Το
déjà-vu, ως γνωστόν, είναι η αίσθηση της
επανάληψης ενός γεγονότος ή μιας εμπειρίας ήδη βιωμένων. Στην ταινία Matrix,
σημαίνει, για τους πρωταγωνιστές της, ένα καμπανάκι συναγερμού, μια ατέλεια,
που μακράν από το να παρέχει τη δυνατότητα μιας σύγκρουσης με το σύστημα,
προϋποτίθεται από το ίδιο το σύστημα. Η ταινία είναι του 1999, δύο χρόνια πριν
την Τζένοβα, το όνομα ακριβώς μια πόλης με το οποίο εδώ και είκοσι χρόνια
αναφερόμαστε σε ένα πολιτικό γεγονός. Έτσι λοιπόν, αυτές τις μέρες περνά πολλές
φορές μπροστά από τα μάτια μας, όπως και από εκείνα του Νίο, ο ίδιος μαύρος
γάτος. Όταν υπάρχει αναφορά σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, το απατηλό
αιλουροειδές εμφανίζεται εδώ κι εκεί,
δίνοντάς μας την εντύπωση μιας αιώνιας αφύπνισης του παρελθόντος, είτε του
δικού μας είτε αυτού που έζησαν άλλοι. Μια χρονομηχανή, αυτοδιευθυνόμενη
προφανώς, προσομοιάζει σήμερα ένα countdown των
ημερών ανάλογο με εκείνο προς τη σύγκρουση με τους G8. Εντείνονται οι προετοιμασίες για το
ταξίδι των ζαπατίστας στην Ευρώπη, λες και από το 1994 μέχρι σήμερα, από τη μια
και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν άλλαξε τίποτα. Η αλληλοβοήθεια και ο
εθελοντισμός καταλαμβάνουν κεφάλια και χέρια, και να ο γάτος που τεντώνει την
ουρά της στον 19ο αιώνα και στις επονείδιστες καθολικές ρίζες. Το
μόνο που μας λείπει είναι μια επιστροφή του Ανιολέτο… Εμείς που νομίζαμε ότι
είμαστε ο ιός του συστήματος, βρισκόμαστε σήμερα να υπερασπιζόμαστε τα εμβόλια.
Είναι
σαφές, αυτό συμβαίνει λόγω της αγάπης μας για τον ουρανό, εκείνον στον οποίο
κάναμε έφοδο και εκείνον που ακόμα δεν έχει πέσει πάνω μας. Όποιος νομίζει ότι
θα διαβάσει τη νιοστή μεταμοντέρνα φλυαρία για την ομορφιά του νέου και για την
ανάγκη ρευστοποίησης της μνήμης, έχει κάνει λάθος στο περιοδικό, στο άρθρο και
στον «συγγραφέα». Το αντίθετο συμβαίνει. Το παρελθόν είναι τόσο σημαντικό ώστε δεν
μπορούμε να το εμπιστευτούμε στους νοσταλγούς, σε αυτούς, δηλαδή, που βρίσκουν
παρηγοριά στην απόσταση από ένα σκατένιο παρόν. Θα πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε,
πολιτικά, για τη σημασία της μνήμης. Το να δοξάζουμε μακρινές νίκες είναι σαν
να αυνανιζόμαστε μπροστά στο youporn
ή να εκφράζουμε τη γνώμη μας στο facebook (συγχωρείστε μας τη σύγκριση, είναι
σαφές ότι η πρώτη δραστηριότητα μπορεί τουλάχιστον να μας δώσει μια κάποια
ευχαρίστηση). Άλλωστε, το να θρηνούμε για τις σφαγές και για τις τραγωδίες που
υπέστημεν, το μόνο που κάνει είναι να ανταμείβει έναν διεστραμμένο,
θυματοποιητικό ναρκισσισμό, συνεπώς είναι ένδειξη μαζοχισμού το να θέλουμε να
τους βάλουμε να πληρώσουν για εκείνες τις σφαγές και εκείνες τις τραγωδίες. Προσπερνάμε
