Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Αστέρια και επανάσταση Κοσέντσα 2004: Μια συζήτηση με τον Φράνκο Πιπέρνο - Fabio Cuzzola

Μπούσουλας για νέες κατευθύνσεις, Angelica Ferrara

Το ραντεβού με τον καθηγητή Πιπέρνο είναι  κάπου στην κεντρική λεωφόρο της παλιάς πόλης της Κοσέντσα, τόσο ασαφές κατά μήκος ενός δρόμου από τα θαύματα της διοίκησης Μαντσίνι: το νέο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας του ελαιολάδου. Όμως είναι πράγματι θαύμα όλο αυτό; Ή απλά μια αστεακή ανάκτηση, που πραγματοποιή-θηκε χάρη στους ευρωπαϊκούς πόρους και κατέληξε να ακυρώνει ανθρώπους και ιστορίες, στερώντάς τους εκείνη τη ρομαντική αύρα που είχε η παλιά  πόλη. Ένας μακρινός μύθος για εμάς τους νέους, τους λίγους, που μεγάλωσαν στις ακτές του Στενού, υποχρεωμένοι να κάνουν ατέλειωτους ελιγμούς και να δείχνουν τη διαφορά τους από αυτούς που φωνάζουν «Θάνατος στους προδότες», υψώνοντας το χέρι μιμούμενοι τον ρωμαϊκό χαιρετισμό.

 

Καθηγητά, είμαι εδώ, είμαι ο Φάμπιο Κουτσόλα, χαίρετε...

Χαίρετε, πάμε μια βόλτα και μετά ανεβαίνουμε στο γραφείο μου.

Εντάξει, αν δεν σας ενοχλεί θα ήθελα να σας μαγνητοφωνήσω, μαζεύω χρήσιμες μαρτυρίες για το δοκίμιο μου για την Εξέγερση στο Ρέτζο Καλάμπρια.

Ναι, κανένα πρόβλημα. Το μόνο πρόβλημα που θα έχουμε σύντομα είναι το κρύο, σίγουρα δεν θα είναι όπως εκείνο στον Καναδά, αλλά θα το νιώσουμε.

Πράγματι, τι να πω κι εγώ που μένω στο Ρέτζο. Παρεμπιπτόντως, που σας βρήκε η Εξέγερση στο Ρέτζο;

Στη Ρώμη, ήμουν στη Ρώμη, ήταν τα χρόνια της Εργατικής Εξουσίας.

Εσείς που θα κατατάσσατε εκείνα τα γεγονότα;

Κατά τη γνώμη μου, τα γεγονότα στο Ρέτζο είναι παρόμοια με τις εξεγέρσεις που συμβαίνουν ανά περιόδους στο Νότο, εξαιτίας της ύπαρξης ποικιλόμορφων προβλη-μάτων. Μετά από τόσα χρόνια, προφανώς δεν είναι εύκολο να τα θυμόμαστε επακριβώς και είναι σαφώς διαφορετική η ματιά που είχαμε τότε σε σχέση με την ανάγνωση που μπορούμε να τους κάνουμε σήμερα, περπατώντας ήσυχα εδώ κατά μήκος της λεωφόρου Κράτι. Όμως τα θυμάμαι όλα πολύ καλά, γιατί ένιωθα το Ρέτζο πολύ κοντά μου, ακόμα κι αν είμαι από το Καταντσάρο! Θυμάμαι ότι είχα συναντηθεί με τον Μαντσίνι, τότε γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, για να εξετάσουμε την κατάσταση και θυμάμαι ότι είχε προηγηθεί μια συνέλευση και στη συνέχεια αρκετές συναντήσεις με πρωτοβουλία πάντοτε του Τζάκομο (Μαντσίνι). Δεν τον γνώριζα προηγουμένως προσωπικά και μεταξύ άλλων εκείνη ήταν η πρώτη από τις επόμενες φορές που είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω και να σφυρηλατήσουμε τη σχέση μας. Πριν τον είχα δει μόνο μια φορά στο Καταντσάρο σε μια δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος του και ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος κυρίως για  την κλιμάκωση της βίας στους δρόμους.

Μπορώ να φανταστώ την αντίδρασή του όταν είδε ένα ομοίωμά του να κρέμεται στους στύλους του ηλεκτρικού ρεύματος, παρουσιαζόμενος σαν ο άγριος εχθρός της πόλης στην τηλεόραση, σε όλες τις εφημερίδες...

Δεν νομίζω ότι ήταν φοβισμένος, τότε η βία ήταν ένα συστατικό στοιχείο της πολιτικής, μάλλον ήταν πικραμένος. Μιλήσαμε εκτενώς σε αυτές τις συνελεύσεις, είχαμε μια αξιόπιστη ομάδα περιφρούρησης και συζητήσαμε για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε παρόντες στην Εξέγερση, μέσα στην καρδιά των γεγονότων, προκειμένου να αναζητήσουμε μια διέξοδο διαφορετική από αυτή που διαφαινόταν.

Ποιες πρωτοβουλίες πήρατε, τι ιδέες ρίξατε στο τραπέζι;

Για μένα οι ιδέες γεννιούνται από την πράξη, από το μοίρασμα, οπότε προκειμένου να καταλάβω τι συνέβαινε πήγα εκεί, στο Ρέτζο, με εκείνη που αργότερα έγινε η γυναίκα μου! Κάναμε το λάθος να πάμε με το αυτοκίνητο που η πινακίδα του έδειχνε ότι ήταν από το Καταντσάρο! Δύο-τρία λεπτά αφότου παρκάραμε είδαμε ότι γύρω από το αυτοκίνητο είχαν μαζευτεί πολλοί νεολαίοι. Ανησύχησα επειδή το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο, όμως μετά από μια αντιπαράθεση μαζί τους, θα λέγαμε έντονη, πήγαμε και σταθμεύσαμε σε ένα πιο ασφαλές μέρος και έπειτα μπήκαμε σε ένα μπαρ για να μιλήσουμε με τον κόσμο. Στους δρόμους υπήρχαν παντού οδοφράγματα, βρισκόμασταν στην οδό Σμπάρε...

Εκεί όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ, καθηγητά!

Αλήθεια? Λοιπόν, μιλούσα και προσπαθούσα όσο ήταν δυνατό να κρύψω την καταντσάρικη προφορά μου. Μιλήσαμε αλλά κυρίως θέλαμε να ακούσουμε, να ακούσουμε για να καταλάβουμε. Φύγαμε το ίδιο βράδυ. Η πρόθεσή μου ήταν να επιστρέψω με τους συντρόφους από την Τζέλα. Τότε είχαμε ήδη πολλούς συντρόφους στα εργοστάσια και η στάση των εργατών ήταν πολύ αρνητική, εχθρική απέναντι στην Εξέγερση στο Ρέτζο.

Νιώσατε, δηλαδή, κάτι σαν απογοήτευση εκείνους τους μήνες, βλέποντας ένα ξέσπασμα εξέγερσης που αν και είχε ξεκινήσει από τα μέρη σου δεν μπορούσατε να το καταλάβετε, βιώσατε τη δυσκολία της εισαγωγής της στη  διαλεκτική της ομάδας στην οποία αγωνιζόσαστανν;

Ναι, ακριβώς έτσι, είχα σκεφτεί πολύ εκείνη την εποχή για τις ελλείψεις στην ανάλυση της ιστορίας που είχε η ομάδα μου. Ένιωσα ότι με αφορούσε προσωπικά γιατί ήμουν ένας από τους υπεύθυνους της ομάδας σε εθνικό επίπεδο. Σκεφτόμουν ότι δεν είχα καταφέρει –και ίσως να μην είχα δουλέψει πολύ πάνω σε αυτό το ζήτημα– να βάλω αυτή την εξέγερση και τους σκοπούς της στη θεματική της ομάδας μου, να εισαγάγω εκείνα τα προβλήματα του Νότου που ήταν τόσο διαφορετικά και μακρινά από όσα συνέβαιναν στον Βορρά.

 

Πώς διαμορφώνεται μια ταξική συνείδηση, εκεί όπου δεν υπάρχει; Γιατί, δηλαδή, η αριστερά, δεν μιλάω για τη θεσμική αλλά για την εξωκοινοβουλευτική, δεν κατάφερε να πάει πέρα από τη μήτρα του μαρξισμού που συνδεόταν με τον εργάτη του εργοστασίου, ο οποίος, στο μεταξύ, μετατρεπόταν σε εργάτη-μάζα; Στο Νότο υπήρχαν πολλά μέρη, ακόμη και αστεακού τύπου προκειμένου  να κατανοήσουμε την ύπαρξη του εξωτερικού προλεταριάτου, για να το αποκαλέσω όπως ο Ζιτάρα [1], που στην προσπάθειά του να το εικονογραφήσει ασχολήθηκε με το Παλέρμο, τη Νάπολη, την Κατάνια… ποια ήταν η κατάσταση στο Ρέτζο Καλάμπρια;

Εμείς αντιμετωπίσαμε αυτή την ιστορία του Νότου βάσει μιας εργατικής προοπτικής: για παράδειγμα στη Νάπολη υπήρχε μια ομάδα μας στην Άλφα Ρομέο, υπήρχε η ομάδα στην Τζέλα και υπήρχε μια άλλη με έδρα τον Κρότωνα, στην οποία συμμετείχα πριν πάω στο Ρέτζο. Δεν ήταν εύκολη η παρέμβαση γιατί το θέμα που κυριαρχούσε ήταν αυτό σχετικά με την ανανέωση των συμβάσεων, υπήρχε μια προπαρασκευή που είχε ξεκινήσει κάμποσους μήνες πριν, μάχες που δίνονταν εδώ και χρόνια πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το Ρέτζο ήταν δύσκολο για όλους και ιδιαιτέρως για την αριστερά. Σκέψου ότι το όλο ζήτημα με το Ρέτζο ξεκίνησε με την αντιμαχία με το Καταντσάρο για το ποια πόλη θα ήταν η πρωτεύουσα του νομού, μια ιστορία με κωμικά, σχεδόν τραγελαφικά στοιχεία... στην πραγματικότητα, αν το καλοσκεφτού-με, υπάρχει κάτι το οποίο ήταν πάντοτε παρόν στους νότιους πληθυσμούς: μια ισχυρή αίσθηση κοινότητας, ενός συνανήκειν, μιας συνεχούς αναζήτησης ταυτότητας, κάτι που εμείς είχαμε υποτιμήσει βαθιά. Κάναμε λάθος στην αριστερά, ακόμη και εμείς της «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», εκτός από τον Σόφρι, που το είχε πιάσει και κατέβηκε καταρχήν μόνος του στο Ρέτζο, αλλά στη συνέχεια έστειλε μερικούς συντρόφους για να δημιουργήσουν έναν πρώτο πυρήνα της Διαρκούς Πάλης [2]. Δεν κάναμε πολλά βήματα εκείνη την εποχή πέρα από το καθαυτό εργατικό ζήτημα, καθώς το πρώτο μας μέλημα ήταν η εργατική υπόθεση. Η ομάδα ήταν περίκλειστη απέναντι σε κάποιου άλλου τύπου άνοιγμα.

Ωστόσο, σε αυτή την προοπτική, για τη διεύρυνση, το ξεπέρασμα του εργοστασίου, μου φαίνεται ότι ήταν ακριβώς η Διαρκής Πάλη που έριξε το σύνθημα «Να πάρουμε την πόλη!» Ένα πολύ δυνατό σύνθημα για ένα πιο σταδιακό και εναλλακτικό πρόγραμμα σε σχέση με  το tout court επαναστατικό πρόγραμμα...

Ναι, «Να πάρουμε» ή «Ας ξαναπάρουμε την πόλη», ήταν ένας τρόπος να μετατοπιστεί το επίκεντρο, να πάει ο αγώνας από το εργοστάσιο στο κοινωνικό πεδίο, με αυτή την έννοια ναι, θα ήταν τότε πιο εύκολο να καταλάβουμε το Ρέτζο και τους πολίτες του. Η Εξέγερση είχε ως αιχμή του δόρατος πολιτικά στοιχεία της δεξιάς, αυτό συνέβη  τουλάχιστον στη δεύτερη φάση της, αλλά ήταν σίγουρα μια εξέγερση, ένα μίγμα σαφώς λαϊκών περιεχομένων. Η τάση του, η οποία στη συνέχεια πήρε εντελώς το πάνω χέρι, με τη συμβολή και μιας μονοθεματικής εκστρατείας ενημέρωσης εκ μέρους της κυβέρνησης, ήταν σίγουρα φασιστική και μια φασιστική εξέγερση ήταν πολύ καινοτόμα για το κλίμα που επικρατούσε στο κοινωνικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, και μάλιστα με την ιστορία που είχε η Ιταλία.

Μετά το τέλος της βίαιης εξέγερσης, μετά την καταστολή της κυβέρνησης Κολόμπο, τι κάνατε;

Θυμάμαι καλά μια έντονη διαλεκτική σύγκρουση που συνέβη στη Ρώμη σε μια συνέλευση για το «τι να κάναμε;» στο Ρέτζο. Ήμασταν στη Ρώμη για μια συνάντηση για τα εργοστάσια, πολλά διευθυντικά στελέχη και εργάτες είχαν εκδηλωθεί με έναν κάπως εχθρικό τρόπο απέναντι στην πρόταση να γίνει μια εκστρατεία, μια διαδήλωση στο Ρέτζο. Ήταν μια εμβρυακή στιγμή, η προεικόνιση της ιδέας της χρήσης των εργαζομένων ως «κόκκινων φρουρών».

Καθηγητά, αναφέρεστε στη διαδήλωση των συνδικάτων «Ο Βορράς και ο Νότος ενωμένοι στον Αγώνα»;! Αυτή του ’72, με τους πενήντα χιλιάδες μεταλλεργάτες που πήγαν στο Ρέτζο; [3]

Ναι, ναι! Νομίζω πως επρόκειτο για ένα τραγικό λάθος! Κατά τη γνώμη μου δεν ήταν τυχαίο ότι μια διαδήλωση, τόσο μεγάλη αριθμητικά, και μάλιστα με έντονο το πολιτικό της στίγμα, προκάλεσε ένα είδος ρήξης με τους νότιους πληθυσμούς. Σαν να λέγαμε πως ο Νότος πρέπει να απελευθερωθεί από κάποιον που θα έρθει απ’ έξω! Για την αριστερά κάτι τέτοιο ήταν η βασική της λογική! Υπήρχε πάντοτε μια σύγκρουση μεταξύ ημών και αυτής της αντίληψης των πραγμάτων, όπως φάνηκε και στα γεγονότα στο πανεπιστήμιο της Σαπιέντσα στη Ρώμη.

Ναι, η εκδίωξη του Λάμα από τη Σαπιέντσα το 1977, μόνο τότε τα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάλαβαν την έννοια των «Δύο Κοινωνιών» έτσι όπως την είχε θέσει ο Άζορ Ρόζα [4]. Πέρα από τα τραύματα που προκλήθηκαν στην αριστερά, σκεφτήκατε ποτέ εκείνες τις στιγμές ότι το Ρέτζο στα χέρια των φασιστών θα μπορούσε να γίνει το επίκεντρο μιας αντιδραστικής απόπειρας, ενός πραξικοπήματος;

Υπήρχαν ομοιότητες που έτειναν να καλλιεργούν εκείνο το κλίμα εγρήγορσης, απέναντι στο οποίο εμείς ήμασταν δύσπιστοι. Κατά τη γνώμη μου στην Ιταλία δεν μπορούσε να γίνει πραξικόπημα, γιατί δεν υπήρχαν αυτοί που θα μπορούσαν να το κάνουν.

Συνεπώς, για σας, αυτές οι απόπειρες ανατροπής της συντεταγμένης τάξης ήταν μόνο «πραξικοπήματα οπερέτα»;!

Προσπάθησαν να αποσταθεροποιήσουν για να σταθεροποιηθούν. Τουλάχιστον για μας, οι βόμβες στην Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο τον Δεκέμβρη του 1969, για παράδειγμα, έκαναν το κίνημα να πάει ένα βήμα πίσω· εντυπωσιάστηκα πολύ βλέ-ποντας πολίτες και εργάτες να συμμετέχουν μαζικά στην κηδεία, σε εκείνη τη μεγάλη σιωπή, λες και η κοινωνία των πολιτών να ήθελε να σκεπάσει τη δημοκρατία· το εργατικό κίνημα υιοθέτησε ως κυρίαρχο ζήτημα τον αντιφασισμό, κάτι που σε μας φάνηκε λάθος επειδή για μας η ιστορία του αντιφασισμού σήμαινε ένα μπλοκάρισμα, μια προσπάθεια να μπουν στην άκρη οι πιο προωθημένες θεματικές.

Πιστεύετε ότι ήταν μια ιδιαιτέρως μελετημένη στρατηγική;

Πιθανότατα υπήρξε σύγκλιση, αν και δεν πιστεύω στις θεωρίες συνωμοσίας, μάλλον είναι πιθανότερο τα πραγματικά συμφέροντα της Χριστιανικής Δημοκρατίας και των Ιταλών βιομηχάνων να επικεντρώθηκαν στη δημιουργία ενός κοινού μετώπου, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, προκειμένου να προωθήσουν τη λογική των αντίθετων εξτρεμισμών. Ενώ για μας που ήμασταν στον δρόμο δεν υπήρχε κάποια σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ ημών και εκείνων. Άλλωστε οι ιταλικοί στρατιωτικοί μηχανισμοί δεν ήταν σε θέση να κάνουν ένα πραξικόπημα.

Μετά τα πολλά χρόνια που ζήσατε στο εξωτερικό, τι βρήκατε όταν επιστρέψατε στην Καλαβρία;

Επέστρεψα από τον Καναδά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αφού είχα διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ και έχοντας ζήσει εκεί ήμουν σε θέση να βιώσω άμεσα την αυτονομία τους, τη μακρά τους παράδοση αστεακής διακυβέρνησης, για παράδειγμα εκεί η δημοτική αστυνομία ασχολείται με τα πάντα, όχι μόνο με την κυκλοφορία. Ήδη από το λύκειο ήμουν μπερδεμένος για τον τρόπο με τον οποίο είχε πραγματοποιηθεί η ενοποίηση της Ιταλίας.

Έχετε σπουδάσει στο Γκαλούπι στο Καταντσάρο, σωστά;

Ναι, ένα σχολείο της ζωής, της μελέτης...

Προσπάθησα κι εγώ να διδάξω...

Ο μέντοράς μου ήταν ο δάσκαλος. Μαστρογιάνι, τον γνώρισα ακριβώς στο Γκαλούπι, δίδασκε ιστορία και φιλοσοφία [5]. Του είπα πως στο γυμνάσιο ήμουν μπερδεμένος σχετικά με την ενοποίηση της Ιταλίας, μια διαδικασία αλλαγής που επηρέασε βαθιά στον Νότο μονάχα ένα πολύ χαμηλό αριθμό ανθρώπων, μια ελίτ. Η εμβάθυνση στην καναδική ζωή με έκανε να σκεφτώ λίγο πολύ τα πάντα, ακόμη και για την ανάγκη να εφαρμοστούν νέες μορφές συμμετοχής ικανές να δημιουργήσουν κοινότητες, αλλά επιστρέφοντας στην Ιταλία ήρθα σε σύγκρουση με όλα αυτά τα αιτήματα, ακόμη και με την αριστερά, η οποία ήθελε περισσότερο κράτος. Χάρη στον νόμο για την άμεση εκλογή των δημάρχων παραβρέθηκα σε μια αφύπνιση του Νότου: τουλάχιστον έξι ή επτά μεγάλες πόλεις στο Νότο κυβερνώνται σήμερα με εξαιρετικό τρόπο. Τα γεγονότα στο Ρέτζο, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει σήμερα να ειδωθούν ως ένα πολύ πρόωρο μήνυμα, ένα σημάδι που προεικόνισε την ανάκαμψη του Νότου, μια ανάκαμψη που έχει να κάνει με την αξιοπρέπεια, όχι με τα χρήματα, με τις συνηθισμένες χρηματοδοτήσεις, ένα σημάδι που τότε δεν έγινε αντιληπτό και δεν ερμηνεύτηκε με τον σωστό τρόπο.

Περισσότερη συμμετοχή, επομένως, και λιγότεροι ειδικοί νόμοι.

Ακριβώς έτσι.

Συμφωνείτε με τους μελετητές που εντοπίζουν στα γεγονότα του Ρέτζο το τέλος του νότιου ζητήματος;

Κατά τη γνώμη μου το Ρέτζο αντιπροσώπευε ένα ασυνείδητο σημάδι, ένα στοιχείο ασυνήθιστης καινοτομίας, τα ζητήματα επανεμφανίζονται στην ιστορία και οι συνθήκες τα ξαναθέτουν επί τάπητος.

Ο Τσίτσο Φράνκο, στην περίφημη συνέντευξή του στην Οριάνα Φαλάτσι ενώ ήταν φυγάς, λέει ότι πολλοί Ρετζίνι συντάχθηκαν με την εξέγερση αν και δεν ήταν φασίστες, επειδή μόνο οι φασίστες ήταν σε θέση να εκπροσωπήσουν το Ρέτζο, υπερασπίζοντάς το ακόμη και με τη βία [6]. Ιδού, λοιπόν, σε ποιο βαθμό μπορούν η ταυτότητα και η αντιπροσώπευση να συγκλίνουν χωρίς να έχουν ως αποτέλεσμα ένα εθνικιστικό και επαρχιώτικο κλείσιμο;

Δεν ξέρω τον Τσίτσο Φράνκο και ποτέ δεν διάβασα τίποτα σχετικό, ίσως σκεφτόταν την Κοινωνική Δημοκρατία του Σαλό, αλλά εκείνο το κρατίδιο δεν είχε τίποτα κοινωνικό, ήταν απλά σύμμαχος του Χίτλερ. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να κάνουμε τα άτομα να καταλάβουν την έννοια της «γης», αυτή η γη είναι η γη σας, αυτή η γη είναι η γη μας…

Δεδομένου ότι είμαστε εδώ, ας δούμε λίγο τι είπε ο Τελέζιο για την Κοσέντσα: «Η αγαπημένη μου πόλη θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει χωρίς εμένα, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτή, καθώς κυλάει στις φλέβες μου και την αγαπώ».

Ναι, κι αυτό ισχύει για κάθε πόλη, κάθε τόπο, κάθε γη στην οποία νιώθουμε ότι ανήκουμε, και νομίζω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνο για τον Νότο. Ο δήμος μας αποτελεί μέρος ενός δικτύου δήμων, ένα θεμελιώδες νήμα για να αντιπαρατεθούμε στην εθνική ένωση των ιταλικών δήμων, με τους δήμους να παραχωρούν την κυριαρχία τους σε υψηλότερες μορφές συνεργασίας και όχι στο κράτος, καθώς το τελευταίο αντιπροσωπεύει το αντίθετο αυτού που θέλουμε να κάνουμε. Αυτό συμβαίνει ήδη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, έχουμε δημοτικά δίκτυα στη Γαλλία, στη Γερμανία. Εμείς σκεφτόμαστε μια Ευρώπη πόλεων, όχι κρατών. Έτσι, είναι και από αυτή την άποψη που πρέπει να διαβαστεί η Εξέγερση του Ρέτζο και να ενταχθεί στην ιστορία ως ένα πρώτο σημάδι αυτής της διαδικασίας.

 

Σημειώσεις

[1] Nicola Zitara, Tο εξωτερικό προλεταριάτο, Jaca Book, 1972.

[2] Για τον σχηματισμό της πρώτης ομάδας της Διαρκούς Πάλης στο Ρέτζο κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης βλ. Fabbio Cuzzola, Ρέτζο 1970. Ιστορίες και μνήμες της εξέγερσης,  Donzelli Editore, 2007.

[3]  Vincenzo Guerrazzi,  Ο Βορράς και ο Νότος ενωμένοι στον αγώνα, 2003, Fratelli Frilli, 2003.

[4] Alberto Asor Rosa, Οι δύο κοινωνίες, Einaudi, 1977.

[5] Σχετικά με τη σχολική εμπειρία του Πιπέρνο βλ. Enzo Galiano, Το παλιό Γκαλούπι, ένα γυμνάσιο, μια πόλη, Rubbettino, 1991.

[6] Για τον φασισμό και την εξέγερση βλ. «Από τον Ντ’ Ανούντσιο στον Τσίτσο Φράνκο ή ένα ζευγάρι νεοφασιστικής φάρσας στην Καλαβρία», Lou Palanca 2, που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Wu Ming.

 

Ο Φάμπιο Κουτσόλα είναι δάσκαλος, ξεκίνησε τη συγγραφική του εμπειρία από τη μελέτη των προφορικών πηγών. Από τις ιστορικές του ερευνητικές εμπειρίες γεννήθηκαν: Ρέτζο 1970 (Donzelli, 2007), Πέντε αναρχικοί από τον Νότο (Castelvecchi, 2020). Από το 2012 είναι μέλος της συγγραφικής κολεκτίβας Lou Palanca, χάρη στην οποία έφτασε στη συγγραφή πολιτικών ιστορικών μυθιστο-ρημάτων όπως το Block 52 και το Σας είδα να γελάτε (Rubbettino, 2013 και 2015). Στις εκδόσεις DeriveApprodi έχει δημοσιεύσει το Σκοτώστε τον DJ. Το εβδομήντα επτά στις ακτές του Στενού (2024).

 

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Η εξέγερση στο Ρέτζο Καλάμπρια ξέσπασε τον Ιούλη του 1970 και κράτησε μέχρι τον Φλεβάρη του 1971, όταν κατεστάλη βιαίως. Εμβληματικό γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιμαχίες στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ανάμεσα στους αναρχικούς εκείνης της εποχής στην Ιταλία. Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του Πιπέρνο γιατί τη βρίσκουμε πολύ διαφωτιστική για εξεγέρσεις με ακροδεξιά κυριαρχία, που τις είδαμε να γιγαντώνονται τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Επ’ ευκαιρία να σημειώσουμε και την κυκλοφορία στα ελληνικά από τις Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα, μιας μπροσούρας με κείμενα του Πιπέρνο και τίτλο Με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό.


Ο αριθμός των δολοφονημένων -


Χρειάζεται να σκεφτούμε εκ νέου το χωρίο από την Αποκάλυψη (6,9-11), στο οποίο διαβάζουμε: «Και όταν (το αρνί) άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων για τον λόγο του Θεού και τη μαρτυρία που έδωσαν για το αρνί. Και έκραξαν μεγαλοφώνως λέγοντας: Μέχρι ποτέ, ω κύριε άγιε και αληθινέ, δεν θα προβαίνεις στην κρίση σου και δεν θα πάρεις εκδίκηση για το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν στη γη; Και δόθηκε στον καθένα από αυτούς ένα λευκό φόρεμα και τους ειπώθηκε να αναπαυτούν ακόμα λίγο χρόνο, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο αριθμός των συνυπηρετών και των αδελφών τους, που όφειλαν να δολοφονηθούν όπως αυτοί». 

Η ιστορία δεν θα τελειώσει και η τελική κρίση δεν θα εκφωνηθεί έως ότου δεν έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων δικαίων. Είναι ίσως αυτό που συμβαίνει γύρω μας; Και πόσοι άλλοι δίκαιοι πρέπει να δολοφονηθούν, όπως κάθε μέρα τους βλέπουμε να πεθαίνουν; Σίγουρα η ιστορία είναι η ιστορία των πολέμων, των θανάτων και των δολοφονιών. Όμως το νόημα του ανοίγματος της πέμπτης σφραγίδας δεν είναι, την εποχή που ζούμε, ότι οφείλουμε να περιμένουμε αδρανείς να συμπληρωθεί ο αριθμός των δολοφονημένων. Αν και οι εφημερίδες δεν σταματούν να τους μετρούν καθημερινά, εμείς αγνοούμε ποιος είναι αυτός ο αριθμός, όπως αγνοούμε πότε θα έλθει η κρίση, αλλά κι αν θα έρθει κάποτε. Ζούμε σε μια ενδιάμεση εποχή και όπως εκείνοι που σφάχτηκαν, οφείλουμε να μαρτυρήσουμε εκείνο που βλέπουμε και εκείνο που πιστεύουμε. Δεν είναι άλλο το καθήκον μας πριν συμπληρωθεί  ο αριθμός των δολοφονημένων.

7 Γενάρη 2025

Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα είναι του Enrico Baj, «Guernica», 1972, του οποίου είχα τη χαρά να απολαύσω την έκθεση στο Παλάτσο Ρεάλε στο Μιλάνο στις 11 Γενάρη τρέχοντος έτους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ζωντανά έργα του αναρχικού καλλιτέχνη και πραγματικά ενθουσιάστηκα, παρά το ζοφερό περιεχόμενο μερικών εξ αυτών, όπως η δολοφονία του αναρχικού Πινέλι, σκηνές από την αποκάλυψη και κάποιοι στρατηγοί του. Όπως ενθουσιάστηκα και από την έκθεση που είδα την ίδια μέρα του Ιταλού φωτογράφου Ugo Mulas, που μαζί με τον Baj και άλλες μεγάλες φιγούρες της ιταλικής κριτικής σκηνής, σύχναζαν στο περίφημο μπαρ Τζαμάικα στην οδό Μπρέρα, εκεί δηλαδή που την επόμενη μέρα ήπια τον μεσημεριανό καφέ μου καπνίζοντας το απαραίτητο τοσκάνο μου. Καμία σχέση, βεβαίως, με τότε οι σημερινοί θαμώνες του περίφημου μπαρ, όπως και ο περιβάλλων χώρος δίπλα από την ακαδημία της Μπρέρα. Οι καιροί άλλαξαν σε βάρος μας, όμως πάντοτε ελπίζω και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν εκείνες και εκείνοι που θα πάρουν εκδίκηση για τους σφαγιασθέντες αυτού του πλανήτη και κυρίως για τα παιδιά, όπως σήμερα συμβαίνει καθημερινά στην πολύπαθη Γάζα, από το χέρι εκείνων που δεν διδάχτηκαν τίποτα από την αιματηρή ιστορία τους. 

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Ο επερχόμενος προσεχής μεσαίωνας - Giorgio Agamben


Σε ένα μέρος του βιβλίου του Sergio Bettini Η τέχνη του τέλους του αρχαίου κόσμου, περιγράφεται ένας κόσμος που είναι δύσκολο να μην τον αναγνωρίσουμε ως παρόμοιο με αυτόν στον οποίο ζούμε. «Τις πολιτικές λειτουργίες έχει αναλάβει μια κρατική γραφειοκρατία· αυτή ενισχύεται και απομονώνεται (θυμίζοντας τις βυζαντινές και μεσαιωνικές αυλές), ενώ οι μάζες απέχουν (το μικρόβιο της λαϊκής ανωνυμίας του Μεσαίωνα)· ωστόσο, εντός του κράτους διαμορφώνονται νέοι κοινωνικοί πυρήνες γύρω από διάφορες μορφές δραστηριότητας (το μικρόβιο των μεσαιωνικών εταιρειών) και οι γαιοκτήμονες, καθιστάμενοι αυταρχικοί, ευνοούν την οργάνωση μεγάλων μοναστηριών και του ίδιου του φεουδαλικού κράτους». Αν η συγκέντρωση των πολιτικών λειτουργιών στα χέρια μιας κρατικής γραφειοκρατίας, η απομόνωσή της από τη λαϊκή βάση και η αυξανόμενη αποχή των μαζών ταιριάζουν απόλυτα στη δική μας ιστορική συνθήκη, αρκεί να φέρουμε στο σήμερα τη συνέχεια των παραπάνω γραμμών, για να αναγνωρίσουμε κι εδώ κάτι το οικείο. Στους μεγάλους γαιοκτήμονες που αναφέρει ο Bettini, αντιστοιχούν σήμερα οικονομικές και κοινωνικές ομάδες που δρουν με έναν τρόπο ολοένα και πιο αυταρχικό, ακολουθώντας μια λογική καθόλα απελευθερωμένη από τα συμφέροντα της συλλογικότητας ενώ στους κοινωνικούς πυρήνες που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του κράτους αντιστοιχούν όχι μόνο τα λόμπι που δρουν εντός των κρατικών γραφειοκρατιών, αλλά και η ενσωμάτωση στις κυβερνητικές λειτουργίες ολόκληρων επαγγελματικών κατηγοριών, όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια με τους γιατρούς.

Το βιβλίο του Bettini είναι του 1948. Το 1971 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Roberto Vacca Ο επερχόμενος προσεχής μεσαίωνας, στο οποίο ο συγγραφέας προβλέπει μια καταστροφική εξέλιξη των πιο αναπτυγμένων χωρών, που δεν θα είναι πλέον σε θέση να λύσουν προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την παραγωγή και τη διανομή της ενέργειας, με τις μεταφορές, την τροφοδοσία του νερού, τη διαχείριση των απορριμμάτων και τη χρήση των πληροφοριών. Αν ο Vacca μπορούσε να γράψει ότι οι αναγγελίες των επικείμενων καταστροφών ήταν εκείνα τα χρόνια τόσες πολλές ώστε να έχουν οδηγήσει στην ύπαρξη μιας πραγματικά «καταστροφολογικής» λογοτεχνίας, σήμερα οι αποκαλυψιακές προβλέψεις, και πιο συγκεκριμένα αυτές που συνδέονται με το κλίμα, έχουν τουλάχιστον διπλασιαστεί.

Αν και οι καταστροφές –όπως εκείνες που προκαλεί η πυρηνική ενέργεια– είναι, αν όχι πιθανές, σαφώς δυνατές –ο υποβιβασμός των συστημάτων στα οποία ζούμε γίνεται αντιληπτός δίχως να παίρνει αναγκαστικά τη μορφή μιας καταστροφής. Η πολιτική  οικονομική και πνευματική κατάρρευση των ευρωπαϊκών χωρών είναι, για παράδειγμα, σήμερα προφανής, αν και θα συνεχίσουν για κάμποσο καιρό να επιβιώνουν. Πώς να σκεφτούμε λοιπόν την άφιξη ενός νέου μεσαίωνα;  Με ποιον τρόπο η πολιτική αποχή που βλέπουμε γύρω μας μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια «λαϊκή ανωνυμία», ικανή να επινοήσει νέες και ανώνυμες μορφές έκφρασης και ζωής; Και με ποιον τρόπο η απομόνωση των κρατικών γραφειοκρατιών και η εξάπλωση των αυταρχικών δυνάμεων μπορεί να προεικονίζει την εμφάνιση φαινομένων παρόμοιων με τα μεγάλα μοναστήρια, στα οποία η έξοδος από την υπάρχουσα κοινωνία παρήγαγε νέες μορφές κοινότητας; Είναι σίγουρο ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν ένας αριθμός ατόμων, αρχικά μικρός αλλά συνεχώς αυξανόμενος,  ξέρει να διαβάσει στις νέες πολιτικές μορφές που εμφανίζονται τον οιωνό νέων ή πιο παλιών μορφών ζωής.

28 Απρίλη 2025

 

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά): Την πρωτομαγιά του 2025 στο στέκι «Άνω-Κάτω Πατησίων», με αφορμή τα γενέθλια τριών συντρόφιων, έγινε ένα μεγάλο γλέντι σαφώς καρναβαλίστικου τύπου, με άφθονο φαγητό, ποτό, τραγούδι, χορό, πολιτικά συνθήματα και παιχνίδι. Αν τα κοινωνικά κέντρα παντού στην Ελλάδα υφίστανται σήμερα τη σιδερένια φτέρνα της καταστολής, ο κύριος λόγος είναι ο κίνδυνος που βλέπουν οι κρατούντες σε αυτούς τους αδιαμεσολάβητους χώρους αντίστασης, που ακριβώς προωθούν τη «λαϊκή ανωνυμία» στην οποία αναφέρεται ο Αγκάμπεν. Στο χέρι μας είναι να υπερασπιστούμε και να διευρύνουμε αυτή τη μορφή κοινωνικού ανταγωνισμού, μια από τις τελευταίες ελπίδες ανατροπής της υπάρχουσας, ζοφερής, κατάστασης των πραγμάτων.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Το παλιό και το νέο - Giorgio Agamben


Γιατί είμαστε ικανοί να περιγράφουμε και να αναλύουμε το παλιό που χάνεται και, αντιθέτως, δεν καταφέρνουμε να φανταστούμε το νέο; Ίσως γιατί πιστεύουμε, λίγο-πολύ ασυνείδητα, ότι το καινούργιο είναι κάτι που έρχεται –χωρίς να ξέρουμε από πού– μετά το τέλος του παλιού. Η ανικανότητα να σκεφτούμε το νέο μεταφράζεται έτσι με την απρόσεκτη χρήση του προθέματος μετά: το νέο είναι το μετα-μοντέρνο, το μετα-ανθρώπινο, σε κάθε περίπτωση κάτι που έρχεται μετά. Αληθεύει ακριβώς το αντίθετο: ο μόνος τρόπος που έχουμε για να σκεφτόμαστε το νέο είναι να το διαβάζουμε και να αποκωδικοποιούμε τα κρυμμένα ίχνη του στις μορφές του παλιού που περνάει και χάνεται. Είναι αυτό που υποστηρίζει σαφώς ο Χαίλντερλιν στο ασυνήθιστο ποίημά του για την Πατρίδα που δύει, όπου η σύλληψη του νέου είναι αδιαχώριστη από την ανάμνηση του παλιού που αποτελεί το υπόβαθρό του και του οποίου θα πρέπει, μάλιστα, να αποδεχτούμε κατά κάποιο τρόπο αγαπητικά τη μορφή. Αυτό του οποίου πέρασε η εποχή και μοιάζει να χάνεται, χάνοντας την επικαιρότητά του και εκκενωμένο από το νόημά του, ξαναγίνεται κατά κάποιο τρόπο πιθανό. Ο Μπένγιαμιν κάτι τέτοιο εννοούσε όταν έγραψε πως τη στιγμή της ανάμνησης το παρελθόν που έμοιαζε ολοκληρωμένο μας εμφανίζεται ανολοκλήρωτο, κάνοντάς μας έτσι το πιο πολύτιμο δώρο: την πιθανότητα. Πραγματικά νέο είναι μονάχα το πιθανό: αν βρισκόταν ήδη εδώ, θα ήταν ήδη τετελεσμένο και γερασμένο. Και το πιθανό δεν έρχεται από το μέλλον, βρίσκεται στο παρελθόν, σε αυτό που δεν υπήρξε, που ίσως δεν θα υπάρξει ποτέ, αλλά που θα μπορούσε να υπάρξει και γι’ αυτόν τον λόγο μας αφορά. Αντιλαμβανόμαστε το νέο μόνο αν καταφέρουμε να αρπάξουμε την πιθανότητα που το παρελθόν –δηλαδή το μοναδικό πράγμα που έχουμε– σε μια στιγμή μας προσφέρει, προτού εξαφανιστούμε μια για πάντα. Είναι με αυτόν τον τρόπο που οφείλουμε να αναφερόμαστε στη δυτική κουλτούρα η οποία σήμερα, παντού γύρω μας, διαλύεται και χάνεται.


Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Το ανωτέρω κείμενο του Τζόρτζο Αγκάμπεν δημοσιεύθηκε στη στήλη που διατηρεί ο συγγραφέας στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet στις 7 Απρίλη 2025. Στις 5 Απρίλη 2025, το βραδάκι, πήραμε, εγώ και η Δήμητρα, το τραμ 514 από τον κεντρικό σταθμό της Ρώμης για να πάμε στην ιστορική κατάληψη Ex-Snia όπου θα γινόταν μια συναυλία προς υποστήριξη του επίσης ιστορικού ραδιοφώνου της ρωμαϊκής αυτονομίας Radio Onda Rossa. Μόλις ξεκινήσαμε, από το κινητό κάποιου επιβάτη άρχισε να ακούγεται δυνατά χορευτική μουσική και για κάμποση ώρα το βαγόνι που βρισκόμασταν βρέθηκε να ψιλοχορεύει στον ρυθμό των τραγουδιών. Σε μια στάση, οι θαμώνες ενός μπαρ δίπλα στις γραμμές, ακούγοντας τη μουσική από το τραμ και βλέποντας την ευωχία που υπήρχε στο εσωτερικό του, σήκωσαν ψηλά τα ποτήρια τους και μας χαιρέτησαν με ενθουσιασμό, κάτι που ανταποδώσαμε και εμείς με τη σειρά μας. Μετά από λίγο ο επιβάτης με τη μουσική κατέβηκε και μείναμε να ακούμε το θόρυβο από την κίνηση των βαγονιών στις ράγες. Κατεβήκαμε κι εμείς στη στάση που έπρεπε και πήγαμε στην κατάληψη για τη συναυλία. Την απολαύσαμε και μετά βρεθήκαμε να περπατάμε μέσα στην νύχτα στην οδό Πρενεστίνα, επιστρέφοντας στη βάση μας. Μαγικές στιγμές σε μια μαγική πόλη που μοιάζει να χάνεται στη βουή του καταναλωτουρισμού και της μηδενιστικής λήθης. Ήδη το πρωί, ενάντια σε αυτή τη λογική, ένας Αφρικανός μικροπωλητής μας είχε χαρίσει έξω από το Κολοσσαίο, δύο βραχιολάκια από την πραμάτειά του μόνο και μόνο επειδή του γελάσαμε και του είπαμε ότι είμαστε από την Αθήνα, όπου κι αυτός έχει έναν πολύ καλό φίλο, ενώ το μεσημέρι της ίδιας μέρας είχαμε πιει καφέ στο τουριστικό μεν αλλά πάντοτε διαθέτον τις ανέγγιχτες τρύπες του Τραστέβερε, στο ομώνυμο μπαρ της οδού ντέλα Σκάλα, που ακόμη διατηρεί κάτι από την πατίνα άλλων εποχών, παρατηρώντας τον κόσμο που περνούσε. Πού ήταν το παλιό και πού το νέο; Πού βρισκόταν η πιθανότητα; Ίσως στα πανέμορφα μάτια της Δήμητρας, που έβλεπαν για πρώτη φορά αυτή την παλιά αλλά για την ίδια νέα πόλη, με τα τουριστικά της αξιοθέατα αλλά και με τα τοπόσημα ενός άλλου παλιού, κινηματικού παρελθόντος, όπως η Libreria Anomalia, το στέκι της Ατλέτικο Σαν Λορέντσο και η κατάληψη Ex-Snia, ίσως στην αφήγηση εκ μέρους μου ιστοριών, προσωπικών και συλλογικών  από αυτό το κινηματικό παρελθόν, κάτι που μπορεί τελικά να μας οδήγησε το βράδυ της Κυριακής 6ης Απρίλη (και ενώ μόλις είχαμε επιστρέψει από το ταξίδι μας), να πάμε σε μια κουβέντα για την αναρχική αντι-βία στο αγαπημένο στέκι «Πέρασμα» στα Εξάρχεια και να κλείσουμε έτσι ένα αξέχαστο, ελπίζω και για τους δύο, ταξίδι μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.


Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

«Προβοκάτσια»


Ιδού ένα ανυπόγραφο κείμενο που δημοσιεύτηκε το μακρινό 1975 στο περιοδικό “Puzz”, έκφραση εκείνου του ιταλικού ριζοσπαστικού ρεύματος που διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδρομή ομάδων όπως εκείνες της Συμβουλιακής Οργάνωσης ή της Λουντ. Πρόκειται για το εισαγωγικό κείμενο της «Προβοκάτσιας», μιας σειράς τετραδίων ριζοσπαστικής κριτικής που περιελάμβανε κείμενα ποικίλης προέλευσης, κοινών, όμως, ως προς την τάση τους να αναζητούν σημεία επίθεσης στην υπαρκτή κυριαρχία του κεφαλαίου. Ένας από τους κύριους συντελεστές αυτού του σχεδίου ήταν ο Τζόρτζο Τσεζαράνο, στον οποίο ανήκει πιθανότατα και το παρόν κείμενο.

Οι πολιτικές συμμορίες της αστυνομίας και των κομμάτων αρέσκονται ολοένα και περισσότερο στο να προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είμαστε. Αφού, όμως, εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αναγνωριστούμε παρά μόνο μέσα από την κριτική που ξεκαθαρίζει ποιοι δεν είμαστε και τι δεν θέλουμε· αφού εμείς οι ίδιοι μιλάμε τη γλώσσα αυτών που ζουν την αντίφαση και τη μη ταυτότητα· αφού μπορούμε να υπάρχουμε ως πολλαπλό υποκείμενο μόνο υπό τον όρο ότι βιώνουμε συλλογικά τις εν εξελίξει αντιφάσεις μας με τις ίδιες μορφές που βιώνουμε τις πραγματώσεις μας, παρότι υποκείμεθα σταδιακά σε κάθε είδους αφομοίωση· θεωρούμε, συνεπώς,  ότι η προσπάθεια εξακρίβωσης της ταυτότητάς μας μέσα από λογικές δοκιμασμένες εδώ και δύο αιώνες αντεπανάστασης, θα αποδειχθεί γελοία και άδοξη σε όποιον θέλει να μας φυλακίσει σε μια απλή διατύπωση, προκειμένου να μας βάλει πιο εύκολα μέσα στα τείχη της φυλακής. «Προβοκάτορες» είναι ο όρος που αποδίδει  την ταυτότητα μας στα δηλητηριώδη κείμενα του καθεστωτικού τύπου, μέσω εκείνης της σημασιολογικής ενορχήστρωσης που βάζει στην ίδια πλευρά τη «δημοκρατική» δημοσιογραφία και τομ «αγωνιστικό» τύπο. Αποδεχόμαστε, αντιστρέφοντάς τον, αυτόν τον όρο.

Αν «προβοκάτορας» σημαίνει άνδρες και γυναίκες που δεν αποδέχονται τις αθλιότητες του πολιτικού παιχνιδιού· αν σημαίνει άτυπους πυρήνες που διαφεύγουν κάθε σχήματος μιας ιεραρχικοποιημένης συμμορίας· αν χαρακτηρίζει εμπειρίες που δεν μπορούν με τίποτα να μπουν κάτω από τις ταμπέλες «επαναστατικών» θεωριών, ηττημένων τώρα πια από την ίδια την ιστορία και οικειοποιημένων από την αντεπανάσταση· αν διακρίνει αυτόν που δεν υφίσταται την εσωτερίκευση του κεφαλαίου και μάχεται για να υπάρχει κάθε είδους αυτοαξιοποίηση· αν σημαίνει την ανάπτυξη μιας σκέψης και μιας πρακτικής που αρνούνται να συγκροτηθούν σε σφαίρες που διαχωρίζουν το ατομικό από το συλλογικό βίωμα· αν «προβοκάτορας» σημαίνει όλα αυτά, τότε, ναι, είμαστε προβοκάτορες!

Είμαστε προβοκάτορες εκείνης της διαδικασίας απομυθοποίησης που αναγκάζει τους αστυνομικούς, τους καθεστωτικούς πολιτικούς και τους αρχισυμμορίτες της πλαστής αντιπολίτευσης να αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα συμμαχώντας δημοσίως εναντίον μας, υιοθετώντας τις ίδιες πρακτικές κατάδοσης, τρομοκρατίας, συκοφάντησης, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα και την ίδια λογική και ανατρέχοντας στις ίδιες προστυχιές και στα ίδια χυδαία ψέματα. Είμαστε προβοκάτορες εκείνης της διαδικασίας ξεπεράσματος που οδηγεί τους ειλικρινείς επαναστάτες να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν τους και να σταθούν στο ύψος της ιστορικής στιγμής και της ριζοσπαστικής έντασης της εποχής μας, διαμορφώνοντας εκείνη την τάση που αναζητεί μια οπτική της ολότητας, η οποία, αυτή και μόνο αυτή, οδηγεί την κριτική από τις σημερινές μορφές της καπιταλιστικής κυριαρχίας στην κατάφαση της σύνθεσης κάθε κατακερματισμένης και ιδιαίτερης αποξένωσης, στη σύνοψη και στο σημείο έκρηξης κάθε ξεπεράσματος της καταπίεσης. Είμαστε και θα μείνουμε μέχρι τέλος οι προβοκάτορες της επαναστατικής διαδικασίας.

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Την 1η Μάρτη τρέχοντος έτους, έφυγε από τη ζωή ο Φώτης Πάλλας, ηγετική μορφή του κινήματος ενάντια στον 815 στο μετερίζι της Νομικής σχολής της Αθήνας. Ήταν κάποια μέρα μετά την 19η Δεκέμβρη 1979, την ημέρα δηλαδή που μετά τη ψηφοφορία στη συνέλευση του Νομικού, τη λειτουργία της κατάληψης ανέλαβε η γενική συνέλευση της σχολής και τα όργανά της, ενάντια στη λογική της ανάθεσης του αγώνα στο διοικητικό συμβούλιο των φοιτητών (ελεγχόμενο από τους σταλινικούς, τους εναπομείναντες πασόκους και τους κρυπτοσταλινικούς, που αργότερα κάποιοι από αυτούς έγιναν υπουργοί με τα γνωστά  αποτελέσματα), όταν κάποιοι από εμάς, τους τότε λεγόμενους αυτόνομους του Οικονομικού (ή «επισήμως», «Παρέα του Οικονομικού»), ενώ τριγυρνούσαμε στο υπόγειο της Νομικής, κάπου εκεί έξω από το τότε αμφιθέατρο «Τριανταφυλλόπουλου», πέσαμε πάνω σε ένα συνεργείο της σουηδικής τηλεόρασης, το οποίο έψαχνε εναγωνίως τον «Κόκκινο Φώτη» για να του πάρει συνέντευξη. Εκπλαγήκαμε και τους είπαμε ότι εμείς ξέραμε μόνο τον «Κόκκινο Ντάνι», του οποίου μάλιστα έτυχε να διαβάζουμε εκείνη την εποχή το βιβλίο «Το μεγάλο παζάρι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος. Τελικά του έμεινε το παρατσούκλι του Πάλλα, ενός τύπου που κινήθηκε ανάμεσα στον «προβοκάτορα» και στο αναγνωρισμένο «ακραίο πολιτικά» στέλεχος της Β΄Πανελλαδικής. Αυτός, μαζί με τα τότε συντρόφια του, «συνεδρίαζαν» στον «Ιπποπόταμο» (που τότε δεν σέρβιρε μπύρα αλλά μόνο «σκληρό» οινόπνευμα), εμείς, κυρίως στο καφενείο «Δωδώνη», απέναντι από τη Νομική, αλλά και στη «Δεξαμενή» και στο «Λούκι». Η τελευταία εμφάνιση επί κινηματικής σκηνής του Φώτη Πάλλα έγινε στην απαγορευμένη πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου 1980, εκείνη την πορεία των «δέκα χιλιάδων προβοκατόρων», που τελείωσε με τη δολοφονία από τους μπάτσους των Κουμή-Κανελλοπούλου και την περιφρούρηση του Πολυτεχνείου από τα «ταραχοποιά στοιχεία» από τα ΚΝΑΤ και τους οικοδόμους της ΕΣΑΚ-σ, δηλαδή το σιδερένιο χέρι των σταλινικών μπάτσων. Συνέχισε τον αγώνα του από άλλα μετερίζια, κυρίως αυτό της μαχόμενης δικηγορίας, τριγυρνώντας πάντα στα αγαπημένα του Εξάρχεια (όντας γνήσιο τέκνο τους). Θα έπινα μια μπύρα στην υγειά του στον «Ιπποπόταμο»(που τώρα πια σερβίρει μπύρα), αλλά καθώς δεν με βγάζει πλέον ο δρόμος προς τα εκεί, προτίμησα να μεταφράσω ένα κειμενάκι στη μνήμη του, αλλά και στην υγειά των βετεράνων «προβοκατόρων» που ξαναβρεθήκαμε στην Πανεπιστημίου στις 28 Φλεβάρη στη συγκέντρωση για τα Τέμπη, φωνάζοντας μαζί με χιλιάδες άλλους, νέους «προβοκάτορες», Μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η Αλληγορία της πολιτικής - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Antonio Ligabue

Είμαστε όλοι στην κόλαση, όμως κάποιοι φαίνεται να σκέφτονται πως εκεί δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν πέρα από το να μελετούν και να περιγράφουν λεπτομερειακά τους διαβόλους, την τρομακτική τους όψη, την άγρια συμπεριφορά τους, τις επίβουλες σκέψεις τους. Ίσως έτσι αυταπατώνται ότι θα μπορέσουν να ξεφύγουν από την κόλαση και δεν αντιλαμβάνονται πως  αυτό που τους κατέχει ολοκληρωτικά δεν είναι παρά η χειρότερη των ποινών που οι διάβολοι έχουν επινοήσει για να τους βασανίζουν. Όπως ο αγρότης στην καφκική παραβολή, έτσι κι αυτοί το μόνο που κάνουν είναι να μετρούν τους ψύλλους στο πέτο του φύλακα.  Εξυπακούεται πως ούτε θα ήταν σωστό να περνούν, αντιθέτως, τον καιρό τους στην κόλαση περιγράφοντας τους αγγέλους του παραδείσου –είναι κι αυτή μια ποινή, προφανώς λιγότερο σκληρή, αλλά όχι λιγότερο μισητή από την άλλη. Η πραγματική πολιτική βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο ποινές. Αυτή ξεκινά προπάντων με τη γνώση του πού βρισκόμαστε και ότι δεν θα ξεφύγουμε τόσο εύκολα από την καταχθόνια μηχανή που μας περιβάλλει. Για τους δαίμονες και τους αγγέλους ξέρουμε αυτό που πρέπει να ξέρουμε, αλλά ξέρουμε επίσης ότι είναι βάσει μιας απατηλής εικόνας του παραδείσου που φτιάχτηκε η κόλαση και ότι κάθε έγερση του τείχους της Εδέμ παραπέμπει στο βάθεμα της αβύσσου της  Γέενα. Για το καλό ξέρουμε λίγα και είναι ένα ζήτημα στο οποίο δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε· για το κακό ξέρουμε μονάχα ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι που κατασκευάσαμε την καταχθόνια μηχανή με την οποία βασανιζόμαστε. Ίσως μια επιστήμη του καλού και του κακού να μην υπάρξει ποτέ και σαφώς δεν μας ενδιαφέρει στο εδώ και τώρα. Η πραγματική γνώση δεν είναι μια επιστήμη –είναι, μάλλον, μια διέξοδος. Και είναι πιθανό σήμερα αυτή να συμπίπτει με μια επίμονη, διαυγή, γρήγορη αντίσταση επί τόπου.

8 Μάρτη 2025


«Εκείνη την νύχτα το κράτος θα μπορούσε να σώσει τον Άλντο Μόρο» - Συνέντευξη με τον Φράνκο Πιπέρνο


Ξεκινάμε από τη διαπραγμάτευση, εκείνη που προσπάθησες να κάνεις εσύ και ο Λανφράνκο Πάτσε [επιφανές μέλος της Εργατικής Αυτονομίας, σ.τ.μ.].

Η ιδέα ήταν του Πάολο Μιέλι [επιφανής Ιταλός δημοσιογράφος, τότε στην αρχή της καριέρας του, αλλά και πρώην μέλος της Εργατικής Εξουσίας, σ.τ.μ.] και του Λίβιο Ζανέτι, τότε διευθυντή του «Espresso», του μοναδικού εντύπου που είχε παρακολουθήσει τις διάφορες φάσεις του κινήματος και με το οποίο πολλοί από εμάς είχαμε μια κάποια οικειότητα. Ο Ζανέτι με φώναξε και μου είπε ότι ήθελε να με συναντήσει ο Κλαούντιο Σινιορίλε [επιφανές τότε μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, σ.τ.μ.].

Όλα αυτά συνέβησαν με την ενθάρρυνση του Μπετίνο Κράξι [επικεφαλής τότε του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργός, σ.τ.μ.];

Υποθέτω πως ναι, αν και δεν έχω αποδείξεις. Εκείνη την εποχή, τον Απρίλη του 1978, εγώ βρισκόμουν ήδη στην Καλαβρία και η γυναίκα που είχα παντρευτεί –η Φιόρα Πίρι– είχε συλληφθεί εδώ και λίγο καιρό. Γι’ αυτό στην αρχή προέβαλα ισχυρή αντίσταση στο να αποδεχτώ εκείνη τη συνάντηση, φοβόμουν την εμπλοκή μου σε κάτι που θα είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της θέσης της Φιόρα, κατηγορούμενης –μαζί με έναν μεγάλο αριθμό ατόμων– ότι βρισκόταν στην οδό Φάνι.

Όμως στη συνέχεια αποφάσισες να συναντηθείς με τον Σινιορίλε.

Αυτό που με έπεισε ήταν ένα νέο τηλεφώνημα του Πάολο Μιέλι, αλλά και η επιδείνωση της κατάστασης της Φιόρα. Σκέφτηκα πως αν ο Μόρο σκοτωνόταν, θα ήταν δυσάρεστο για όλους μας. Έτσι πήγα στη Ρώμη και συνάντησα τον Σινιορίλε κάμποσες φορές –πρώτα μόνος μου, μετά με τον Λανφράνκο Πάτσε, που πριν από εμένα είχε τον τρόπο να φτάσουν γρήγορα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες οι προτάσεις εκείνης της πλευράς του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ηγούνταν ο Κράξι και όχι ο Τζάκομο Μαντσίνι –σε ένα σπίτι στην οδό Κόρσο που έμενε ένας από τους χρηματοδότες του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ήμασταν σε καλό σημείο. Το πίστευα εγώ, το πίστευε και ο Σινιορίλε.

