Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, πρώτα στο Παρίσι και μετά στη Ρώμη, είτε στη φυλακή της Ρεμπίμπια είτε στο σπίτι του στο Τραστέβερε, ο Τόνι Νέγκρι αρθρογραφούσε κάθε μήνα στη βραζιλιάνικη καθημερινή εφημερίδα «Folha de S. Paulo». Καθώς ο Νέγκρι ανέκαθεν υπήρξε παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος, έχει αξία να διαβάσουμε δύο κείμενά του για το αγαπημένο του άθλημα από εκείνη την περίοδο.
Το
ποδόσφαιρο είναι όμορφο γιατί εξυψώνει την αρμονία
Το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο άθλημα στον κόσμο και αυτό γιατί είναι ένα παιχνίδι που έχει να κάνει με τη δεξιοτεχνία. Ο Μακιαβέλι όριζε ως δεξιοτεχνικό εκείνο το παιχνίδι που οι νεαροί ρωμαίοι έπαιζαν τις γιορτινές μέρες, υμνώντας τη ζωή και τον πόλεμο, τον έρωτα και τον θάνατο, το θάρρος και τη γενναιοδωρία. Με αυτόν τον ορισμό, ο Μακιαβέλι επέκρινε τη χριστιανική ζωή, όπου η χαρά και το παιχνίδι είχαν εξαλειφθεί και αντικαταστα-θεί από θλιμμένα τελετουργικά. Το ποδόσφαιρο είναι επίσης δεξιοτεχνικό, γιατί είναι ένα παιχνίδι που ενώνει μοναδικότητες οι οποίες συνεργάζονται για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Εξυψώνει τη συνεργασία των ποδιών με το μυαλό. Όσο παράδοξο κι αν μοιάζει, μπορούμε να εφαρμόσουμε στο ποδόσφαιρο τα σχήματα που προέρχονται από την κοι-νωνιολογία της εργασίας. Και η μεταμοντέρνα εργασία, άυλη και εικονική, γεννιέται από τη συνεργασία διανοητικών λειτουργιών (των χεριών και του κεφαλιού), υλοποιείται μέσω μέσων επικοινωνίας και παράγεται μέσω λεπτότατων δεσμών. Το ποδόσφαιρο είναι ένα μεταμοντέρνο παιχνίδι; Όχι, σίγουρα όχι: ο τρόπος παιξίματός του γεννήθηκε σε μια ωραία πλατεία της αναγεννησιακής Φλωρεντίας και κωδικοποιήθηκε στα αγγλικά κολέγια. Είναι, συνεπώς, ένα προϊόν της μοντερνικότητας. Μόνο το ποδόσφαιρο, καλύτερα από κάθε άλλο άθλημα, μπόρεσε να προσαρμοστεί στη νέα εποχή στην οποία εισερχόμαστε, γιατί είναι το άθλημα των πληθών. Των μεγάλων πληθών που δημιουργούν το θέαμα, αλλά κυρίως των μικρών πληθών, εκείνων των μοναδικών συσσωματώσεων που συγκροτούν μια ομάδα. Κα-μιά βδομάδα πριν, παραβρέθηκα σε μια πρόβα του μαέστρου Κλαούντιο Αμπάντο με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου: μια πραγματική προπόνηση μεγάλης ιδιαιτερότητας. Ήταν θαυμάσιο να παρακολουθείς τον σωρό με τις παρτιτούρες και τα όργανα να βγάζουν έναν ήχο πάντοτε τέλειο και διακριτό, τον ήχο αυτού που είναι κάτι κοινό. Κάθε τόσο ο μαέστρος έκανε ένα βήμα πίσω, κατέβαινε από το πάλκο κι άφηνε την ορχήστρα να παίζει μόνη της.
Παρακολουθώντας το ποδόσφαιρο έχω την εντύπωση ότι ακούω ένα μουσικό κομμάτι που παίζει μόνο του. Η σημασία του προπονητή είναι θεμελιώδης, γιατί ενώνει το παιγνιώδες με ένα τελικό έργο τέχνης. Όμως ας επιστρέψουμε στην κοινωνιολογία της εργασίας: και η άυλη εργασία, δηλαδή η διανοητική και πληροφορική, αρθρώνεται μέσω της πολλαπλής διατύπωσης της μοναδικότητας. Και αν η μηχανή οργανώνει την παραγωγή, η γλωσσική συνεργασία συγκροτεί το νόημα. Στον βαθμό στον οποίο ενώνοντας τα φωνήματα διαμορφώνονται οι λέξεις και ενώνοντας τις λέξεις μπορούμε να ουρλιάξουμε «γκολ», όπως οι μεγάλοι στοχαστές της λογικής, οι ποδοσφαιριστές συγκροτούν το νόημα με την ευφυΐα των ποδιών τους, επιτηρούμενοι από τον κοινό εγκέφαλο που τους επιτρέπει να εκτελούν τη σύνθετη ενέργεια. Ο Αμπάντο κατεβαίνει από το πόντιουμ και η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει. Παραγωγή του πλήθους, μεταμοντέρνα παραγωγή, διανοητική πα-ραγωγή. Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε πολύ καιρό πριν, όμως μόνο σήμερα, μπαίνοντας σε αυτή τη νέα εποχή, κατάφερε να δείξει πλήρως τη γοητεία της σημερινής ζωής, μετα-μοντέρνας και άυλης. Κοιτάξτε τα άλλα συλλογικά αθλήματα: το αμερικανικό football ή το ράγκμπι δεν φτιάχτηκαν σαν μια ολότητα, σαν ένα μουσικό χορικό. Είναι, μάλλον, αποσπάσματα των επεισοδίων ενός παιχνιδιού. Αμφότερα συνδυάζουν μια υπερβολή των ατομικών επιδόσεων. Είναι σχιζοφρενικά αθλήματα, τυπικά της μοντέρνας, ταυτόχρονης αλλά πάντοτε ανολοκλήρωτης άρθρωσης της μάζας και των ατόμων. Αντίθετο σε όλα αυτά είναι το ποδόσφαιρο: εδώ δεν υπάρχει ούτε μάζα ούτε απλώς ατομικότητα. Υπάρχει ένα πλήθος που ατενίζει τη μοναδικότητα, υπάρχει ένας πολλαπλός πολλαπλασιασμός μοναδι-κών ενεργειών, υπάρχει μια πολυφωνική χορωδία.
Ένα
άθλημα ηθικό αλλά και ποιητικό
Όταν ένα άθλημα γίνεται ένα τόσο διάχυτο και βαθύ πάθος όπως συμβαίνει με το ποδόσφαιρο, αποκτά ενδιαφέρον για την εξουσία. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες το ήξεραν ήδη, το τσίρκο ήταν το ποδόσφαιρο της εποχής. Όμως το άθλημα δεν είναι απλώς μια στιγμή απελευθέρωσης για τους δυστυχισμένους πολίτες και μια παιγνιώδης αποζημίωση για τα καθημερινά τους βάσανα, με λίγα λόγια ένα κοινωνικό φάρμακο. Το άθλημα μπορεί επίσης να θεωρηθεί και μια θετική πράξη για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Μπορεί, συνεπώς, να μεταμορφωθεί σε ένα εργαλείο οργάνωσης και εκπαίδευσης των μαζών, δηλαδή αυτό που οι υπέρτατοι κυρίαρχοι του 18ου αιώνα αποκαλούσαν «μια ενέργεια της αστυνομίας». Σε μερικές ευρωπαϊκές, αμερικανικές, ασιατικές και αφρικανικές χώρες, είναι γύρω από το ποδόσφαιρο που καταλήγει να αναπτύσσεται ένα μεγάλο μέρος της σκέψης για τη σχέση μεταξύ αθλητισμού και αστυνομίας. Με ποια έννοια; Το ποδόσφαιρο έχει το πλεονέκτημα να είναι ένα ηθικό άθλημα –δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πώς μπορεί ένας ποδοσφαιριστής να παίρνει ναρκωτικά, κατά βάθος αυτή του η πράξη προσθέτει ελάχιστα στη δυναμική του παιξίματός του (μας το διδάσκει ο Μαραντόνα). Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σκεφτούμε κάτι τέτοιο αναφορικά με τη εσκεμμένα μειωμένη απόδοση, την αλλοίωση των αποτελεσμάτων κλπ. Να λοιπόν ποια είναι τα εποικοδομητικά παραδείγματα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό που ενδιαφέρει τον κυρίαρχο. Η ευκαιρία που του δίνεται είναι να εκληφθεί το ποδόσφαιρο ως παράδειγμα της κοινωνικής τάξης, το παιχνίδι με τα πόδια σαν ο «ιδανικός τύπος» της συγκρότησης (φυσι-κής και ηθικής) μιας χώρας. Θετικά και αρνητικά. Θετικά στον βαθμό στον οποίο μέσω του ποδοσφαίρου μπορούν να υλοποιηθούν οι υποτιθέμενες αρετές ενός έθνους (η βραζιλιά-νικη επινοητικότητα, η ιταλική πονηριά, η γερμανική πειθαρχία, ο σνομπ δυναμισμός των Άγγλων). Αρνητικά καθώς τα παιχνίδια, που μπορεί να γίνουν δεξαμενές λαϊκής βίας, προ-σφέρουν ένα ιδανικό έδαφος για να φανεί πόσο αναγκαία είναι η εξουσία της αστυνομίας. Προσθέτουμε σε αυτές τις κοινότοπες διαπιστώσεις και κάποια άλλη σκέψη. Στην Ιταλία υπήρξε ένας μεγάλος αθλητικογράφος, ο Τζάνι Μπρέρα, που μέσω των ποδοσφαιρικών άρθρων του κατόρθωσε να φτιάξει ένα είδος πανοράματος της μεταπολεμικής ιταλικής ανάπτυξης μέχρι τον θρίαμβο του καπιταλισμού τη δεκαετία του ’60. Επίσης ανίχνευσε (με μια εξαγνιστική μορφή) την επιθυμία των ομάδων που δεν ήταν κοντά στην εξουσία, που πολέμησαν τον καπιταλισμό και, ωστόσο, συνέχισαν να υπάρχουν. Δεν πρέπει, συνεπώς, για τον Μπρέρα, να αναχθούν οι πρωταγωνιστές του ποδοσφαίρου σε μια μονοδιάστατη τάση της κοινότητας, της εθνικής υπερηφάνειας, της σχεδόν ιμπεριαλιστικής περιπέτειας όταν παίζει η εθνική ομάδα. Πρέπει, πάνω απ’ όλα, να φανεί, στο ποδόσφαιρο, πώς οι καταπιεσμένοι μπορούν να συνειδητοποιηθούν, να χειραφετηθούν και να εξεγερθούν. Με τον Μπρέρα η αθλητικογραφία από μηχανισμός της αστυνομίας γίνεται, ξαφνικά, μια εκπροσώπηση των υποτελών τάξεων. Σήμερα, αν το ποδόσφαιρο είναι η εικόνα αυτών των τάξεων, πώς μπορεί το κίνημα του πλήθους να δώσει μια ελπίδα, να κάνει ένα νέο άλμα προς τα μπρος; Δεν θα είμαστε πολύ απαιτητικοί αν ζητήσουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό να παράγει ένα πολιτικό κίνημα φτιαγμένο με την κομψότητα του (δημοκρατικού) παιξίματος του Ρονάλντο ή με το (σοσιαλιστικό) σουτ του Βιέρι. Αυτό που πραγματικά δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τον προσεχή πρωταθλητή κόσμου είναι να υψώσει τις προλε-ταριακές γροθιές όπως έκαναν οι Αφροαμερικανοί στην Ολυμπιάδα του 1968. Όχι, στ’ αλήθεια, δεν θέλουμε τελετές. Εμένα ήδη με κουράζει το να ακούω να μιλούν για εκείνα τα εθνικιστικά χρόνια. Το γεγονός είναι, καθώς έλεγε ο Μπρέρα, ότι αρκούν μεγάλες κινήσεις και ωραία παιχνίδια για να υπάρξει η ελπίδα πως μπορούμε όλες/οι μαζί να αποτελέσουμε ένα και μόνο πλήθος στον κόσμο, αδελφωμένες/οι. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι αυτή η πολιτική ποίηση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου