Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Η επινόηση του εχθρού - Giorgio Agamben


Πιστεύω ότι πολλοί διερωτούνται γιατί η Δύση και, πιο συγκεκριμένα, οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλάζοντας ριζικά την πολιτική που ακολουθούσαν τις τελευταίες δεκαετίες, αποφάσισαν ξαφνικά να καταστήσουν τη Ρωσία θανάσιμο εχθρό τους. Μπορούμε, το δίχως άλλο, να δώσουμε μιαν απάντηση. Η ιστορία δείχνει πως όταν, για κάποιον λόγο, εξασθενούν οι αρχές που εγγυώνται την ταυτότητά μας, η επινόηση ενός εχθρού είναι εκείνος ο μηχανισμός που επιτρέπει –αν και με έναν ευκαιριακό και, σε τελική ανάλυση, καταστροφικό τρόπο– τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου. Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Είναι προφανές ότι η Ευρώπη έχει εγκαταλείψει όλα αυτά που πίστευε εδώ και αιώνες –ή, τουλάχιστον, πίστευε πως πίστευε: τον Θεό της, την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη. Αν στη θρησκεία –με την οποία ταυτιζόταν η Ευρώπη– δεν πιστεύουν πλέον ούτε οι παπάδες, και η πολιτική έχει χάσει εδώ και καιρό την ικανότητά της να προσανατολίζει τη ζωή των ανθρώπων και των λαών. Η οικονομία και η επιστήμη, που έχουν πάρει τη θέση τους, δεν είναι σε θέση, με κανέναν τρόπο, να εγγυηθούν μια ταυτότητα που δεν έχει τη μορφή αλγόριθμου. Η επινόηση ενός εχθρού τον οποίο κάποιος αντιμάχεται με κάθε μέσο είναι, σε αυτό το σημείο, ο μόνος τρόπος για να καλμάρει η αυξανόμενη αγωνία μας σε σχέση με όλα αυτά στα οποία δεν πιστεύουμε πλέον. Και δεν είναι σαφώς απόδειξη ύπαρξης φαντασίας η επιλογή ως εχθρού εκείνου που για σαράντα χρόνια, από την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989), επέτρεψε την παρουσάι σε ολόκληρο τον πλανήτη του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος έμοιαζε μέχρι πρόσφατα, τουλάχιστον στην Ευρώπη, να έχει λήξει οριστικά .

Ενάντια σε αυτούς που προσπαθούν ηλιθιωδώς να ξαναβρούν με αυτόν τον τρόπο κάτι στο οποίο να πιστεύουν, πρέπει να θυμίσουμε ότι ο μηδενισμός –η απώλεια κάθε πίστης– είναι ο πιο ανησυχητικός επισκέπτης, που όχι μόνο δεν μας αφήνει να ηρεμήσουμε επικαλούμενοι κάποια ψέματα, αλλά δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή εκείνον που τον έβαλε σπίτι του.

 

31 Μάη

 

Κείμενο αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο συγγραφέας-φιλόσοφος στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Marco Bongiorni, «Ο άνθρωπος που κλαίει», 2021. 

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Θεός, άνθρωπος, ζώο - Giorgio Agamben


Όταν ο Νίτσε, σχεδόν 150 χρόνια πριν, έκανε τη διάγνωσή του για τον θάνατο του Θεού, πίστευε ότι αυτό το πρωτόγνωρο συμβάν θα άλλαζε ριζικά την ύπαρξη των ανθρώπων επί γης. «Πού κινούμαστε τώρα;» έγραψε, «δεν είναι η δική μας μια συνεχής πτώση; […] υπάρχει ακόμη ένα πάνω κι ένα κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε, ίσως, μέσα σε ένα ατέλειωτο τίποτα;». Και ο Κιρίλοφ, ο πρωταγωνιστής των Δαιμονισμένων, του οποίου τα λόγια είχε προσεχτικά μελετήσει ο Νίτσε, σκεφτόταν τον θάνατο του Θεού με το ίδιο εγκάρδιο πάθος και είχε εξάγει, ως αναγκαία συνέπεια, μια χειραφέτηση μιας βούλησης χωρίς πλέον όρια και, ταυτοχρόνως, το μη νόημα και την αυτοκτονία: «Αν υπάρχει Θεός, εγώ είμαι ο Θεός… Αν υπάρχει Θεός, όλη η βούληση είναι δική του, κι εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω από τη βούλησή του. Αν δεν υπάρχει Θεός, όλη η βούληση είναι δική μου, κι είμαι υποχρεωμένος να επιβεβαιώσω την ελεύθερη κρίση μου… Είμαι υποχρεωμένος να αυτοπυροβοληθώ, επειδή η πλήρης έκφραση της ελεύθερης κρίσης μου είναι να σκοτώσω τον ίδιο τον εαυτό μου».

Είναι κάτι σε σχέση με το οποίο δεν πρέπει να κουραζόμαστε να σκεφτόμαστε, καθώς ενάμισι αιώνα μετά, αυτό το πάθος μοιάζει σήμερα να έχει εξαφανιστεί εντελώς. Οι άνθρωποι έχουν ήρεμα επιβιώσει του θανάτου του Θεού και συνεχίζουν να ζουν χωρίς να φτιάχνουν, λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Λες και τίποτα –ακριβώς– δεν έχει συμβεί. Ο μηδενισμός, που οι ευρωπαίοι διανοούμενοι είχαν δοξάσει αρχικά τον πιο ανησυχητικό από τους παρευρισκόμενους, έγινε μια καθημερινή συνθήκη ταυτοχρόνως θερμή και αδιάφορη, με την οποία, αντιθέτως με ότι πίστευαν ο Τουργκένιεφ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ, είναι δυνατόν να συνυπάρχουμε ήσυχα, συνεχίζοντας να αναζητούμε χρήμα και εργασία, να παντρευόμαστε και να χωρίζουμε, να ταξιδεύουμε και να πηγαίνουμε διακοπές. Ο άνθρωπος περιπλανιέται σήμερα χωρίς να σκέφτεται πλέον μια γη του κανενός, πέρα όχι μόνο από το θεϊκό και το ανθρώπινο, αλλά και (αναπαυόμενων εν ειρήνη εκείνων που θεωρητικοποιούν κυνικά μια επιστροφή των ανθρώπων στη φύση από την οποία προέρχονται) το ζωικό.

Σίγουρα κάποιος θα πει ότι όλα αυτά δεν έχουν νόημα, ότι χωρίς το θεϊκό δεν ξέρουμε πια πώς να σκεφτούμε το ανθρώπινο και το ζωικό, όμως κάτι τέτοιο σημαίνει απλώς ότι τώρα όλα και τίποτα είναι δυνατά. Το τίποτα: δηλαδή πως το όριο δεν βρίσκεται πια στον κόσμο, αλλά μένει η γλώσσα (αυτό είναι, αν το καλοσκεφτούμε, η μόνη σημασία του όρου «τίποτα» –ότι, δηλαδή, η γλώσσα καταστρέφει, κάτι που συμβαίνει, τον κόσμο, πιστεύοντας ότι μπορεί να επιβιώσει αυτής της καταστροφής). Όλα: ίσως και –κι αυτό είναι για μας το κρίσιμο ζήτημα– η εμφάνιση μιας νέας μορφής –νέας, δηλαδή αρχαϊκής και, ταυτοχρόνως, εγγύτατης, τόσο κοντινής που δεν καταφέρνουμε να τη δούμε. Ποιανού και τι πράγματος; Του θεϊκού, του ανθρώπινου, του ζωικού; Σκεφτόμαστε πάντοτε το έμβιο εντός αυτής της τριάδας, ταυτοχρόνως θαυμαστής και αβέβαιης, βάζοντας πάντοτε τα μεν εναντίον των δε, τα μεν μαζί με τα δε. Μήπως έχει έρθει η στιγμή να θυμηθούμε κατά πόσο το έμβιο δεν είναι ακόμη ούτε θεός, ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, αλλά, απλώς, μια ψυχή, δηλαδή μια ζωή;

 

18 Μάρτη 2024

 

Κείμενο από τη στήλη που διατηρεί ο Ιταλός φιλόσοφος στην ιστοσελίδα των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μνήμη δύο σημαντικών ανθρώπων όχι μόνο στη δική μου ζωή αλλά και σε αυτή πολλών άλλων που τιμούν αυτή την ιδιότητα. Μιλώ για την Τζανιώ Προβελέγγιου, που μου έκανε την τιμή να υλοποιήσει ένα σωρό εξώφυλλα για τις Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα και τον Θοδωρή Κυβελέα, που πάντοτε φρόντιζε την παρουσία των ανωτέρω εκδόσεων στο αγαπημένο βιβλιοπωλείο Πολιτεία. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ, αν οι εκδόσεις αυτές κράτησαν για 36 χρόνια, το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό και σε αυτούς τους δύο ανθρώπους.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Ευρώπη ή η αγυρτεία - GIORGIO AGAMBEN


Είναι πιθανόν ότι λίγοι ανάμεσα σε αυτούς που ετοιμάζονται να πάνε να ψηφίσουν στις ευρωπαϊκές εκλογές, έχουν αναρωτηθεί για την πολιτική σημασία της κίνησής τους. Καθώς καλούνται να εκλέξουν ένα όχι και με τον καλύτερο τρόπο ορισθέν σαν «ευρωπαϊκό κοινοβούλιο», μπορούν να πιστεύουν, λίγο πολύ καλόπιστα, πως θα κάνουν κάτι το οποίο αντιστοιχεί με την εκλογή των κοινοβουλίων των χωρών των οποίων είναι πολίτες. Είναι καλό να ξεκαθαρίσουμε αμέσως ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Όταν μιλάμε σήμερα για Ευρώπη, η μεγάλη αφαίρεση έχει να κάνει κυρίως με την ίδια την πολιτική και νομική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για μια πραγματική και ουσιαστική μεταφορά, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αποφεύγεται παντοιοτρόπως να καταστεί συνειδητή μια αλήθεια τόσο ενοχλητική όσο και προφανής. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι αν δούμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του συνταγματικού δικαίου η Ευρώπη δεν υφίσταται: αυτό που αποκαλούμε «Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι τεχνικά ένα σύμφωνο μεταξύ κρατών, που έχει να κάνει αποκλειστικά με το διεθνές δίκαιο. Η συμφωνία του Μάαστριχτ, που τέθηκε εν ισχύ το 1993 και μας έδωσε τη σημερινή μορφή της Ευρώπης, είναι η ακραία κύρωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας σαν απλή διακυβερνητική συμφωνία μεταξύ κρατών. Ξέροντας ότι το να μιλούν για δημοκρατία αναφορικά με την Ευρώπη δεν είχε νόημα, οι λειτουργοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησαν να καλύψουν αυτό το δημοκρατικό κενό φέρνοντας στο προσκήνιο το σχέδιο για το λεγόμενο ευρωπαϊκό σύνταγμα.