Ποια ήταν η πρόταση;

Ένας εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα ο Αμίντορε Φανφάνι, θα αναλάμβανε δημοσίως την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τους ταξιαρχίτες, στη βάση της αποφυλάκισης κάποιων από εκείνους που είχαν συλληφθεί, αλλά, προπάντων, στη βάση του κλεισίματος της φυλακής της Αζινάρα, μιας ιδιαιτέρως σκληρής φυλακής, θα έλεγα στα όρια του βασανιστηρίου. Αυτός ο εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατίας, θα έπρεπε να δείξει διατεθειμένος να προτείνει και να υλοποιήσει ένα γενικό μέτρο που θα ήταν ενταγμένο στο πλαίσιο της νομιμότητας. Το πιο συγκεκριμένο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα προσδιοριζόταν στη συνέχεια. Εκείνη τη στιγμή αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν να σταματήσει εκείνη η διαδικασία που θα οδηγούσε στην εκτέλεση του Μόρο και να υπάρξει μια ένδειξη για το ποια από τα αιτήματα των Ερυθρών Ταξιαρχιών θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά νομίμως από το κράτος. Και όλα αυτά θα γίνονταν όχι από κάποιον που θα αναλάμβανε την ευθύνη εκ μέρους του κράτους, αλλά από τον Φανφάνι, που θα αναλάμβανε μονάχα την πολιτική ευθύνη.

Είπες ότι η διαπραγμάτευση έμοιαζε σχεδόν ολοκληρωμένη. Τι την εμπόδισε;

Το βράδυ της Παρασκευής πριν την εκτέλεση του Μόρο, πήγαν στον Σινιορίλε ο στρατιωτικός σύμβουλος της Προεδρίας της Δημοκρατίας και ένας καραμπινιέρος μοτοσυκλετιστής, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταφέρουν αυτές τις «ενδείξεις» στον Φανφάνι. Έτσι εγώ εκείνη την Παρασκευή το βράδυ  ήμουν πεισμένος ότι οι πιθανότητες να σωθεί ο Μόρο ήταν μεγάλες. Ομολογώ τίμια ότι δεν συμπαθούσα καθόλου τον Μόρο και δεν είχα καμία ιδιαίτερη αγωνία αν θα τον εκτελούσαν ή όχι. Όμως εκείνο που μου φαινόταν προφανές, ήταν το γεγονός πως αν εκτελούνταν ο Μόρο, πέρα από έγκλημα, επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο λάθος λόγω των συνεπειών που θα είχε όχι τόσο για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έτσι κι αλλιώς ήταν παράνομες, αλλά, προπάντων, για το κίνημα.

Ήταν ο Κοσίγκα [τότε υπουργός Εσωτερικών, κατόπιν πρωθυπουργός αλλά και πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, σ.τ.μ.] αυτός που οδήγησε στην αποτυχία της διαπραγμάτευσης;

Δεν είμαι σε θέση να πω κάτι τέτοιο. Σαφώς ένα από τα λάθη ήταν πως αντί για τον Φανφάνι μιλούσαμε με έναν άνθρωπο του κύκλου του, που λεγόταν Μπαρτολομέι. Θυμάμαι εκείνη τη δήλωση που μεταδόθηκε στις νυχτερινές ειδήσεις: μπερδεμένη και ντροπαλή. Δεν μπορούσε να έχει καμία επίδραση στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Ας επιστρέψουμε στον Κοσίγκα.

Ο Κοσίγκα είχε αποφασίσει πως θα ήταν καλύτερο να θυσιαστεί ο Μόρο. Θα το πει και ο ίδιος κάμποσα χρόνια μετά. Και πιστεύω ότι στην απόφασή του είχε καθοριστική επίδραση στη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πιστεύω ότι αυτοί που έθεσαν απολύτως βέτο σε κάθε πιθανότητα διαπραγμάτευσης ήταν ακριβώς τα διευθυντικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Κοσίγκα συμπαρατάχθηκε μαζί τους για κρατήσει όρθια τη σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και να σώσει τον ιστορικό συμβιβασμό. Και σε σχέση με αυτό υπήρχε και η συναίνεση του τότε γραμματέα της Χριστιανοδημοκρατίας, του Μπενίνιο Ζακανίνι. Ενώ ο Φανφάνι, σύμφωνα με όσα μου είπε ο ίδιος ο Σινιορίλε, ήθελε να δοκιμάσει.

Συνεπώς υπήρξε μια σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ρεύματα της Χριστιανοδημοκρατίας.

Ακριβώς. Η αριστερή πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας είχε συμπαραταχθεί με τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, που δεν ήθελε με τίποτα την έμμεση αναγνώριση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, λόγω των συνεπειών που θα είχε κάτι τέτοιο στο επίπεδο της οργάνωσης του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ξεκινώντας από τα μεγάλα εργοστάσια. Άλλωστε, το απέδειξε όταν την επόμενη χρονιά ο Ντάλα Κιέζα συνέλαβε μέσα σε μια νύχτα μόνο 80 εργάτες και δεν έκανε τίποτα. Στα εργοστάσια υπήρχε ταξιαρχίτικη παρουσία που το Κομμουνιστικό Κόμμα την έβλεπε ως «ανταγωνιστική».

Εν συντομία, εσύ λες ότι η Χριστιανοδημοκρατία, ή τουλάχιστον ένα μέρος της, ήθελε τη διαπραγμάτευση και ότι η γραμμή της αδιαλλαξίας ήταν ένα «δώρο» στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και εκείνη η πλευρά δεν ήταν η πλευρά του Κοσίγκα.

Ήταν ένα επεισόδιο που αποκάλυπτε την κακή συνείδηση της ιταλικής πολιτικής τάξης, σε αυτή την τάξη όλοι έλεγαν ψέματα. Η Χριστιανοδημοκρατία θα διαπραγματευόταν όπως είχε κάνει σε άλλες περιπτώσεις και όπως, άλλωστε, είχε συμβεί σε άλλες χώρες πριν και μετά τον Μόρο. Δεν λέω ότι ο Μπερλινγκουέρ ήθελε την εκτέλεση του Μόρο. Λέω ότι ακόμη κι αν είχε απαχθεί ένα δικό τους στέλεχος, ο σύντροφος Παγιέτα για παράδειγμα, θα τον είχαν θυσιάσει. Ήταν στη λογική του κόμματος. Με τίποτα δεν ήθελε να δεχτούν ένα αίτημα που θα χρησίμευε στη νομιμοποίηση του τρομοκρατικού-ανατρεπτικού ρεύματος. Οι κομμουνιστές εκείνη την εποχή ήταν σαφώς προσανατολισμένοι σε μια πολιτική ξεπεράσματος της «παραδοσιακής αντίθεσης» και της ιδέας ότι το κόμμα έπρεπε να οδηγήσει σε μια κοινωνική ανατροπή.

Η απαγωγή του Μόρο ως η στιγμή της αλήθειας λοιπόν;

Ναι, η κρίση της Δημοκρατίας άρχισε τότε, γιατί οι κομμουνιστές είχαν γίνει πλέον οι στυλοβάτες της καθεστηκυίας τάξης, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ήταν εκείνοι που είχαν καταγγείλει σαφώς τους συντρόφους. Σκέψου ότι στο Τορίνο, ο Τζουλιάνο Φεράρα ως ο εκεί επικεφαλής του κόμματος, μαζί με τον Φασίνο, προωθούσαν τις ανώνυμες καταγγελίες. 

Όμως τους ειδικούς νόμους τους έφτιαξε ο Κοσίγκα.

Ο Κοσίγκα ήταν ένας εκτελεστής, σαφώς όχι ένας ωμός εκτελεστής, αλλά σε εκείνη την περίπτωση στην ουσία υλοποίησε τις απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κι αυτός ήξερε ότι είχε φτάσει στον πάτο του βαρελιού της νομιμότητας με τους ειδικούς νόμους, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές που ψεύδονταν. Θυμάμαι όταν είχε έρθει στον Καναδά και ζήτησε να με δει μέσω μιας καλόγριας που τώρα έχει πεθάνει, της καλόγριας Τερεζίλα. Μιλήσαμε για την αμνηστία. Ήταν παρών και ο Πάτσε. Βλέπεις ότι ο Κοσίγκα ήταν ένας από εκείνους που πίστευαν ότι με την αμνηστία θα έκλειναν οι πιο φρικτές πλευρές εκείνων των χρόνων. Εκείνοι οι νόμοι, το ήξερε, είχαν αλλάξει σε βάθος τα νομικά ήθη της Ιταλίας. Η παρουσία των δικαστών στις πολιτικές υποθέσεις ξεκίνησε τότε. Ο Κοσίγκα ήξερε ότι είχε προκαλέσει ένα βαθύ τραύμα στη ιταλική νομική παράδοση, συνεπώς θεωρούσε την αμνηστία σαν έναν από τους τρόπους για να επουλώσει εκείνο το τραύμα.

Όμως ενώ αναγνώρισε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ως πολιτικό υποκείμενο, μακέλεψε το κίνημα.

Τις αναγνώρισε μετά. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών ήταν αδίστακτος. Σκέψου –κι αυτό είναι αποκαλυπτικό της σχιζοφρένειάς του– ότι αρνήθηκε πως οι επιστολές του Μόρο ήταν αυθεντικές. Έλεγε πράγματα που παραδέχθηκε, μιλώντας με μένα, πως ήξερε ήταν ψευδή. Σαφώς υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα αλλά ήταν Σαρδηνός και οι Σαρδηνοί έχουν δύο ψυχές, την υποτελή και την εξεγερμένη. Σκέψου την Ταξιαρχία Σάσαρι που αυτός ήθελε να ανασυστήσει σε όποιο μέρος μιλούσαν σαρδηνικά και στην οποία ο Σαρδηνός πήγαινε να πεθάνει στη θέση του κυρίαρχου. Αυτό που συνέβαινε την εποχή των Σαβοΐα, ο Κοσίγκα το επανέφερε στην επικαιρότητα. Στον Κοσίγκα συνυπήρχαν και τα δύο αυτά στοιχεία. Όταν είχε την ευθύνη της κυβέρνησης και ασκούσε μια άμεση και λειτουργική επιρροή στη χώρα, φερνόταν όπως ένας υποτελής και μάλιστα σαν στρατηγός των υποτελών.

Υποτελής στο κίνημα και μετά εξεγερμένος;

Ακριβώς. Ήταν αδίστακτος και μάλιστα άφηνε να γίνονται διαδηλώσεις γιατί τα πράγματα θα οξύνονταν. Σκέψου το επεισόδιο με τον θάνατο της Τζορτζάνα Μάζι: μια παγίδα. Έπειτα ξαναβρήκε την εξεγερμένη φύση του φτάνοντας μέχρι να τονίζει την καταγωγή του από μια οικογένεια βοσκών, σε αντίθεση με την αριστοκρατική καταγωγή του Μπερλινγκουέρ. Ο Κοσίγκα ήταν μια ακραία περίπτωση και στο τέλος καταλήφθηκε από την ελευθερία των τρελών:  να λέει την αλήθεια όντας στα πρόθυρα του θανάτου.

Συνέντευξη στην Ιάια Βαντατζάτο, εφημερίδα «il manifesto», 19 Αυγούστου 2010

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Στις 16 Μάρτη 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν στην οδό Φάνι τον Άλντο Μόρο, μια από τις επιφανέστερες μορφές της ιταλικής μεταπολιτικής σκηνής, τον οποίο στη συνέχεια εκτέλεσαν. Μέχρι και σήμερα συνεχίζεται στην Ιταλία η συζήτηση για την υπόθεση αυτή (κυρίως από συνωμοσιολογική οπτική). Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του συντρόφου Πιπέρνο κυρίως για να αναδείξουμε τη στάση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μια στάση που μας θύμισε για πολλοστή φορά με αφορμή τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη, αυτή του «δικού» μας κομμουνιστικού κόμματος απέναντι σε οποιοδήποτε ανατρεπτικό ρεύμα της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων, στο οποίο μάλιστα κόμμα ο Έλληνας ηγέτης της δεξιάς και πρωθυπουργός απένειμε τα εύσημα για την ορθή «αντιπολιτευτική» του συμπεριφορά.


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Το καλό και το κακό - Giorgio Agamben



Η παλιά θεωρία σύμφωνα με την οποία το κακό δεν είναι παρά η στέρηση του καλού και συνεπώς δεν υπάρχει καθαυτό, πρέπει να διορθωθεί και να συμπληρωθεί, με την έννοια ότι αυτό δεν είναι τόσο η στέρηση όσο, μάλλον, η διαστροφή του καλού (με τον κωδίκελο, διατυπωμένο από τον Ιβάν Ίλιτς, corruption optima pexima, «δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από ένα διεφθαρμένο καλό»). Με αυτόν τον τρόπο ο οντολογικός δεσμός με το καλό παραμένει, όμως μένει να σκεφτούμε πώς και με ποια έννοια ένα καλό μπορεί να διαστραφεί και να διαφθαρεί. Αν το κακό είναι ένα διεστραμμένο καλό, αν σε αυτό αναγνωρίζουμε ακόμη την κατεστραμμένη και ανατραπείσα μορφή του καλού, πώς μπορούμε να το αντιπαλέψουμε όταν το βρίσκουμε σήμερα μπροστά μας σε όλες τις σφαίρες του ανθρώπινου ζην;

Μια διαφθορά του καλού ήταν οικεία στην πολιτική θεωρία της κλασικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία η κάθε μία από τις τρεις μορφές κυβέρνησης –η μοναρχία, η αριστοκρατία και η δημοκρατία (η κυβέρνηση του ενός, των λίγων ή των πολλών)– εκφυλίζεται μοιραία σε τυραννίδα, ολιγαρχία και οχλοκρατία. Ο Αριστοτέλης (που θεωρούσε την ίδια τη δημοκρατία μια διαφθορά της κυβέρνησης των πολλών) χρησιμοποιούσε τον όρο παρέκβασις, παρέκκλιση (από το παραβαίνω, μπαίνω στο πλάι, παρά). Αν διερωτηθούμε τώρα προς τα πού έχουν παρεκκλίνει, ανακαλύπτουμε πως μπορούμε να πούμε ότι έχουν παρεκκλίνει προς αυτές τις ίδιες. Οι μορφές των διεφθαρμένων καθεστώτων μοιάζουν, πράγματι, με τις υγιείς, όμως το καλό που υπήρχε αυτές (το κοινό συμφέρον, το κοινόν) τώρα έχει στραφεί στο ίδιον και το ιδιαίτερο. Το κακό, δηλαδή, είναι μια συγκεκριμένη χρήση του καλού, με τη δυνατότητα αυτής της διεστραμμένης χρήσης να είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το καλό, το οποίο, έτσι,  βγαίνει από τον εαυτό του, μπαίνει, μπορούμε να πούμε, στο πλάι του ίδιου του εαυτού του.

Είναι μια παρόμοια προοπτική που οφείλουμε να δούμε στο θεώρημα corruptio optima pexima, που καθορίζει τη μοντερνικότητα. Η χειρονομία του σαμαρείτη, που τρέχει αμέσως να βοηθήσει τον πλησίον του που υποφέρει, βγαίνει από τον εαυτό της και μεταμορφώνεται στην οργάνωση των νοσοκομείων και των υπηρεσιών αρωγής, οι οποίες, στραμμένες σε εκείνο που θεωρείται πως είναι το καλό, καταλήγουν να προσηλυτιστούν σε ένα κακό. Το κακό που έχουμε μπροστά μας προέρχεται, δηλαδή, από την προσπάθεια να υψωθεί το καλό σε ένα αντικειμενικό κοινωνικό σύστημα. Η φιλοξενία [ospitalità] που ο καθένας μπορεί και οφείλει να παρέχει στον πλησίον του,  μετατρέπεται έτσι σε νοσηλεία [ospedalizzazione], διευθυνόμενη από την κρατική γραφειοκρατία.

Το κακό είναι, δηλαδή, ένα είδος παρωδίας (κι εδώ υπάρχει ένα παρά, μια απόκλιση στο πλάι) του καλού, μια υπερτροφική αντικειμενοποίηση που το μεταθέτει μια για πάντα έξω από εμάς. Και δεν είναι ακριβώς μια τέτοια θανάσιμη παρωδία το γεγονός ότι  προοδευτισμοί κάθε είδους επιβάλλονται σήμερα παντού σαν η μοναδική δυνατή τροπικότητα συμβίωσης των ανθρώπων; Το «διοικητικό κράτος» και το «κράτος ασφάλειας», όπως τα αποκαλούν οι πολιτειολόγοι, προτίθενται να κυβερνήσουν το καλό, παίρνοντάς το από τα χέρια μας και αντικειμενοποιώντας το σε μια διαχωρισμένη σφαίρα. Και η λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη είναι ίσως κάτι άλλο εκτός από μια μετάθεση έξω από εμάς του «καλού της νόησης», λες και θα μπορούσε η σκέψη, σε ένα είδος υπερβάλλοντος αβερροϊσμού, να υπάρχει χωρίς καμία σχέση με το σκεφτόμενο υποκείμενο; Μπροστά σε αυτές τις διαστροφές, χρειάζεται κάθε φορά να αναγνωρίζουμε το μικρό καλό που μας πήραν από τα χέρια, προκειμένου να το απελευθερώσουμε από τη θανατηφόρα μηχανή στο οποίο, «για χάρη του ίδιου του καλού», έχει πιαστεί.

21 Γενάρη 2025

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά: Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ο δεξιός μηδενισμός που διαστρέφει στο εντελώς αντίθετό του το παλιό, καλό σύνθημα «Εδώ και Τώρα». Αδιαφορώντας παντελώς για οποιαδήποτε ηθική διάσταση υπάρχει στα πράγματα και εμφορούμενοι από έναν μισανθρωπισμό και μια κτηνωδία (αρκεί να μην αφορά τους ίδιους, ούτε καν τους οικείους τους, τους οποίους ενίοτε βασανίζουν και δολοφονούν) ίσως πρωτοφανή στην ανθρωπότητα, μπορούν να ονειρεύονται μια μετατροπή της Γάζας σε γαλλική Ριβιέρα χωρίς τα μελαμψά μιάσματα,  μια Ροτζάβα κατεστραμμένη από τους ισλαμοφασίστες που πριν λίγο καιρό θεωρούσαν εχθρούς της ανθρωπότητας, μια κοινωνία που θα αδιαφορεί γιατί ένα κωλότρενο δεν μπορεί να χαλάει την εικόνα του αλάνθαστου και ψηφισμένου από μερικά εκατομμύρια ηγέτη. Να μπορούν άραγε τα πλήθη που επιστρέφουν περπατώντας στην κατεστραμμένη Γάζα και τα πλήθη που μαζεύτηκαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας διαμαρτυρόμενα για το έγκλημα (και κυρίως για τη συγκάλυψή του) στα Τέμπη, να αντιστρέψουν αυτή τη διαστροφή του καλού και να τουλάχιστον να αποκαταστήσουν τη σημασία του, που έχει να κάνει με τις αδιαπραγμάτευτες αξίες της ισότητας, της αδελφότητας και της ελευθερίας; Ίδωμεν…