Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Η εποχή του καλαμαριού; - Franco Berardi “Bifo”



Όταν ένας ιός άρχισε να διαδίδεται στην ανθρώπινη βιόσφαιρα και, μεταλλασσόμενος ταχέως σε πληροφο-ιό, να μολύνει μήνα με τον μήνα την ψυχόσφαιρα, αρχικά σκεφτήκαμε ότι η νεοφιλελεύθερη εποχή πλησίαζε στο τέλος της. Οι άνθρωποι καλούνταν να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εχθρό στον οποίο η ιδιωτικοποίηση της υγείας είχε ανοίξει τις πόρτες και κάτι τέτοιο προϋπόθετε μια κάποια αλληλεγγύη. Επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση. Όταν εμφανίστηκε στη σκηνή το εμβόλιο, εξαφανίστηκε η αδελφοσύνη και η κυρίαρχη φυλή οικειοποιήθηκε τον σωτήριο ορρό. Το εμβόλιο που σε μας, τους ανθρώπους του βορρά, επιβλήθηκε σαν άδεια πρόσβασης στα εστιατόρια και τη δουλειά, στον νότο του κόσμου, ωστόσο, το αρνούνται σε όποιον δεν έχει τα χρήματα για να το πληρώσει.

Οι μεγάλες φαρμακολογικές εταιρείες, υποστηριζόμενες από τη δυτική πολιτική τάξη, πολλαπλασίασαν τα κέρδη τους χάρη στην αρπαγή ενός κοινού αγαθού που χρηματο-δοτήθηκε από τα κράτη, παρήχθη από μισθωτούς εργαζόμενους στην έρευνα και απαλλοτριώθηκε παρανόμως από τις χρηματιστικές εταιρείες που κατέχουν τις μετοχές της Big Farma. Άρχισε τότε η αντιπαράθεση για ποιος θα μπορούσε να εμβολιαστεί με μία, δύο και στη συνέχεια τρεις, τέσσερις δόσεις ενός ορρού, που σαφώς μειώνει τη θνησιμότητα του ιού, αλλά δεν μας απελευθερώνει από τον τρόμο που εδώ και ενάμισι χρόνο διαχέεται σε τεράστιες δόσεις καθημερινά από το σύνολο της βιοπολιτικής εξουσίας. Μολονότι στην Ιταλία οι ασθενείς στις μονάδες εντατικής θεραπείας είναι σχεδόν μηδενικοί, η διάδοση του ιού πολύ μειωμένη και οι νεκροί από τον Covid μόνο λίγες δεκάδες την ημέρα, ο μεντιακός θόρυβος του ιού καλύπτει κάθε άλλο ήχο. Η μηχανή της παραγωγής του πανικού δεν σταματάει ούτε ένα λεπτό.

Η εκστρατεία του πανικού έχει πιθανώς σώσει τη ζωή πολλών υπερηλίκων, δεν το αρνούμαι. Όμως πόσους νέοι σκοτώνει, πόσους θα σκοτώσει τα επόμενα χρόνια, η εκστρατεία του πανικού; Και προπάντων, σε πείσμα όσων περίμεναν ότι το κοινωνικό συμφέρον θα υπερτερούσε του ιδιωτικού, η νεοφιλελεύθερη εξουσία μπήγει τα δόντια της στο ζωντανό και πονεμένο σώμα μιας ανθρωπότητας ανίκανης να επιδείξει αλληλεγγύη, αυτονομία, εξεγερτικότητα: το Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης είναι η τελική επίθεση ενάντια στα δικαιώματα της εργασίας, η απόλυτη ελαστικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Μια ανθρωπότητα τρομοκρατημένη και άψυχη: ιδού το όνειρο των νεοφιλελεύθερων δουλοκτητών, που ο ιός έκανε πραγματικότητα. Γι’ αυτό οι σειρήνες του πανικού δεν σταματούν να ηχούν, κρατώντας μας σε μια κατάσταση αμοιβαίας δυσπιστίας και φόβου.

Σήμερα, όμως, μια απειλητική μάζα εξεγείρεται απέναντι στην υγειονομική πειθαρχία. Οι λιμενεργάτες στην Τζένοβα και το Τριέστε, οι εργαζόμενοι στις μεταφορές, ένας μεγάλος αριθμός διδασκόντων και υγειονομικών, αρνούνται το σωτήριο εμβόλιο. Είναι όλοι τους φασίστες; Οι δεκάδες χιλιάδες που κατεβαίνουν στον δρόμο κάθε εβδομάδα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον εμβολιαστικό εκβιασμό είναι όλοι τους φασίστες; Εγώ πιστεύω πως όχι. Όμως τότε πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι απορρίπτουν την επιστημονική ορθολογικότητα; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι επιμένουν πεισματωδώς να υποκύψουν, με τον κίνδυνο να μολύνουν τους συμπολίτες τους;

Ότι απορρίπτουν την επιστημονική ορθολογικότητα δεν είναι άλλωστε κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι η επιστήμη, με τις τεχνικές εφαρμογές της, χρησιμοποιείται συστηματικά από την οικονομική και στρατιωτική εξουσία για να υποτάσσει, να εκμεταλλεύεται, να δολοφονεί. Άλλωστε, όποιος έχει διαβάσει τον Μισέλ Φουκώ ή τον Ιβάν Ίλιτς, θα έπρεπε να είχε μάθει να δυσπιστεί απέναντι στην απόλυτη πίστη στο επιστημονικό δόγμα. Η κουλτούρα no vax αντιπαραθέτει στον επιστημονικό δογματισμό έναν θεαματικό δογματισμό, που συχνά μοιάζει ακατανόητος, όμως τα λογικά επιχειρήματα μοιάζουν να μην αγγίζουν τη συνωμοσιολογική προκατάληψη που αποδίδει στο εμβόλιο μια κακή ισχύ. Ας το καταλάβουμε: είναι άχρηστο να αντιπαραθέτουμε στον συνωμοσιολογικό ανορθολογισμό τα καθησυχαστικά κηρύγματα του τεχνικού λόγου. Πρέπει, αντιθέτως, να ερμηνεύσουμε την αντίσταση στο εμβόλιο ως ένα σύμπτωμα: το σύμπτωμα ενός ανήμπορου πόνου, που προσπαθεί να πάρει εκδίκηση για την ταπείνωσή του.

Ένα μέρος του πληθυσμού ταυτίζει, κατανοητά, τη λογική και την τεχνική με τη βία της τεχνο-χρηματιστικής εξουσίας. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο προειδοποιούσαν το 1941: «Αν ο σύγχρονος Λόγος δεν είναι ικανός να δει τη σκοτεινή πλευρά των αποτελεσμάτων του ίδιου του Λόγου, είναι προορισμένος να καλυφθεί από το σκοτάδι». Η παντοδυναμία του τεχνικού Λόγου είναι μια προκατάληψη του Διαφωτισμού, κάτι που προκαλεί την οργή των αδυνάμων, εκείνων που ταπεινώνονται από την παντοδυναμία του κεφαλαίου παντρεμένου με την τεχνική. Στην αντίσταση απέναντι στο εμβόλιο πρέπει να δούμε ένα είδος κοινωνικής εκδίκησης για τις δεκαετίες συνεχούς φτωχοποίησης, αυξανόμενης ανισότητας, αλαζονείας της χρηματιστικής εξουσίας.

Τους μήνες του lockdown του 2020 (που στη μνήμη μου έρχονται τώρα σαν μια ευτυχισμένη περίοδος σιωπής, με τη συμπόνια να έμοιαζε να επικρατεί του μίσους), ένιωσα ευφορία βλέποντας στο Netflix τα επεισόδια της σειράς La Casa de Papel: μια ομάδα συμπαθητικών ληστών, ενωμένων με μια συνενοχική φιλία, παίρνουν από το εθνικό ισπανικό νομισματοκοπείο εκατομμύρια ευρώ και τα ρίχνουν από τον αέρα στα μαδριλένικα πλήθη. Πέρασε λίγο περισσότερο από ένας χρόνος και την τελευταία περίοδο την περνάω κοιτώντας τα βράδια τα πρώτα πέντε επεισόδια (από τα εννέα) του Squid Game, μιας σειράς που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ θεαματικότητας παντού στον κόσμο. Η ιστορία είναι ανατριχιαστική, αλλά όσο και αν φαίνεται εκτός πραγματικότητας και ακραία, μοιάζει σαν η καλύτερη μεταφορά της κοινωνίας μετά από σαράντα χρόνια επιχειρηματικής ελευθερίας. Στα παιχνίδια του καλαμαριού, εκείνοι που νικάνε συσσωρεύουν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες χρήματος, που πέφτει από ψηλά. Εκείνοι που χάνουν εξαλείφονται με μια σφαίρα στο κεφάλι. Καμία φιλία, καμία συνενοχή, μονάχα η ισορροπία της βίας κυριαρχεί στις κοινωνικές σχέσεις αυτού του παιχνιδιού.

Τι συνέβη αυτόν τον ενάμισι χρόνο; Και πού οδηγούμαστε στην αρχή αυτού του χειμώνα; Αύξηση των τιμών της ενέργειας, πείνα στην Αγγλία, πυρηνικά υποβρύχια στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανθρακωρυχεία που ξαναρχίζουν να δουλεύουν στην Κίνα, γιατί αφού πρώτα τα έκλεισαν, κατάλαβαν ότι δεν τους αρκεί η υπάρχουσα ενέργεια για τη μεγέθυνση. Η οικονομική μεγέθυνση τελείωσε. Ο καπιταλισμός είναι ένα πτώμα. Όμως εμείς είμαστε μέσα σε αυτό το πτώμα και δεν ξέρουμε πώς να βγούμε. Περιμένω με άγχος να δω πώς θα τελειώσει το Squid Game.

 

Δημοσιεύθηκε στον ιταλικό ιστότοπο Operaviva magazine, στις 16 Οκτώβρη 2021.

 

Υ.γ. [του μεταφραστή] Τη στιγμή που δημοσιεύεται εδώ το κείμενο του «Μπίφο», τα πράγματα όσον αφορά την πανδημία και τα παρεπόμενά της, σαφώς έχουν χειροτερεύσει. Όσον αφορά το Παιχνίδι του Καλαμαριού, χάρη στους καλούς φίλους Άννυ και Γιάννη, είχα την τύχη να το δω ολόκληρο, οπότε ξέρω και πώς τελείωσε. Πολύ καλή σειρά, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, ελπίζοντας μόνο ότι δεν θα συμβεί με αυτή ότι και με τη La Casa de Papel: δηλαδή, λόγω της μεγάλης επιτυχίας, να ακολουθήσουν και συνέχειες της, που το μόνο που κάνουν είναι να αποδυναμώνουν το αρχικό νόημα και να το κάνουν απλώς ακόμη πιο εμπορεύσιμο και θεαματικό, δηλαδή ακίνδυνο. Κάτι που άλλωστε συμβαίνει με όλες τις συνέχειες, είτε στον κινηματογράφο είτε στην τηλεόραση, έτσι δεν είναι; Πάντως, για όποια-ον ενδιαφέρεται και γνωρίζει αγγλικά, υπάρχει μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Χουάνγκ Ντονγκ-Χιούκ στον Guardian στις 26 Οκτώβρη, που ξεκαθαρίζει αρκετά πράγματα και δείχνει και την πολιτική λογική του δημιουργού.   


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Giorgio Agamben - Παρέμβαση στη Γερουσία, 7 Οκτώβρη 2021



Θα σταθώ μονάχα σε δύο σημεία, στα οποία θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή των μελών του κοινοβουλίου που θα πρέπει να ψηφίσουν για τη μετατροπή του διατάγματος σε νόμο.

Το πρώτο είναι η προφανής –υπογραμμίζω, προφανής– αντιφατικότητα του υπό συζήτηση διατάγματος. Γνωρίζετε ότι η κυβέρνηση με το συγκεκριμένο διάταγμα (επονομαζόμενο και «ποινική ασπίδα») νο 44 του 2021, που τώρα πάει να μετατραπεί σε νόμο, εξαιρείται κάθε ευθύνης για τις βλάβες που προκαλούνται από τα εμβόλια. Το πόσο σοβαρές μπορεί να είναι αυτές οι βλάβες προκύπτει από το γεγονός ότι το άρθρο 3 του διατάγματος μνημονεύει επακριβώς τα άρθρα 589 και 590 του ποινικού κώδικα, τα οποία αναφέρονται στην ανθρωποκτονία εξ αμελείας και στις βλάβες εξ αμελείας.

Όπως έχουν επισημάνει αξιοσέβαστοι νομικοί, το κράτος, αν και δεν νιώθει την ανάγκη να αναλάβει την ευθύνη για ένα εμβόλιο που δεν έχει ολοκληρώσει την πειραματική του φάση, προσπαθεί, ωστόσο, να υποχρεώσει με κάθε μέσο τους πολίτες να εμβολιαστούν, αποκλείοντάς τους, σε διαφορετική περίπτωση, από την κοινωνική ζωή και φτάνοντας τώρα, με το διάταγμα που καλείστε να ψηφίσετε, να τους στερεί ακόμη και τη δυνατότητα εργασίας.

Είναι δυνατόν να φανταστούμε μια κατάσταση νομικά και ηθικά πιο ανώμαλη; Πώς μπορεί το κράτος να κατηγορεί για ανευθυνότητα όποιον επιλέγει να μην εμβολιαστεί όταν είναι το ίδιο το κράτος που πρώτο αποποιείται τυπικά κάθε ευθύνη σε σχέση με τις πιθανές σοβαρές συνέπειες –θυμηθείτε την αναφορά στα άρθρα 589 και 590 του ποινικού κώδικα– του εμβολίου;

Θα ήθελα τα μέλη του κοινοβουλίου να σκεφτούν αυτή την αντίφαση, που κατά τη γνώμη μου σκιαγραφεί μια πραγματική νομική τερατωδία.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας δεν αφορά το ιατρικό πρόβλημα του εμβολίου, αλλά το πολιτικό του Greenpass, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με πρώτο (έχουμε κάνει στο παρελθόν εμβόλια κάθε τύπου, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να επιδεικνύουμε ένα πιστοποιητικό για κάθε μας κίνηση). Επιστήμονες και γιατροί έχουν πει ότι το Greenpass δεν έχει καθαυτό καμία ιατρική σημασία, αλλά χρησιμεύει στο να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να εμβολιαστούν. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω ότι πρέπει και μπορούμε να υποστηρίξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή το εμβόλιο είναι στην πραγματικότητα ένα μέσο για να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να έχουν ένα Greenpass, δηλαδή έναν μηχανισμό που επιτρέπει τον έλεγχο και την ανίχνευση, σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό, των κινήσεών τους.

Οι πολιτειολόγοι γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι οι κοινωνίες μας έχουν περάσει από το μοντέλο που συνηθιζόταν να αποκαλείται «κοινωνία της πειθαρχίας» σε αυτό της «κοινωνίας του ελέγχου», θεμελιωμένου στον, ουσιαστικά απεριόριστο, ψηφιακό έλεγχο των ατομικών συμπεριφορών, που γίνονται έτσι μετρήσιμες μέσω ενός αλγορίθμου. Τώρα πια έχουμε συνηθίσει αυτούς τους μηχανισμούς ελέγχου, όμως μέχρι ποιού σημείου είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε αυτό στο οποίο μας ωθεί ο συγκεκριμένος έλεγχος; Είναι δυνατόν οι πολίτες μιας κοινωνίας, που υποτίθεται πως είναι δημοκρατική, να βρεθούν σε μια κατάσταση χειρότερη από εκείνη των πολιτών της Σοβιετικής Ένωσης του Στάλιν; Γνωρίζετε ότι οι σοβιετικοί πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να δείχνουν την «propiska» για να μετακινηθούν από τη μια περιοχή στην άλλη, όμως εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε ακόμη και για να πάμε στον κινηματογράφο ή στο εστιατόριο –και τώρα, κάτι πολύ πιο σοβαρό, για να πάμε στον τόπο της εργασίας μας. Και πώς είναι δυνατό να δεχτούμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιταλίας μετά τους φασιστικούς νόμους του 1938 που αφορούσαν τους μη άριους πολίτες, δημιουργούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, που υφίστανται περιορισμούς οι οποίοι, από αυστηρά νομική άποψη –υπογραμμίζω νομική–, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτούς που καθιερώνονταν με εκείνους τους δυσοίωνους νόμους;

Όλα μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα διατάγματα-νόμοι που ακολουθούν το ένα το άλλο λες και εκπορεύονται από ένα μόνο άτομο, εντάσσονται σε μια πολύ ύπουλη διαδικασία μετασχηματισμού των θεσμών και των παραδειγμάτων κυβέρνησης, στον βαθμό που συμβαίνει, όπως στον φασισμό, χωρίς να αλλάζει το κείμενο του συντάγματος. Το μοντέλο, που με αυτόν τον τρόπο και σταδιακά ακυρώνεται και εξαλείφεται, είναι αυτό των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών με τα δικαιώματα και τις συνταγματικές εγγυήσεις τους, καθώς μπαίνει στη θέση του ένα παράδειγμα κυβέρνησης στο οποίο, στο όνομα της βιοασφάλειας και του ελέγχου, οι ατομικές ελευθερίες προορίζονται να υποστούν αυξανόμενους περιορισμούς.

Η αποκλειστική επικέντρωση της προσοχής στις μολύνσεις και στην υγεία, εμποδίζει, πράγματι, να αντιληφθούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που συμβαίνει στην πολιτική σφαίρα, αλλά και να κατανοήσουμε πώς, όπως οι ίδιες οι κυβερνήσεις δεν κουράζονται να μας θυμίζουν, η ασφάλεια και η επείγουσα κατάσταση δεν είναι προσωρινά φαινόμενα, αλλά συνιστούν τη νέα μορφή της κυβερνησιμότητας.

Υπό αυτή την προοπτική είναι περισσότερο από ποτέ επείγον τα μέλη του κοινοβουλίου να σκεφτούν με τη μέγιστη προσοχή τον σε εξέλιξη μετασχηματισμό, ο οποίος, μακροπρόθεσμα πρόκειται να αφαιρέσει από το κοινοβούλιο τις εξουσίες του, περιορίζοντάς το, όπως συμβαίνει τώρα, στην έγκριση, στο όνομα της βιοσφάλειας, διαταγμάτων που εκπορεύονται από οργανώσεις και άτομα που λίγη σχέση έχουν με το κοινοβούλιο.