το γεγονός ότι αν εμείς κηρύττουμε τον πόλεμο, εκείνοι, οι άλλοι, τον διεξάγουν
πραγματικά. Ωστόσο, πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι ένας νέος ή μια νέα μπορούν
σήμερα να θέλουν να αγωνιστούν βάσει της χριστιανικής άποψης περί μαρτυρίου;
Δεν θα ήταν πολύ πιο πρόσφορο να πούμε πώς όντως εξελίχθηκαν τα πράγματα, να προσπαθήσουμε
να τα κατανοήσουμε, αντί να παραθέτουμε απλώς ημερομηνίες; Και, πάνω απ’ όλα,
να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια εντελώς ανεξερεύνητη δύναμη, που πρέπει να ανακαλυφθεί από όλους μαζί;
Εν
συντομία, το μπενγιαμινικό άλμα της
τίγρης δεν μπορεί να συγχέεται με ένα δείπνο παλιών συντρόφων από το λύκειο. Ω,
μα το ξέρεις ότι δεν γέρασες καθόλου; Και εσένα, πώς τα πάνε τα παιδιά, ο σκύλος;
Για κοίτα πώς περνάει ο καιρός, λες και ήταν χθες. Και εσύ, θυμάσαι την καθηγήτρια, όταν σχεδιάζαμε….,
όοοχι, έχει πεθάνει, μα τι λες τώρα; Και ούτω κάθε εξής, επ’ άπειρον: τι θλίψη,
συντρόφισσες και σύντροφοι, κι εδώ αναφερόμαστε στους πολιτικούς, όχι στους
σχολικούς συντρόφους. Η αναθύμηση της ιστορίας μας χρησιμεύει, αντιθέτως, για
να αναλύουμε τα ερωτήματα που αυτή η ιστορία μας θέτει, για να πάρουμε εκδίκηση
για αυτά που δεν καταφέραμε να κάνουμε, για να καταλάβουμε τα όρια των
αποτυχιών μας. Το νέο δεν υπάρχει, το ξέρουμε καλά: είναι απλώς η διαφορετική
και ευμετάβλητη σύνθεση, ρήξη και ανασύνθεση στοιχείων που επανακαθορίζονται
και επανεπινοούνται συνεχώς. Η επιτάχυνση του νέου και η νοσταλγική αναβίωση
κινούνται, σε παράλληλες τροχιές, στην ίδια κατεύθυνση: εκείνη της φυγής από
την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει σε ένα μετρίου επιπέδου καρναβάλι ή στην
καταφυγή σε ένα καταστροφικό ναρκωτικό. Μόλις τελειώσει η αμφιλεγόμενη
επίδραση, επιστρέφουμε στην καθημερινή κατάθλιψη.
Και
κάτι τελευταίο. Υπάρχουν πολλά συνθήματα στις «κινηματικές» φυλές που δεν θα
καταλάβω ποτέ, με ένα ανάμεσά τους να κατέχει μια υψηλή θέση στο hit paradeν της ανακούφισης της αδυναμίας: είχαμε δίκιο. Μπορεί κάποιος να μου
εξηγήσει τι σημαίνει αυτό; Ήδη η χρήση του παρατατικού κάτι λέει: έτσι είχαν τα
πράγματα και έτσι θα έχουν πάντοτε, και μόνο που μπορούμε να το λέμε μας
προσφέρει μια κάποια ικανοποίηση. Ουάου. Λες και το δίκιο είναι ένα οικουμενικό
ζήτημα, λες και υπάρχει ένα δικαστήριο της Ανθρωπότητας και της Ιστορίας, αμερόληπτο
και αντικειμενικό, που διακρίνει πάντοτε το σωστό από το λάθος. Όχι, κάτι
τέτοιο δεν υπάρχει. Το δίκιο συνδέεται πάντοτε με τη μια πλευρά ενάντια σε μια
άλλη. Ποτέ δεν υπάρχει απόλυτο δίκιο, το δίκιο υπάρχει πάντοτε μέσα από μια
σαφώς μονομερή οπτική γωνία. Και, πάντοτε, υπάρχει ένα δίκιο ενάντια σε ένα
άλλο. Ανάμεσα στα δύο, αυτό που αποφασίζει είναι η ισχύς.
Ίσως,
όμως, εκείνο το σύνθημα να είναι χρήσιμο στην αποκάλυψη του προβλήματος. Οι «New York Times» το είχαν καταλάβει ήδη από το 2003,
όταν είχαν ονοματίσει το αντιπολεμικό κίνημα «δεύτερη παγκόσμια υπερδύναμη».
Μια υπερδύναμη αδύναμη, με τόσα δίκια αλλά χωρίς ισχύ, με μεγάλη ανησυχία για
τις μελλοντικές γενιές (πώς γίνεται να μάχεσαι για ένα κόσμο που δεν γνωρίζεις
και που δεν ξέρεις αν καν θα υπάρξει;) και μικρή ανησυχία για το γεγονός ότι η
παρούσα γενιά φέρνει άνω-κάτω τον κόσμο. Εγκλωβιστήκαμε στο κίνημα γνώμης: και από
εκείνο το κλουβί από καουτσούκ και πυρίτιο, που τώρα πια έχει χαθεί στον
γκροτέσκο κοινοτιστικό ατομικισμό των social network, δεν μπορούμε πλέον να βγούμε. Έτσι,
μετά τη θεμελιώδη συζήτηση για τη γονυκλισία στο άκουσμα του εθνικού ύμνου και
το άγαλμα με το γουρούνι, ανάμεσα σε ένα post υπέρ της εξόδου από την κυβέρνηση του
Σαλβίνι και ένα συλλυπητήριο post
για τη Ραφαέλα Καρά, εν αναμονή μιας selfie με μακαρόνια και μύδια σε κάποια τοπική
παραλία, αυτή την εποχή του χρόνου για κάνα δυο μέρες ουρλιάζουμε στους δικούς
μας πίνακες ανακοινώσεων: είχαμε δίκιο! Και είχαμε δίκιο που θέλαμε να σώσουμε
το ανθρώπινο είδος από τη μόλυνση και την προσεχή καταστροφή –ποια θα είναι
αυτή δεν ξέρουμε, δεδομένου ότι η πραγματική καταστροφή έχει ήδη συμβεί. Χωρίς
να λαμβάνουμε υπόψη ότι εκείνο που πηγαίνει καλά για το ανθρώπινο είδος, πάει
καλά για εκείνους που είναι τα αφεντικά του γενικού συμφέροντος. Και να που εκείνα,
τα αφεντικά, ή οι γελωτοποιοί τους όπως ο Κοταρέλι ή ο Τρεμόντι, μας λένε:
μπράβο, είχατε δίκιο. Να ποια είναι η αποτυχία για την οποία πρέπει να
σκεφτούμε: μας δίνουν δίκιο εκείνοι που θα έπρεπε να είχαμε κρεμάσει σε έναν
φανοστάτη. Κάτι που σημαίνει ότι εκείνο το δίκιο δεν ήταν αρκετά απειλητικό.
Να
τελειώνουμε με αυτόν τον γαμημένο μαύρο γάτο, συντρόφισσες και σύντροφοι. Είναι
ακριβώς επειδή η πραγματικότητα μας αηδιάζει που πρέπει να την αντιπαλέψουμε
κοιτώντας το τρομερό της πρόσωπο, μαχόμενοι συνεχώς ενάντια σε εκείνο το μέρος
του εαυτού μας που είναι ενεργά συνένοχο αυτής της πραγματικότητας,
ευχαριστημένο και ικανοποιημένο. Να είμαστε άνδρες και γυναίκες σε αυτή την εποχή, ενάντια σε αυτή την εποχή, όχι αυτής της εποχής. Η μοναδική μνήμη που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είναι
αυτή που έχει να κάνει με την επιλογή, τις ιεραρχήσεις, τις προτιμήσεις. Όσον
αφορά τα υπόλοιπα, είναι μια παγίδα που μας έχει στήσει σήμερα η οθόνη: όταν η
ιστορία επαναλαμβάνεται για πάνω από δύο φορές, η φάρσα δίνει τη θέση της στον
πιθηκισμό.
Δημοσιεύτηκε στις 15 Ιούλη στο ιταλικό κινηματικό διαδικτυακό περιοδικό «Machina».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου