Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Νέες σκέψεις - Giorgio Agamben

Eρώτηση: Βιώνουμε, με αυτόν τον εξαναγκαστικό εγκλεισμό, έναν νέο ολοκληρωτισμό;

Απάντηση: Από ολοένα και περισσότερες πλευρές διατυπώνεται τώρα η υπόθεση ότι στην πραγματικότητα βιώνουμε το τέλος ενός κόσμου, αυτού των αστικών δημοκρατιών, θεμελιωμένων στα δικαιώματα, στα κοινοβούλια και στον διαχωρισμό των εξουσιών, που αφήνουν στη θέση τους έναν νέο δεσποτισμό, ο οποίος, όσον αφορά τη διεισδυτικότητα των ελέγχων και την παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας, θα είναι χειρότερος από τους ολοκληρωτισμούς που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Οι αμερικανοί πολιτειολόγοι τον αποκαλούν Security State, δηλαδή ένα κράτος στο οποίο για «λόγους ασφαλείας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση για λόγους «δημόσιας υγείας», όρος που μας κάνει να σκεφτόμαστε τις διαβόητες «επιτροπές κοινής σωτηρίας» κατά τη διάρκεια του Τρόμου) μπορεί να επιβληθεί οποιοσδήποτε περιορισμός στις ατομικές ελευθερίες. Στην Ιταλία, άλλωστε, έχουμε συνηθίσει εδώ και καιρό σε μια νομοθεσία μέσω επειγόντων διαταγμάτων εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, που με αυτόν τον τρόπο αντικαθιστά τη νομοθετική εξουσία και καταργεί εκ των πραγμάτων την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών βάσει της οποίας θεμελιώθηκε η δημοκρατία. Και ο έλεγχος που ασκούνταν με τις βιντεοκάμερες και τώρα, όπως προτείνεται, θα γίνεται μέσω των κινητών τηλεφώνων, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό κάθε μορφή ελέγχου που ασκούνταν σε καθεστώτα ολοκληρωτικά όπως ο φασισμός ή ο ναζισμός. 

Ερώτηση: Σε σχέση με τα δεδομένα, πέρα από εκείνα που θα συλλέγονται μέσω των κινητών τηλεφώνων, μπορούμε ακόμη να σκεφτούμε για εκείνα που διαδίδονται στις αναρίθμητες συνεντεύξεις τύπου, συχνά ατελή ή κακώς ερμηνευμένα. 

Απάντηση: Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, γιατί αγγίζει τη ρίζα του φαινομένου. Οποιοσδήποτε έχει κάποια γνώση επιστημολογίας, δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί από τα γεγονός ότι τα ΜΜΕ όλους αυτούς τους μήνες διέδωσαν αριθμούς χωρίς κανένα κριτήριο επιστημονικότητας, όχι μόνο χωρίς να τους συσχετίζουν με την ετήσια θνησιμότητα για την ίδια περίοδο, αλλά χωρίς ούτε καν να διακριβώνουν την αιτία του θανάτου. Εγώ δεν είμαι ιολόγος ούτε γιατρός, όμως περιορίζομαι να παραθέσω αυτολεξεί προσβάσιμες επίσημες πηγές. 21 χιλιάδες νεκροί εξαιτίας του Covid-19 μοιάζουν και είναι σαφώς ένας εντυπωσιακός αριθμός. Όμως αν συσχετιστούν με τα ετήσια στατιστικά στοιχεία, τα πράγματα, όπως είναι λογικό, παίρνουν μια διαφορετική όψη. Ο πρόεδρος της Istat, δρ Τζαν Κάρλο Μπλαντζάρντο, ανακοίνωσε καμιά εβδομάδα πριν τους αριθμούς των θανάτων της προηγούμενης χρονιάς: 647.000 νεκροί (συνεπώς 1771 ημερησίως). Αν αναλυθούν οι αιτίες θανάτου ξεχωριστά, βλέπουμε ότι τα τελευταία σχετικά διαθέσιμα στοιχεία του 2017 καταγράφουν 230.000 νεκρούς από ασθένειες του καρδιοκυκλοφορικού, 180.000 νεκρούς από όγκους, τουλάχιστον 53.000 νεκροί από ασθένειες του αναπνευστικού. Όμως ένα στοιχείο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και αφορά τον πλησίον. 

Ερώτηση: Ποιο; 

Απάντηση: Παραθέτω τα λόγια του δρ Μπλαντζάρντο: «Τον Μάρτιο του 2019 οι θάνατοι από ασθένειες του αναπνευστικού ήταν 15.189 και την προηγούμενη χρονιά ήταν 16.220. Παρεμπιπτόντως βλέπουμε ότι ήταν περισσότεροι από το αντίστοιχο αριθμό θανόντων εξαιτίας του Covid (12.352) που δηλώθηκαν τον Μάρτιο του 2020». Όμως αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια και δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε, χωρίς να θέλω να ελαχιστοποιήσω τη σημασία της επιδημίας, πρέπει ωστόσο να αναρωτηθώ αν αυτή δικαιολογεί μέτρα περιορισμού της ελευθερίας που δεν έχουν παρθεί ποτέ στην ιστορία της χώρας μας, ούτε καν κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Γεννιέται η εύλογη αμφιβολία ότι μήπως διαδίδοντας τον πανικό και απομονώνοντας τον κόσμο στα σπίτια του, αυτό που επιθυμείται είναι η μεταβίβαση στον πληθυσμό των τεράστιων ευθυνών των κυβερνήσεων, οι οποίες είχαν προηγουμένως διαλύσει το εθνικό σύστημα υγείας, ενώ στη Λομβαρδία διεπράχθησαν και μια σειρά από όχι λιγότερο σοβαρά λάθη ως προς την αντιμετώπιση της επιδημίας. 

Ερώτηση: Ακόμη και οι επιστήμονες, στην πραγματικότητα, δεν δίνουν μια ωραία εικόνα. Φαίνεται λες και δεν είναι σε θέση να δώσουν τις απαντήσεις που περιμένουμε από αυτούς. Τι πιστεύεις; 

Απάντηση: Είναι πάντοτε επικίνδυνο να αναθέτουμε στους γιατρούς και στους επιστήμονες τη λήψη αποφάσεων που σε τελική ανάλυση είναι ηθικές και πολιτικές. Βλέπεις, οι επιστήμονες, δικαίως ή αδίκως, ακολουθούν καλόπιστα τη λογική τους, που ταυτίζεται με το συμφέρον της επιστήμης και στο όνομα της οποίας –η ιστορία το δείχνει ευρέως– είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν οποιονδήποτε ενδοιασμό ηθικής τάξεως. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι στον ναζισμό πολύ διαπρεπείς επιστήμονες ακολούθησαν την ευγονική πολιτική και δεν δίστασαν να εκμεταλλευτούν τα λάγκερ για να κάνουν θανατηφόρα πειράματα που θεωρούσαν χρήσιμα για την πρόοδο της επιστήμης και τη θεραπεία των γερμανών στρατιωτών. Στην παρούσα περίπτωση το θέαμα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό, γιατί στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν τα ΜΜΕ το κρύβουν, δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των επιστημόνων και κάποιοι από τους πιο διαπρεπείς μεταξύ τους, όπως ο Didier Raoult, ίσως ο μέγιστος γάλλος ιολόγος, έχει διαφορετική γνώμη για τη σημασία της επιδημίας και την αποτελεσματικότητα των μέτρων της απομόνωσης, που σε μια συνέντευξη όρισε ως μια μεσαιωνική προκατάληψη. Έχω γράψει αλλού ότι η επιστήμη έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας. Η αναλογία με τη θρησκεία πρέπει να παρθεί κυριολεκτικά: οι θεολόγοι δήλωσαν ότι δεν μπορούν να ορίσουν με σαφήνεια τι είναι ο Θεός, όμως στο όνομα του έδωσαν στους ανθρώπους κανόνες συμπεριφοράς και δεν δίστασαν να κάψουν τους αιρετικούς· οι ιολόγοι παραδέχονται ότι δεν ξέρουν ακριβώς τι είναι ένας ιός, όμως στο όνομά του θέλουν να αποφασίσουν πώς πρέπει να ζουν τα ανθρώπινα όντα. 

Ερώτηση: Λέγεται –όπως συχνά συνέβη στο παρελθόν –ότι τίποτα δεν θα είναι όπως πριν και ότι η ζωή μας πρέπει να αλλάξει. Τι θα συμβεί κατά τη γνώμη σου; 

Απάντηση: Έχω ήδη προσπαθήσει να περιγράψω τη μορφή του δεσποτισμού που οφείλουμε να περιμένουμε και ενάντια στον οποίο δεν πρέπει να κουραζόμαστε να είμαστε σε επιφυλακή. Όμως αν για μια φορά αφήσουμε το σημερινό πλαίσιο και προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τα πράγματα από τη πλευρά της μοίρας του ανθρώπινου είδους στη γη, μου έρχονται στο μυαλό οι σκέψεις ενός μεγάλου ολλανδού επιστήμονα, του Ludwig Bolk. Σύμφωνα με τον Bolk, το ανθρώπινο είδος χαρακτηρίζεται από μια προοδευτική ανάσχεση των ζωτικών φυσικών διαδικασιών προσαρμογής στο περιβάλλον, οι οποίες αντικαθίστανται από την υπερτροφική αύξηση τεχνολογικών μηχανισμών για την προσαρμογή του περιβάλλοντος στον άνθρωπο. Όταν αυτή η διαδικασία ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο, φτάνει στο σημείο στο οποίο γίνεται αντιπαραγωγική και μεταμορφώνεται σε αυτοκαταστροφή του είδους. Φαινόμενα όπως αυτό που βιώνουμε, μου φαίνεται ότι δείχνουν πως αυτό το σημείο το έχουμε φτάσει και ότι η ιατρική, που έπρεπε να θεραπεύει τα κακά μας, κινδυνεύει να παράγει ένα κακό ακόμη μεγαλύτερο. Είναι και ενάντια σε αυτόν τον κίνδυνο που οφείλουμε να αντισταθούμε με κάθε μέσο. 

Συνέντευξη που έδωσε ο Τζόρτζο Αγκάμπεν σε ιταλική εφημερίδα και αναδημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet, 22 Απρίλη 2020.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Φάση 2 - Giorgio Agamben

Όπως ήταν προβλέψιμο και όπως προσπαθήσαμε να θυμίσουμε σε όποιον προτιμάει να έχει τα μάτια και τα αυτιά κλειστά, η λεγόμενη φάση 2, δηλαδή η επιστροφή στην κανονικότητα, θα είναι ακόμη χειρότερη απ’ όσα έχουμε ζήσει μέχρι τώρα. Δύο μέτρα από αυτά που προετοιμάζονται είναι ιδιαιτέρως απεχθή και παραβιάζουν εμφανώς τις αρχές του συντάγματος: η δυνατότητα περιορισμένης μετακίνησης ανάλογα με την ηλικία, δηλαδή η υποχρέωση για αυτούς που είναι πάνω από εβδομήντα ετών να μένουν κλεισμένοι στο σπίτι και η εξαναγκαστική ορολογική χαρτογράφηση ολόκληρου του πληθυσμού. Όπως έχει με ακρίβεια επισημανθεί σε μια έκκληση που κυκλοφορεί τώρα στην Ιταλία, αυτή η διάκριση είναι αντισυνταγματική καθώς δημιουργεί μία δέσμη πολιτών Β κατηγορίας, αφού όλοι οι πολίτες πρέπει να είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, στους οποίους στερεί εκ των πραγμάτων την ελευθερία με μια επιβολή από τα πάνω καθόλα αδικαιολόγητη, που κινδυνεύει να βλάψει την υγεία των υπό διερώτηση ατόμων και όχι να την προστατέψει. Αυτό μαρτυρά η πρόσφατη είδηση για την αυτοκτονία δύο ανθρώπων πάνω από τα εβδομήντα, που δεν μπορούσαν πλέον να ζήσουν σε συνθήκες απομόνωσης. Άλλο τόσο παράνομη είναι η υποχρέωση της ορολογικής χαρτογράφησης, από τη στιγμή κατά την οποία το άρθρο 32 του συντάγματος θεσπίζει ότι κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε ιατρική επίσκεψη αν όχι μέσω διάταξης του νόμου, ενώ για μια ακόμη φορά, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, τα μέτρα θα παίρνονται μέσω της έκδοσης κυβερνητικών διαταγμάτων.

Παραμένουν επιπλέον οι περιορισμοί που αφορούν τις αποστάσεις που πρέπει να κρατιούνται και η απαγόρευση των συναθροίσεων, κάτι που σημαίνει τον αποκλεισμό οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας. 

Πρέπει να δείξουμε χωρίς καθυστέρηση τη διαφωνία μας για το μοντέλο της κοινωνίας που θεμελιώνεται στη βάση της κοινωνική αποστασιοποίησης και του απεριόριστου ελέγχου το οποίο θέλουν να επιβάλλουν.


20 Απριλίου 2020

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ - Giorgio Agamben

Λοιμός σε αρχαία πόλη του Michiel Sweerts
«Η πανούκλα σήμανε για την πόλη την αρχή της διαφθοράς… Κανείς δεν ήταν πλέον διατεθειμένος να συνεχίσει να κάνει αυτό που προηγουμένως έκρινε ως σωστό, γιατί πίστευε ότι μπορεί να πεθάνει πριν το πραγματοποιήσει»

Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός πόλεμος ΙΙ, 53 

Θα ήθελα να μοιραστώ με όποιον θα το ήθελε, ένα ερώτημα το οποίο για πάνω από έναν μήνα δεν έχω σταματήσει να το σκέφτομαι. Πώς μπόρεσε και συνέβη μια ολόκληρη χώρα, χωρίς να το καταλάβει, να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μια ασθένεια; Τα λόγια που χρησιμοποιώ για να διατυπώσω αυτό το ερώτημα υπήρξαν ένα προς ένα προσεκτικά αξιολογημένα. Η σκέψη γύρω από τον βαθμό παραίτησης από τις ηθικές και πολιτικές μας αρχές είναι, πράγματι, πολύ απλή: πρέπει να διερωτηθούμε ποιο είναι το όριο πέρα από το οποίο δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις απαρνηθούμε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης που θα θεωρήσει ότι αξίζει τον κόπο να σκεφτεί τα σημεία που ακολουθούν, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι –χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί ή να υποκρινόμαστε ότι δεν το έχουμε αντιληφθεί– ήδη έχουμε διαβεί το κατώφλι που χωρίζει την ανθρωπότητα από τη βαρβαρότητα. 

1) Το πρώτο σημείο, ίσως το πιο σοβαρό, αφορά τα σώματα των πεθαμένων ατόμων. Πώς μπορέσαμε να δεχτούμε, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια, άτομα που υπήρξαν αγαπητά και γενικά ήταν ανθρώπινα όντα, όχι μόνο θα πεθάνουν μόνα τους, αλλά και –κάτι που δεν συνέβη ποτέ πριν στην ιστορία, από την Αντιγόνη μέχρι σήμερα– τα πτώματά τους να καούν χωρίς κηδεία; 

2) Αποδεχτήκαμε επίσης χωρίς να προκαλέσουμε μεγάλα προβλήματα, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, να περιοριστεί σε βαθμό που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία της χώρας, ούτε κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων (η απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε επιβληθεί μόνο για λίγες ώρες) η ελευθερία μας κίνησης. Αποδεχτήκαμε στη συνέχεια, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, να αναστείλουμε εκ των πραγμάτων τις φιλικές και ερωτικές μας σχέσεις, καθώς ο πλησίον μας μετατράπηκε σε μια πιθανή πηγή μόλυνσης. 

3) Αυτά μπόρεσαν να συμβούν –και εδώ φτάνουμε στη ρίζα του φαινομένου– γιατί διαχωρίσαμε την ενότητα τα ζωτικής μας εμπειρίας, που είναι πάντοτε αδιαχώριστη τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, από τη μια πλευρά σε μια ενότητα καθαρά βιολογική και από την άλλη σε μια ζωή συναισθηματική και πολιτισμική. Ο Ivan Illich έχει δείξει και ο David Cayley μας το θύμισε προσφάτως, τις ευθύνες της σύγχρονης ιατρικής για αυτόν τον διαχωρισμό, που θεωρείται πλέον δεδομένος και που, αντιθέτως, είναι η μεγαλύτερη των αφαιρέσεων. Γνωρίζω καλά ότι αυτή η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω των μηχανισμών της τεχνητής αναπνοής, που μπορεί να διατηρήσει ένα σώμα σε μια κατάσταση καθαρά φυτικής ζωής. Όμως αν αυτή η κατάσταση διευρυνθεί πέρα από κάποια χωρικά και χρονικά όρια που της προσιδιάζουν, όπως γίνεται προσπάθεια να συμβεί σήμερα και να καταστεί ένα είδος κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς, πέφτουμε σε αντιφάσεις από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος. Γνωρίζω ότι κάποιος θα βιαστεί να απαντήσει ότι πρόκειται για μια κατάσταση χρονικά περιορισμένη, που θα περάσει μόλις όλα γίνουν όπως πριν. Είναι στ’ αλήθεια κάτι που θα μπορούσα να το δεχθώ αν δεν ήμουν ανειλικρινής, από τη στιγμή που οι ίδιες οι αρχές οι οποίες κήρυξαν την κατάσταση ανάγκης, δεν παύουν να μας θυμίζουν ότι όταν αυτή η ανάγκη ξεπεραστεί, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες ντιρεκτίβες και ότι η «κοινωνική αποστασιοποίηση», όπως αποκαλείται με έναν ιδιαίτερο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή οργάνωσης της κοινωνίας. Και, ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό που, καλόπιστα ή κακόπιστα, έχουμε αποδεχτεί να υποστούμε, δεν μπορεί να ακυρωθεί. 

Δεν μπορώ, σε αυτό το σημείο, αφού έχω αποδώσει ευθύνες στον καθένα από εμάς, να μην αναφερθώ σε εκείνους που έχουν το καθήκον να φροντίζουν για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Προπάντων η Εκκλησία, η οποία, γινόμενη θεραπαινίδα της επιστήμης, που τώρα πια έχει γίνει η πραγματική θρησκεία της εποχής μας, αρνήθηκε ριζικά τις πιο ουσιαστικές αρχές της. Η Εκκλησία, υπό έναν Πάπα που λέγεται Φραγκίσκος, ξέχασε ότι ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς. Ξέχασε ότι οι μάρτυρες μας διδάσκουν πως πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε μάλλον τη ζωή μας παρά την πίστη μας, και ότι το να απαρνηθούμε τον πλησίον σημαίνει να απαρνηθούμε την πίστη. Μια άλλη κατηγορία που έκανε πίσω ως προς τα καθήκοντά της είναι αυτή των νομικών. Έχουμε εδώ και καιρό συνηθίσει την απερίσκεπτη χρήση επειγόντων διαταγμάτων, μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά εκ των πραγμάτων τη νομοθετική εξουσία, εξαλείφοντας εκείνη την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που ορίζει τη δημοκρατία. Όμως σε αυτή την περίπτωση ξεπεράστηκε κάθε όριο και έχω την εντύπωση ότι τα λόγια του πρωθυπουργού και του επικεφαλής της πολιτικής προστασίας έχουν άμεσα, όπως έλεγε για τα δικά του ο Φύρερ, την ισχύ νόμου. Και δεν βλέπουν ότι, καταργημένου του χρονικού ορίου ισχύος των έκτακτων διαταγμάτων, οι περιορισμοί της ελευθερίας μπορούν, όπως έχει ανακοινωθεί, να διατηρηθούν. Με ποιους νομικούς μηχανισμούς; Με μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης; Είναι καθήκον των νομικών να εξακριβώσουν κατά πόσο τηρούνται οι συνταγματικές διατάξεις, όμως οι νομικοί σιωπούν. Quare silete juristae in munere vestro; 

Ξέρω ότι θα σίγουρα θα υπάρξει κάποιος που θα απαντήσει ότι αυτή η μεγάλη θυσία γίνεται στο όνομα των ηθικών αρχών. Σε αυτόν θα ήθελα να θυμίσω ότι ο Άιχμαν, προφανώς ειλικρινής, δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι έκανε αυτό που έκανε κατά συνείδηση, υπακούοντας σε εκείνες που θεωρούσε διδαχές της καντιανής ηθικής. Ένας κανόνας που ισχυρίζεται ότι πρέπει να απαρνηθούμε το καλό για να το σώσουμε, είναι εξίσου ψευδής και αντιφατικός με εκείνον που, για να προστατεύσει την ελευθερία, επιβάλλει την απάρνησή της. 

13 Απρίλη 2020 

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Κοινωνική αποστασιοποίηση - Giorgio Agamben

«Δεν ξέρουμε που μας περιμένει ο θάνατος, μας περιμένει παντού. Ο στοχασμός για τον θάνατο, είναι ο στοχασμός για την ελευθερία. Όποιος έχει μάθει να πεθάνει, έχει ξεμάθει να υπηρετεί. Το να ξέρουμε να πεθαίνουμε μας απελευθερώνει από κάθε ζυγό και κάθε περιορισμό»

Μισέλ ντε Μονταίν 

Αφού η ιστορία μας διδάσκει ότι κάθε κοινωνικό φαινόμενο έχει ή μπορεί να έχει πολιτικές επιπτώσεις, είναι ευκαιρία να καταγράψουμε με προσοχή τη νέα έννοια που έχει κάνει σήμερα την εμφάνισή της στο πολιτικό λεξικό της Δύσης: «κοινωνική αποστασιοποίηση». Μολονότι ο όρος πιθανώς επινοήθηκε ως ένας ευφημισμός σε σχέση με τη σκληρότητα του όρου «περιορισμός», ο οποίος χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα, πρέπει να διερωτηθούμε τι θα μπορούσε να σημαίνει μια πολιτική τάξη θεμελιωμένη σε αυτή την έννοια. Κάτι που καθίσταται ακόμη πιο επείγον εφόσον δεν πρόκειται μονάχα για μια υπόθεση καθαρά θεωρητική, αν είναι αλήθεια, όπως από πολλές πλευρές έχει αρχίσει να λέγεται, ότι η σημερινή επείγουσα υγειονομική συνθήκη μπορεί να θεωρηθεί ως το εργαστήριο στο οποίο ετοιμάζονται οι νέοι πολιτικοί και κοινωνικοί άξονες που αναμένουν την ανθρωπότητα.

