Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μερικά χρόνια πριν, Στάσις. Ο εμφύλιος πόλεμος ως πολιτικό
παράδειγμα [στα ελληνικά εκδόσεις
Κουκκίδα], προσπάθησα να δείξω το γεγονός ότι στην κλασική Ελλάδα η πιθανότητα
–υπογραμμίζω τη λέξη «πιθανότητα»– του εμφυλίου πολέμου, λειτουργούσε ως ένα
κατώφλι πολιτικοποίησης μεταξύ οίκου
και πόλεως, χωρίς το οποίο η πολιτική
ζωή θα ήταν αδιανόητη. Χωρίς τη στάση,
τον ξεσηκωμό των πολιτών με την πιο ακραία μορφή διαφωνίας, η πόλις δεν είναι πλέον τέτοια. Αυτός ο
συντακτικός δεσμός μεταξύ στάσεως και
πολιτικής ήταν σε τέτοιο βαθμό αδιαπραγμάτευτος, ώστε ακόμη και ο στοχαστής που
θεωρείται ότι θεμελίωσε την ιδέα του περί πολιτικής μέσω του αποκλεισμού του
εμφυλίου πολέμου, δηλαδή ο Χομπς, τον άφησε, αντιθέτως, μέχρι το τέλος εν
δυνάμει πιθανό.
Έτσι, η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω, είναι πως αν
έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση απόλυτης αποπολιτικοποίησης σαν κι αυτή που
βρισκόμαστε σήμερα, αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η ίδια η πιθανότητα
της στάσεως τις τελευταίες δεκαετίες,
προοδευτικά και ολοκληρωτικά, αποκλείστηκε από την πολιτική σκέψη, ακόμη και
μέσω της δόλιας ταύτισής της με την τρομοκρατία. Μια κοινωνία στην οποία η
πιθανότητα του εμφυλίου πολέμου, δηλαδή της ακραίας μορφής διαφωνίας,
αποκλείεται, είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί παρά να διολισθαίνει στον
ολοκληρωτισμό. Αποκαλούμε ολοκληρωτική μια σκέψη που δεν διαβλέπει την
πιθανότητα να αντιπαρατεθεί με την ακραία μορφή διαφωνίας, μια σκέψη, δηλαδή,
που δέχεται μόνο την πιθανότητα συναίνεσης. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι
ακριβώς μέσω της συγκρότησης της συναίνεσης σαν μοναδικού κριτηρίου της
πολιτικής οι δημοκρατίες, όπως διδάσκει η ιστορία, πέφτουν στον ολοκληρωτισμό.
Όπως συμβαίνει συχνά, αυτό που απομακρύνεται από τη
συνείδηση, επανεμφανίζεται με μορφές παθολογικές, κι αυτό που συμβαίνει σήμερα
γύρω μας είναι ότι η λήθη και η αβλεψία, σε σχέση με τη στάση, συμβαδίζουν, όπως έχει παρατηρήσει και ο Roman Schnur σε
μία από τις λίγες σοβαρές μελέτες αναφορικά με αυτό το ζήτημα, προωθώντας ένα
είδος παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου. Δεν πρόκειται μονάχα για το γεγονός, αν και
δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, ότι οι πόλεμοι, όπως νομικοί και πολιτειολόγοι
έχουν ήδη από καιρό επισημάνει, δεν κηρύσσονται τυπικά και, μεταμορφωμένοι σε
επιχειρήσεις της αστυνομίας, αποκτούν χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται
στους εμφύλιους πολέμους. Αυτό που είναι κρίσιμο σήμερα είναι το γεγονός ότι ο
εμφύλιος πόλεμος, φτιάχνοντας ένα σύστημα με την κατάσταση εξαίρεσης,
μεταμορφώνεται όπως η δεύτερη, σε ένα εργαλείο της κυβέρνησης.
Αν αναλυθούν τα διατάγματα και οι μηχανισμοί που
ενεργοποίησαν οι κυβερνήσεις τα τελευταία δύο χρόνια, γίνεται σαφές ότι αυτά
στρέφονται στη διαίρεση των ανθρώπων σε δύο αντιτιθέμενες ομάδες, ανάμεσα στις
οποίες παγιώνεται ένα είδος ανεξάλειπτης σύγκρουσης. Μολυσμένοι και υγιείς,
εμβολιασμένοι και μη εμβολιασμένοι, εφοδιασμένοι με greenpass και μη εφοδιασμένοι με greenpass, ενσωματωμένοι στην κοινωνική ζωή ή αποκλεισμένοι από αυτή:
σε κάθε περίπτωση, η ενότητα μεταξύ των πολιτών, όπως συμβαίνει σε έναν εμφύλιο
πόλεμο, εξασθενίζει. Αυτό, δηλαδή, που συνέβη μπροστά στα μάτια μας χωρίς να το
καταλάβουμε, είναι το γεγονός ότι οι δύο μορφές-όρια του δικαίου και της
πολιτικής, χρησιμοποιήθηκαν ανενδοίαστα σαν κανονικές μορφές κυβέρνησης. Και
ενώ στην κλασική Ελλάδα, η στάσις,
εφόσον σηματοδοτούσε μια διακοπή της πολιτικής ζωής, δεν μπορούσε για κανέναν
λόγο να κρυφτεί και να μεταμορφωθεί σε κανόνα, αυτή, γίνεται σήμερα, όπως η
κατάσταση εξαίρεσης, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της κυβέρνησης των ανθρώπων.
9/4/2022
Κείμενο
αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο Τζόρτζο Αγκάμπεν στον δικτυακό τόπο των
ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου