Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Σμιτ, καλοκαίρι 1950 - Μάριο Τρόντι


Σμιτ, καλοκαίρι 1950, πρόλογος στο Der Nomos der Erde: «Απέχω από κάθε είδους επικαιρότητα… Προτιμώ, ωστόσο, να παρεμβαίνω πού και πού σε κάποιο ζήτημα, για να μην προκαλώ ψευδείς υποψίες». Άλλωστε, είναι οι ειδικοί που θρηνούν «για τη γλωσσική βαβέλ της εποχής μας, τη χυδαιότητα της ιδεολογικής πάλης, τη διάλυση και τη μόλυνση μέχρι και των πιο κοινών και τρεχουσών εννοιών της σύγχρονης μας δημόσιας σφαίρας». Δεν του μένει άλλωστε και τίποτα άλλο να κάνει από το να διατρέχει την τεράστια ποσότητα υλικού, την αναζήτηση της αντικειμενικής έκθεσης των ιδεών, αφού «με το πρόβλημα της έκθεσης» που γίνεται ιδιαιτέρως επίπονο, αποφεύγονται οι πολεμικές και προπάντων «δεν χάνεται το μεγαλείο του ζητήματος».

Το μεγαλείο του ζητήματος του νόμου δεν χάνεται από αυτό το μεγάλο βιβλίο. Κι έχει δίκιο ο Εμανουέλε Καστρούτσι, μαζί με τον Φράνκο Βόλπι επιμελητής αυτής της τόσο αναμενόμενης ιταλικής μετάφρασης, να επισημαίνει ότι μεταξύ του Verfassunglehre (1928) και του Der Nomos der Erde (1950), περνά σε δύο δεκαετίες μια ολόκληρη εποχή του τρόπου σκέψης της νομικο-πολιτικής ευρωπαϊκής παράδοσης. Πιστώνεται στον Καρλ Σμιτ το γεγονός ότι οδήγησε αυτή τη θεωρητική διαδρομή προς τη θεμελίωση μιας νέας παγκόσμιας σκέψης αναφορικά με τις στοιχειώδεις ταξινομήσεις της απτής ανθρώπινης ύπαρξης. Ο λόγος για το ηπειρωτικό έδαφος και την ελεύθερη θάλασσα, για τις επίγειες και θαλάσσιες κατοχές, για την ταξινόμηση από τη μια πλευρά και τον προσανατολισμό/τοποθέτηση/ρίζωμα σε ένα έδαφος από την άλλη, είναι ίσως πιο επίκαιρος τη δεκαετία του ’90 από τη δεκαετία του ’50. Έτσι ο Σμιτ, πιθανώς παρά τη θέλησή του, να μην μπορούσε να απέχει από την επικαιρότητα. Στο τέλος της χιλιετίας, και ένεκα των χαρακτηριστικών αυτού του τέλους, δεν πρέπει να ξαναξεκινήσουμε μια έρευνα σχετικά με την ιδέα ενός νέου νόμου της γης; Όμως τι είναι ο νόμος; Είναι η ελληνική λέξη που περιγράφει την πρώτη κατοχή γης, με τη σχετική υποδιαίρεση και την πρωταρχική κατανομή του χώρου. Προέρχεται από το νέμειν, που σημαίνει τόσο μοίρασμα όσο και βοσκή, αλλά, επιπλέον, μέτρημα. Ο νόμος είναι κυρίως «η άμεση μορφή με την οποία καθίσταται χωρικά ορατή η πολιτική και κοινωνική διάταξη ενός λαού, η πρώτη μέτρηση και κατανομή της βοσκής, δηλαδή η κατοχή της γης και η συγκεκριμένη ταξινόμηση αυτού που περιλαμβάνεται αλλά και εκείνου που προέρχεται από αυτή». Με τα λόγια του Καντ: ο νόμος που μοιράζει το έδαφος σε δικό μου και δικό σου. Σύμφωνα με μια επεξηγηματική αγγλική έκφραση: o radical title. Μέτρο, ταξινόμηση, μορφή: για να αναγορευθεί ένα κομμάτι γης σε πεδίο ισχύος. Η ρήση του Πίνδαρου για τον νόμο βασιλεύς είναι μονάχα η πρώτη για τις πολυάριθμες ονομασίες του νόμου ως βασιλιάς, κυρίαρχος, δεσπότης, τύραννος. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για την κλοπή των βοοειδών από τον Ηρακλή, που τον καθιστά, μέσω αυτής της βίαιης πράξης, τον δημιουργό του δικαίου. Θέση μιας επιβολής, κανονιστική ισχύς του πραγματικού.

Ο νόμος, συνεπώς, δεν είναι ο «νόμος» [legge]. Η έννοια της νομιμότητας [legalita] –λέει ο Σμιτ– δείχνει, στην καλύτερη περίπτωση, έναν τρόπο λειτουργίας της κρατικής γραφειοκρατίας, αυτόν του συγκεντρωτικού νομοθετικού κράτους, του οποίου διορθωτική, καθιστάμενη μάλλον αναποτελεσματική, είναι η έννοια της νομιμοποίησης [legittimita]. Στη λέξη Gesetz (νόμος), υπάρχει μια αυστηρή «μέσευση». Ο νόμος, αντιθέτως, «με την αρχική του σημασία, δείχνει ακριβώς την πλήρη μη-μέσευση μιας νομικής ισχύος μη μεσευμένης από νόμους». Συντακτικό ιστορικό συμβάν, πράξη της νομιμοποίησης που προσδίδει νόημα στη νομιμότητα. Πρωταρχική Ordo ordinans, που μόνο μια θετικιστική νομική νοοτροπία μπορεί να ανάγει σε έναν μηχανισμό λειτουργίας του νόμου. Κατοχή του εδάφους, ίδρυση της πόλης, αποικισμός: αυτές οι συντακτικές διαδικασίες δεν βρίσκονται στην ημερησία διάταξη, όμως δεν είναι ούτε και αρχαιολογία του παρελθόντος. «Έως ότου ολοκληρωθεί η οικουμενική ιστορία […] έως ότου οι συνθήκες δεν θα είναι παγιωμένες και αποκρυσταλλωμένες μια για πάντα, έως ότου –με άλλα λόγια– οι άνθρωποι και οι λαοί έχουν ακόμη μέλλον και όχι μόνο παρελθόν, τότε στις ολοένα νέες μορφές της εμφάνισης των συμβάντων, στην ιστορία του κόσμου, θα αναδύεται ένας νέος νόμος». Ουσιώδης σε κάθε ιστορική εποχή είναι η θεμελιώδης διαδικασία του χωρίσματος του χώρου: συνδυασμός ταξινόμησης και τοποθέτησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για νόμο της γης. «Αφού στη βάση κάθε νέας περιόδου και κάθε νέας εποχής της συνύπαρξης των λαών, των αυτοκρατοριών, των χωρών, των κατόχων της εξουσίας και των εξουσιαστικών δυνάμεων κάθε είδους, υπάρχουν νέες οροθετήσεις και νέες χωρικές διατάξεις της γης».

Ο Σμιτ εντάσσει το δίκαιο στη γεωπολιτική. Αυτό είναι το νόημα της θεωρητικής του διαδρομής από τα χρόνια του ’20 σε εκείνα του ’50. Ενδιάμεσα υπάρχει μια απτή προσωπική εμπειρία κι ένα απτό πέρασμα της ιστορίας του κόσμου. Καμία μορφή της σκέψης δεν είναι, όπως εκείνη του Σμιτ, τόσο συνδεδεμένη με τον χρόνο. Ένας νομικός, όπως αγαπούσε κυρίως ο ίδιος να αυτοπροσδιορίζεται, που βρίσκεται να διασχίζει δύο παγκόσμιους πολέμους, είναι υποχρεωμένος να θέτει το πολιτικό πρόβλημα του πολέμου. Ιδωμένο από το Νόμος της γης, ολόκληρο το έργο του Σμιτ μπορεί να διαβαστεί ως μια ιστορική αφήγηση της σχέσης μεταξύ δικαίου και πολέμου. Η δική του ιδέα της πολιτικής, «το κριτήριο του πολιτικού», είναι η θεωρία που διατυπώνει. Σε αυτό το βιβλίο, ο θαυμασμός για το αριστούργημα του ius publicum europaeum φτάνει στο αποκορύφωμά του. Ο δίκαιος πόλεμος, ο πόλεμος που διεξάγεται ex justa causa, φτάνοντας να προβλέψει την πιθανότητα μιας δίκαιης επίθεσης, είναι μια μεσαιωνική θεωρία, ενταγμένη στο πλαίσιο μιας χριστιανικής κοινοπολιτείας, βασίζεται, δηλαδή, στην προϋπόθεση ύπαρξης μιας διεθνούς νομικής αυθεντίας που ασκείται από την potestas spiritualis της Εκκλησίας.