Όποιες κι αν είναι, όπως συμβαίνει κάθε φορά, οι ανοησίες που υποθέτουν ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί, δίχως άλλο, να εκληφθεί σαν θετική και ότι οι νέες τεχνολογίες επέτρεπαν εδώ και καιρό να επικοινωνούμε χαρωπά από απόσταση, εγώ δεν πιστεύω ότι μια κοινότητα θεμελιωμένη στην «κοινωνική αποστασιοποίηση» είναι ανθρωπίνως και πολιτικώς βιώσιμη. Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η προοπτική, μου φαίνεται ότι αυτό είναι το ζήτημα για το οποίο πρέπει να σκεφτούμε. Μια πρώτη σκέψη αφορά την πραγματικά μοναδική φύση του φαινομένου που παράγουν τα μέτρα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης».

Ο Κανέτι, σε εκείνο το αριστούργημα που είναι το Μάζα και Εξουσία, ορίζει τη μάζα επί της οποίας θεμελιώνεται η εξουσία μέσω της αντιστροφής του φόβου του αγγίγματος. Ενώ οι άνθρωποι συνήθως τρέμουν στην ιδέα πως θα τους αγγίξει κάποιος άγνωστος και όλες οι αποστάσεις που οι άνθρωποι κρατούν γύρω τους γεννιούνται από αυτόν τον φόβο, η μάζα είναι η μοναδική κατάσταση στην οποία ένας τέτοιος φόβος αντιστρέφεται στο αντίθετο του. «Μόνο στη μάζα ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει λυτρωμένος από τον φόβο του αγγίγματος… Από τη στιγμή κατά την οποία αφήνεται στη μάζα, δεν φοβάται το άγγιγμα… Οποιοσδήποτε βρίσκεται γύρω μας είναι ίσος με εμάς, τον νιώθουμε όπως νιώθουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ξαφνικά, είναι λες και τα πάντα συμβαίνουν στο εσωτερικό ενός ενιαίου σώματος… Αυτή η αντιστροφή του φόβου του αγγίγματος είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μάζας. Η ανακούφιση που διαχέεται εδώ φτάνει σε σημαντικό βαθμό όσο περισσότερο πυκνή είναι, ακριβώς, η μάζα».

Δεν ξέρω τι θα σκεφτόταν ο Κανέτι για τη νέα φαινομενολογία της μάζας που έχουμε ενώπιον μας: αυτό που τα μέτρα της κοινωνικής αποστασιοποίησης και ο πανικός έχουν δημιουργήσει, είναι σαφώς μια μάζα –όμως μια μάζα, μπορούμε να πούμε, ανατραπείσα, φτιαγμένη από άτομα που κρατιούνται, με κάθε κόστος, σε απόσταση το ένα από το άλλο. Μια μη πυκνή μάζα, συνεπώς, αλλά αραιωμένη και η οποία, ωστόσο, είναι ακόμη μια μάζα, εφόσον αυτή, όπως επισημαίνει ο Κανέτι λίγο μετά, ορίζεται από τη συνεκτικότητα και την παθητικότητά της, με την έννοια ότι «μια πραγματικά ελεύθερη κίνηση δεν είναι με κανέναν τρόπο δυνατή… αυτή [η μάζα] περιμένει, περιμένει έναν αρχηγό, που οφείλει να της παρουσιαστεί».

Κάποιες σελίδες μετά, ο Κανέτι περιγράφει τη μάζα που δημιουργείται μέσω μιας απαγόρευσης, «στην οποία πολλά άτομα ενωμένα μαζί δεν θέλουν να κάνουν πλέον αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή έκαναν ως άτομα. Η απαγόρευση είναι ξαφνική: αυτοεπιβαλλόμενη… σε κάθε περίπτωση συμβαίνει με τη μέγιστη ισχύ. Είναι κατηγορηματική όπως μια εντολή· εξ αυτού είναι, ωστόσο, αποφασιστικός ο αρνητικός χαρακτήρας».

Είναι σημαντικό να μη μας διαφύγει το γεγονός ότι μια κοινότητα θεμελιωμένη στην κοινωνική αποστασιοποίηση δεν έχει να κάνει, όπως αφελώς θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, με έναν ατομικισμό σπρωγμένο στα άκρα: αυτή θα είναι, ακριβώς το αντίθετο, όπως εκείνη που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας, μια μάζα αραιωμένη και θεμελιωμένη σε μια απαγόρευση, όμως, ακριβώς εξ αυτού, ιδιαιτέρως συνεκτική και παθητική. 

6 Απρίλη 2020 

Σ.τ.μ. Αυτή, όπως και η προηγούμενη παρέμβαση που δημοσιεύτηκε στο blog spot των εκδόσεων για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα, υπάρχει στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Marcel Gauchet: «Είναι μια αφύπνιση του πολιτικού» (συνέντευξη στον Martin Legros)

«Βρισκόμαστε σε πόλεμο», δήλωσε ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ανακοινώνοντας πιο αυστηρά περιοριστικά μέτρα, την κινητοποίηση του στρατού και το κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Κατά τη γνώμη σας, βρισκόμαστε όντως σε καθεστώς πολέμου; 

Δεν βρισκόμαστε σε καθεστώς πολέμου. Ίσως μάλιστα να μοιάζει με έναν «ψεύτικο πόλεμο». Η χρήση αυτού του όρου εκ μέρους του προέδρου της δημοκρατίας σε σχέση με την επιδημία του κορονοϊού είναι δυσανάλογη με την πραγματικότητα. Σκεφτείτε τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο με πάνω από 20.000 νεκρούς την πρώτη ημέρα του… Είμαστε πολύ μακριά από αυτό, ευτυχώς.                                                                                                                                             

Γιατί τότε ο Εμμανουέλ Μακρόν κατέφυγε σε αυτόν τον όρο;                                                                                   

Η κήρυξη καθεστώτος πολέμου είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να ονομάσουμε την εμφάνιση του συμβάντος. Κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει την επανεμφάνιση του πολιτικού, εννοούμενου ως αυτό που εξασφαλίζει την ύπαρξη και τη συνέχεια μιας κοινότητας, ενός συλλογικού κανόνα που επιβάλλεται σε όλους, αφού αφορά τη ζωή και τον θάνατο του καθενός. Είχαμε ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό με αυτή την έννοια και ο πόλεμος έγινε ο μοναδικός τρόπος για να απεικονίσουμε αυτό το ζήτημα. Δηλαδή: έχει φτάσει η στιγμή να υποστείλουμε τις εσωτερικές μας διαιρέσεις εφόσον υπάρχει ένα έντονο αίτημα συλλογικής οργάνωσης σε σχέση με το οποίο οι μερικές μικροδιαμάχες δεν έχουν κάποιο νόημα. Το ζήτημα δεν είναι πλέον αν είμαστε υπέρ ή κατά του Μακρόν, το θέμα είναι να ξέρουμε αν ο Μακρόν κάνει τη δουλειά του. Το βαθύτερο νόημα αυτού του συμβάντος είναι το εξής: πρόκειται για μια αφύπνιση της διάστασης του πολιτικού την οποία είχαμε ξεχάσει και με την οποία πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να ασχολούμαστε λιγότερο. Από αυτή την άποψη, η σύγχυση για τη διεξαγωγή ή μη των δημοτικών εκλογών συνιστά ένα μεγάλο quiproquo. Οι δημοτικές εκλογές είναι πολιτική με την πιο χυδαία έννοια του όρου: ποιος νίκησε και ποιος έχασε. Όμως η αλήθεια είναι ότι, στο σημερινό πλαίσιο, κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει κανέναν. Είναι άσχετο από την πλευρά της επιβίωσης της κοινότητας.


Δεν πρόκειται, πιο κοινότοπα, για τη συνειδητοποίηση της βαρύτητας της κατάστασης των αθεράπευτων ατόμων;

Μολονότι έχει μια εκθετική εξέλιξη, ο κορονοϊός δεν έχει, προς το παρόν, την ορατή βαρύτητα της πανούκλας ή της ισπανικής γρίπης. Συνεπώς, για τα άτομα, υπάρχει μια δυσαναλογία μεταξύ της σχετικής βαρύτητας αυτής της επιδημίας και της βαρύτητας του πολιτικού μηχανισμού που επιβάλλει να μπουν στην άκρη η ζωή και οι προσωπικές επιλογές μας. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιας διαδικασίας αφύπνισης. Και θα δούμε τις προσεχείς εβδομάδες μέχρι ποιο σημείο θα μειωθεί… ή θα διευρυνθεί το χάσμα μεταξύ ατόμου και κοινότητας. Ζούμε ένα πραγματικό και ουσιαστικό πολιτικό τεστ σε μεγάλη κλίμακα. Στην κοινωνία μας, η ατομικιστική διάσταση, φιλελεύθερη και ιδιωτική έχει χάσει εντελώς το πάνω χέρι ή όχι; Θα το ανακαλύψουμε λίαν συντόμως. Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα της κρίσης που βιώνουμε.

Ξεκινώντας από το Γιουχάν, στην κεντρική Κίνα, όπου και σταθεροποιήθηκε, η επιδημία έγινε πανδημία με καταστροφικά αποτελέσματα στην παγκόσμια οικονομία, στην υγεία, κλπ. Πέρα από τις υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις, ποια είναι η πολιτική διάσταση του κορονοϊού;

Εξαρτάται από τον τρόπο διαχείρισής του. Μας επαναλαμβάνουν ότι το κινεζικό πολιτικό μοντέλο, αυταρχικό ή μετα-αυταρχικό, είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό από το δικό μας. Η «Λαϊκή Ημερησία» [επίσημο όργανο της κεντρικής επιτροπής του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος] έφτασε να διεκδικεί «την προφανή ανωτερότητα του κομμουνιστικού κόμματος και της ηγεσίας του». Ενώ το Πεκίνο τόλμησε να πει ότι «ο κόσμος μπορεί να ευχαριστήσει την Κίνα». Τώρα, στην πραγματικότητα, οφείλουμε αυτή την επιδημία στις χαρακτηριστικές ρήξεις που υπάρχουν στο κινεζικό πολιτικό μοντέλο και στη σκοτεινότητά του. Πρόκειται για ένα υγειονομικό Τσερνόμπιλ. Σε αυτό το σύστημα όπου το κόμμα και ο επικεφαλής του κατέχουν το μονοπώλιο ως προς τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, για πάνω από έναν μήνα, στην αρχή, το ζήτημα συγκαλυπτόταν σε βαθμό καταδίωξης εκείνων που είχαν σημάνει συναγερμό. Έπειτα, όταν έγιναν εμφανή τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας τέτοιας αντίδρασης, προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα με έναν τρόπο κτηνώδη και αυταρχικό, επιβάλλοντας στην κινεζική κοινωνία βίαιους κανόνες για τους οποίους εμείς δεν είμαστε ικανοί. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά και η επιδημία είχε ξεπεράσει τα σύνορα, γινόμενη ανεξέλεγκτη.

Θέλετε να πείτε ότι σε ένα δημοκρατικό καθεστώς η επιδημία θα μπορούσε να ελεγχθεί πιο αποτελεσματικά;

Είναι η απόδειξη αυτού που ο ινδός φιλόσοφος Αμάρτια Σεν είχε αναδείξει σε σχέση με την πείνα, αποδεικνύοντας πώς η δημοκρατία είναι πάντοτε το καλύτερο μέσο για την αποφυγή της, χάρη στην κυκλοφορία των πληροφοριών. Ζούμε την επαλήθευση αυτής της θέσης. Αν στην Κίνα βασίλευε η δημοκρατία, αυτή η επιδημία δεν θα είχε τέτοια έκταση.

Η πυρηνική καταστροφή του Τσερνόμπιλ, συνέβη το 1986, προηγήθηκε της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι αυτό που περιμένει την Κίνα;

Δεν το ξέρουμε. Όμως είναι σαφές ότι το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα ξέρει τι διακυβεύεται. Αν πάει σε δίκη τους υπεύθυνους, ξέρει ότι θα είναι δύσκολο να τους καταδικάσει.

Και οι δημοκρατίες μας, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων;

Είναι ζήτημα πολιτικής και κοινωνικής ευφυΐας των κυβερνώντων μας. Και έχουμε στη διάθεσή μας αντιπαραδείγματα πολύ διδακτικά, όπως αυτά της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν: κοινωνίες πολύ εκτεθειμένες, πραγματικά προκεχωρημένες και παρόλα αυτά είχαν λιγότερους νεκρούς σε σχέση με την Κίνα ή την Ιταλία. Αυτό δείχνει ότι μπορούμε να διαχειριστούμε αλλιώς τα πράγματα.

Στη Γαλλία, ο πρόεδρος της δημοκρατίας και η κυβέρνηση έβαλαν τις αποφάσεις κάτω από το καπέλο της επιστήμης. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει τη σύνθεση του επιστημονικού συμβουλίου ούτε τις σχέσεις βάσει των οποίων λήφθηκαν οι αποφάσεις… Δεν είναι αντιφατικό;

Δεν υπάρχει διαύγεια στη διαχείριση αυτής της κρίσης. Και πρόκειται για ένα πολιτικό λάθος. Οι κυβερνήσεις μας έχουν την τεχνοκρατική συμπεριφορά του κράτους-προστάτη αλά γαλλικά, που γνωρίζει καλύτερα από τον πληθυσμό τι πρέπει να κάνει. Αναφέρονται σε μια επιστημονική επιτροπή, της οποίας δεν δημοσιεύουν τις συμβουλές. Ενώ θα έπρεπε να υπάρξει η μέγιστη πληροφόρηση, με δεδομένη και την ύπαρξη του Ίντερνετ. Προσωπικά, εμπιστεύομαι την επιστήμη. Όμως μου αρέσει να κατανοώ τους επιστημονικούς συλλογισμούς που κατευθύνουν τις αποφάσεις. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή της «πνευματικής εξουσίας» του Ωγκύστ Κομτ. Η επιστήμη είναι η λογική σε άσκηση, συνεπώς η δυνατότητα κατανόησης των συλλογισμών. Υπάρχει μια διπλή αποτυχία της κυβέρνησης. Καταρχήν η επιστήμη πρέπει να είναι δημόσια και όχι υπόθεση μιας περιορισμένης επιτροπής. Κατά δεύτερο λόγο, αν η επιστήμη καθορίζει τις αποφάσεις, σε τελική ανάλυση είναι ο πολιτικός συλλογισμός που κατευθύνει εδώ ή εκεί. Κρυπτόμενος πίσω από τους επιστήμονες, ο Μακρόν δεν ανέλαβε πλήρως τις υποχρεώσεις του ρόλου του.

Σε σχέση με αυτό, φαίνεται να υπάρχει ένας συμβιβασμός μεταξύ της στρατηγικής του «περιορισμού» και της «μείωσης». Στη Νότια Κορέα και στην Ταϊβάν προσπάθησαν, με κάποια επιτυχία, να εξατομικεύσουν, να κάνουν τεστ και να απομονώσουν όλες τις συμπτωματικές περιπτώσεις, προκειμένου να εμποδίσουν τη διάδοση της επιδημίας. Στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η διάδοση ήταν ήδη πολύ προχωρημένη για να σταματήσει, έγινε προσπάθεια να επιβραδυνθεί η καμπύλη των μολύνσεων έτσι ώστε να διασωθεί το υγειονομικό σύστημα, φτάνοντας, σε κάποιες περιπτώσεις, να ειπωθεί ότι ο πληθυσμός ανοσοποιείται σιγά σιγά, περιορίζοντας τον ιό. Δεν συνιστά πρόβλημα, για την κυβέρνηση, ότι πήρε αυτή τη δύσκολη απόφαση χωρίς να το πει σαφώς στον κόσμο;

Να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό λέγεται πολιτικό λάθος. Πρέπει να μπουν όλα τα δεδομένα στο τραπέζι. Επικρατεί ακόμη η ιδέα ότι τα άτομα είναι αρκούντως χαζά για να ενταχθούν σε μια συλλογική στρατηγική. Όμως τα δεδομένα στη δημοκρατία δείχνουν ότι τα άτομα εντάσσονται πολύ καλύτερα σε μια στρατηγική επιλογή με την οποία νιώθουν συνδεδεμένοι.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Μπόρις Τζόνσον υιοθέτησε ανοιχτά τη στρατηγική της «συλλογικής ανοσίας», μη περιορίζοντας τον πληθυσμό και ανακοινώνοντας ότι πολλά εύθραυστα άτομα ή ηλικιωμένα θα πεθάνουν…

Αυτή η συμπεριφορά κυνικού πραγματισμού μας βάζει ήδη στο αυλάκι μιας συγκεκριμένης αγγλικής παράδοσης. Ξεκινά από την υπόθεση ότι το τίμημα, οικονομικά και κοινωνικά, ενός περιορισμού είναι πολύ βαρύ και καθώς η ασθένεια δεν είναι καθαυτή πολύ σοβαρή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, είναι αναγκαίο να υποστούμε τις «παράπλευρες» απώλειες. Στην πραγματικότητα, αν ακούσουμε τις συμβουλές της βρετανικής κυβέρνησης, πρόκειται για μια επιλογή πολύ φιλελεύθερη: σε ατομικό επίπεδο αφήνουν τα άτομα ελεύθερα να κάνουν αυτό που θεωρούν καλύτερο και, μολονότι η συμβουλή είναι η παραμονή στο σπίτι, δεν παίρνονται συλλογικά μέτρα περιοριστικά και αυταρχικά. Είναι η ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα που προηγούνται.

Έχετε μιλήσει πολλές φορές για την επιμονή της μεταφοράς του «πολιτικού σώματος» στην ευρωπαϊκή ιστορία, για την εικόνα των δύο σωμάτων του βασιλιά μέχρι τον σωματικό διχασμό μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς» στη σύγχρονη πολιτική. Δεν ξαναβρίσκουμε σήμερα, με αυτόν τον ιό, την ιδέα ότι το έθνος είναι ένα συλλογικό σώμα που μπορεί να απειληθεί η ενότητά του και που πρέπει να υπερασπίσει την ανοσία του;

Δεν είμαστε πια μια σωματική κοινωνία με έναν οργανικό δεσμό μεταξύ των προσώπων, που θα συγκεκριμενοποιούνταν στην ταύτιση με μια ολότητα, όπως το σώμα του μονάρχη που ενσάρκωνε για όλους την ενότητα και τη συνέχεια του έθνους. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια ανάγκη στα άτομα να εκλαμβάνουν τη συλλογικότητά τους σαν κάτι του οποίου αποτελούν μέρος, είτε σωματικά είτε ψυχικά. Νιώθουν μέρος σαν κάτι που φτάνει μέχρι σε αυτά. Είναι το νόημα της εικόνας του κοινωνικού σώματος. Και είναι αυτό που ο ιός θέτει σε δοκιμασία, τον ασυνείδητο δεσμό μας με τη συλλογικότητα.

Τι εξασφαλίζει την ανοσία του πολιτικού σώματος;

Δεν είναι προφανές για μια κοινωνία ατόμων η εξασφάλιση της πολιτικής της ανοσίας. Και από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά σε μια καθαρή αντίφαση. Από τη μια πλευρά λένε στα άτομα «δυσπιστείτε μεταξύ σας, μην αγκαλιαζόσαστε, κρατάτε αποστάσεις», ενώ από την άλλη τους λένε «σκεφτείτε τους άλλους, γιατί αν κι εσείς μπορεί να μην κινδυνεύετε, είστε κίνδυνος για τους άλλους». Τα άτομα διαπερνώνται από μια ένταση μεταξύ εγωιστικής απόστασης και αλτρουιστικής εμπλοκής.

Οι συνέπειες της επιδημίας στην παγκόσμια οικονομία, η αποκατάσταση των συνόρων και η επαναφορά των κρατών δεν μας θέτουν και ενώπιον των ορίων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης;

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την ευρύτητα αυτού του συμβάντος, όμως το πνευματικό και το ιδεολογικό σοκ είναι το πιο ισχυρό. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει πεθάνει με την έννοια ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία το «γλυκό εμπόριο» θα ρύθμιζε όλα τα προβλήμα.τα έχει ξεπεραστεί. Η αναγκαιότητα ενός στρατηγικού συλλογισμού επιβάλλεται σε όλες τις συγκροτημένες κοινότητες. Είναι αναγκαίο ένα νέο πολιτικό software.

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Philomag.com, στις 17/3/2020

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Αχ, μα τι φάση… - Sergio Bianchi

Αυτές τις μέρες ζούμε μια κατάσταση υποχρεωτικού εγκλεισμού κατ’ οίκον ατομικού και ταυτοχρόνως γενικευμένου. Μια απρόβλεπτη και κεραυνοβόλα εμπειρία, που υποχρεώνει σε σκέψεις πρωτόγνωρες. 

Αναπόφευκτη, για παράδειγμα, η πνευματική σύνδεση με τη συνθήκη την οποία επιβάλλει η φυλακή, αν και με μορφές πολύ πιο ελαφρές. 

Δεν υπάρχουν σαφώς δεσμοφύλακες που στρίβουν κλειδιά στην πόρτα του κελιού, στέκονται στο κεφαλόσκαλο παίζοντας με τα ρόπαλα, κρυφοκοιτάζουν από ένα ματάκι όλα εκείνα που κάνεις, ακόμη και τα πιο προσωπικά ή, ποιος ξέρει, σε συνοδεύουν κάνα δυο φορές τη βδομάδα να κάνεις ντους συχνά με παγωμένο νερό, σε απειλούν για μεταφορά σε μέρη μακρινά από αυτά των γονέων σου ή σε «τιμωρούν» σωματικά σε περίπτωση ανυπακοής ή εξέγερσης απέναντι στον «κανονισμό». Όχι, απλώς περιορίζονται να κόβουν βόλτες κάτω από τα σπίτια ελέγχοντας τις σπανιότατες εξόδους, που αντιθέτως από εκείνες από ένα κελί φυλακής δεν είναι η ώρα προαυλισμού σε μια αυλή γεμάτη τσιμέντο, περικυκλωμένη από ψηλούς τοίχους από τσιμέντο, αλλά βολτούλες για να κατουρήσει ο σκύλος ή να κάνεις τα ψώνια περιμένοντας υπομονετικά ή ανυπόμονα στην ουρά. Μια τριανταφυλλένια φυλακή εν κατακλείδι, όμως σε κάτι ωστόσο της μοιάζει.

Ποιος ξέρει λοιπόν αν οι «συνηθισμένοι άνθρωποι» στη βάση αυτής της εμπειρίας αποκτήσουν ένα ίχνος συνείδησης για το τι είναι στην πραγματικότητα η αληθινή φυλακή, που οι περισσότεροι τη σκέπτονται σαν «ένα ξενοδοχείο με τηλεόραση». Τι είναι η ψυχολογική και σωματική βία χωρίς ανάπαυλα που φιλοξενεί. Και τι αυτή προκαλεί, παράγει και αναπαράγει με όρους τρέλας.

Ποιος ξέρει αν αυτή η κατάσταση υποχρεωτικής οικογενειακής κοινωνικότητας θα αρχίσει σε λίγο να αυξάνει κατά τρόπο ιλιγγιώδη το ποσοστό αλκοολισμού και ψυχοφαρμάκων, να αναδεικνύει τις γονικές γυναικοκτονίες –που ήδη σε «φυσιολογικές» συνθήκες δεν είναι αστείο– , το πέταγμα μωρών από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, το πνίξιμο στον ύπνο με μαξιλάρια των παππούδων που μέχρι τώρα την είχαν γλυτώσει μυστηριωδώς από τον ιό, η σφαγή στους δρόμους τυχαίων περαστικών με μαχαίρια, πλάστες και ψαλίδια παρμένα από την κουζίνα. 

Αχ, μα τι φάση… Όμως ας είμαστε ήσυχοι αφού οι εγκληματίες, οι πραγματικοί, εκείνοι που είναι πραγματικά επικίνδυνοι, είναι κλεισμένοι σε ασφαλή και προπάντων κλειστά μέρη.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Το υπόλοιπο του τίποτα - Lanfranco Caminiti

Η γυναίκα που έρχεται για κάποια ώρα τη μέρα για να βοηθάει τη μαμά, ανησυχεί για τον σύντροφό της που έχει μια μικρή οικοδομική επιχείρηση μαζί με τον αδελφό του. Είναι άξιοι εργαζόμενοι –το ξέρω καλά γιατί αυτοί έφτιαξαν το σπίτι στο οποίο μένω– καλοπληρώνουν τους εργάτες τους και φτιάχνουν τα πάντα. Όμως η οικοδομή έχει σταματήσει εντελώς, δεν μπορεί κανείς να δουλέψει στα εργοτάξια και άλλωστε έχουν κλείσει και οι χονδρέμποροι οικοδομικών υλικών. Έτσι άφησαν τους εργάτες στο σπίτι.

Αυτός σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη στιγμή για να φτιάξει το σπίτι στο οποίο αργά ή γρήγορα θα μετακομίσουν –τώρα μένουν στο παλιό σπίτι της μαμάς του–, όμως του είπαν ότι δεν μπορεί να κάνει ούτε κι αυτό, καθώς δεν μπορεί να γυρνάει με το τρίκυκλο εδώ κι εκεί. Μπροστά από το σπίτι μου υπάρχουν τρία μαγαζιά –ένα ανθοπωλείο, ένα κομμωτήριο κι ένα μαγαζί οπτικών, όλα κλειστά. Ο ανθοπώλης κάνει και τον ξυλουργό, κι όταν βρίσκει δουλειά αφήνει τη γυναίκα του στο μαγαζί, όμως η οικοδομή έχει σταματήσει και συνεπώς δεν κάνει τίποτα. Ο οπτικός βρήκε έξτρα δουλειά στον βορρά και κάθε τόσο πήγαινε εκεί, με τη γυναίκα του να κρατάει το μαγαζί καθώς είναι και αυτή οπτικός –κάμποσο καιρό πριν προσπάθησαν επίσης να φτιάξουν ένα bed&breakfast, αλλά δεν τράβηξε· τώρα, αυτός έχει μείνει παγιδευμένες στον βορρά και αυτή είναι στο σπίτι. Για την κομμώτρια δεν ξέρω. Επιπλέον εδώ έχει κλείσει το μπαρ, το μαγαζί της «κυρίας χίλιες λίρες» είναι ανοιχτό αλλά δεν υπάρχει κανείς, ο φωτογράφος έχει κλείσει, αυτός με τις φιάλες γκαζιού είναι ανοιχτός: εδώ ακόμη αντιστέκεται η χρήση φιαλών γκαζιού –κυρίως ανάμεσα στους υπερήλικους και τα παλιά σπίτια, για τη σόμπα και συχνά και για την κουζίνα: κοστίζει 21 ευρώ μια μεσαία φιάλη των 15 λίτρων, όμως πιστεύω ότι το όριο της ήταν ακριβώς εκείνο το ευρώ, καθώς εσύ δίνεις κάτι παραπάνω για τον καφέ. Επίσης εδώ κάτω, το φαρμακείο είναι ανοιχτό, όμως ο ιδιοκτήτης του δεν είναι εκεί γιατί έχει προβλήματα υγείας και θα αρκούσε ένα κρύωμα για να τον ρίξει στο κρεβάτι, έτσι πήραν μια υπάλληλο, όμως δεν ξέρω για πόσο καιρό. Το μπαρ είναι κλειστό και τα κορίτσια που δουλεύουν παρτ τάιμ, βοηθώντας τα αδέλφια-ιδιοκτήτες, είναι στο σπίτι, αλλά και το υποδηματοπωλείο είναι κλειστό, το χαρτοπωλείο-είδη δώρων είναι κλειστό, με τις δύο υπαλλήλους να είναι επίσης στο σπίτι. 

Ακόμα περισσότερο εδώ κάτω, το ψαράδικο-κατεψυγμένα τρόφιμα έχει κλείσει και ο νεαρός που μόλις το είχε ανοίξει δεν φαίνεται πουθενά, ενώ έχει επίσης κλείσει ένα άλλο χαρτοπωλείο, όμως είναι ανοιχτό το μαγαζί με τα γαλακτομικά και τα τυριά, όντας σημείο διανομής, στο οποίο δουλεύουν τρεις κοπέλες σε δύο βάρδιες. Όμως η Φιόρε που πουλούσε στη γωνία καλάθια που έφτιαχνε η ίδια δεν υπάρχει πια, όπως ούτε η κυρία που πουλούσε μανιτάρια ή τα σαλιγκάρια τα οποία μάζευε η ίδια από την εξοχή όταν έβρεχε και τα ’στελνε ο θεός. 

Στη μικρή πλατεία, το μπαρ έχει κλείσει, όπως επίσης ένα μικρό μπακάλικο και ένα φωτογραφείο. Υπάρχει ένα άλλο μπακάλικο που λειτουργεί εδώ και κάνα μήνα, το οποίο, αντιθέτως, είναι ανοιχτό, και το λειτουργεί ένα νεαρό ζευγάρι. Στη γωνία, το μαγαζί με τα ρούχα έχει κλείσει. 

Στη λεωφόρο, έχει κλείσει το μαγαζί με ρούχα για νέους, εκείνο με τα εργαλεία ψαρέματος και το κοσμηματοπωλείο. Ο κοσμηματοπώλης αυτά τα χρόνια φάνηκε θαρραλέος, επένδυσε στην ανακαίνιση μαγαζιών που στη συνέχεια τα νοίκιαζε: μπορούσε να επιβιώσει με αυτό το εισόδημα, όμως τα μαγαζιά του έχουν όλα κλείσει και δεν ξέρω αν πληρώνουν το νοίκι. 

Στη μεγάλη πλατεία έκλεισε το μπαρ και το κουρείο, ενώ αντιστέκεται το καπνοπωλείο· μπροστά υπάρχει ένα φαρμακείο, που δουλεύει εναλλάξ μ’ ένα άλλο. Στο άνοιγμά της έκλεισε το πιο «in» μπαρ. Στον μεγάλο δρόμο είναι ανοιχτό ένα μαγαζί franchising απορρυπαντικών, όπου δουλεύουν τρεις κοπέλες ανά βάρδια, έχει κλείσει η ψησταριά που λειτουργούσε ένα νεαρό ζευγάρι και άνοιγε μόνο το βράδυ –προσπάθησαν να το λειτουργήσουν και τη μέρα αλλά δεν τράβηξε–, το ζαχαροπλαστείο, που λειτουργούσαν δύο κοπέλες κι ένα μαγαζί με οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Αντιστέκεται το σούπερ μάρκετ και, δίπλα, τα φρούτα και λαχανικά της «κυρίας ναι-ναι», που τη λένε έτσι γιατί αν έχει κάτι που της ζήτησες, σου απαντάει πάντοτε έτσι. Όμως έχει κλείσει ένα άλλο μπαρ, το κουρείο κι ένα περίπτερο, που του είπαν να μη βγάζει φωτοτυπίες (όμως το ποσοστό του leasing πρέπει να το πληρώνω, μου είπε) και αντί να πουλάει ένα μολύβι ή ένα τετράδιο και τέσσερις εφημερίδες προτιμάει να μένει σπίτι, με τα δύο του παιδιά. Ακόμη πιο κάτω έχουν κλείσει δύο μαγαζιά. 

Στη στροφή που οδηγεί έξω από το χωριό, έχει κλείσει το μαγαζί με τα δερμάτινα και τα αρώματα, το άλλο μαγαζί «με τα πάντα όλα», ένα άλλο ανθοπωλείο και το ιατρείο ενός παιδίατρου, αντιστέκεται το χασάπικο που έχει πολύ καλό κρέας και δουλεύουν εκεί άλλα δύο παιδιά. Πιο κάτω έχει κλείσει το μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας. Στο χωριό δεν τριγυρνάει πια κανείς και οι «δουλίτσες» δεν μπορούν να γίνουν: να πας στα χωράφια για δαμάσκηνα και κοπριά, να βάψεις προσόψεις και μπαλκόνια, να μεταφέρεις πράγματα, να επιδιορθώσεις έναν σωλήνα που έσπασε μέσα σ’ έναν τοίχο ή μια ηλεκτρική εγκατάσταση που χάλασε, όλα είναι μαύρα, όλα φευγάτα. Από την αγορά της Κυριακής όπου πήγαιναν οι πλανόδιοι πωλητές (και τις άλλες μέρες πήγαιναν κυκλικά στα γύρω χωριά) για να πουλήσουν ρούχα και σώβρακα, πιάτα και τηγάνια, ή οι μαύροι που πουλάνε κινητά και πλαστές τσάντες ή οι μπαγκλαντεσιανοί με τα μπιζού και τα βραχιόλια, και υπήρχαν τόσοι πάγκοι με φρούτα και λαχανικά και τυριά και λουκάνικα και σαλάμι, τίποτα. Εδώ, αν και όποτε περάσει η επιδημία, θα έχει μείνει το υπόλοιπο του τίποτα. 

Ο Λαφράνκο Καμινίτι, ιστορική φιγούρα της εργατικής αυτονομίας στον ιταλικό νότο, ζει στη Μεσίνα και είναι συνιδρυτής του περιοδικού Derive Approdi και των ομώνυμων εκδόσεων. Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των εκδόσεων.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Σκέψεις για την πανούκλα - Giorgio Agamben

Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν αφορούν την επιδημία, αλλά αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε από τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι της. Πρόκειται, δηλαδή, να σκεφτούμε για την ευκολία με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία αποδέχθηκε να νιώσει πανουκλιασμένη, να απομονωθεί στο σπίτι και να αναστείλει τις φυσιολογικές συνθήκες της ζωής της, τις εργασιακές της σχέσεις τη φιλία, τον έρωτα, φτάνοντας μέχρι τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις της. Γιατί δεν συνέβησαν, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, διαμαρτυρίες και εναντιώσεις; Η υπόθεση στην οποία θα ήθελα να προχωρήσω είναι ότι κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και ασυνείδητα, η πανούκλα ήταν ήδη εδώ, ότι, προφανώς, οι συνθήκες ζωής του κόσμου είχαν γίνει τέτοιες ώστε άρκεσε ένα ξαφνικό συμβάν για να εμφανιστούν ως αυτές που είναι –δηλαδή αφόρητες, όπως ακριβώς μια πανούκλα. Και αυτό, με μια συγκεκριμένη έννοια, είναι το μοναδικό θετικό δεδομένο που μπορούμε να αντλήσουμε από την παρούσα κατάσταση: είναι δυνατόν, πιο μετά, ο κόσμος να ξεκινήσει να διερωτάται αν ο τρόπος με τον οποίο ζούσε ήταν ο σωστός. Και αυτό πάνω στο οποίο πρέπει επίσης να σκεφτούμε, είναι η ανάγκη της θρησκείας που αυτή η κατάσταση αναδεικνύει. Είναι ενδεικτική, στον λίαν τεταμένο λόγο των ΜΜΕ, μια ορολογία που δανείζεται στοιχεία από το εσχατολογικό λεξιλόγιο και η οποία, για να περιγράψει το φαινόμενο, καταφεύγει εμμονικά, προπάντων στον αμερικανικό τύπο, στη λέξη «αποκάλυψη», επικαλούμενη, συχνά σαφώς, το τέλος του κόσμου. Είναι λες και η θρησκευτική ανάγκη, που η εκκλησία δεν είναι πλέον σε θέση να ικανοποιήσει, να αναζητεί ψαχουλεύοντας έναν άλλο τόπο για να υπάρξει και να τον βρίσκει ακριβώς σε εκείνη που τώρα πια έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας: στην επιστήμη. Αυτή, όπως κάθε θρησκεία, μπορεί να παράγει δεισιδαιμονίες και φόβο ή, ωστόσο, να χρησιμοποιείται για τη διάδοσή τους. Ποτέ όπως σήμερα δεν παραβρεθήκαμε στο θέαμα, τυπικό των θρησκειών σε στιγμές κρίσης, γνωμών και συνταγών διαφορετικών και αντιθετικών μεταξύ τους, που ξεκινούν από την αιρετικά μειοψηφική θέση (αν και υποστηρίζεται από επιστήμονες με κύρος) αυτών που αρνούνται τη βαρύτητα του φαινομένου, και φτάνουν μέχρι τον κυρίαρχο ορθόδοξο λόγο που ναι μεν την αποδέχεται αλλά, ωστόσο, διαφέρει, συχνά ριζικά, ως προς τους τρόπους αντιμετώπισής της. Και, όπως πάντοτε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, κάποιοι ειδικοί ή λεγόμενοι τέτοιοι, καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μονάρχη ο οποίος, όπως στην εποχή των θρησκευτικών διενέξεων που δίχασαν τη χριστιανοσύνη, παίρνει θέση ανάλογα με τα συμφέροντά του υπέρ του ενός ή του άλλου ρεύματος και επιβάλλει τα μέτρα του. 

Ένα άλλο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι η προφανής κατάρρευση κάθε κοινής πεποίθησης και πίστης. Θα λέγαμε ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτα –πέρα από τη γυμνή βιολογική ύπαρξη που πρέπει, με οποιοδήποτε κόστος, να διασωθεί. Όμως πάνω στον φόβο μήπως χάσουμε τη ζωή μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μια τυραννία, μόνο ο τερατώδης Λεβιάθαν με το ξεγυμνωμένο σπαθί. 

Γι’ αυτό –όταν η έκτακτη ανάγκη, η πανούκλα, θα ανακοινωθεί ως περατωθείσα, αν ανακοινωθεί– δεν πιστεύω ότι, τουλάχιστον για όποιον έχει διατηρήσει μια ελάχιστη διαύγεια, θα είναι δυνατό να επιστρέψουμε να ζούμε όπως πριν. Και αυτό είναι ίσως σήμερα το πλέον απελπιστικό πράγμα –αν και, όπως έχει ειπωθεί, «μόνο για όποιον δεν έχει πλέον ελπίδα δόθηκε η ελπίδα». 

 27 Μάρτη 2020