Έχει σημασία το γεγονός ότι το κείμενο που έφερε αυτόν τον τίτλο, επεξεργασμένο από επιτροπές γραφειοκρατών χωρίς καμία λαϊκή επικύρωση και εγκεκριμένο από μια διακυβερνητική διάσκεψη το 2004, όταν εκτέθηκε στη λαϊκή ψήφο, στη Γαλλία και την Ολλανδία το 2005, απορρίφτηκε παταγωδώς. Μπροστά στην αποτυχία να πάρει τη λαϊκή έγκριση, που εκ των πραγμάτων ακύρωνε έτσι το αυτοαποκαλούμενο σύνταγμα, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε σιωπηλά –και ίσως θα έπρεπε να πω ντροπιαστικά– και αντικαταστάθηκε από μια νέα διεθνή συμφωνία, τη λεγόμενη Συμφωνία της Λισσαβώνας το 2007. Εξ αυτών προκύπτει, αν το δούμε από μια νομική οπτική γωνία, πως αυτό το κείμενο δεν είναι ένα σύνταγμα, αλλά, για μια ακόμη φορά, μια συμφωνία μεταξύ κυβερνήσεων, που έχει να κάνει μονάχα με το διεθνές δίκαιο, ενώ δεν υπεβλήθη ποτέ σε λαϊκή έγκριση. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, που πρόκειται να εκλεγεί, δεν είναι, στην πραγματικότητα, ένα κοινοβούλιο, αφού του λείπει η εξουσία να προωθείι νόμους, μια εξουσία που βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άλλωστε, κάμποσο καιρό πριν το πρόβλημα του ευρωπαϊκού συντάγματος άνοιξε μια συζήτηση μεταξύ ενός Γερμανού νομικού του οποίου κανείς δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία, του Ντίτερ Γκριμ και του Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος, όπως η πλειοψηφία εκείνων που αποκαλούνται φιλόσοφοι, στερούνταν πλήρως νομικής κουλτούρας. Ενάντια στον Χάμπερμας, που σε τελική ανάλυση πίστευε πως μπορούσε να θεμελιώσει το σύνταγμα βάσει της δημόσιας γνώμης, ο Ντίτερ Γκριμ είχε δίκιο όταν υποστήριξε την αδυναμία ύπαρξης ενός συντάγματος για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός λαός, κι έτσι κάτι όπως η συντακτική εξουσία στερούνταν οποιασδήποτε θεμελίωσης. Αν αληθεύει ότι η συντεταγμένη εξουσία προϋποθέτει μια συντακτική εξουσία, η ιδέα μιας ευρωπαϊκής συντακτικής δύναμης είναι η μεγάλη απούσα στις συζητήσεις για την Ευρώπη.

Αν τη δούμε από την οπτική γωνία των συνταγματικών απαιτήσεων καθιέρωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χαίρει καμίας νομιμοποίησης. Γίνεται τότε απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι μια πολιτική οντότητα χωρίς νομιμοποιημένο σύνταγμα δεν μπορεί να έχει τη δική της πολιτική. Η μοναδική ομοιότητα με κάτι σαν ενότητα εμφανίζεται όταν η Ευρώπη δρα ως υποτελής των Ηνωμένων Πολιτειών, συμμετέχοντας σε πολέμους που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο κοινό συμφέρον και ακόμη λιγότερο στη λαϊκή βούληση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δρα σήμερα ως παράρτημα του ΝΑΤΟ (το οποίο ΝΑΤΟ είναι με τη σειρά του μια στρατιωτική συμφωνία μεταξύ κρατών). Γι’ αυτό, θυμίζοντας όχι τόσο ειρωνικά τη διατύπωση που ο Μαρξ χρησιμοποιούσε για τον κομμουνισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδέα μιας ευρωπαϊκής συντακτικής εξουσίας είναι το φάντασμα που πλανιέται σήμερα πάνω από την Ευρώπη και που κανείς δεν τολμά να το επικαλεστεί. Ωστόσο, μόνο μια τέτοια συντακτική εξουσία μπορεί να δώσει νομιμότητα και ουσία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι –αν, βάσει των λεξικών, αγύρτης είναι «αυτός που επιβάλει στους άλλους να πιστεύουν πράγματα ξένα ως προς την πραγματικότητα και τους κάνει να δρουν σύμφωνα με αυτή την ευπιστία»– στη σημερινή συνθήκη δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια αγυρτεία.

Μια άλλη ιδέα περί την Ευρώπη μπορεί να είναι εφικτή μόνο όταν εκκενώσουμε το πεδίο από αυτή την αγυρτεία. Για να το πούμε άνευ υποκρισιών και επιφυλάξεων: αν θέλουμε να σκεφτούμε πράγματι μια πολιτική Ευρώπη, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να βγάλουμε από τη μέση την Ευρωπαϊκή Ένωση ή, το λιγότερο, να είμαστε έτοιμοι για τη στιγμή όπου αυτή, κάτι που τώρα φαίνεται να επίκειται, θα καταρρεύσει.


20 Μάη 2024


Κείμενο από τη στήλη που διατηρεί ο Ιταλός φιλόσοφος στην ιστοσελίδα των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι από παράσταση του Living Theatre στην Μπολώνια το 1977.