Το διεθνές ευρωπαϊκό δίκαιο χαρακτηριστικό της διακρατικής εποχής από τον 16ο μέχρι τον 20ο αιώνα, σπάει αυτή την παράδοση. Το τυπικό σημείο αναφοράς γίνεται η ίση κυριαρχία των κρατών. Από την justa causus περνάμε στο Justus hostis. Είναι νόμιμος κάθε πόλεμος μεταξύ των κρατών που διεξάγεται μεταξύ κυρίαρχων με ίσα δικαιώματα. «Μέσω αυτής της νομικής τυποποίησης καθίσταται δυνατός ένας εξορθολογισμός κι ένας εξανθρωπισμός, δηλαδή ένας περιορισμός του πολέμου». Ο Αλμπέρικο Τζεντίλε είναι ο μεγάλος νομικός της μεγάλης στροφής. Και είναι πολύ τυπική της εποχής η πολεμική κραυγή του: Silete theologι in munere alieno! [ Σωπάστε θεολόγοι για ζητήματα που σας είναι ξένα!].

Όμως η πραγματική επανάσταση ξεκινά από την εδαφική κατοχή ενός νέου κόσμου: με τους νομικούς τίτλους για την ανακάλυψη και την κατοχή νέων γαιών. Και νέων θαλασσών. Πρέπει να επιστρέψουμε στην ανίχνευση των γραμμών κατανομής ολόκληρης της εδαφικής σφαίρας. Δίπλα στις ισπανο-πορτογαλικές γραμμές διαχωρισμού, τις rayas, μέχρι τις αγγλο-γαλλικές φιλικές γραμμές, τις amity lines, υπάρχει επίσης μια θεωρητική διαδρομή σκέψης και συζήτησης: από τον Φρανσκίσκο ντε Βιτόρια, τον πιο προωθημένο σύμφωνα με τον Σμιτ, τον Γκρότιους και τον Πούφεντορφ, τον Μπαλτάσαρ Αγιάλα, τον Ολλανδό Μπύνκερσοκ και τον Βατέλ, μέχρι τον Καντ, καθρέφτη της αντίφασης ως φιλόσοφος του δικαίου (και ίσως όχι μόνο!), αφού στην προοπτική της διαρκούς ειρήνης και υπό την εκ νέου ανακάλυψη της έννοιας του Hostis injustus, παγιώνεται στην πραγματικότητα, στα τέλη του 18ου αιώνα, η έκβαση εκείνης της διαδικασίας: τα κράτη –ανακεφαλαιώνει ο Σμιτ– είναι τα μεν απέναντι στα δε σχεδόν όπως τα άτομα στη φυσική κατάσταση, με το καθένα από αυτά να έχει το ίδιο δικαίωμα στον πόλεμο.

Όμως να που υπάρχει ένα λάθος τώρα πια διαδεδομένο, το να μιλάμε δηλαδή για αναρχία αναφορικά με τον Μεσαίωνα, αφού εκεί η εχθρότητα και το δικαίωμα αντίστασης λειτουργούν ως νομικοί θεσμοί, σύμφωνα με όσα μας έχει διδάξει ο Όττο Μπρούνερ. Άλλο τόσο λάθος θα ήταν αν αποκαλούσαμε αναρχία τη διεθνή νομική διάταξη μεταξύ του 17ου και του 20ου αιώνα, μόνο και μόνο επειδή αυτή αποδεχόταν τον πόλεμο. «Οι ευρωπαϊκοί διακρατικοί πόλεμοι μεταξύ του 1815 και του 1914 ήταν, στην πραγματικότητα, διαδικασίες ταξινόμησης, περιορισμένες από τις μεγάλες ουδέτερες δυνάμεις, σε πολύ μεγάλο βαθμό νομικού τύπου, μπροστά στις οποίες τα μοντέρνα μέτρα αστυνόμευσης και αποκατάστασης της δημόσιας τάξης ενάντια στους ταραξίες της, μπορεί να είναι τρομερές ενέργειες εκμηδένισης». Επρόκειτο για μια ταξινόμηση βάσει της ισχύος, σε έναν περιορισμένο χώρο: κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν εφόσον ο αντίπαλος αναγνωριζόταν ως εχθρός και εξισωνόταν με έναν justus hostis. Η διάλυση αυτού του jus publicum euroapeum θα συμβεί μεταξύ του 1890 και του 1918. Την τελευταία πράξη ο Σμιτ τη βλέπει στα Πρακτικά του Κονγκό, από την ομώνυμη διάσκεψη του 1884-85 υπό τη διεύθυνση του τελευταίου μεγάλου πολιτικού του ευρωπαϊκού διεθνούς δικαίου, του Μπίσμαρκ. Έπειτα, η μεγάλη σκιά έπεσε από τα δυτικά. Με την αύξηση της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών, εμφανίζεται το διφορούμενο χαρακτηριστικό τους, δηλαδή να μην μπορούν να αποφασίσουν «ανάμεσα στην ξεκάθαρη απομόνωση […] και την οικουμενικο-ανθρωπιστική επέμβαση παντού στην υδρόγειο».

Αυτό    που οδήγησε στο να πάψει η Ευρώπη να είναι το κέντρο της γης στο διεθνές δίκαιο, δεν ήταν ένα «σύστημα» κρατών, αλλά η μπερδεμένη συμπαρουσία πραγματικών σχέσεων, στερούμενη χωρικής διάστασης και πνευματικής σύνδεσης· «ένα χάος χωρίς καμία δομή, που δεν ήταν πλέον ικανό για οποιονδήποτε από κοινού περιορισμό του πολέμου». Και, πράγματι, ήρθαν οι δύο «μεγάλοι πόλεμοι», ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος στον χώρο-κόσμο.

Με το τέλος του jus publicum europaeum έχουμε μια σημασιολογική αλλαγή του πολέμου. Αυτό συμβαίνει όχι το 1914 αλλά το 1918. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε ως ένας ευρωπαϊκός κρατικός πόλεμος παλιού στυλ. Ήταν εκείνη η ειρήνη, από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μέχρι το Πρωτόκολλο της Γενεύης, που άλλαξε την ιδέα του πολέμου. Από πίσω υπήρχαν δύο μεγάλοι συνθήκες, αμφότερες συνδεδεμένες, κατά βάθος, με μια νέα αντίληψη του χώρου. Η μία ήταν η άποψη, η αμερικανική, από τον Τζέφερσον στον Ουίλσον, για το δυτικό ημισφαίριο. Η νέα Δύση προωθούσε την ιδέα ότι αυτή ήταν η πραγματική Δύση: κι αυτό όχι ενάντια στην παλιά Ασία ή την Αφρική, αλλά ενάντια στην Ευρώπη. Κατά βάθος επρόκειτο για την αξίωση της Αμερικής να είναι αυτή η πραγματική Ευρώπη. Η άλλη είναι η μεταμόρφωση της εικόνας του θεάτρου του πολέμου. Στον παραδοσιακό εδαφικό στρατό και στο πολεμικό ναυτικό, αντίστοιχων ακριβώς με τις δύο επιφάνειες που είναι χωρισμένες η γη (δηλαδή σε στεριά και θάλασσα), προστίθεται ένα τρίτο είδος όπλου, η στρατιωτική αεροναυτική. Γεννιέται ένας νέος τύπος χρήσης της βίας και συνεπώς ένας τύπος εντελώς νέος, που αλλάζει την ίδια την έννοια του εχθρού: όχι πια πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ αναγνωρίσιμων εμπολέμων, αλλά πόλεμος για την πλήρη εκμηδένιση του εχθρού. Δεν υπάρχει πια ούτε θέατρο ούτε πόλεμος ούτε θεατές. Επιστρέφουμε στη διάκριση και την απολυτοποίηση του εχθρού ως εγκληματία. Επιστρέφουμε στις αρχές του 17ου αιώνα, στους θρησκευτικούς πολέμους. Η ενδυνάμωση των τεχνικών μέσων εκμηδένισης και η νομική και ηθική διάκριση του εχθρού, δίνουν το έναυσμα σε μια αντίστοιχη καταστροφική λογική. Για να δικαιολογηθεί κάτι τέτοιο, επιστρέφει η ιδέα του δικαίου πολέμου και του άδικου εχθρού. «Στον βαθμό στον οποίο ο πόλεμος μεταμορφώνεται σήμερα σε δράση της αστυνομίας ενάντια στους ταραξίες της ειρήνης, τους εγκληματίες και τα βλαβερά στοιχεία, πρέπει επίσης να ενδυναμωθεί η δικαιολόγηση των μεθόδων αυτής της police bombing. Καθίσταται έτσι υποχρεωτικό να αποκτήσει η διάκριση του εχθρού αβυσσαλέες διαστάσεις».

Στο κλείσιμο αυτού του πολεμικού και εποικοδομητικού βιβλίου, υπάρχουν λόγια σοφίας. Μας λέει ο Σμιτ, θεωρητικός του εχθρού-φίλου, φορώντας τα ρούχα ενός ηθικού φιλοσόφου: «Να θυμόμαστε τις πέντε dubia circa justitiam belli που ο Φρανσίσκο ντε Βιτόρια είχε εκθέσει και, ακόμη περισσότερο, τις δικές του εννέα dubia quantum liceat in bello justo. Σήμερα προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις στα δύο ερωτήματά του. Η σύγχρονη φυσική επιστήμη και η τεχνική της μας δίνουν μιαν απάντηση: Tantum licet in bello justo!». Αλλά πρέπει επίσης να εκφράσουμε την αμφιβολία μας αν ωρίμασε ιστορικά ο χρόνος τις εννέα γραμμές φιλίας. Ο νόμος της γης μοιάζει ολοένα και πιο παλιός, ολοένα και πιο μελλοντικός.

[1991]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου