτερα, σε μια ανάγνωση προσανατολισμένη σε μια έννοια εθνικο-λαϊκή και
αποκαθαρμένη από κάθε μπολσεβίκικο στοιχείο, όπως είχε κάνει ο Τολιάτι στον
Γκράμσι. Σαφώς, στις θέσεις αυτών των ομάδων, υπήρχαν οι κοινοτιστικές,
μειοψηφικές και σεχταριστικές αυταπάτες μεγάλου μέρους των ιδεολογικών
κατασκευών του μαοϊσμού– που, κατά τη
γνώμη μου, σκίαζαν τη ριζοσπαστικότητα του λενινιστικού σχεδίου.
Υπήρξαν έπειτα οι
θέσεις (που ήδη είχαν μια ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα στις αρχές της δεκαετίας
του ’70) εκείνων των εργατιστών (Τρόντι, Κατσάρι, Ακορνέρο κλπ) που στα μισά
της δεκαετίας του ’60 ξαναμπήκαν στις επίσημες οργανώσεις του εργατικού
κινήματος και πιο συγκεκριμένα στο ΙΚΚ.
Λοιπόν, εδώ η ανάγνωση του Λένιν γίνεται, ουσιαστικά (σε αντίθεση –και θα
επιστρέψουμε σε αυτό– απ’ ότι είχε προηγουμένως θεωρητικοποιηθεί), όχι τόσο σε
σχέση με τον εξεγερσιακό και μπολσεβίκο Λένιν όσο με τον Λένιν της «Νέας
Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΡ) και του μεταβατικού
συμβιβασμού με τις επιχειρηματικές ομάδες, συνεπώς με τον Λένιν της δικτατορίας
του προλεταριάτου και της διευθυντικής ομάδας του κόμματος-κράτος. Η συζήτηση
για τον Λένιν ξεκινά ήδη από εδώ να ολισθαίνει (πολιτικά και φιλοσοφικά) προς
την επανεκτίμηση της «αυτονομίας του πολιτικού» -με την έννοια, δηλαδή, μιας
προσομοίωσης της διδαχής του Λένιν σε εκείνη του Καρλ Σμιτ. Σε αυτή τη γραμμή
υπάρχει μια οικειοποίηση της πολιτικής παράδοσης του μοντέρνου, από τον Χομπς
στον Χέγκελ, θεωρώντας τον «Λένιν για το κράτος» όχι ως τον θεωρητικό της
εξάλειψής του, αλλά ως τον απολογητή της υπέρβασής του και της
μετασχηματιστικής του δύναμης. Ο μετα-εργατιστής Τρόντι ανέπτυξε άλλωστε για
σαράντα χρόνια αυτό το ερμη-νευτικό σχήμα και μέχρι τώρα έτσι διαβάζει τον
Λένιν.
Η αντιπρόταση ότι
ο Λένιν δεν υπήρξε ποτέ απολογητής της «αυτονομίας του πολιτικού» αλλά, κάτι
πολύ διαφορετικό, της «αυτονομίας της ταξικής πρωτοπορίας», βρισκόταν στη βάση
της πολεμικής των εργατιστών, ακόμη εμπλεκόμενων κατά τη δεκαετία του ’60 στη
συνέχεια των αγώνων, απέναντι στους υποστηρικτές της «αυτονομίας του
πολιτικού». Σκέφτονταν ως εξής: Η εργατική ταξική πρωτοπορία βασίζει στον
Λένιν την ικανότητά της να θέτει το πρόβλημα της εξουσίας γιατί, στην εποχή της
οργάνωσης της εργασίας με τη μορφή της «διευρυμένης συνεργασίας», της «τυπικής
υπαγωγής» της κοινωνίας στο κεφάλαιο (τυπικά χαρακτηριστικά της πρώτης
εκβιομηχάνισης στη Ρωσία), αυτή εκφράζει και οικουμενικοποιεί το συμφέρον της
εργατικής τάξης, προκειμένου να επαναστατικοποιήσει και να αναδιοργανώσει
ολόκληρη την κοινωνία υπό την προσταγή και τις αξίες της. Πρέπει να
σημειώσουμε, ενάντια στην ιδέα της «αυτονομίας της πολιτικής», ότι η πρακτική
του κόμματος σαν πρωτοπορία δεν απέκρυπτε, στη λενινιστική περίπτωση, την
εργατική της φύσηˑ ότι,
απεναντίας, χωρίς αυτή την εργατική ταξική πρωτοπορία το προλεταριάτο –στο
επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης της τσαρικής Ρωσίας– δεν θα κατάφερνε ποτέ να
οργανωθεί προκειμένου να κάνει την επανάσταση. Ο Λένιν (όποια κι αν ήταν η
γοητεία που ασκούσε σε όλους τους στοχαστές και τους συντελεστές του φασισμού)
δεν έχει συνεπώς καμία σχέση με τον Καρλ Σμιτ. Ο Λένιν έχει σχέση με τον
Μακιαβέλι, με την ικανότητα να ερμηνεύει (και να επιδρά) τη σχέση μεταξύ
κοινωνικής ταξικής σύνθεσης και πολιτικής οργάνωσης στον αγώνα για την
κατάκτηση της εξουσίας. Αυτός είναι ο Λένιν των εργατιστών, της Συνεχούς Πάλης,
της Εργατικής Εξουσίας και της Εργατικής Αυτονομίας τη δεκαετία του ’70. Το
ζήτημα Λένιν επανήλθε στο εσωτερικό της εξεγερσιακής προοπτικής. Το φάσμα των
αναγνώσεων που υποστηρίζουν αυτή τη θέση πάει από τον Γιόργκι Λούκατς στον Λουί
Αλτουσέρ. Είναι μέσω αυτών των συγγραφέων που αναπτύχθηκε μια μαρξιστική ανάγνωση
του μαρξισμού του Λένιν.
Οι αναγνώσεις του
Λένιν στο εργατίστικο περιβάλλον εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία, έγιναν όλες με
αυτή την έννοια. Η γένεση της σκέψης του Λένιν είναι η οικοδόμηση ενός
υποκειμένου της πρωτοπορίας, εμβαπτισμένου στον ορισμό της παραγωγικής
διάστασης της εργατικής τάξης. Η θεωρία της οργάνωσης πρέπει να περάσει μέσα
από μια μέθοδο η οποία, μέσω μιας «μαρξιστικής κοινωνιολογίας», μεταφράζει την
ανάλυση των υλικών κοινωνικών σχέσεων, της καθορισμένης «κοινωνικής
διαμόρφωσης», σε μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Ήδη από το 1894, στο βιβλίο του Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού, ο Λένιν
επιμένει «ότι μονάχα ανάγοντας τις κοινωνικές σχέσεις σε σχέσεις παραγωγής και
αυτές τις τελευταίες στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων –είναι μόνο τότε και
δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο που μπορούμε να συλλάβουμε την πιθανότητα μιας
πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης. Και το 1898, στη μελέτη για την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, ο
Λένιν επιμένει στο γεγονός ότι μονάχα τοποθετούμενοι στο επίπεδο της υψηλότερης
αφαίρεσης της εργασίας, δηλαδή στο υψηλότερο σημείο της βιομηχανικής ανάπτυξης
–είναι μόνο τότε που μπορούμε να συλλάβουμε τη συνολικότητα μιας επαναστατικής
δύναμης στην ταξική πάλη. Αυτή η διαδικασία αντιστρέφει, μαρξιανά, την τρέχουσα
έννοια προσδιορισμών του «αφηρημένου» και του «συγκεκριμένου»: αυτό που
φαίνεται πιο αφηρημένο (η καπιταλιστική ανάπτυξη, το εργοστάσιο σε ένα
υπανάπτυκτο κοινωνικό πλαίσιο όπως ήταν η Ρωσία τη δεκαετία του ’90 τον 19ο
αιώνα) γίνεται ως τάση και μέσω της επαναστατικής της κατανόησης, το πιο
συγκεκριμένο πράγμα, το σημείο στο οποίο η πολιτική οργάνωση αποτιμάται. Δεν
υπάρχει τίποτα πιο μαρξικό σε αυτόν τον λενινιστικό προσδιορισμό της
οργανωτικής διαδικασίας. Το Τι να κάνουμε;
δεν είναι κάτι άλλο από τον μετασχηματισμό αυτών των θεωρητικών ανακαλύψεων σε
μια πρόταση υποκειμενοποίησης.
Γίνεται έτσι
κατανοητό πώς το θέμα Λένιν τέθηκε από τον εργατισμό και ποια είναι η συνεκτική
σχέση που έχει με την ανάγνωση του Μαρξ. Ποιο είναι το enjeu [στοίχημα]; Η αναγέννηση του
επαναστατικού αγώνα στην καπιταλιστική Δύση. Τώρα, είναι ο Λένιν που επιτρέπει
μια βουτιά στο πολιτικό ζήτημα της ρήξης της καπιταλιστικής τάξης στην
κοινωνική διαδικασία και στην προοπτική της οργάνωσης. Εκ πρώτης όψεως, για
τους εργατιστές, η συζήτηση ξεκινά –πέρα από την άγρια πολεμική ενάντια στον
οπορτουνισμό του ΙΚΚ– από την επαναφορά της
γκραμσιανής πρότασης περί ενός «Μαρξ ενά-ντια στο Κεφάλαιο», κάτι που σημαίνει μια πολεμική ενάντια στον θετικιστικό
αντικειμενισμό, τον ιστορικισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό της Δεύτερης
Διεθνούς. Ο Λένιν είναι το σημάδι της δυνατότητας ρήξης της κυριαρχικής
συνέχειας της εξουσίας και της συνέχειας του κέρδους, οργανωμένης από την
καπιταλιστική συσσώρευσηˑ είναι
το σημάδι του καθορισμού μιας πιθανής υποκειμενικής πολιτικής. Η ανάγνωση του
Λένιν επικεντρώνεται, σε σχέση με αυτό, στα κείμενα που οδηγούν στο Κράτος και Επανάσταση. Όμως υπάρχει κάτι
περισσότερο στους εργατιστές, κι αυτό είναι το κληροδότημα της ανάγνωσης που
έκανε ο Τρόντι (πριν την ερμηνεύσει σε μια σμιτιανή προοπτική) στον Λένιν. Στο
κείμενο ο Λένιν στην Αγγλία γράφει:
«Η καπιταλιστική κοινωνία έχει τους δικούς της νόμους ανάπτυξης. Οι
οικονομολόγοι τους επινόησαν, οι κυβερνώντες τους εφάρμοσαν και οι εργάτες τους
υπέστησαν. Όμως τους νόμους της ανάπτυξης της εργατικής τάξης ποιος θα τους
γράψει;». Αυτό το μπρεχτικό incipit
ακολουθεί το εξής: «Στο επίπεδο του κοινωνικά αναπτυγμένου κεφαλαίου, η
καπιταλιστική ανάπτυξη υποτάσσεται στους εργατικούς αγώνες, έρχεται μετά από
αυτούς και σε αυτούς οφείλει να αντιστοιχήσει τον πολιτικό μηχανισμό της
παραγωγής του». Αυτό σημαίνει ότι η
έννοια του κεφαλαίου είναι έννοια της ταξικής πάλης, ότι η δομή του
κεφαλαίου διαρρηγνύεται και μορφοποιείται στην/από την ταξική πάλη. Εξ ου, σε
αυτό το σημείο, η εκ νέου ανακάλυψη του Λένιν: «Η λενινιστική στρατηγική, με
ένα έντεχνο κόλπο, θα φέρει τον Μαρξ στην Πετρούπολη: μόνο η εργατική ματιά θα
μπορούσε να είναι ικανή για μια τέτοια επαναστατική τόλμη. Ας δοκιμάσουμε να
κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή, με
το ίδιο επιστημονικό πνεύμα της περιπετειώδους πολιτικής ανακάλυψης. Ο Λένιν
στην Αγγλία είναι η διερεύνηση μιας νέας μαρξιστικής πρακτικής στο Εργατικό
Κόμμα: το ζήτημα της πάλης και της οργάνωσης στο υψηλότερο επίπεδο της πολιτικής
ανάπτυξης της εργατικής τάξης. Σε αυτό το επίπεδο, αξίζει τον κόπο να πείσουμε
τον Μαρξ να κάνει κι αυτός “τη μυστηριώδη στροφή που έκανε η τροχιά του Λένιν”».
Η «αντίστροφη
διαδρομή» μας επιτρέπει να αντιπαραθέσουμε τον Λένιν στην τροποποίηση της
καπιταλιστικής δομής και της εργατικής σύνθεσης του τρόπου παραγωγής, που
συνέβη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επρόκειτο, δηλαδή, μεταξύ του ’68 και
των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’70, να ενεργοποιηθεί, με λενινιστικό
τρόπο, η γραμμή που οδηγεί από την κριτική θεωρία του κεφαλαίου στη θεωρία και
την πρακτική της πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου. Είναι εδώ που ανοίγει
μια μεγάλη συζήτηση. Τώρα, η λενινιστική σκέψη αντιπαρατίθεται πράγματι με τη
σημερινή δομή του καπιταλισμού και την παρούσα φιγούρα της εργατικής τάξης,
δηλαδή, για να το πούμε εν συντομία, με το κίνημα του εργάτη μάζα. Ήταν μέσα σε μια ριζική αλλαγή της δομής του
καπιταλισμού που αναλήφθηκε το καθήκον –για να το πούμε με μαρξικούς όρους– της
δημιουργίας της «μεγάλης βιομηχανίας», δηλαδή του περάσματος από την «τυπική
υπαγωγή» στην «πραγματική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο. Σε αυτό το
πλαίσιο –σύμφωνα με τους εργατιστές– η δομή της εργατικής τάξης τροποποιήθηκε
σε βάθος, ο εργάτης μάζα την κατάλαβε, τη συνέλεξε, τη συμπύκνωσε καθαυτή, κι
έτσι κατέστησε πολιτικά ενεργή αυτή την τεράστια παραγωγική δύναμη την οποία η
ανάπτυξη δημιούργησε και εσωτερίκευσε στην ίδια την εργατική τάξη. Τι διαφορά
με την «εξειδικευμένη» εργατική τάξη, skilled στη
μανιφατουρική εξειδίκευση, μόνο «τυπικά» υπαγόμενη στο κεφάλαιο –και πολιτικά
οργανωμένη στα σοβιέτ και πάντως μειοψηφική στην κοινωνία, με την οποία είχε να
κάνει ο Λένιν! Αντιθέτως, τη δεκαετία του ’70, η τότε εργατική τάξη κινούνταν
με έναν τεράστιο «αυθορμητισμό», με την ικανότητα να επινοεί πολλαπλές και
συνεχείς μορφές επίθεσης στο καπιταλιστικό καθεστώς της παραγωγής –και,
προπάντων, με μια πολιτική διάσταση που αναδυόταν άμεσα από την οικονομική
πάλη, δείχνοντας ικανή να λειτουργήσει ως ένας μοχλός του πολιτικού αγώνα που
δινόταν στο πλαίσιο της μισθολογικής πάλης και της πάλης για τον χρόνο
εργασίας. Ήταν εκεί που αναδείχθηκε μια άλλη μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον
τρόπο που ο Λένιν είχε εξάγει –κι αυτός– το μοντέλο της οργάνωσης της κριτικής
της καπιταλιστικής δομής της παραγωγής. Έτσι το Κόμμα έπρεπε να μετασχηματίσει
την οικονομική πάλη του προλεταριάτου σε μια ώριμη ταξική συνείδηση. Σήμερα τα
πράγματα είναι διαφορετικά –οικονομική πάλη και πολιτική πάλη πάνε μαζί, η μία
συμβαδίζει με την άλλη. Όχι ότι ο Λένιν υποτιμούσε ή θεωρούσε «ελάσσων» την
οικονομική πάλη. Αυτή πρέπει να διεξάγεται ανά πάσα στιγμή: ήδη από το 1898,
στην μπροσούρα Τα καθήκοντα των ρώσων
σοσιαλδημοκρατών, ο Λένιν τόνιζε: «Αν στο οικονομικό πεδίο δεν υπάρχει
ζήτημα της εργατικής ζωής που να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην οικονομική
αγκιτάτσια, ούτε στο πολιτικό πεδίο υπάρχει ζήτημα που να μην μπορεί να
χρησιμεύσει στην πολιτική αγκιτάτσια. Αυτά τα δύο είδη αγκιτάτσιας συνδέονται
αδιαχώριστα με τη δράση των σοσιαλδημοκρατών, όπως οι δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος. Η οικονομική αγκιτάτσια και η πολιτική αγκιτάτσια είναι εξίσου
απαραίτητες για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Η οικονομική
αγκιτάτσια και η πολιτική αγκιτάτσια είναι εξίσου απαραίτητες ως οδηγός της
ταξικής πάλης των ρώσων εργατών, γιατί κάθε ταξικός αγώνας είναι ένας πολιτικός
αγώνας».
Ωστόσο ο Λένιν
ριζώνει το σχέδιο του σε ένα μοντέλο του εργοστασίου στο οποίο η οργανωμένη
χειρωνακτική εργασία αντιπροσωπεύει μια πρωτοπορία στο εσωτερικό του κυρίαρχου
τρόπου παραγωγής και η εργατική τάξη αναγνωρίζεται σε μια πολιτική συνθήκη όχι
μόνο ως ανεξάρτητη αλλά και ως διαχωρισμένη. Η πολιτική της ανεξαρτησία, την
προικίζει με αναπτυγμένη ταξική συνείδηση, οπότε πρέπει να υπερβεί την
απόσταση, τον διαχωρισμό από την κοινωνία (και από το υπόλοιπο προλεταριάτο)
και να επιβάλλει την εργατική προσταγή. Κάτι τέτοιο γινόταν τελικά προφανές από
τη συνεχή, άγρια πολεμική ενάντια σε κάθε μορφή λαϊκισμού που προωθούσε
συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργασίας και της ζωής σε σχέση με εκείνες του
εργοστασίου.
Μας επιτρέπει
επίσης να δούμε ότι αν και το εργοστάσιο παρέμενε στο επίκεντρο αμφότερων των
φαινομενολογιών, εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα και αυτή της
δεκαετίας του ’60-’70, υπάρχει μια διαφορά, ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, σε
σχέση με την αγωνιζόμενη εργατική τάξη! Στην πρώτη περίπτωση η πολιτική
πρωτοπορία έσερνε το μαζικό κίνημα, ο «πολιτικός δήμαρχος» –όπως έλεγε ο Λένιν–
καθοδηγούσε την αγωνιζόμενη εργατική δύναμη. Στη δεύτερη περίπτωση το μαζικό
κίνημα εκφράστηκε κατά τρόπο αυτόνομο, άκαμπτο, συμπαγή και από τον οργανωμένο
αυθορμητισμό του προέκυψαν αιτήματα απαράδεκτα για το κεφάλαιο, η προσοχή
επικεντρωνόταν στην καταστροφή της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, της
προσταγής και της ιεραρχίας του, της διακυβέρνησης εκ μέρους του της
χρονικότητας. Ήταν εκεί που έπρεπε, εν συντομία, να οικοδομηθεί η οργάνωση. Το
συνδικάτο, καθώς είχε ξυπνήσει από τους κολοσσιαίους αγώνες του «θερμού
φθινόπωρου» του ’69, προσπάθησε αμέσως να επανεισάγει, ήδη από τις αρχές της
δεκαετίας του ’70, οργανωτικές μορφές («εργοστασιακά συμβούλια») που
υιοθετήθηκαν προκειμένου να υπάρξει μια μεσολάβηση και μια ανανέωση της σχέσης
μεταξύ εργοστασίου και γενικής πολιτικής, εννοώντας σαν «γενική πολιτική» την
κοινοβουλευτική πολιτική του Κόμματος. Από τη μια πλευρά αυτά τα εργοστασιακά
συμβούλια ήταν ένα παλιό εργαλείο, αποτυχημένο σε σχέση με τους μεταπολεμικούς
αγώνες καθώς σύντομα είχε μεταστραφεί σε μια κορπορατιστική εκδοχήˑ από την άλλη, με αυτόν τον
τρόπο διαρρηγνυόταν η γραμμή που είχε ενεργοποιήσει, μέσω της οικονομικής
πάλης, εκείνη την πολιτική μαζικοποίηση
η οποία ήταν ικανή να διασπάσει τις γραμμές κοινωνικής υποταγής του
προλεταριάτου. Αυτή η διάρρηξη ήταν, στην πραγματικότητα, μια προ-σπάθεια
μεσολάβησης του ταξικού ανταγωνισμού και επαναφοράς των εργατικών μαζών στην
παραγωγική συνέχεια: αντιπροσώπευε την άρνηση της λενινιστικής αρχής περί
εξεγερσιακής ασυνέχειας του επαναστατικού εργατικού κινήματος όπως και κάθε
στρατηγικής του συμβάντος, κάθε τακτικής ρήξης.
Το στοίχημα της
ανοικοδόμησης του επαναστατικού εργατικού κινήματος μπαίνει σε εποχές
σύγκρουσης. Το ιταλικό ’68 χαρακτηρίστηκε από τη σύγκλιση του φοιτητικού
κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων με τους αγώνες των βιομηχανικών εργατών
οι οποίοι, με τους «αυθόρμητους» αγώνες τους (υποστηριζόμενους από μια ισχυρή
οργάνωση μέσα στο εργοστάσιο, που ήταν ανεξάρτητη από τα συνδικάτα),
προσπαθούσαν να απελευθερωθούν από τον ζυγό της καπιταλιστικής οικονομικής
ρύθμισης. Οι αγώνες γίνονταν για μισθολογικά κέρδη, μείωση του χρόνου εργασίας
και επικεντρώνονταν, γενικά, στο ζήτημα της βλαπτικότητας της εργασίας,
αμφισβητώντας την ιεραρχία και τον καταμερισμό της εργασίας στο εργοστάσιο. Στην
πίεση των μαζικών αγώνων ήρθαν να προστεθούν κάποιες επιθετικές συμπεριφορές,
εν γένει νομιμοποιημένες στο κίνημα: επανειλημμένες κοπάνες, φαινόμενα
σαμποτάζ, διαρκής ανυποταξία στην πειθαρχία του εργοστασίου… Στις επιχειρήσεις
όπου κυριαρχούσαν οι τεχνικοί, οργανώνονταν εργατικά πειράματα εναλλακτικά ως
προς την οργάνωση της εργασίαςˑ
στα χημικά εργοστάσια ξεκίνησε μια έρευνα για τις οικολογικές συνθήκες της
παραγωγής και τα παραγόμενα προϊόντα υπόκειντο σε μια επιστημονική έρευνα
αναφορικά με τη βλαπτικότητά τους. Στο
εργοστασιακό κίνημα ήρθε να προστεθεί το κίνημα των φοιτητών, που αμφισβητούσε
το εκπαιδευτικό σύστημα και την καπιταλιστική προσταγή της εξουσίας. Ενώ τα
κοινωνικά κινήματα είχαν μια ευρύτατη γκάμα παρέμβασης, που κυμαινόταν μεταξύ
της έρευνας των μορφών του ελέγχου της governance των θεσμών (σχολείο,
νοσοκομεία κλπ) και, από την άλλη πλευρά, της προώθησης ενεργειών «μαζικής
παρανομίας» ενάντια στα ενοίκια, τις τιμές των υπηρεσιών, φτάνοντας μέχρι και
στα διάχυτα φαινόμενα της άμεσης οικειοποίησης των εμπορευμάτων και των loisirs. Σε όλα αυτά το «μακρύ ιταλικό ’68» (που στην
πραγματικότητα κράτησε μια δεκαετία) βάζει μια τάξη και δίνει μια κατεύθυνση σε
όλα αυτά τα κινήματα, αναδεικνύοντας και συνδέοντας αιτήματα κοινωνικής
αντιεξουσίας, δηλαδή αυτά τα καθήκοντα που πρότειναν οι οργανώσεις. Είναι σε
αυτό το πλαίσιο που μπορούμε να καταλάβουμε την κεντρικότητα του ζητήματος
«οργάνωση» –συνεπώς του ζητήματος «Λένιν». Στην Ιταλία, εκείνα τα χρόνια, δεν
μπορούσε να σκεφτεί κανείς την οργάνωση έξω από αυτό το πλαίσιο, δεν υπήρχε
εναλλακτική, ούτε συμβουλιακή ούτε κοινοτιστική ούτε κάποια άλλη, που να
μπορούσε να θέσει το ζήτημα αξιόπιστα –αυτό που άξιζε ήταν μόνο η εμβάθυνση και
η προσαρμογή της λενινιστικής, μακιαβελικής προοπτικής. Κάτι που συνεπώς μας
οδηγεί στο να σκεφτούμε την οργάνωση όχι πια απλώς σαν εργοστάσιο αλλά και σαν
«κοινωνική επιχείρηση». Και την εξέγερση όχι πια μόνο σαν «τέχνη» αλλά και σαν
δράση –μαζικοποιημένη και θεσμοθετημένη– ενός κινήματος το οποίο, καθαυτό,
διαγράφεται ως μια μορφή «δυαδικής εξουσίας» (όμως εδώ ανοίγει μια συζήτηση
πολύ μεγάλη για να γίνει εδώ).
Υπήρχε κι ένα άλλο
πλαίσιο έρευνας, που κι αυτό γεννήθηκε άμεσα από τη διδαχή του Λένιν. Ήταν
εκείνο που οδηγούσε από την εμπειρία των αγώνων και την οργάνωσή τους στον
ορισμό ενός επαναστατικού προγράμματος. Και εδώ ξεκινούσαμε από τον λενινιστικό
σχεδιασμό της εξέγερσης των εργαζόμενων μαζών, καθοδηγούμενων από μια
πρωτοπορία που όφειλε να εγκαθιδρύσει θεσμούς κοινωνικής «αντιεξουσίας», κι
έτσι να οδηγήσει στην εξεγερσιακή διαδικασία. Λοιπόν, πώς μπορούσε να οργανωθεί
η πρωτοπορία του εργάτη-μάζα σε αυτό το πλαίσιο; Ποιες θα ήταν οι διαφορές με
την κλασική οργάνωση του ρωσικού επαναστατικού προλεταριάτου; Μόλις τα πράγματα
βλέπονταν από την οπτική πλευρά του εργάτη-μάζα, η γραμμή συμπεριφοράς
απλουστευόταν αφού, στον εργατίστικο μηχανισμό της διαχείρισης των αγώνων,
θεωρούνταν δεδομένη η εσωτερικότητα της οικονομικής θεματικής στην πολιτική
δυναμική. Αυτή η σχετική απλούστευση (και η συνεπαγόμενη άρνηση της
«μεσολάβησης» ως καθοριστικό στοιχείο της οργάνωσης) δεν επέτρεπε, ωστόσο, να
βρεθούν αποτελεσματικές αρθρώσεις μεταξύ τακτικής και στρατηγικής των αγώνων. Η
μάζα κινείται, η κατεύθυνσή της είναι δεδομένη, η στρατηγική ηγεμονία της
ανήκει, όμως η τακτική, τα περάσματα, η χρήση των ευκαιριών/συμβάντων, όλα αυτά
πρέπει να μπουν ως πρόβλημα και να συζητηθούν. Πέρα από την ωμή αναγωγή του
ζητήματος της πρωτοπορίας και της εσωτερικής της άρθρωσης στο μαζικό κίνημα
στην απλή ένοπλη πρωτοπορία (ένα ζήτημα που τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν
ασήμαντο), η επαναφορά της λενινιστικής θεματικής από εργατίστικης πλευράς
αναζητούσε άλλες οδούς διαφυγής –που τελικά ενσωματώθηκαν στην ένοπλη παραλλαγή
αλλά δεν υποτάχθηκαν σε αυτή. Αυτή η γραμμή ανάπτυξης ταυτίστηκε σιγά σιγά με
την ωρίμανση των συνελευσιακών εργαλείων λήψης των αποφάσεων για τον αγώνα, των
στόχων του και της κοινωνικής τους προπαγάνδισης. Πρέπει να προσέξουμε αυτό το
πέρασμα και να μην το υποτιμήσουμε. Η υιοθέτηση του συνελευσιακού λόγου και οι
διαδικασίες της συνελευσιακής λήψης των αποφάσεων, που τότε προτάθηκαν και
δοκιμάστηκαν, προεικόνισαν, στην πραγματικότητα, προτάσεις και οργανωτικές
εμπειρίες που αργότερα κατέστησαν δυνατές από τις τεχνολογίες της επικοινωνίας.
Η συμμετοχή θεωρήθηκε συστατικό στοιχείο της εργατικής δημοκρατίας στην πορεία
της εξεγερσιακής διαδικασίας. Η πρωτοπορία έγκειται πλέον στην επικοινωνία και
σύντομα, με μια αναπάντεχη επινοητική παρόρμηση, θα είναι τα Ελεύθερα
Ραδιόφωνα, με τη μεγάλη τους διάδοση και την αποτελεσματικότητα της δουλειάς
τους, που θα αναλάβουν αυτή τη συνελευσιακή ώθηση.
Εδώ ανακύπτει ένα
νέο πρόβλημα. Το συνελευσιακό ζήτημα θα είναι στην πραγματικότητα εντελώς
ανεπαρκές ως προς την επίλυση της κρίσης που εμφανίστηκε μετά το 1973. Για να
θυμηθούμε: έχουμε την πρώτη πετρελαιακή κρίση και αυτή σηματοδοτεί, μετά την
απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης (το 1971) να αποσυνδέσει το δολάριο από τον
χρυσό, την πρώτη μεγάλη νεοφιλελεύθερη πρωτοβουλία. Είναι η στιγμή της
Τριμερούς και της απόφασής της –παρμένης σε παγκόσμιο επίπεδο– να τελειώνει με
τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν το ’68. Τώρα, μπροστά
στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, θρυμματίζονται τα υπολείμματα των λενινιστικών
αναμνήσεων στον εργατίστικο λόγο. Αν ο Λένιν, όπως τον είχαμε διαβάσει μεταξύ
της δεκαετίας του ’60 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’70, χρησίμευσε
για να επιλυθεί το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της πολλαπλότητας των κινημάτων και
της ενότητας του στόχου που κάθε προλεταριακή επανα-στατική διαδικασία πρέπει
να ξέρει να διαχειριστείˑ και
αν το ζήτημα της ενότητας-πολλαπλότητας επιλύθηκε ξεκινώντας από την έρευνα
(και την ανακάλυψη της νέας κοινωνικής σύνθεσης της εργασίας, αυτής του
εργάτη-μάζα, αναζητώντας στο εσωτερικό της τάξης το σημείο της ενότητας), μετά
το 1973 η καπιταλιστική αντεπίθεση επένδυσε την εργατική τάξη ως τέ-τοια. Η
έρευνα, σε αυτή τη φάση, δεν αποκάλυπτε πλέον την κεντρικότητα του εργοστασίου,
αλλά τη διάλυσή του, τη κοινωνική διάχυση της παραγωγής, τον κατακερματισμό του
κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και την εμφάνιση των νέων προωθητικών
τομέων. Ο λενινιστικός λόγος έχασε την ενοποιητική του ικανότητα, αφού έχασε
εδώ την αναφορά του σε μια ενότητα, πραγματικά ριζωμένη στην ταξική πάλη.
Αντιθέτως, για το καπιταλιστικό εγχείρημα αποτέλεσε, σε ανταγωνισμό με την
επαναστατική ορμή, ένα μεγάλο κίνητρο για την ανάπτυξη των ρεφορμιστικών και
οπορτουνιστικών δυνάμεων. Σε αυτό το σημείο, τι μπορούμε πια να οικειοποιηθούμε
από τον λενινισμό;
Υπήρξαν δύο
διαδοχικές γραμμές που τη δεκαετία του ’70 ασχολήθηκαν με αυτό το πρόβλημα,
αμφότερες οικοδομημένες από την «εργατική έρευνα» και συνδεδεμένες με τις
τροποποιήσεις του τρόπου παραγωγής. Κατά πρώτο λόγο, αν προκύπτει ολοένα και
πιο δύσκολο να ανασυντεθεί η τεχνική σύνθεση του εργάτη-μάζα (που δέχθηκε την
επίθεση και εν μέρει καταστράφηκε από τη νεοφιλελεύθερη απάντηση) σε μια εν
δυνάμει νέα πολιτική φιγούρα, ομοιογενή και ενιαία, υπήρχαν ευρύτεροι χώροι,
διάχυτες friches
[ακαλλιέργητες
εκτάσεις] που το νέο παραγωγικό και πολιτικό σύστημα δεν κατάφερνε ακόμη να
ελέγξει και οι οποίες αποτέλεσαν, εκείνη τη στιγμή, τα εδάφη στα οποία η
αυτονομία δημιούργησε, σε διάχυτη μορφή, οργανωτικές στιγμές, με μια ικανότητα
ρήξης της καπιταλιστικής μηχανής σε ότι αφορά την κοινωνική αναπαραγωγή. Στις
μητροπόλεις και τις περιαστικές ζώνες, όπου η βιομηχανία διαχέεται σε μικρές
εδαφικές ενότητες, απλώνεται λοιπόν μια νέα εργατική οργάνωση. Είναι η στιγμή
του κοινωνικού εργάτη. Την
καπιταλιστική καταστροφή της «μεγάλης βιομηχανίας», μέσω της παραγωγικής
εξωτερίκευσης και της οικοδόμησης αποτοπικοποιημένων περιοχών, ακολούθησαν
αυτόνομες οργανώσεις, που έφτιαξαν τόπους συνάντησης και κινητοποίησης. Είναι
ενδιαφέρουσα αυτή η οργανωτική διαδικασία που τέμνει την ευελιξία της εργατικής
δύναμης στο έδαφος και αναπτύσσει αντίστοιχες μορφές πάλης: επικοινωνία των
αγώνων από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, οργάνωση της κινητικότητας στο έδαφος με
συνεχείς πορείες, μπλοκάρισμα των μεταφορών κλπ. Είναι αγώνες που θυμίζουν
εκείνους των IWW
και
που επαναλαμβάνονται σε φάσεις μετασχηματισμού της τεχνικής σύνθεσης της
εργατικής τάξης. Σε αυτή την περίπτωση πηγαίνουν ακριβώς πέρα από το «μεγάλο
εργοστάσιο» και τον εργάτη-μάζα που
κατοικούσε εκεί.
Υπάρχει ακόμη
λενινισμός σε αυτό το σημείο; Σαφώς, τα κλασικά χαρακτηριστικά του λενινισμού
ως μοντέρνα, μακιαβελική μορφή μιας πολιτικής οργάνωσης, αμβλύνονται. Όμως
υπάρχει μια άλλη λενινιστική διάσταση, βαθιά μαρξιστική, που παραμένει εδώ και
μάλιστα απογειώνεται: είναι το αίτημα, το επείγον του ριζώματος ενός
οργανωτικού σχεδίου, της μορφής της πάλης, στην παραγωγική πραγματικότητα, με
την αναγνώριση της κοινωνικής της ιδιότητας. Η λενινιστική οπτική, αν δεν
θέλουμε να την κλείσουμε στο ξέφτισμα της σοβιετικής εμπειρίας ή σε ένα
δογματικό φετίχ, είναι, στον θεμελιώδη πυρήνα της, πάντοτε αυτή της στενής
σύνδεσης της παραγωγικότητας της εργασίας και της πολιτικής οργάνωσης. Είναι
μόνο η ζωντανή εργασία στο υψηλότερο επίπεδο της παραγωγικότητας που μπορεί να
καθορίσει την επαναστατική ισχύ: αυτή είναι η κεντρική όψη του λενινισμού, που
σε αυτή τη φάση, μετά το ’73, επανέρχεται από τα κινήματα της αυτονομίας εν
μέσω αποσύνθεσης των πολιτικών δυνάμεων. Τα κινήματα διαισθάνονται το κοινωνικό γίγνεσθαι της παραγωγικότητας,
με έναν τρόπο σταδιακά ηγεμονικό, ως δύναμη ενός νέου τρόπου παράγειν. Πώς θα
συνδυαστεί αυτή η διαίσθηση και ο ορισμός του «κοινωνικού εργάτη» με το πάντοτε
ενεργό σύνθημα της «άρνησης της εργασίας»; Πολλοί από εμάς θυμούνται το μαρξικό
ρηθέν στα Grundrisse «η ικανότητα απόλαυσης
βρίσκει τη συνθήκη της, το πρώτο της μέσον στην παραγωγική δύναμηˑ το εν δυνάμει της απόλαυσης
είναι το προϊόν» και το προβάλλουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εργασίας και
στην υψηλότερη παραγωγικότητα που αυτό εκφράζει –αναγνωρίζοντας σε αυτό το
πέρασμα, όντας πραγματικό, μια αύξηση της παραγωγικής δύναμης μέσω μιας ευρείας
εργασιακής συνεργασίας και έξω από τη μιζέρια του εργοστασίου. Αυτό ήταν, και
είναι πάντοτε η άρνηση της μισθωτής εργασίας. Έξω από τη μιζέρια του
εργοστασίου και έξω από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι ο κομμουνισμός μπορεί να
επιτευχθεί μέσω της «λατρείας του λαού», της οργανωμένης εργασίας σύμφωνα με
τις παραδόσεις των αγροτικών περιοχών –και αυτή η παραγωγική διεκδίκηση
σήμαινε, στη συγχρονικότητά της, την απομυθοποίηση και την επίθεση σε κάθε
«εθνικο-λαϊκή» ψευδαίσθηση, που είχε πριμοδοτήσει το ΙΚΚ. Ο
κόμβος παραγωγικότητα της εργασίας/καταστροφή της μισθωτής εργασίας δεν είχε
εναλλακτική –η εργασία αποθεώνεται μόνο στον βαθμό που αρνείται τη μορφή του
μισθού, η παραγωγικότητα αποθεώνεται μόνον όταν απελευθερώνει τον άνθρωπο από
τη μιζέρια της προσταγής.
Είπαμε ότι υπήρχαν
δύο γραμμές οι οποίες, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, απαντούσαν στην
εξασθένηση των αγώνων του εργάτη-μάζα. Η δεύτερη μελετά τη γέννηση της
γνωσιακής εργασίας ως άξονα της εργατικής ανασύνθεσης. Ωστόσο, το κοινωνικό
γίγνεσθαι της ζωντανής εργασίας –όπως έχουμε δει μέχρι εδώ– προηγείται του
γνωσιακού γίγνεσθαι. Για κάποιον καιρό οι δύο διαδικασίες δεν υπερτίθενται αλλήλων.
Αυτό εξηγεί γιατί ο δεύτερος δρόμος εκείνη την περίοδο (που είναι πιο κλασικά
λενινιστική από την πρώτη) βρίσκει δυσκολίες να μεταφερθεί κατά τρόπο άμεσο
στους αγώνες. Επιδιώκει την ανασύνθεση της ζωντανής εργασίας στο κοινωνικό
εργοστάσιο της General
Intellect.
Αποτελεί μια ισχυρή προεικόνιση, που μονάχα τα χρόνια της δεκαετίας του ’90, θα
αρχίσει να βρίσκει την πολιτική της έκφραση. Όμως ήδη στο δεύτερο μισό της
δεκαετίας του ’70 είναι παρούσα στις αγωνίστριες και στους αγωνιστές. Η
ανάγνωση του «θραύσματος στις μηχανές» των Grundrisse, που
ήδη εδώ και μια δεκαετία είχε μεταφραστεί στα «Κόκκινα Τετράδια» και μέχρι
εκείνη τη στιγμή είχε εξιτάρει έντονα τη φαντασία των κομμουνιστών, γίνεται
τώρα υλικό έρευνας. Μέσω της έρευνας γίνεται κατανοητό, ακριβώς επειδή η
παραγωγή επεκτείνεται στο έδαφος, αυτό που απαιτείται προκειμένου να
ενσωματώσει νέες γνώσεις και τους επακόλουθους τεχνολογικούς μετασχηματισμούς.
Το κοινωνικό εργοστάσιο δεν επανέφερε το εδαφικοποιημένο «εργοστάσιο», η
επικοινωνία γινόταν θεμελιώδης στην παραγωγική διαδικασία, οι τεχνικές της
εκμετάλλευσης μετασχηματίζονταν και η αντίσταση επικεντρωνόταν σε αυτές τις
νέες διαστάσεις. Υπήρχε η διαίσθηση, σε αυτή την έρευνα, είτε ότι σε αυτό το
πέρασμα η παραγωγή των εμπορευμάτων και η αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής
αλληλοκαλύπτονταν είτε ότι η γνώση γινόταν η θεμελιώδης εργατική δύναμη –και,
συνεπώς, ότι ο κοινωνικός εργάτης αντιπροσώπευε μονάχα την αρχή της παρουσίας
μιας νέας παραγωγικής φιγούρας της ζωντανής εργασίας.
Δύο συνεπώς είναι
οι δρόμοι που το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ακολουθούνται, αυτός της
διάχυτης αυτονομίας και εκείνος της ανασύνθεσης ενός ενιαίου σχεδίου γύρω από
την ταξική ηγεμονία της General
Intellect –και
αμφότεροι οι δρόμοι έχουν ένα λενινιστικό αποτύπωμα. Ο λενινισμός όχι μόνο
διατηρείται, αλλά η επίδρασή του πολλαπλασιάζεται σε εκείνο το κύμα.
Περπατήσαμε αμφότερους τους δρόμους, εκτιμώντας της ακραία δυσκολία της στιγμής
στην οποία βιώσαμε την διάλυση του παλιού σχεδίου του ΙΚΚ, των
κοινωνικών συνθηκών του, αλλά και την προέλαση της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης.
Ο λενινισμός, πράγματι, δεν είναι απλώς η ιδέα για την ύπαρξη μιας σχέσης
μεταξύ μια οργανωτικής δύναμης και του ριζώματός της σε μια κοινωνική δυναμική
που τείνει να είναι καταφατική και νικηφόρα –το λενινιστικό οργανωτικό πλαίσιο
αναπτύσσεται με μια ισχυρή αναφορά σε δύο ζητήματα, αυτό της εξάλειψης του
κράτους και εκείνο της κατάφασης του Κοινού. Μπορούμε ίσως να αγωνιστούμε ως
λενινιστές και επαναστάτες (κάτι ήδη γνωστό τη δεκαετία του ’70) μέσα στο κράτος
και να προβάλλουμε ένα επαναστατικό μονοπάτι που θα χρησιμοποιήσει τους
κρατικούς θεσμούς σε ιδιαίτερες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα της εργατικής
τάξης, όμως αυτή η διαδικασία χρησιμοποίησης του κράτους πρέπει να περιορίζεται
(και επιμένουμε ως προς αυτό) στο δημοκρατικο-αστικό στάδιο της επαναστατικής
ανάπτυξης. Ο σκοπός των κομμουνιστών, της διαρκούς τους επανάστασης, είναι
αυτός της εξάλειψης του κράτους και της προώθησης του Κοινού για τη
νομιμοποίηση, κατά τρόπο αποκλειστικό, της κοινωνικής τάξης. Είναι σε αυτό το
πεδίο που επιβεβαιώνεται η ανάπτυξη των αγώνων της αυτονομίας το δεύτερο μισό
της δεκαετίας του ’70 και σε όλες της τις διαστάσεις, από τις πιο εύθραυστες,
συνδεδεμένες με τη θεωρητική δουλειά πάνω στη θεματική της General Intellect, μέχρι τις πιο άκαμπτες,
συνδεδεμένες με τη διάχυτη κοινωνική οργάνωση μιας αυτονομίας που προσπαθεί να
παγιωθεί μέσω της αντίστασης απέναντι στις νέες μορφές (νεοφιλελεύθερες)της
παραγωγής –λοιπόν, σε κάθε μία από αυτές τις μορφές αντίστασης υπήρχε πάντοτε
ένας υπόρρητος λενινισμός. Ήταν προφανές ότι με την καταστολή των κινημάτων στα
τέλη της δεκαετίας του ’70, κάθε σχέδιο της «χρήσης του κράτους» κατέστη
αδύνατο.
Για να
τελειώνουμε. Υπάρχουν τρία σημεία στα οποία επιμείναμε σε σχέση με την ιταλική
υποδοχή του Λένιν στους αγώνες της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη εκτίμηση έχει να
κάνει με την ανάπτυξη μιας συνεκτικής ανάλυσης της κριτικής της πολιτικής
οικονομίας του κεφαλαίου, που φτάνει στην προβολή μιας πολιτικής οργάνωσης του
προλεταριάτου, ανακαλύπτοντας την περιεκτική σχέση που έχει η οργάνωση του
κόμματος με την ανάλυση του εργοστασίου –συνεπώς ο Λένιν προκαλεί την εμφάνιση
του κόμματος της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου και του δίνει τη φιγούρα
του αντεστραμμένου εργοστασίου. Το δεύτερο σημείο, παρμένο επίσης από τον
Λένιν, συνίσταται στο να τεθεί με τον ίδιο τρόπο το ζήτημα της ανακοπής της
καπιταλιστικής ανάπτυξης μέσω της κατάφασης της ανεξαρτησίας της εργατικής
τάξης. Είναι μια γραμμή ικανή να αντιστρέψει τη σειρά της σχέσης που υπάρχει
μεταξύ της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου και της πολιτικής σύνθεσης της
εργατικής τάξης, αφού πρώτα οικοδομήσει τη συνέχεια. Το τρίτο σημείο στο οποίο
επιμείναμε, είναι ο άμεσα προγραμματικός χαρακτήρας που προσλαμβάνει το κόμμα
στον Λένιν: αυτό φτιάχνεται για την κομμουνιστική επανάσταση και για τίποτ’
άλλο πέρα από αυτό. Σε αυτά τα τρία σημεία νομίζουμε ότι μπορούμε να δώσουμε
μια ερμηνεία που θα επαληθεύει την καταλληλότητά της σε σχέση με έναν διπλό
μετασχηματισμό των συνθηκών στις οποίες ο λενινισμός απεδείχθη νικητής: αυτή
–ουσιώδης ως προς την παγίωση του εργάτη-μάζα–
που υλοποιείται ολοκληρωτικά τη δεκαετία του ’60ˑ και αυτή που είδαμε με τη γέννηση του κοινωνικού εργάτη και την ανάπτυξη της General Intellect η οποία, τη δεκαετία του ’70,
αρχίζει να πειραματίζεται στη φωτιά της χαοτικής ανάπτυξης της ταξικής πάλης
υπό την επιθετική καπιταλιστική αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής.
Έχουμε ήδη
υπογραμμίσει τη στενή σχέση «τεχνικής σύνθεσης/πολιτικής σύνθεσης» στη σκέψη
του Λένιν. Αυτός ο δε-σμός θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια, με τον μετασχηματισμό
των πολιτικών μορφών της εργατικής οργάνωσης. Το κόμμα του Λένιν υπάρχει στην
«τυπική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο και σε αυτές τις συνθήκες
φτιάχνονται οργανώσεις μαζικές και πρωτοποριακές ως διαφορετικές λειτουργίες
της επαναστατικής δράσης –η μία είναι τα σοβιέτ, η άλλη το κόμμα. Αντιθέτως τη
δεκαετία του ’60 βρισκόμαστε στην πλήρη ανάπτυξη της «πραγματικής υπαγωγής»: η
πρωτοπορία τοποθετείται τώρα στην καρδιά της ζωντανής εργασίας, γίνεται
εργατική μαζικοποίηση. Τεχνική σύνθεση και πολιτική σύνθεση, μπορούμε να πούμε,
τείνουν να εκδηλώνονται πολιτικά και να εκφράζονται με συνελευσιακές μορφές,
ερχόμενες σε σύγκρουση με την καπιταλιστική ικανότητα να διαλύει τις συνθήκες
της ύπαρξης (μέσω της παγκοσμιοποίησης… όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση).
Είναι εν μέσω αυτής της επίθεσης, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, που
ξανασκεφτόμαστε το πρόβλημα της οργάνωσης, διακριβώνοντας κατά πρώτο λόγο μια
γραμμή αντίστασης που εμφανίζεται και ενσαρκώνεται στις παύσεις και/ή στις
καθυστερήσεις της καπιταλιστικής πρωτοβουλίαςˑ και ένα δεύτερο μοντέλο το οποίο, με
λενινιστικό τρόπο, προσπαθεί να αντιληφθεί τη νέα εμφάνιση και τη νέα φιγούρα
της πρωτοπορίας. Η οικοδόμηση του επαναστατικού εγχειρήματος της General Intellect, της προσωρινής «μαζικής
διάνοιας» και της κοινωνικής ευφυΐας της αποξενωμένης στη χρηματική αφαίρεση,
αυτή είναι η έξοδος στην οποία μια νέα βιοπολιτική της εκμετάλλευσης και μια
νέα φαντασία του «επαναστατικού εγχειρήματος» διασταυρώνονται, εκείνα τα χρόνια
της πιο βαριάς καταστολής –αποτελώντας τη θεωρητική ελπίδα μιας επανεμφάνισης
του κινήματος σε νέες βάσεις.
Αυτού λεχθέντος,
δεν μπορούμε βεβαίως να ξεχάσουμε ότι, τη δεκαετία του ’70, η σύγκρουση μεταξύ
των δυνάμεων της αυτονομίας και των συντρόφων του ΙΚΚ γύρω
από τον ορισμό της ταξικής σύνθεσης ήταν άγρια. Εκείνα τα χρόνια, η παρουσία
στη
σκηνή του κοινωνικού εργάτη ερμηνεύτηκε
ως η εμφάνιση μιας «δεύτερης κοινωνίας», ανίκανης να συνδεθεί με την εργατική
τάξη, προορισμένη μάλλον να εγκλωβιστεί σε ένα γκέτο, συνεπώς να πρέπει να
αποκλειστεί κοινωνικά και να αντιπαλευτεί πολιτικά –και οποτεδήποτε γινόταν
πολύ ανήσυχη, να συντριβεί μέσω κατασταλτικών μέσων. Και σε αυτή την πολεμική
υπήρξαν διάφορες ερμηνείες του Λένιν: η πρώτη, κολλημένη στο
πρωτείο του πολιτικού –που σήμαινε το πρωτείο του κόμματος τη στιγμή κατά την
οποία, μέσω του ιστορικού συμβιβασμού, γινόταν κράτοςˑ η δεύτερη, που αποδεχόταν την
ενεργητική λενινιστική πρόσκληση να μην αφεθεί έξω από το επαναστατικό κίνημα
κανένα κοινωνικό στρώμα –προπάντων αν αυτό, όπως ήταν η περίπτωση του κοινωνικού εργάτη, είχε μια κλήση στο να
καταστεί η ηγεμονική αντιπροσώπευση της ζωντανής εργασίας. Όμως υπήρχε και μια
άλλη οπτική, σε αυτή τη σύγκρουση γύρω από τον λενινισμό, μεταξύ των δυνάμεων
του νέου προλεταριάτου και του ΙΚΚ. Εκδηλώθηκε όταν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις,
οργανωμένες στα κομμουνιστικά κόμματα, μέμφονταν τα κινήματα για την
ανικανότητά τους να συγκροτηθούν σε πολιτική δύναμη. Οι συνελεύσεις, ο
συνελευσιασμός, η ικανότητά του να εκφράζει ριζοσπαστικές γραμμές πάλης και
ανασύνθεσης των μαζών και της πρωτοπορίας, όλα αυτά ανέντιμα απωθούνταν.
Επισημαίνουμε το γεγονός ότι το ανολοκλήρωτο αυτών των πειραματισμών οργάνωσης
δεν μπορεί να αφήσει χώρο στην κριτική εκείνων οι οποίοι, έχοντας την ιδέα του
κόμματος, αρνήθηκαν κάθε αρχή μαζικής συμμετοχής, συνεργατικής επεξεργασίας του
πολιτικού σχεδίου –αρνούμενοι, έτσι, να αντιπροσωπεύσουν την κομμουνιστική
ελπίδα. Μέσα σε αυτό το μπέρδεμα βρισκόμαστε και σήμερα. Η δεκαετία του ’70
ανέδειξε ένα πρόβλημα, αυτό της αναδιοργάνωσης του προλεταριάτου,
αναγνωρίζοντας τις νέες ρίζες, εμπιστευόμενη στη «διαρκή έρευνα» όποιες
ενδείξεις προόδου υπάρχουν σε σχέση με την οικοδόμηση του επαναστατικού
σχεδίου. Σε αυτή τη γραμμή υπήρξαν σημαντικές εμπειρίες (πιο συγκεκριμένα οι
αγώνες για έναν άλλο κόσμο το 1999-2001 και οι αγώνες των indignados από το 2011 μέχρι σήμερα)
νέων μορφών οργάνωσης. Αν θέλουμε να αποκαλέσουμε «πρόβλημα Λένιν» το πρόβλημα
της οργάνωσης που άνοιξε τη δεκαετία του ’70 και σήμερα βρίσκεται και πάλι
μπροστά μας, μπορούμε δίχως άλλο να το κάνουμε, γιατί καταλαβαίνουμε ότι η
επίκληση του Λένιν δεν σημαίνει νοσταλγία ή οργανωτικό φετιχισμό, αλλά αφορά
μια νέα λύση για προβλήματα που αυτός έθεσε και έλυσε νικηφόρα.■
Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο «Euronomade» στις 10 Σεπτέμβρη 2017. Στην
παρατιθέμενη φωτογραφία διακρίνονται οι Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι, ο Φράνκο Πιπέρνο
και ο Νάννι Μπαλεστρίνι.
Υ.γ (του μεταφραστή): Και ενώ το 2023 τελειώνει, χάσαμε δύο
από τις σημαντικότερες μορφές του εξεγερτισμού αλά ιταλικά: τον Αλφρέντο Μαρία
Μπονάνο (από την πλευρά του αναρχικού εξεγερτισμού) και τον Τόνι Νέγκρι (από
την πλευρά του λενινιστικού εξεγερτισμού). Αμφότεροι μας συντρόφευσαν στις
εκδοτικές μας περιπέτειες από το 1985 μέχρι σήμερα. Στη σειρά Αγριόγατα των
Αυτόνομων Εκδόσεων είχαμε δημοσιεύσει το μακρινό 1986 ένα κείμενο-ημερολόγιο
του Μπονάνο για τον ένοπλο αγώνα στην Ιταλία, ενώ το 1992 (και συνεχίσαμε με
εκδόσεις κειμένων και έργων του μέχρι σήμερα) είχαμε εκδώσει, ως Ελευθεριακή
Κουλτούρα» πλέον, κείμενα του Νέγκρι με τον τίτλο Η μηχανή του χρόνου. Μας λείπουν ήδη αμφότεροι, όχι μόνο εκδοτικά,
αλλά και ως σκέψη και πρακτική για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου, σίγουρα
καλύτερου από τον υπάρχοντα. Ειδικά για την Ιταλία, η απώλεια τέτοιων μορφών,
όπως και άλλων τα τελευταία χρόνια, σίγουρα σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός άκρως
ενδιαφέροντος κύκλου αγώνων, λογικών αλλά και προσωπικοτήτων. Εναπόκειται στις
νεώτερες και τους νεώτερους, η καθεμιά και ο καθένας από τη σκοπιά της/του, να φτιάξουν
και να ξετυλίξουν το δικό τους μαυροκόκκινο νήμα, ανοίγοντας τον νέο κύκλο
αγώνων. Ίδωμεν.